312 Α' 2005

ΝΟΜΟΣ 3427/2005

Φόρος προστιθέμενης αξίας στις νέες οικοδομές, μεταβολές στη φορολογία κεφαλαίου και άλλες διατάξεις.

27 Δεκεμβρίου 2005

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 312
27 Δεκεμβρίου 2005

NOMOΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ. 3427
Φόρος προστιθέμενης αξίας στις νέες οικοδομές, μεταβολές στη φορολογία κεφαλαίου και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΦΟΡΟΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ
Άρθρο 1Οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως εξής:ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 μετά την περίπτωση β΄ προστίθεται νέα περίπτωση γ ,΄ ως εξής: « γ) κάθε πρόσωπο, το οποίο πραγματοποιεί ευκαιριακά πράξεις του άρθρου 6, εφόσον με δήλωσή του ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α..»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Παράδοση ακινήτων είναι η μεταβίβαση αποπερατωμένων ή ημιτελών κτιρίων ή τμημάτων τους και του οικοπέδου που μεταβιβάζεται μαζί με αυτά ως ενιαία ιδιοκτησία ή ιδανικών μεριδίων οικοπέδου επί των οποίων εφαρμόζεται το αμάχητο τεκμήριο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α΄) που κυρώθηκε με το ν. 1587/1950 (ΦΕΚ 294 Α΄), εφόσον πραγματοποιείται από επαχθή αιτία πριν από την πρώτη εγκατάσταση σε αυτά. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου θεωρούνται: α) ως κτίρια, τα κτίσματα γενικά και οι κάθε είδους κατασκευές που συνδέονται με τα κτίσματα ή με το έδαφος κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, β) ως πρώτη εγκατάσταση, η πρώτη χρησιμοποίηση με οποιονδήποτε τρόπο των κτιρίων ύστερα από την ανέγερσή τους, όπως είναι η ιδιοκατοίκηση, η ιδιόχρηση, η μίσθωση ή άλλη χρήση. Θεωρείται επίσης ότι πραγματοποιείται η πρώτη εγκατάσταση κατά το χρόνο που συμπληρώνεται πενταετία από την ημερομηνία έκδοσης της οικοδομικής αδείας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής: «4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για ακίνητα, των οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται ή αναθεωρείται από 1ης Ιανουαρίου 2006, εφόσον μέχρι την ημερομηνία αναθεώρησης δεν έχουν αρχίσει οι εργασίες κατασκευής. Εφόσον έχει κατατεθεί πλήρης φάκελος στην πολεοδομία και έχει υπογραφεί προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο κατασκευής μέχρι την 25.11.2005, μπορεί να χορηγηθεί εξαίρεση από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, με αίτηση των ενδιαφερομένων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στο άρθρο 6 προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής: « 5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται κάθε διαδικαστικό θέμα και λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής: « γ) η ιδιοκατοίκηση, η ιδιόχρηση ή η παράδοση σε μη φορολογητέα δραστηριότητα του ιδίου υποκειμένου, η μίσθωση, η δωρεάν παραχώρηση της χρήσης, ή η χρησιμοποίηση για οποιονδήποτε σκοπό ξένο προς την επιχείρηση, των ακινήτων που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 6, ».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η παράγραφος 3 του άρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής: «3. Ειδικά για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 6, η φορολογική υποχρέωση γεννάται και ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο: α) υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, β) σύνταξης της έκθεσης κατακύρωσης στην περίπτωση εκούσιου ή αναγκαστικού πλειστηριασμού, γ) μεταγραφής στις λοιπές περιπτώσεις που δεν απαιτείται η κατάρτιση συμβολαιογραφικού εγγράφου, δ) πραγματοποίησης των πράξεων που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 7, ε) υπογραφής προσυμφώνου, με τον όρο της αυτοσύμβασης που προβλέπει το άρθρο 235 του Αστικού Κώδικα εφόσον καταβλήθηκε ολόκληρο το τίμημα και παραδόθηκε η νομή του ακινήτου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Στο άρθρο 16 προστίθεται νέα παράγραφος 4, ως εξής: « 4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται κάθε διαδικαστικό θέμα και λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 19 αντικαθίσταται ως εξής: « δ) για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτωση α΄ του άρθρου 6, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται το τίμημα που έλαβε ή θεωρείται ότι έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο υποκείμενος από τον αγοραστή, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, προσαυξημένο με οποιαδήποτε παροχή που συνδέεται με τις πράξεις αυτές. Για τις παραδόσεις ακινήτων στον κύριο του οικοπέδου που αναθέτει σε εργολάβο την ανέγερση οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η αξία των κτισμάτων που παραδίδονται σε αυτόν, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αξία του ιδανικού μεριδίου του οικοπέδου που αντιστοιχεί σε αυτά. Η αξία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την αξία των ποσοστών του οικοπέδου που μεταβιβάζονται από τον κύριο του οικοπέδου στον εργολάβο κατασκευαστή ή στον από αυτόν υποδεικνυόμενο τρίτο.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η περίπτωση λα΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 αντικαθίσταται ως εξής: «λα) α) η παράδοση ακινήτων, εκτός από: −την παράδοση που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 6 −τις παραδόσεις που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 7 β) η παράδοση ακινήτων σε δικαιούχους απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας. Η απαλλαγή αυτή από τον Φ.Π.Α. κρίνεται οριστικά κατά το χρόνο της παράδοσης του ακινήτου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 31 αναριθμούνται σε 8 και 9 αντίστοιχα και προστίθεται νέα παράγραφος 7 ως εξής: «7. Προκειμένου για πράξεις σε ακίνητα που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 6, η έκπτωση του φόρου εισροών ενεργείται σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής της κάθε ιδιοκτησίας στο συνολικό φόρο εισροών, ο οποίος διαμορφώνεται με βάση την πραγματική διάθεση των αγαθών και υπηρεσιών ανά οικοδομή, όπως προκύπτει από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ..»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 36 αντικαθίσταται ως εξής: «γ) να υποβάλλει στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ: i) ειδική δήλωση Φ.Π.Α., όταν ενεργεί πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 6. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 16. Με την υποβολή της δήλωσης αυτής, καταβάλλεται εφάπαξ ο αναλογών στην παράδοση του ακινήτου φόρος, αφού συμψηφισθεί ο φόρος εισροών κατά το ποσοστό που βαρύνει τη μεταβιβαζόμενη ιδιοκτησία, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι τη χρονική στιγμή γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης, ii) ειδικά έντυπα απεικόνισης του συνολικού κόστους της οικοδομής και κατανομής αυτού στις επί μέρους ιδιοκτησίες, προϋπολογιστικά και απολογιστικά. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο και η διαδικασία υποβολής της ειδικής δήλωσης και των ειδικών εντύπων, καθώς και ο χρόνος υποβολής των εντύπων αυτών και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 48 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: «Κατά την υποβολή της ειδικής δήλωσης Φ.Π.Α. που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 36 και σε περίπτωση κατά την οποία το δηλούμενο από τον υποκείμενο στον φόρο τίμημα υπολείπεται της αγοραίας αξίας, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ελέγχει άμεσα την ακρίβεια της υποβαλλόμενης δήλωσης, λαμβάνοντας υπόψη του τις αξίες όπως αυτές ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και στη φορολογία εισοδήματος, καθώς και το συνολικό κόστος του παραδιδόμενου ακινήτου σε συνδυασμό με τα τεχνικά, ποσοτικά και οικονομικά δεδομένα που αφορούν την άδεια ανέγερσης του ακινήτου. Σε περίπτωση κατά την οποία ο υποκείμενος στο φόρο δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα του ελέγχου αυτού, η αξία του παραδιδόμενου ακινήτου υπόκειται στη δεσμευτική κρίση του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζεται ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε αναγκαίο στοιχείο ή λεπτομέρεια που αφορά τον έλεγχο αυτόν.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: «Προκειμένου για επιχειρήσεις ανέγερσης και πώλησης οικοδομών, ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. μπορεί να εκδώσει προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου και ανά ειδική δήλωση Φ.Π.Α. που προβλέπεται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 36.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Η παράγραφος 8 του άρθρου 62 καταργείται και η παράγραφος 9 αναριθμείται σε 8.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΦΟΡΟΣ ΑΥΤΟΜΑΤΟΥ ΥΠΕΡΤΙΜΗΜΑΤΟΣ
Άρθρο 2Αντικείμενο του φόρουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού που αποκτάται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1.1.2006 και μετά την κτήση αυτή μεταβιβάζεται περαιτέρω με επαχθή αιτία, επιβάλλεται φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος (Φ.Α.Υ.) στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης αυτού και της τιμής πώλησής του. Ως κτήση του ακινήτου νοείται η αγορά ή η με άλλη αιτία κτήση του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην έννοια του όρου μεταβίβαση για την εφαρμογή του παρόντος περιλαμβάνονται: α) η μεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, καθώς και η μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξώνησης, β) η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας των άρθρων 1188 έως 1191 του Αστικού Κώδικα, γ) η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, δ) η σύσταση, η απόσβεση ή η μεταβίβαση μαζί με το δεσπόζον ακίνητο πραγματικής δουλείας των άρθρων 1118 έως 1141 του Αστικού Κώδικα, ε) η μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, στ) η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κυρίων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου, ζ) η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία έχει συντελεστεί υπέρ προσώπου υποκείμενου σε φόρο αυτομάτου υπερτιμήματος, η) η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Δεν υπάγονται σε φόρο αυτομάτου υπερτιμήματος: α) οι περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950, β) η επικύρωση ανώμαλων δικαιοπραξιών, γ) η αυτούσια διανομή, ανταλλαγή ή συνένωση ακινήτων, δ) η κατά τη διάλυση εταιρίας μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας της στα μέλη της, ε) η μεταβίβαση ποσοστών εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί οικοπέδου ή γηπέδου, εφόσον έχει το χαρακτήρα εργολαβικού ανταλλάγματος για την ανέγερση επί του οικοπέδου ή γηπέδου οικοδομής, καθώς επίσης η μεταβίβαση ποσοστών εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του οικοπέδου ή γηπέδου από την αντιπαροχή του οικοπεδούχου.

Άρθρο 3Φορολογητέα αξίαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ως αξία υποκείμενη σε φόρο λαμβάνεται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ως τιμή κτήσης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο απόκτησής του, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παρ. 1, 2, 3 εδ. α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παρ. 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 42 Α΄), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950, στις λοιπές περιπτώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ως τιμή πώλησης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο μεταβίβασής του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της πράξης μεταβίβασης, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παρ. 1, 2, 3 εδ. α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παρ. 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982, όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950, στις λοιπές περιπτώσεις. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου ή εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος, το οποίο μετά την κτήση του εντάχθηκε σε σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται με βάση το σύστημα αυτό ή το δηλούμενο τίμημα, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περιπτώσεις κτήσης του ακινήτου αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, ως χρόνος απόκτησης για τον προσδιορισμό του φόρου αυτομάτου υπερτιμήματος θεωρείται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας ή ο χρόνος κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής, έστω και αν συντρέχει νόμιμος λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής ενοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄).

Άρθρο 4Υποκείμενο του φόρου

Ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος βαρύνει τον πωλητή.

Άρθρο 5Καταβολή του φόρου

Ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος καταβάλλεται εξ ολοκλήρου με την υποβολή της δήλωσης και πριν από την κατάρτιση του μεταβιβαστικού συμβολαίου.

Άρθρο 6Φορολογικοί συντελεστές

Ο φορολογικός συντελεστής ορίζεται σε ποσοστό: α) είκοσι τοις εκατό (20%), αν η μεταβίβαση γίνει σε χρονικό διάστημα έως και πέντε (5) ετών από την κτήση του ακινήτου, β) δέκα τοις εκατό (10%), αν η μεταβίβαση γίνει σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) έως και δεκαπέντε (15) ετών από την κτήση του ακινήτου, γ) πέντε τοις εκατό (5%), αν η μεταβίβαση γίνει σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δεκαπέντε (15) έως και είκοσι πέντε (25) ετών από την κτήση του ακινήτου. Αν η μεταβίβαση γίνει μετά την πάροδο είκοσι πέντε (25) ετών από την κτήση του ακινήτου ή του εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος, δεν επιβάλλεται φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος.

Άρθρο 7Απαλλαγές

Δεν υπόκεινται σε φόρο αυτομάτου υπερτιμήματος: α) Το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Ο.Τ.Α., οι ιεροί ναοί και οι ιερές μονές. β) Η μεταβίβαση ακινήτων από μη κερδοσκοπικό οικοδομικό συνεταιρισμό στα μέλη του. γ) Η πρώτη, μετά την έκδοση, μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης. δ) Η πώληση οικοδομής που ανεγέρθηκε από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ασκεί επιχείρηση ανέγερσης και πώλησης οικοδομών και του οποίου τα καθαρά κέρδη από τις εργασίες αυτές υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος. ε) Η μεταβίβαση ακινήτου από οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση, για την οποία υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, κατά τις διατάξεις της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Άρθρο 8Διαδικαστικά ζητήματα

Για την υποχρέωση και τη διαδικασία υποβολής της δήλωσης, την καταβολή του φόρου, τις συνέπειες της μη δήλωσης, της εκπρόθεσμης και της ανακριβούς δήλωσης, τον έλεγχο της δήλωσης από τη φορολογούσα αρχή, τη διαδικασία επίλυσης των φορολογικών διαφορών, τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης, την επιστροφή του φόρου, τις υποχρεώσεις συμβολαιογράφων, υποθηκοφυλάκων και Δημόσιων Αρχών, καθώς και για κάθε θέμα που δεν ρυθμίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται οι διατάξεις του α.ν. 1521/1950, όπως ισχύουν.

Άρθρο 9Παραγραφή

Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου αυτομάτου υπερτιμήματος παραγράφεται μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου υποβλήθηκε η οικεία δήλωση. Σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης το δικαίωμα του Δημοσίου παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαπέντε (15) ετών από το τέλος του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης.

Άρθρο 10Εξουσιοδοτική διάταξη

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΤΕΛΟΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
Άρθρο 11Αντικείμενο του τέλουςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού που αποκτάται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1.1.2006 και μετά την κτήση αυτή μεταβιβάζεται περαιτέρω με επαχθή αιτία, αντί του φόρου μεταβίβασης ακινήτων, επιβάλλεται τέλος συναλλαγής επί της αξίας του. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση μεταβίβασης οικοδομής που ανεγέρθηκε επί οικοπέδου ή γηπέδου που αποκτήθηκε μετά την ανωτέρω ημερομηνία επιβάλλεται φόρος μεταβίβασης ακινήτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τέλος συναλλαγής επιβάλλεται στις περιπτώσεις α ,΄ β ,΄ γ ,΄ δ ,΄ ε΄ και η΄ της παραγράφου 3 και της παραγράφου 4 του άρθρου 1, καθώς και στις περιπτώσεις του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950. Οι περιπτώσεις διανομής, ανταλλαγής ή συνένωσης ακινήτων, τα οποία αποκτήθηκαν στο σύνολό τους ή μερικώς μετά την 1.1.2006, υπόκεινται σε τέλος συναλλαγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Δεν υπάγεται σε τέλος συναλλαγής η μεταβίβαση ποσοστών εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί οικοπέδου ή γηπέδου, εφόσον έχει το χαρακτήρα εργολαβικού ανταλλάγματος για την ανέγερση επί του οικοπέδου ή γηπέδου οικοδομής, καθώς επίσης η μεταβίβαση ποσοστών εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του οικοπέδου ή γηπέδου από την αντιπαροχή του οικοπεδούχου.

Άρθρο 12Φορολογητέα αξίαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τον υπολογισμό του τέλους συναλλαγής, ως αξία του ακινήτου ή του εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος λογίζεται η αξία που ορίζεται στα άρθρα 41 και 41α του ν. 1249/1982, όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950, στις λοιπές περιπτώσεις. Σε περίπτωση που, στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο, το τίμημα ή, επί αναγκαστικού ή εκούσιου πλειστηριασμού, το εκπλειστηρίασμα, είναι μεγαλύτερο της αξίας που προκύπτει με την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, το τέλος συναλλαγής υπολογίζεται με βάση το τίμημα ή το εκπλειστηρίασμα αντίστοιχα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών.

Άρθρο 13Υποκείμενο του τέλους

Το τέλος συναλλαγής βαρύνει τον αγοραστή. Ως αγοραστής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά ακίνητο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του παρόντος.

Άρθρο 14Καταβολή του τέλους

Το τέλος συναλλαγής καταβάλλεται εξ ολοκλήρου με την υποβολή της δήλωσης και πριν από την κατάρτιση του μεταβιβαστικού συμβολαίου.

Άρθρο 15Συντελεστής του τέλουςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το τέλος συναλλαγής ορίζεται σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αξίας του ακινήτου ή του εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση διανομής, ανταλλαγής ή συνένωσης ακινήτων το τέλος συναλλαγής υπολογίζεται σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αξίας των ακινήτων που λαμβάνει ο κάθε συμβαλλόμενος.

Άρθρο 16Απαλλαγές

Από το τέλος συναλλαγής απαλλάσσονται μόνο: α) το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Ο.Τ.Α., οι ιεροί ναοί και οι ιερές μονές, β) οι δικαιούχοι απαλλαγής πρώτης κατοικίας μέχρι του ποσού που ορίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (ΦΕΚ 238 Α΄), όπως ισχύουν, γ) οι αγρότες κατά την αγορά ή ανταλλαγή γεωργικών ή κτηνοτροφικών εκτάσεων κατά τις διατάξεις των νόμων 634/1977 (ΦΕΚ 186 Α΄) και 2520/1997 (ΦΕΚ 173 Α΄), όπως ισχύουν, δ) η εισφορά και μεταβίβαση ακινήτων κατά τη συγχώνευση ή μετατροπή επιχειρήσεων κατά τις διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α΄), όπως ισχύουν, ε) η εισφορά και μεταβίβαση ακινήτων κατά το μετασχηματισμό επιχειρήσεων κατά τις διατάξεις του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄), όπως ισχύουν, στ) η αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα, ζ) η ανάκληση απαλλοτρίωσης ακινήτων, η) η μεταβίβαση ακινήτων από μη κερδοσκοπικό οικοδομικό συνεταιρισμό στα μέλη του, θ) οι αγορές ακινήτων από αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις για τη δημιουργία επιχειρήσεων μέσα στην περιφέρειά τους, κατά τις διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 2810/2000 (ΦΕΚ 61 Α΄), ι) η μεταβίβαση ακινήτων προς αμοιβαία κεφάλαια ακίνητης περιουσίας, καθώς και η μεταβίβαση ακινήτων προς εταιρίες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, κατά τις διατάξεις του ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α΄), ια) οι εταιρίες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία στην περίπτωση που σχηματισθούν μετά από συγχώνευση δύο ή περισσότερων εταιριών, οι οποίες διαθέτουν ακίνητη περιουσία, ή μετά από διάσπαση ή απόσχιση υφιστάμενης εταιρίας που εισφέρει ακίνητη περιουσία της σε νέο ή υφιστάμενο νομικό πρόσωπο το οποίο λειτουργεί ως εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, κατά τις διατάξεις του ν. 2778/1999, ιβ) η αγορά ακινήτων από πληγέντες από σεισμούς, πλημμύρες και λοιπές θεομηνίες κατά τις διατάξεις των νόμων 867/1979 (ΦΕΚ 4 Α΄) και 2576/1998 (ΦΕΚ 25 Α΄), όπως ισχύουν, ιγ) η αγορά ακινήτων από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.), ιδ) οι συγχωνεύσεις ανωνύμων κτηματικών εταιριών, εφόσον η απορροφώσα κατέχει το σύνολο των μετοχών της απορροφώμενης, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄), όπως ισχύουν. Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αφορά απαλλαγές από φόρους ή τέλη, πλην των ανωτέρω, δεν εφαρμόζεται για το τέλος συναλλαγής.

Άρθρο 17Διαδικαστικά ζητήματα

Για την υποχρέωση και τη διαδικασία υποβολής της δήλωσης, την καταβολή του τέλους, τις συνέπειες της μη δήλωσης, της εκπρόθεσμης και της ανακριβούς δήλωσης, τον έλεγχο της δήλωσης από τη φορολογούσα αρχή, τη διαδικασία επίλυσης των φορολογικών διαφορών, τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης, την επιστροφή του τέλους, τις υποχρεώσεις συμβολαιογράφων, υποθηκοφυλάκων και Δημόσιων Αρχών, καθώς και για κάθε θέμα που δεν ρυθμίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται οι διατάξεις του α.ν. 1521/1950, όπως ισχύουν.

Άρθρο 18Παραγραφή

Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του τέλους συναλλαγής παραγράφεται μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου υποβλήθηκε η οικεία δήλωση. Σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης το δικαίωμα του Δημοσίου παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαπέντε (15) ετών από το τέλος του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης.

Άρθρο 19Εξουσιοδοτική διάταξη

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΛΟΙΠΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Άρθρο 20Φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «ε) συνένωση επικαρπίας ακινήτων ή κινητών γενικά πραγμάτων με την ψιλή κυριότητα, λόγω θανάτου του επικαρπωτή ή διάλυσης του νομικού προσώπου, αν ο επικαρπωτής είναι νομικό πρόσωπο, όταν η κτήση ή μεταβίβαση με επαχθή αιτία της ψιλής κυριότητας αυτών και η κτήση της επικαρπίας ή η παρακράτησή της έγιναν από 2 Απριλίου 1980. Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται ότι η επικαρπία περιέρχεται στον κατά το χρόνο της συνένωσης ψιλό κύριο από τον επικαρπωτή αιτία θανάτου και η αξία αυτής προσδιορίζεται στην αξία της πλήρους κυριότητας, μετά την αφαίρεση από αυτή του τμήματος της αξίας που αναλογεί στο ποσοστό για το οποίο ο ψιλός κύριος είχε υπαχθεί σε φόρο κατά την απόκτηση της ψιλής κυριότητας.» Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν στις υποθέσεις στις οποίες η συνένωση της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα γίνεται από την 1η Ιανουαρίου 2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 της ενότητας Β΄ του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «5. Μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της δήλωσης ο υπόχρεος σε φόρο δύναται, χωρίς φορολογική επιβάρυνση, εφόσον διαπιστώσει ότι έγινε οποιοδήποτε λογιστικό λάθος κατά τη σύνταξη του φύλλου υπολογισμού της αξίας των ακινήτων ή εσφαλμένη επιλογή των προκαθορισμένων τιμών εκκίνησης ή των συντελεστών αυξομείωσής τους, να υποβάλει νέα δήλωση και να ζητήσει επαναπροσδιορισμό του φόρου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «2. Αν η ψιλή κυριότητα ακινήτων μεταβιβασθεί και πάλι λόγω κληρονομίας ή κληροδοσίας, δωρεάς και γονικής παροχής πριν από την επάνοδο σε αυτήν της επικαρπίας, δεν οφείλεται φόρος για τη μεταβίβαση αυτή. Κατά τη συνένωση της επικαρπίας στην κυριότητα ο τότε ψιλός κύριος υπόκειται στο φόρο της κτήσης αιτία θανάτου, ο οποίος υπολογίζεται στην αξία της πλήρους κυριότητας κατά το χρόνο αυτόν και με βάση τη συγγενική του σχέση με τον αρχικά κληρονομηθέντα κατά το διαχωρισμό της επικαρπίας από την ψιλή κυριότητα. Στην περίπτωση, όμως, που με βάση τη συγγενική αυτού σχέση με αυτόν από τον οποίο περιήλθε η ψιλή κυριότητα αναλογεί μεγαλύτερος φόρος, τότε οφείλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος. Τυχόν βελτιώσεις που έγιναν, δεν υπολογίζονται κατά τον καθορισμό της αξίας της πλήρους κυριότητας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 της ενότητας Α΄ του άρθρου 26 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «Η απαλλαγή παρέχεται για ποσό αξίας: α) κατοικίας μέχρι εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ για κάθε άγαμο κληρονόμο ή κληροδόχο και μέχρι εκατόν δεκαπέντε χιλιάδων (115.000) ευρώ για κάθε έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους, εφόσον στον δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται μία μόνο κατοικία εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου, β) οικοπέδου μέχρι τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ για κάθε άγαμο κληρονόμο ή κληροδόχο και μέχρι εξήντα τεσσάρων χιλιάδων (64.000) ευρώ για κάθε έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους, εφόσον στον δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται ένα μόνο οικόπεδο εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου.» Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν στις υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από την 1η Ιανουαρίου 2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «1. Οι δικαιούχοι της κτήσης, ανάλογα με τη συγγενική τους σχέση προς τον κληρονομούμενο, κατατάσσονται στις επόμενες τρεις κατηγορίες. Για καθεμιά από τις κατηγορίες αυτές ισχύει χωριστή φορολογική κλίμακα ως εξής: ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α΄ Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε: α) σύζυγο του κληρονομουμένου, β) κατιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο, τέκνα χωρίς γάμο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα εκούσια ή δικαστικά έναντι του πατέρα, νομιμοποιηθέντα με επιγενόμενο γάμο ή δικαστικά έναντι και των δύο γονέων), γ) κατιόντες εξ αίματος δεύτερου βαθμού, δ) ανιόντες εξ αίματος πρώτου βαθμού. Κλιμάκια σε ευρώ) Συντελεστής Κλιμακίου (%) Φόρος Κλιμακίου (σε ευρώ) Φορολογητέα περιουσία (σε ευρώ) Φόρος που αναλογεί (σε ευρώ) 80.000 − − 80.000 20.000 5 1.000 100.000 1.000 120.000 10 12.000 220.000 13.000 Υπερβάλλον 20 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β΄ Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε: α) κατιόντες τρίτου και επόμενων βαθμών, β) ανιόντες δεύτερου και επόμενων βαθμών, γ) εκούσια ή δικαστικά αναγνωρισθέντα τέκνα έναντι των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε, δ) κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού, ε) αδελφούς (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), στ) συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, ζ) πατριούς και μητριές, η) τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου, θ) τέκνα εξ αγχιστείας (γαμπρούς − νύφες) και ι) ανιόντες εξ αγχιστείας (πεθερό − πεθερά). Κλιμάκια σε ευρώ) Συντελεστής Κλιμακίου (%) Φόρος Κλιμακίου (σε ευρώ) Φορολογητέα περιουσία (σε ευρώ) Φόρος που αναλογεί (σε ευρώ) 15.000 − − 15.000 45.000 10 4.500 60.000 4.500 160.000 20 32.000 220.000 36.500 Υπερβάλλον 30 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ΄ Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε οποιονδήποτε άλλον εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενή του κληρονομουμένου ή εξωτικό. Κλιμάκια σε ευρώ) Συντελεστής Κλιμακίου (%) Φόρος Κλιμακίου (σε ευρώ) Φορολογητέα περιουσία (σε ευρώ) Φόρος που αναλογεί (σε ευρώ) 5.000 − − 5.000 55.000 20 11.000 60.000 11.000 160.000 30 48.000 220.000 59.000 Υπερβάλλον 40 Στο ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τις πιο πάνω κλίμακες περιλαμβάνεται ο φόρος υπέρ του Δημοσίου και οι πρόσθετοι σε αυτόν φόροι: α) 3% υπέρ δήμων και κοινοτήτων, που προβλέπεται από τις διατάξεις του β.δ. 24/9−20.10.1958 (ΦΕΚ 171 Α΄) και β) 7% υπέρ νομαρχιακών ταμείων οδοποιίας που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3155/ 1955 (ΦΕΚ 63 Α΄). Η απόδοση των φόρων υπέρ τρίτων γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 81 του παρόντος νόμου.» Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν στις υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από την 1η Ιανουαρίου 2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στην παράγραφο 2 της ενότητας Α΄ του άρθρου 34 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών προστίθεται περίπτωση στ΄ που έχει ως εξής: «στ) συνένωση επικαρπίας ακινήτων ή κινητών γενικά πραγμάτων με την ψιλή κυριότητα, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου διάρκειας της επικαρπίας, όταν η κτήση ή μεταβίβαση με επαχθή αιτία της ψιλής κυριότητας αυτών και η κτήση της επικαρπίας ορισμένου χρόνου ή η παρακράτησή της για ορισμένο χρόνο γίνεται από την 1η Ιανουαρίου 2006, είτε από φυσικό είτε από νομικό πρόσωπο. Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται ότι η επικαρπία περιέρχεται στον κατά το χρόνο της συνένωσης ψιλό κύριο από τον επικαρπωτή αιτία δωρεάς και η αξία αυτής προσδιορίζεται στην αξία της πλήρους κυριότητας, μετά την αφαίρεση από αυτή του τμήματος της αξίας που αναλογεί στο ποσοστό για το οποίο ο ψιλός κύριος είχε υπαχθεί σε φόρο κατά την απόκτηση της ψιλής κυριότητας.» Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το δεύτερο εδάφιο της ενότητας Β΄ του άρθρου 34 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «Το ποσό αυτό ορίζεται στις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ αυτοτελώς για κάθε γονέα και αυξάνεται σε εκατόν τριάντα χιλιάδες (130.000) ευρώ, όταν ο ένας από τους γονείς έχει αποβιώσει.» Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν στις υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από την 1η Ιανουαρίου 2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 42 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «Επίσης δεν οφείλεται φόρος, όταν η επιπλέον έκταση δεν υπερβαίνει το ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) της έκτασης που αναγράφεται στο συμβόλαιο που επαναλαμβάνεται και η αξία του ποσοστού αυτού δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η ενότητα Α΄ του άρθρου 43 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «Α. Απαλλαγή πρώτης κατοικίας Σε περίπτωση μεταβίβασης με γονική παροχή εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα, με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ενότητας Α΄ του άρθρου 26: α) κατοικίας, δεν υπόκειται σε φόρο ποσό μέχρι εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ για κάθε άγαμο δικαιούχο. Το ποσό αυτό ανέρχεται σε εκατόν δεκαπέντε χιλιάδες (115.000) ευρώ, προκειμένου για έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους, και προσαυξάνεται κατά είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους, β) οικοπέδου, δεν υπόκειται σε φόρο ποσό μέχρι τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) ευρώ για κάθε άγαμο δικαι−ούχο. Το ποσό αυτό ανέρχεται σε εξήντα τέσσερις χιλιάδες (64.000) ευρώ, προκειμένου για έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους, και προσαυξάνεται κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους.» Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν στις υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από την 1η Ιανουαρίου 2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η περίπτωση η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 67 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «η) Ο αριθμός φορολογικού μητρώου του υπόχρεου σε φόρο και του κληρονομούμενου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Το άρθρο 72 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «1. Επιτρέπεται η εν όλω ή εν μέρει ανάκληση της δήλωσης, που υποβλήθηκε από τον φορολογούμενο, λόγω ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα που αποδεικνύεται προσηκόντως ή λόγω εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων του νόμου αυτού. Η ανάκληση της δήλωσης δεν μπορεί να αφορά την αξία των αντικειμένων της κληρονομίας. 2. Η ανάκληση της δήλωσης μπορεί να γίνει μέχρι και το στάδιο της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ή την ανακοίνωση για την ειλικρίνεια της δήλωσης. Μετά το στάδιο αυτό η ανάκληση της δήλωσης μπορεί να γίνει σε κάθε στάση της δίκης ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου. 3. Για το αποδεκτό ή μη της ανάκλησης, που έγινε μέχρι και το στάδιο της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ή την ανακοίνωση για την ειλικρίνεια της δήλωσης, αποφαίνεται ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας με αιτιολογημένη απόφασή του, η οποία κοινοποιείται στον υπόχρεο. Κατά της απόφασης αυτής μπορεί να ασκηθεί προσφυγή και λοιπά ένδικα μέσα. 4. Σε περίπτωση υποβολής συμπληρωματικής δήλωσης ως προς την περιγραφή μεταβιβασθέντος ακινήτου, μετά την οριστική περαίωση της υπόθεσης ή μετά την πάροδο της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών, που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 5 της ενότητας Β΄ του άρθρου 10, από τον υπόχρεο σε φόρο ή τους ειδικούς ή καθολικούς διαδόχους αυτού, επιβάλλεται φόρος για την κατά το χρόνο της υποβολής της συμπληρωματικής δήλωσης επιπλέον αξία. Δεν επιβάλλεται φόρος αν η διαφορά μεταξύ της έκτασης, όπως αυτή προσδιορίστηκε οριστικά και της πραγματικής που προκύπτει μετά από νεότερη καταμέτρηση, δεν υπερβαίνει το ποσοστό 2% αυτής που οριστικά προσδιορίστηκε και η αξία του ποσοστού αυτού δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η παράγραφος 1 του άρθρου 82 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «1. Ο φόρος που βεβαιώνεται: α) Μετά από δήλωση ή πράξη προσδιορισμού φόρου, που έγινε οριστική λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται σε είκοσι τέσσερις (24) ίσες διμηνιαίες δόσεις. β) Μετά από διοικητική επίλυση της διαφοράς και την καταβολή του ενός πέμπτου (1/5), το υπόλοιπο καταβάλλεται σε είκοσι τέσσερις (24) ίσες διμηνιαίες δόσεις. γ) Μετά από απόφαση διοικητικού δικαστηρίου ή δικαστικό συμβιβασμό, καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες διμηνιαίες δόσεις. Στις ανωτέρω περιπτώσεις κάθε δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πεντακοσίων (500) ευρώ, εκτός της τελευταίας, και η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση ή την υπογραφή του πρακτικού και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των διμήνων που ακολουθούν. Αν ο υπόχρεος σε φόρο είναι ανήλικος κατά το χρόνο απόκτησης του τίτλου βεβαίωσης του φόρου, ο αριθμός των δόσεων, που ορίζεται στα προηγούμενα εδάφια, διπλασιάζεται. Ο διπλασιασμός του αριθμού των δόσεων δεν ισχύει για τις κτήσεις αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής.» Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν σε υποθέσεις στις οποίες η βεβαίωση του φόρου στο τμήμα εσόδων γίνεται από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «ε) Ο αριθμός φορολογικού μητρώου των συμβαλλομένων. »

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Η παράγραφος 2 του άρθρου 99 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών αντικαθίσταται ως εξής: «2. Για την ακύρωση ή τροποποίηση της πράξης του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, αποφαίνεται τριμελής επιτροπή που αποτελείται από τον αρμόδιο οικονομικό επιθεωρητή, τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Φορολογίας αυτής ή, στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες στις οποίες δεν υπάρχει Υποδιεύθυνση Φορολογίας, τον υπεύθυνο για τη φορολογία κεφαλαίου, με αίτηση του φορολογουμένου ή του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που υποβάλλεται μέσα σε μία τριετία από την οριστικοποίηση της πράξης και, προκειμένου για εγγραφές για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί πράξη, από την ημερομηνία καταχώρησης της σχετικής ανακοίνωσης. Η απόφαση της επιτροπής εκδίδεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την υποβολή της αίτησης ή, εφόσον ζητηθεί η προσκόμιση στοιχείων από τον αιτούντα, μέσα σε ένα (1) μήνα από την προσκόμιση αυτών, και σε κάθε περίπτωση μέσα σε έξι (6) μήνες από την κατάθεση της αίτησης κατ΄ ανώτατο όριο. Κατά της απόφασης της τριμελούς επιτροπής επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.» Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν σε αιτήσεις που υποβάλλονται από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Η προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 102 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών παρατείνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1989.

Άρθρο 21Φορολογία μεταβίβασης ακινήτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του α.ν. 1521/1950 αντικαθίσταται ως εξής: «Δεν οφείλεται φόρος, όταν η επιπλέον έκταση δεν υπερβαίνει το ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) της έκτασης που αναγράφεται στο συμβόλαιο που επαναλαμβάνεται ή διορθώνεται και η αξία του ποσοστού αυτού δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 1 του α.ν. 1521/1950 αντικαθίσταται ως εξής: «Δεν οφείλεται φόρος, αν η επιπλέον έκταση δεν υπερβαίνει το ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) της έκτασης που αναγράφεται στον αρχικό τίτλο κτήσης και η αξία του ποσοστού αυτού δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 αντικαθίσταται ως εξής: «α) Η ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, αν το οριστικό συμβόλαιο συντάσσεται μέσα σε δύο (2) χρόνια από την κατάρτιση του προσυμφώνου. Στην περίπτωση αυτή ο φόρος υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά το χρόνο σύνταξης του προσυμφώνου. Σε κάθε περίπτωση σύνταξης οριστικού συμβολαίου σε εκτέλεση προσυμφώνου και ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του προσυμφώνου ή του οριστικού συμβολαίου, στην αξία του ακινήτου δεν υπολογίζονται οι προσθήκες και βελτιώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από τον εκ προσυμφώνου αγοραστή μετά την υπογραφή του προσυμφώνου και πριν την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, με την προϋπόθεση ότι κατά τη σύνταξη του προσυμφώνου καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου το συμφωνηθέν τίμημα και παραδόθηκε στον αγοραστή η χρήση, νομή και κατοχή του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν για οριστικά συμβόλαια μεταβίβασης, τα οποία συντάσσονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ανεξάρτητα από το χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παράγραφος 4 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 αντικαθίσταται ως εξής: «4. Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η απαλλαγή που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο παρέχεται: α) για αγορά κατοικίας από άγαμο μέχρι ποσού αξίας εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ, β) για αγορά κατοικίας από έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους μέχρι ποσού αξίας εκατόν δεκαπέντε χιλιάδων (115.000) ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους, γ) για αγορά οικοπέδου από άγαμο μέχρι ποσού αξίας τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ, ενώ από έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους μέχρι ποσού αξίας εξήντα τεσσάρων χιλιάδων (64.000) ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους.» Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Μεταβιβάσεις υποκείμενες σε φόρο αυτομάτου υπερτιμήματος δεν υπόκεινται σε φόρο μεταβίβασης ακινήτων (Φ.Μ.Α.).

Άρθρο 22Σύνταξη οριστικών συμβολαίων μεταβίβασης ακινήτων σε εκτέλεση προσυμφώνων

Κατά τη σύνταξη με αυτοσύμβαση οριστικών συμβολαίων μεταβίβασης ακινήτων με επαχθή αιτία σε εκτέλεση προσυμφώνων, που έχουν συνταχθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997 και κατά τη σύνταξη των οποίων καταβλήθηκε ολόκληρο το συμφωνηθέν τίμημα και παραδόθηκε στον αγοραστή η χρήση, νομή και κατοχή του ακινήτου, επιτρέπεται η υποβολή της δήλωσης φόρου μεταβίβασης μόνο από τον αγοραστή ή τους ειδικούς ή καθολι− κούς διαδόχους αυτού, εφόσον συνταχθούν μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατά τη σύνταξη των συμβολαίων αυτών, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, δεν απαιτείται η αναγραφή του αριθμού φορολογικού μητρώου του πωλητή και η προσκόμιση από αυτόν του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, του πιστοποιητικού ή της δήλωσης των άρθρων 81 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και 32 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄) και του πιστοποιητικού του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών. Αντίγραφα των οριστικών συμβολαίων, που καταρτίζονται κατά τα προηγούμενα, αποστέλλονται με ευθύνη του συμβολαιογράφου στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του πωλητή δημόσια οικονομική υπηρεσία.

Άρθρο 23Δήλωση στοιχείων ακινήτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια, κατοικία ή έδρα του, το οποίο έχει την 1η Ιανουαρίου εμπράγματο δικαίωμα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε ακίνητο που βρίσκεται στην Ελλάδα, υποχρεούται να υποβάλει δήλωση στοιχείων ακινήτων. Η δήλωση στοιχείων ακινήτων υποβάλλεται μία φορά, στο έτος που προκύπτει τέτοια υποχρέωση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η πρώτη εφαρμογή ήταν την 1η Ιανουαρίου 2005. Σε περίπτωση μεταβολής της περιουσιακής ή οικογενειακής κατάστασης του υποχρέου την 1η Ιανουαρίου, υποβάλλεται δήλωση μεταβολής στοιχείων ακινήτων το αντίστοιχο έτος. Η δήλωση στοιχείων ακινήτων συνυποβάλλεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2 και στο άρθρο 101 του ν. 2238/1994. Υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος υπάρχει και όταν συντρέχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης στοιχείων ακινήτων, με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων εδαφίων. Τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 101 του πιο πάνω νόμου, τα οποία δεν έχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, υποβάλλουν τη δήλωση στοιχείων ακινήτων στις προθεσμίες που ορίζονται από την περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του ίδιου νόμου. Τα νομικά πρόσωπα τα οποία, λόγω υπερδωδεκάμηνης χρήσης, δεν υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος με τη λήξη του πρώτου τμήματος αυτής, δωδεκάμηνης ή μικρότερης χρονικής διάρκειας, εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η μεταβολή, υποβάλλουν τη δήλωση στοιχείων ακινήτων μέχρι τη 10η ημέρα του πέμπτου μήνα από τη λήξη του οικείου ημερολογιακού έτους. Σε περίπτωση μετασχηματισμού επιχειρήσεων, η προερχόμενη από τη μετατροπή ή συγχώνευση επιχείρηση, καθώς και η απορροφώσα, σε περίπτωση συγχώνευσης με απορρόφηση, υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης στοιχείων ακινήτων για λογαριασμό της επιχείρησης που μετασχηματίστηκε, ταυτόχρονα με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος που θα υποβάλει στο όνομα της τελευταίας. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και επί εισφοράς κλάδου από επιχείρηση σε άλλη επιχείρηση. Τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος με τη λήξη της εκκαθάρισης ή της διάλυσης, υποχρεούνται να συνυποβάλουν και δήλωση στοιχείων ακινήτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζεται κατ΄ έτος ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης στοιχείων ακινήτων, καθώς και ο τρόπος, οι προθεσμίες υποβολής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για ακίνητα του Δημοσίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 5 του ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄) καταργούνται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Άρθρο 24Δαπάνες επιχειρήσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτός κυρώθηκε με το ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄), προστίθενται περιπτώσεις σ ,΄ τ ,΄ υ ,΄ φ ,΄ χ ,΄ ψ ,΄ ω΄ που έχουν ως εξής: «σ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για δαπάνες ταξιδιών που πραγματοποιούν στην αλλοδαπή διευθυντικά και άλλα στελέχη της που εργάζονται σε αυτήν, καθώς και αντιπρόσωποι ή ειδικοί επιστήμονες που εκπροσωπούν την επιχείρηση στην αλλοδαπή και αφορούν έξοδα ξενοδοχείων, εισιτήρια και έξοδα διατροφής. Τα έξοδα διατροφής αναγνωρίζονται μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο κόστος διαμονής. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής ισχύουν με την προϋπόθεση ότι ο σκοπός του ταξιδιού συνδέεται με την ασκούμενη δραστηριότητα της επιχείρησης. τ) Των ενοικίων που καταβάλλει η επιχείρηση για τη διαμονή εργαζομένων της σε ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια ή οικίες που βρίσκονται σε διαφορετικό μέρος από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους, λόγω εκτός έδρας εργασίας τους. Στην περίπτωση αυτή, η απόσταση του τόπου εργασίας και προσωρινής διαμονής πρέπει να απέχει από τη μόνιμη κατοικία του εργαζομένου εκατό (100) χιλιόμετρα και άνω και επιπλέον τα δικαιολογητικά να έχουν εκδοθεί στο όνομα της επιχείρησης. υ) Του ανταποδοτικού τέλους που καταβάλει επιχείρηση λόγω της συμμετοχής της σε συλλογικό σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179 Α΄) κατά το χρόνο καταβολής. ΦΕΚ 5701 φ) Των δώρων της επιχείρησης προς πελάτες, επιχειρήσεις ή μη, εφόσον φέρουν την επωνυμία της και έχει καταβληθεί το αναλογούν δημοτικό τέλος για τη συνολική αξία των δώρων αυτών. Το ποσό της δαπάνης που εκπίπτει με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης αυτής, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) ευρώ για κάθε δώρο χωριστά. χ) Των παροχών σε χρήμα ή σε είδος της επιχείρησης προς εργαζομένους της για επιβράβευση της απόδοσής τους και με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές. ψ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για έξοδα κινητής τηλεφωνίας για λογαριασμούς που ανήκουν στην επιχείρηση και με την προϋπόθεση ότι οι λογαριασμοί αυτοί δεν θα υπερβαίνουν τον αριθμό των απασχολούμενων στην επιχείρηση υπαλλήλων αυτής. Από το συνολικό ποσό αυτής της δαπάνης ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα. ω) Των δαπανών οργάνωσης ενημερωτικών ημερίδων και συναντήσεων για τους εργαζομένους ή πελάτες της, εφόσον οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνται στο νομό που εδρεύει η επιχείρηση ή σε άλλο μέρος στο οποίο λειτουργεί υποκατάστημά της.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής: «Ειδικά για τις επιχειρήσεις σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, τις επιχειρήσεις ύδρευσης − αποχέτευσης, τις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης συνδρομητικών τηλεοπτικών σταθμών, καθώς και τις επιχειρήσεις διανομής και παροχής φυσικού αερίου, το ποσό της πρόβλεψης υπολογίζεται με ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αξίας των αγαθών ή υπηρεσιών ή συνδρομητικών που αναγράφεται στα εκδιδόμενα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. στοιχεία προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες, με εξαίρεση αυτά που εκδίδονται προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η περίπτωση ρ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής: «ρ) των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την αγορά ειδικής ενδυμασίας του προσωπικού, η οποία επιβάλλεται για λόγους υγιεινής, ασφάλειας και ομοιόμορφης εμφάνισης, ως απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων του.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι παράγραφοι 16, 17, 18 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αναριθμούνται σε 17,18,19 αντίστοιχα και προστίθεται νέα παράγραφος 16, που έχει ως ακολούθως: « 16. Ποσά που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις οικειοθελώς σε εργαζομένους της ή σε τρίτους, πλην των περιπτώσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο αυτό, και δεν αφορούν αμοιβές ή αποζημιώσεις αυτών για άμεση ανταπόδοση παρεχόμενης υπηρεσίας ή δεν προκύπτει από διάταξη νόμου ο υποχρεωτικός χαρακτήρας τους, δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην παράγραφο 19 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., όπως αυτή αναριθμήθηκε με το παρόν άρθρο, προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής: « Επίσης και για τις δαπάνες οι οποίες δεν αναγνωρίζονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων αποφαίνεται η επιτροπή της παραγράφου αυτής και περιλαμβάνονται σε ιδιαίτερη απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται κάθε χρόνο, σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται και για τις δαπάνες που αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2005.

Άρθρο 25Παράταση προθεσμιώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 118 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος παρατείνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015 για τα εισοδήματα που αποκτώνται μέχρι την ημερομηνία αυτή και των υπολοίπων διατάξεων του ίδιου άρθρου μέχρι τις 18.2.2017.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 1 του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α΄), όπως ισχύει, παρατείνεται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2008.

Άρθρο 26Λοιπές διατάξεις φορολογίας εισοδήματοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ποσά των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ και δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 και το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ που αναφέρεται στην υποπερίπτωση εε΄ και στο προτελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αυξάνονται σε δύο χιλιάδες εννιακόσια (2.900) ευρώ το πρώτο ποσό και σε έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ το επόμενο ποσό, αντίστοιχα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής: «γ) Το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη δωρεάν παραχώρηση της χρήσης κατοικίας εμβαδού μέχρι εκατό (100) τετραγωνικά μέτρα, από τον γονέα που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία αυτής προς τα τέκνα του ή από τα τέκνα που έχουν την κυριότητα ή την επικαρπία αυτής προς τους γονείς τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο άρθρο 18 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος οι περιπτώσεις ιγ ,΄ ιδ΄ και ιε΄ αναριθμούνται σε ιδ ,΄ ιε΄ και ιστ΄ αντίστοιχα και προστίθεται περίπτωση ιγ΄ ως εξής: «ιγ΄) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής μόνιμων κατοίκων εξωτερικού.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής: «Εξαιρετικά, αν ο δικαιούχος του εισοδήματος από κινητές αξίες, εκτός μερισμάτων και τόκων από μετοχές και ιδρυτικούς τίτλους, που προέρχονται από τα διανεμόμενα κέρδη ημεδαπής ανώνυμης εταιρίας, είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 101, το οποίο όμως δεν έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, το ποσοστό του παρακρατούμενου φόρου ορίζεται σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο εισόδημα αυτό και ο αλλοδαπός δικαιούχος δεν υποχρεούται στην υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης για το πιο πάνω εισόδημα. Εξαιρετικά για τους τόκους που καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του έτους 2006, το ποσοστό του παρακρατούμενου φόρου ορίζεται σε είκοσι εννέα τοις εκατό (29%).»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 9 του ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α΄) καταργούνται για κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ, ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Α.Ν. 89/1967 «ΠΕΡΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΕΜΠΟΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ» (ΦΕΚ 132 Α΄)
Άρθρο 27

Το άρθρο 1 του α.ν. 89/1967 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 1 1. Αλλοδαπές εταιρείες μπορούν να εγκαθίστανται στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, με αποκλειστικό σκοπό να παρέχουν στα κεντρικά τους καταστήματα ή σε συνδεδεμένες με αυτές, υπό την έννοια του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, και μη εγκατεστημένες στην Ελλάδα επιχειρήσεις, υπηρεσίες συμβουλευτικού χαρακτήρα, κεντρικής λογιστικής υποστήριξης, ελέγχου ποιότητας παραγωγής, προϊόντων, διαδικασιών και υπηρεσιών, κατάρτισης μελετών, σχεδίων και συμβάσεων, διαφήμισης και μάρκετινγκ, επεξεργασίας στοιχείων, λήψης και παροχής πληροφοριών και έρευνας και ανάπτυξης. Οι εγκαθιστάμενες εταιρείες υποχρεούνται: α) εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία που εκδίδεται η απόφαση της επόμενης παραγράφου και εφεξής να απασχολούν στην Ελλάδα προσωπικό τουλάχιστον τεσσάρων ατόμων και β) να έχουν δαπάνες λειτουργίας στην Ελλάδα τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ετησίως. Για παραβάσεις της νομοθεσίας περί εισόδου και διαμονής αλλοδαπών ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την εταιρεία και ο νόμιμος εκπρόσωπός της στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως της τυχόν ποινικής ευθύνης του. 2. Για την υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος απαιτείται ειδική άδεια, η οποία χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εντός πενήντα (50) ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης στη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. 3. Με όμοια απόφαση ανακαλείται η άδεια, εφόσον διαπιστωθούν παραβάσεις των όρων της ή του παρόντος νόμου. Πριν από την ανάκληση η διοίκηση οφείλει να καλέσει εγγράφως την εταιρεία προκειμένου να εκθέσει εγγράφως τις απόψεις της για τις παραβάσεις που της αποδίδονται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της πρόσκλησης.»

Άρθρο 28Το άρθρο 2 του α.ν. 89/1967 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 2

1. Τα ακαθάριστα έσοδα των εταιρειών του άρθρου 1 από τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, τα οποία εισπράττονται υποχρεωτικά μέσω τραπεζικών εμβασμάτων, προσδιορίζονται με την προσθήκη ενός ποσοστού κέρδους στο σύνολο των πάσης φύσεως εξόδων και αποσβέσεών τους, πλην του φόρου εισοδήματος (μέθοδος cost−plus). Το εφαρμοζόμενο σε κάθε εταιρεία ποσοστό κέρδους προκύπτει από την εφαρμογή των κριτηρίων της κανονιστικής απόφασης της πρώτης παραγράφου του άρθρου 3 του παρόντος και διαπιστώνεται με την απόφαση της δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου, μετά από έλεγχο Επιτροπής, η οποία συνιστάται στο Υπουργείο αυτό και συγκροτείται με απόφαση του ίδιου Υπουργού. Η Επιτροπή αποτελείται από έναν Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που υπηρετεί στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, ως Πρόεδρο και από τους Προϊσταμένους της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος και της Διεύθυνσης Κεφαλαίων Εξωτερικού του ιδίου Υπουργείου, καθώς και από έναν ορκωτό ελεγκτή, ως μέλη. Το ως άνω ποσοστό κέρδους επανεξετάζεται ανά πενταετία ή νωρίτερα εφόσον διαφοροποιούνται σημαντικά οι συνθήκες της αγοράς. 2. Για τον καθορισμό των ποσοστών κέρδους, τα οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερα από πέντε τοις εκατό (5%), λαμβάνονται υπόψη ιδίως το είδος των παρεχόμενων από αυτές υπηρεσιών, ο κλάδος δραστηριότητας και οι Οδηγίες του Ο.Ο.Σ.Α. για τις χρεώσεις εντός ομίλων επιχειρήσεων. 3. Για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της εταιρείας, όλα τα έξοδα επί των οποίων υπολογίζεται το ποσοστό κέρδους εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της, εφόσον τεκμηριώνονται από αντίστοιχα παραστατικά στοιχεία που πληρούν τις προϋποθέσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. 4. Αν για οποιονδήποτε λόγο τα έσοδα της εταιρείας, όπως προκύπτουν από τα βιβλία που τηρεί, είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα που προσδιορίζονται με τη μέθοδο της πρώτης παραγράφου του παρόντος, λαμβάνονται υπόψη τα έσοδα που προκύπτουν από τα βιβλία.»

Άρθρο 29ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το άρθρο 3 του α.ν. 89/1967 αναριθμείται σε 5 και αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 5 Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες και αρχές, καθώς και οι ιδιώτες οφείλουν να παρέχουν στη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών κάθε πληροφορία που τους ζητείται και κάθε δυνατή συνδρομή για την απρόσκοπτη εφαρμογή του παρόντος νόμου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Προστίθεται άρθρο 3 ως εξής: «Άρθρο 3 1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών: α) καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχουν οι αιτήσεις και τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την υπαγωγή των εταιρειών στις διατάξεις του παρόντος, β) εξειδικεύονται τα κριτήρια του άρθρου 2 παρ. 2 του παρόντος, γ) ορίζονται τα όργανα και η διαδικασία ελέγχου των εταιρειών αυτών, καθώς και οι λόγοι ανάκλησης των αδειών τους και δ) ορίζεται η διαδικασία και τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την επιστροφή των εγγυητικών επιστολών που προβλέπονταν στις διατάξεις του παρόντος πριν την αντικατάστασή τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εκτέλεση του παρόντος. 2. Με όμοια απόφαση είναι δυνατόν να καθορίζονται και άλλες υπηρεσίες συντονιστικού ή επικουρικού χαρακτήρα, πέραν των αναφερομένων στο άρθρο 1 του παρόντος, τις οποίες επιτρέπεται να παρέχουν οι εταιρείες που υπάγονται στον παρόντα νόμο.»

Άρθρο 30

Το άρθρο 4 του α.ν. 89/1967 αναριθμείται σε 6 και προστίθεται άρθρο 4 ως εξής: «Άρθρο 4 Στις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων υπάγονται κατόπιν σχετικής αιτήσεως και ημεδαπές εταιρείες, εφόσον παρέχουν αποκλειστικά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος σε υποκαταστήματά τους στην αλλοδαπή ή σε συνδεδεμένες με αυτές και μη εγκατεστημένες στην Ελλάδα εταιρείες.»

Άρθρο 31Αλλοδαπές εταιρείες ήδη εγκατεστημένες στην

Ελλάδα μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις του α.ν. 89/1967, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις του παρόντος, από 1ης Ιανουαρίου 2006, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 27 του παρόντος, με αίτησή τους, που υποβάλλεται μέχρι 31 Μαρτίου 2006 στη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Μέχρι την έκδοση της άδειας, οι εταιρείες αυτές διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος και των υπουργικών αποφάσεων που θα εκδοθούν κατ’ εξουσιοδότησή του, οι δε άδειες παραμονής και εργασίας του αλλοδαπού προσωπικού των ήδη εγκατεστημένων εταιρειών, οι οποίες πρόκειται να υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Μετά τη λήξη τους ισχύουν και για τις άδειες αυτές οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 3386/ 2005 (ΦΕΚ 212 Α΄).

Άρθρο 32ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιβατικά αυτοκίνητα που έχουν εισαχθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του α.ν. 89/1967, πρέπει μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος να επανεξαχθούν ή να αποσταλούν σε άλλο κράτος−μέλος της Ε.Ε. ή να καταστραφούν ή να εγκαταλειφθούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ή να καταβληθεί το είκοσι τοις εκατό (20%) του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης, καθώς και οι λοιπές προβλεπόμενες επιβαρύνσεις. Η δυνατότητα της μειωμένης καταβολής του τέλους ταξινόμησης ισχύει για επιβατικά αυτοκίνητα, τα οποία παρελήφθησαν ατελώς μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2004. Για τα υπόλοιπα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 121 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), όπως ισχύει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Απαγορεύεται η μεταβίβαση της κυριότητας ή η παραχώρηση της χρήσης των αυτοκινήτων που τακτοποι−ούνται σύμφωνα με τα παραπάνω, προ της παρελεύσεως διετίας από τη δημοσίευση του παρόντος. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης του προηγούμενου εδαφίου, καθίσταται αμέσως απαιτητό το σύνολο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων των αυτοκινήτων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα είδη οικοσκευής που έχουν εισαχθεί με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 και εξακολουθούν να βρίσκονται στο καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, εάν δεν επανεξαχθούν, θεωρούνται τακτοποιημένα χωρίς να απαι−τούνται οι προβλεπόμενες επιβαρύνσεις, εφόσον οι δικαιούχοι καταθέσουν σχετική αίτηση για την τακτοποίησή τους στην αρμόδια τελωνειακή αρχή εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.

Άρθρο 33

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου άρθρου, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στις διατάξεις του α.ν. 89/1967, αυτός νοείται όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις του παρόντος.

Άρθρο 34

Ναυτιλιακές επιχειρήσεις, που έχουν υπαχθεί ή θα υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α΄), διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις αυτού και του α.ν. 378/1968 (ΦΕΚ 82 Α΄), όπως ισχύουν, καθώς και από τις κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των νόμων αυτών, χωρίς να ισχύουν οι αναφορές τους στον α.ν. 89/1967.

Άρθρο 35

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγούμενου άρθρου, καταργούνται από 1ης Ιανουαρίου 2006 όλες οι κανονιστικές και ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του α.ν. 89/1967.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 36Εισφορά μετοχών μη εισηγμένων σε χρηματιστήριο για την κάλυψη ή αύξηση κεφαλαίου εταιρείας

Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται δύο νέα εδάφια που έχουν ως εξής: «Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και επί εισφοράς των τίτλων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, για την κάλυψη του κεφαλαίου νεοϊδρυόμενης, ημεδαπής ή αλλοδαπής εταιρείας ή για την αύξηση του κεφαλαίου υφιστάμενης. Ως πραγματική αξία των μετοχών που εισφέρονται για την κάλυψη ή αύξηση του κεφαλαίου ημεδαπής εταιρείας, λαμβάνεται η αξία η οποία προσδιορίζεται από την Εκτιμητική Επιτροπή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920

Άρθρο 37Προσαύξηση ποσών φόρου και εισφοράς πλοίωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α΄) ποσά φόρου προσαυξάνονται για την πενταετία 2006−2010 κατά ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) ετησίως. Το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό της προσαύξησης προστίθεται στα διαμορφωθέντα κατά το έτος 2005 ποσά φόρου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν. 27/1975 και σε αυτά των επόμενων ετών, όπως αυτά θα διαμορφωθούν μέσα στην παραπάνω πενταετία. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως και κατά τον υπολογισμό της κατά το άρθρο 10 του ν. 27/1975 οφειλόμενης εισφοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 29/1975 (ΦΕΚ 75 Α΄) ποσά εισφοράς προσαυξάνονται για την πενταετία 2006−2010 κατά ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) ετησίως. Το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό της προσαύξησης προστίθεται στα διαμορφωθέντα κατά το έτος 2005 ποσά εισφοράς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του ν. 29/1975 και σε αυτά των επόμενων ετών, όπως αυτά θα διαμορφωθούν μέσα στην παραπάνω πενταετία.

Άρθρο 38Ειδικός φόρος στις διαφημίσεις που προβάλλονται από την τηλεόραση

Ο συντελεστής του ειδικού φόρου, ο οποίος επιβάλλεται στις διαφημίσεις που προβάλλονται από την τηλεόραση, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 1326/1983 (ΦΕΚ 19 Α΄), μειώνεται σε δέκα τοις εκατό (10%) από την κατάθεση του παρόντος νόμου, σε πέντε τοις εκατό (5%) από την 1η Νοεμβρίου 2006 και μηδενίζεται από την 1η Νοεμβρίου 2007 και μετά.

Άρθρο 39Κατάργηση ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού επενδύσεων

Τα άρθρα 2 και 3 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄), που προβλέπουν το σχηματισμό ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού επενδύσεων, καταργούνται για εισοδήματα που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά, καθώς και για κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν από την ίδια ημερομηνία και μετά.

Άρθρο 40Ανώνυμες εταιρείες παροχής δανείων και πιστώσεων

Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται ανάλογα και στις ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες ασχολούνται κατ’ επάγγελμα με την παροχή δανείων και πιστώσεων με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της έκδοσης πιστωτικών καρτών για τη διάθεση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), όπως ισχύει.

Άρθρο 41Τροποποίηση άρθρου 177 του Εθνικού Τελωνειακού ΚώδικαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 177 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής: «Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται χερσαία ή εναέρια μεταφορικά μέσα ή εμπορευματοκιβώτια, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας ή λαθρομεταναστών, το Υπηρεσιακό Όργανο το οποίο επέβαλε την κατάσχεση ή η Υπηρεσία στην οποία υπηρετεί αυτό, τα παραδίδει μαζί με αντίγραφο της Έκθεσης Κατάσχεσης στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, συντασσομένης Έκθεσης Παράδοσης και Παραλαβής.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 177 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 2960/2001 προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής: «Όταν κατάσχονται πλωτά μέσα ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας, ναρκωτικών ουσιών, όπλων και εκρηκτικών ή μεταφοράς λαθρομεταναστών, η κατά τόπο αρμόδια Λιμενική Αρχή φυλάσσει αυτά και αν είναι η κατάσχουσα αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της Έκθεσης Κατάσχεσης στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή και στον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε.. O O.Δ.Δ.Υ. A.E. έχει τη διαχείριση αυτών και προβαίνει στην εκποίησή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Τα πλωτά μέσα παραμένουν στην παραφυλακή της Λιμενικής Αρχής μέχρις ότου παραδοθούν στον αναδειχθέντα από τις δημοπρασίες του Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. αγοραστή ή έως ότου δοθεί η εντολή καταστροφής τους, εφόσον δεν προκύψει αγοραστής. Αν ήθελε διορισθεί ειδικός μεσεγγυούχος από τη Λιμενική ή Τελωνειακή Αρχή, αυτός ορίζεται από τον ειδικό κατάλογο πραγματογνωμόνων και οφείλει να παραδώσει πλήρη παραστατικά για τα πραγματοποιηθέντα έξοδά του στην κατά τόπο αρμόδια φορολογική αρχή.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 177 του ν. 2960/2001 μετά τη λέξη «κατασχεθέντα» προστίθενται οι λέξεις «εξαιρουμένης της περιπτώσεως των πλωτών μέσων».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 177 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής: «Σε κάθε περίπτωση για την εκτέλεση του βουλεύματος ή της δικαστικής απόφασης για απόδοση των κατασχεμένων, απαιτείται η καταβολή προηγουμένως των μη καταβληθέντων εισαγωγικών δασμών και λοιπών φόρων ή της τελωνειακής οφειλής στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 177 του ν. 2960/2001 προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής: « Για τα πλωτά μέσα μπορούν να γίνουν μέχρι τέσσερις δημοπρασίες εκποίησης. Εάν αποβεί άκαρπη και η τέταρτη δημοπρασία, τότε η Λιμενική Αρχή φύλαξης του πλωτού μέσου θα προβαίνει, μετά από σχετική βεβαίωση του Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε., σε πρόταση προς το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για καταστροφή των πλωτών μέσων, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις καταστροφές των πλωτών μέσων των ανωτέρω Υπουργείων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 177 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής: «Προϋπόθεση της ως άνω καταβολής είναι η προηγούμενη καταβολή των μη καταβληθέντων εισαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και κάθε άλλης οφειλής, από πολλαπλά τέλη ή τέλη κυκλοφορίας, που πηγάζει από το συγκεκριμένο μεταφορικό μέσο και εκκρεμεί στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή. Η καταβολή μπορεί να γίνει και με συμψηφισμό.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η παράγραφος 11 του άρθρου 177 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής: «11. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 10 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και επί κατασχέσεως μεταφορικών μέσων, μηχανημάτων έργου και εμπορευματοκιβωτίων που χρησιμοποιούνται ως μεταφορικά μέσα ναρκωτικών ουσιών ή λαθρομεταναστών, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κλεμμένων αυτοκινήτων. Τα κλεμμένα αυτοκίνητα που έχουν κατασχεθεί ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα λαθρεμπορίας ή ναρκωτικών ουσιών ή λαθρομεταναστών, καθώς και τα κλεμμένα αυτοκίνητα που ανακαλύπτονται κατά τους ελέγχους ή έρευνες από τα Τελωνεία ή τις Διωκτικές Αρχές του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ή από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Λιμενικού Σώματος, παραδίδονται στον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. και φυλάσσονται από αυτόν έως ότου παραληφθούν από τους δικαιούχους τους κατόπιν δικαστικής απόφασης ή άδειας παραλαβής από την αρμόδια Αρχή, και εφόσον καταβληθούν προηγουμένως έξοδα μεταφοράς και φύλαξης. Τα έξοδα φύλαξης καταβάλλονται από τους δικαιούχους, υπολογιζόμενα από την ημερομηνία που η δικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη ή από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον δικαιούχο η άδεια της αρμόδιας Αρχής για την παραλαβή του οχήματος. Εάν δεν καταβληθούν τα προαναφερόμενα έξοδα εντός εξαμήνου, τα αυτοκίνητα περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου. Εάν εντός ενός (1) έτους από την κατάσχεση δεν ανευρεθεί ο δικαιούχος τους και εφόσον δεν έχει λάβει γνώση ο Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. από τον έχοντα έννομο συμφέρον, ότι εκκρεμεί διεκδίκηση των οχημάτων ή των μηχανημάτων έργου ενώπιον δικαστικής αρχής ή αν δεν παρουσιαστεί ο δικαιούχος με αποκλειστική του υπαιτιότητα μέσα σε έξι (6) μήνες μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος ή διοικητικής απόφασης περί απόδοσης, τότε αυτά εκποιούνται ή διατίθενται από τον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε.. Αν εκδοθεί βούλευμα ή δικαστική απόφαση μετά την εκποίηση ή διάθεση των αυτοκινήτων που διατάσσει αμετάκλητα την απόδοσή τους, σε κατονομαζόμενους δικαιούχους, ο Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. αποζημιώνει αυτούς σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος. Η παράγραφος 9 του παρόντος εφαρμόζεται αναλόγως. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και μετά από εισήγηση του διοικητικού συμβουλίου του Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. και πρόταση της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, ρυθμίζεται το ημερήσιο κόστος φύλαξης, οι δαπάνες φόρτωσης, εκφόρτωσης, καθώς και μεταφοράς των αυτοκινήτων και μηχανημάτων έργου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Προστίθεται παράγραφος 13 στο άρθρο 177 του ν. 2960/2001, η οποία έχει ως εξής: « 13. ΄Ολα τα είδη μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων έργου που για οποιαδήποτε αιτία έχουν δεσμευτεί ή ακινητοποιηθεί από τις αρμόδιες αρχές και έχουν παραδοθεί για φύλαξη στον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε., παραχωρούνται ή εκποιούνται από τον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε., εφόσον παρέλθει χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την ημερομηνία δέσμευσης ή ακινητοποίησης και εντός αυτής της διετίας δεν έχει κοινοποιηθεί στον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. έγγραφη γνωστοποίηση περί επιβολής κατάσχεσης ή κίνησης ποινικής διαδικασίας απόδοσής τους στους κατά νόμο δικαι−ούχους, ή προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια. Εάν μετά την εκποίηση ή διάθεση των ανωτέρω διαταχθεί αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται αποζημίωση από τον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Προστίθεται παράγραφος 14 στο άρθρο 177 του ν. 2960/2001, η οποία έχει ως εξής: «14. Από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για τις περιπτώσεις που κατάσχονται μεταφορικά μέσα ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας, ναρκωτικών ουσιών, όπλων και εκρηκτικών, μεταφοράς λαθρομεταναστών, καθώς και αυτών που έχουν ανευρεθεί ή κατασχεθεί ως προϊόντα κλοπής, ο Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. και οι υπηρεσίες των Περιφερειών στις οποίες σύμφωνα με την απόφαση 2/20010/0025/3.9.2002 (ΦΕΚ 1177 Β /΄ 11.9.2002) του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών έχουν εκχωρηθεί αρμοδιότητές του, ορίζονται ως αποκλειστικοί μεσεγγυούχοι.»

Άρθρο 42Τροποποίηση του ν. 1796/1988 (ΦΕΚ 152 Α΄) «Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων (Ο.Α.Ε.Π.) και άλλες διατάξεις»ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το άρθρο 2 του ν. 1796/1988 αντικαθίσταται ως εξής: « Άρθρο 2 Δραστηριότητες 1. Ο Ο.Α.Ε.Π. παρέχει εγγυήσεις, ασφαλίσεις και αντασφαλίσεις που συνδέονται με την παροχή βραχυπρόθεσμων μέχρι δύο (2) έτη, μεσοπρόθεσμων από δύο (2) έως πέντε (5) έτη και μακροπρόθεσμων άνω των πέντε (5) ετών πιστώσεων προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Η παρεχόμενη αυτή κάλυψη μπορεί να έχει τη μορφή είτε της κάλυψης της πιστώσεως που έχει χορηγηθεί στον αγοραστή από τον προμηθευτή (πίστωση προμηθευτή) είτε της κάλυψης της πιστώσεως χρηματοπιστωτικού οργανισμού προς τον αγοραστή, ο οποίος θα έχει εξοφλήσει με μετρητά τον προμηθευτή (πίστωση αγοραστή). Οφειλέτης μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο κάθε μορφής, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένου και του αλλοδαπού Δημοσίου. Μπορούν να ασφαλίζονται από τον Ο.Α.Ε.Π.: α. εξαγωγές εμπορευμάτων ή παροχή υπηρεσιών, που απέκτησαν προστιθέμενη αξία ή έχουν παραχθεί ή παρασχεθεί στην Ελλάδα, β. παροχή υπηρεσιών, εκπόνηση μελετών και σχεδίων, επίβλεψη τεχνικών έργων, ανάληψη εκτέλεσης τεχνικών έργων σε χώρες εντός και εκτός Ε.Ε. από ελληνικές επιχειρήσεις ή οργανισμούς ή από κοινοπραξίες ή εταιρίες στις οποίες μετέχουν ελληνικές επιχειρήσεις, γ. κατασκευή, μετασκευή ή επισκευή σε ελληνικές ναυπηγοκατασκευαστικές επιχειρήσεις πλοίων, πλοιαρίων και πλωτών ναυπηγημάτων, ανεξάρτητα από την εθνικότητα του πλοιοκτήτη ή της σημαίας του πλοίου, δ. απαιτήσεις που απορρέουν από την πραγματοποίηση των πράξεων που αναφέρονται στα εδάφια α΄ έως γ ,΄ ε. εξαγωγή ελληνικών εμπορευμάτων με σκοπό την πώλησή τους ή τη συμμετοχή σε εκθέσεις και επιδείξεις, στ. μίσθωση μηχανημάτων, εργαλείων και μεταφορικών μέσων για την εκτέλεση τεχνικών έργων σε χώρες εντός και εκτός Ε.Ε., ζ. συμμετοχή σε διεθνείς διαγωνισμούς για τη σύναψη συμβάσεων προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών ή για την εκπόνηση μελετών, την ανάληψη επιβλέψεων ή εργολαβιών ή για την ανάληψη κατασκευής τεχνικών έργων σε χώρες εντός και εκτός Ε.Ε., η. εγγυητικές επιστολές που εκδίδονται από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή ασφαλιστικές εταιρίες, που αφορούν πράξεις που αναφέρονται στα εδάφια α΄ έως γ ,΄ θ. άμεσες επενδύσεις που πραγματοποιούνται σε χώρες εντός και εκτός Ε.Ε. από ελληνικές επιχειρήσεις, ι. Πιστώσεις που παρέχονται από ελληνικές επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου) εγκατεστημένες σε χώρες εντός και εκτός Ε.Ε. ή από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που λειτουργούν στην Ε.Ε., σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή επιχειρήσεις (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου) που λειτουργούν σε χώρες εντός και εκτός Ε.Ε., με σκοπό την πραγματοποίηση των πράξεων που αναφέρονται στα εδάφια α΄ έως γ ,΄ 2. Οι εγγυώμενες, ασφαλιζόμενες ή αντασφαλιζόμενες από τον Ο.Α.Ε.Π. πράξεις των εδαφίων α ,΄ β ,΄ γ΄ της παραγράφου 1, ανάλογα με τον τρόπο που χρηματοδοτούνται, μπορούν να έχουν τη μορφή είτε «πίστωσης προμηθευτή» (Supplier Credit) είτε «πίστωσης στον αγοραστή» (Buyer Credit). Οι ορισμοί και τα χαρακτηριστικά των δύο αυτών μορφών πράξεων ορίζονται στο παράρτημα της Οδηγίας 98/29/Ε.Κ. του Συμβουλίου της 7ης Μαΐου 1998 «Για την εναρμόνιση των κυριοτέρων διατάξεων που διέπουν την Ασφάλιση Εξαγωγικών Πιστώσεων για πράξεις μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης κάλυψης» (Ε.E.L148/19.5.98), ως εξής: α. Χαρακτηριστικά της «Πίστωσης Προμηθευτή»: i. Ο όρος «πίστωση προμηθευτή» εφαρμόζεται σε εμπορική σύμβαση που προβλέπει την εξαγωγή εμπορευμάτων ή / και υπηρεσιών καταγωγής ενός κράτουςμέλους, μεταξύ ενός ή περισσότερων προμηθευτών και ενός ή περισσότερων αγοραστών, με την οποία ο αγοραστής (ή οι αγοραστές) αναλαμβάνει να πληρώσει τον προμηθευτή με μετρητά ή πίστωση. ii. Οι διατάξεις για την κάλυψη της «πίστωσης προμηθευτή» εφαρμόζονται όταν η κάλυψη παρέχεται σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε ένα κράτος−μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης (πρώην άρθρο 58). iii. Αν μια εμπορική σύμβαση χρηματοδοτείται με τη βοήθεια «πίστωσης στον αγοραστή», ή οποιασδήποτε άλλης χρηματοδοτικής ρύθμισης, η κάλυψη που παρέχεται στον εξαγωγέα για την εμπορική σύμβαση, καθ’ αυτή, ακολουθεί τις διατάξεις για την κάλυψη των «πιστώσεων προμηθευτών». β. Χαρακτηριστικά της «Πίστωσης στον Αγοραστή»: i. Ο όρος «πίστωση στον αγοραστή» εφαρμόζεται σε δανειακές συμβάσεις μεταξύ ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ενός ή περισσότερων δανειζομένων για τη χρηματοδότηση εμπορικής σύμβασης που προβλέπει την εξαγωγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών καταγωγής κράτους−μέλους. Με τη δανειακή σύμβαση, ο δανειοδοτικός οργανισμός (ή οργανισμοί) αναλαμβάνει να εξοφλήσει τον προμηθευτή (ή τους προμηθευτές), σύμφωνα με τη βασική συναλλαγή, σε μετρητά για λογαριασμό του αγοραστή / δανειζομένου (ή των αγοραστών / δανειζομένων), ενώ ο τελευταίος θα εξοφλήσει τον δανειοδοτικό οργανισμό με πίστωση. ii. Οι διατάξεις για την κάλυψη «πίστωσης στον αγοραστή» εφαρμόζονται όταν παρέχεται κάλυψη σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης ή καταχώρησής τους, υπό τον όρο ότι η «πίστωση στον αγοραστή» αποτελεί άνευ όρων υποχρέωση του δανειζομένου να επιστρέψει την οφειλή του, ανεξάρτητα από την αποδοτικότητα της εμπορικής σύμβασης που χρηματοδοτείται. iii. Οι διατάξεις για την κάλυψη «πίστωσης στον αγοραστή» εφαρμόζονται όσον αφορά την κάλυψη που παρέχεται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο κατέχει νομίμως διαπραγματεύσιμους τίτλους πληρωτέους από αγοραστή δυνάμει συμφωνίας για τη χρηματοδότηση εμπορικής σύμβασης. 3. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του, ο Ο.Α.Ε.Π. παρέχει συμβουλές, πληροφορίες, καθώς και συμπληρωματική τεχνική υποστήριξη για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων εξαγωγικών απαιτήσεων από τους δικαιούχους τους.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το άρθρο 3 του ν. 1796/1988 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 3 Καλυπτόμενοι κίνδυνοι 1. Ο Ο.Α.Ε.Π. μπορεί να εγγυάται, ασφαλίζει και αντασφαλίζει συγκεκριμένους κινδύνους, ενώ έχει ευθύνη για αποζημίωση μόνον αν η ζημιά οφείλεται άμεσα και αποκλειστικά στην επέλευση ενός ή περισσότερων από τους παρακάτω καλυπτόμενους κινδύνους, ανεξάρτητα αν ο χρεώστης (αγοραστής ή δανειζόμενος) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα. α. Αφερεγγυότητα Αφερεγγυότητα για την πληρωμή. Σε περίπτωση που ο χρεώστης ανήκει στον ιδιωτικό τομέα, και εφόσον υπάρχει εγγυητής του, αφερεγγυότητα του εγγυητή, de jure ή de facto. β. Υπερημερία Υπερημερία για την πληρωμή ή κίνδυνος του κυρίαρχου κράτους (sovereign risk) εφόσον ο χρεώστης ανήκει στο δημόσιο τομέα και έχει την εγγύηση του Κράτους. γ. Αθέτηση Αθέτηση εκ μέρους του χρεώστη και, εφόσον υπάρχει, του εγγυητή του. δ. Αυθαίρετη καταγγελία ή άρνηση Απόφαση του αγοραστή, στα πλαίσια «πίστωσης του προμηθευτή» με βάση το εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2, να διακόψει ή να ακυρώσει την εμπορική σύμβαση ή να αρνηθεί να αποδεχθεί τα εμπορεύματα ή τις υπηρεσίες, χωρίς να έχει το δικαίωμα αυτό. ε. Απόφαση τρίτης χώρας Κάθε μέτρο ή απόφαση της κυβέρνησης μιας χώρας, εκτός Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων μέτρων και αποφάσεων των Δημόσιων Αρχών, που θεωρείται ότι αποτελούν κυβερνητική παρέμβαση, τα οποία εμποδίζουν την εκτέλεση της δανειακής ή εμπορικής σύμβασης, αντίστοιχα, ή την κανονική λειτουργία της επένδυσης, ή διαφοροποιούν το αρχικό καθεστώς της επένδυσης, όπως εθνικοποιήσεις και απαλλοτριώσεις. στ. Χρεοστάσιο Γενικό χρεοστάσιο που θεσπίζεται από την κυβέρνηση, είτε της χώρας του χρεώστη είτε τρίτης χώρας, μέσω της οποίας θα πραγματοποιηθεί η πληρωμή στα πλαίσια της δανειακής ή εμπορικής σύμβασης. ζ. Παρεμπόδιση ή καθυστέρηση μεταφοράς κεφαλαίων Πολιτικά γεγονότα και οικονομικές δυσκολίες που παρουσιάζονται, καθώς και νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται εκτός Ελλάδας, τα οποία παρεμποδίζουν ή καθυστερούν τη μεταφορά κεφαλαίων, που καταβάλλονται στα πλαίσια της δανειακής σύμβασης ή της εμπορικής σύμβασης. η. Νομικές διατάξεις στη χώρα του χρεώστη Νομικές διατάξεις που θεσπίζονται στη χώρα του χρεώστη, με τις οποίες οι πληρωμές στο τοπικό νόμισμα στις οποίες προβαίνει ο χρεώστης, λογίζονται ως νόμιμες, έστω και αν οι πληρωμές, όταν μετατρέπονται στο νόμισμα της εμπορικής ή δανειακής σύμβασης, δεν καλύπτουν πλέον το ποσό της οφειλής κατά την ημερομηνία της μεταφοράς κεφαλαίων, λόγω των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας. θ. Απόφαση της χώρας του ασφαλιστή ή του ασφαλισμένου Κάθε μέτρο ή απόφαση που λαμβάνει η κυβέρνηση της χώρας του ασφαλιστή ή του ασφαλισμένου, συμπεριλαμβανομένων μέτρων και αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που αφορά το εμπόριο μεταξύ ενός κράτους − μέλους και τρίτων χωρών, όπως είναι η απαγόρευση των εξαγωγών, εφόσον οι συνέπειές του δεν καλύπτονται με άλλον τρόπο από την ενδιαφερόμενη κυβέρνηση. ι. Ανωτέρα βία Περιπτώσεις ανωτέρας βίας που ανακύπτουν εκτός της χώρας του ασφαλιστή, οι οποίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν πόλεμο, συμπεριλαμβανομένου και του εμφυλίου, επανάσταση, ταραχές, πολιτική αναταραχή, κυκλώνα, πλημμύρα, σεισμό, έκρηξη ηφαιστείου, παλιρροϊκό κύμα και πυρηνικό ατύχημα, εφόσον οι συνέπειές τους δεν καλύπτονται ασφαλιστικά με άλλον τρόπο. 2. Γενική εξαίρεση από την ευθύνη του ασφαλιστή Ο Ο.Α.Ε.Π. δεν υπέχει ευθύνη για κάθε ζημία η οποία αποδίδεται άμεσα ή έμμεσα: α. Σε ενέργεια ή παράλειψη του ασφαλισμένου ή προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του. β. Σε διάταξη περιορισμού των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου, η οποία περιλαμβάνεται στη δανειακή σύμβαση, στην εμπορική σύμβαση ή σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο, συμπεριλαμβανομένου και κάθε εγγράφου που αφορά τις αντίστοιχες ρυθμίσεις εγγύησης ή ασφάλειας. γ. Σε οποιαδήποτε περαιτέρω συμφωνία μεταξύ του ασφαλισμένου και του χρεώστη, μετά τη σύναψη της δανειακής σύμβασης ή της εμπορικής σύμβασης, η οποία εμποδίζει ή καθυστερεί την εξόφληση της οφειλής. δ. Προκειμένου για «πίστωση του προμηθευτή» με βάση το εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2, σε αδυναμία των υπεργολάβων, των συναναδόχων ή άλλων προμηθευτών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, υπό τον όρο ότι αυτή η αδυναμία δεν αποτελεί συνέπεια πολιτικών γεγονότων, όπως αναφέρονται στα εδάφια ε ,΄ στ ,΄ ζ ,΄ η ,΄ θ΄ και ι ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3. 3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο Ο.Α.Ε.Π. μπορεί να προβαίνει στην κάλυψη και άλλων κινδύνων που συνδέονται με το σκοπό του και δεν αναφέρονται στην παράγραφο 1, σε συμμόρφωση προς οδηγίες και αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το άρθρο 4 του ν. 1796/1988 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 4 Αντασφάλιση 1. Τους κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος ο Ο.Α.Ε.Π. δύναται: − να τους καλύπτει ως πρωτασφαλιστής ή ως συνασφαλιστής ή ως αντασφαλιστής, − να τους εκχωρεί ή να τους αντεκχωρεί ή να τους αντασφαλίζει σε άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή στο Δημόσιο. 2. Ο Ο.Α.Ε.Π. δύναται να συνάπτει συμφωνίες με αντίστοιχους εθνικούς οργανισμούς άλλων χωρών, σε θέματα αμοιβαίας συνασφάλισης και αντασφάλισης (reciprocal co−insurance, re−insurance) μεσο−μακροπρόθεσμων εξαγωγικών πιστώσεων με σκοπό την πραγματοποίηση των πράξεων που αναφέρονται στα εδάφια α ,΄ β ,΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το άρθρο 5 του ν. 1796/1988 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 5 Ποσοστό κάλυψης Η εκ μέρους του Ο.Α.Ε.Π. εγγυητική, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική κάλυψη δεν μπορεί να υπερβαίνει το 95% της υποχρέωσης για την οποία εγγυάται ή της ζημιάς.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του ν. 1796/1988 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Οι υποχρεώσεις του Ο.Α.Ε.Π. από εγγυήσεις, ασφαλίσεις και αντασφαλίσεις «μη εμπορεύσιμων κινδύνων» (non − marketable risks), όπως εκάστοτε αυτοί ορίζονται από αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, έχουν αυτοδικαίως την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι το όριο που καθορίζεται κάθε φορά με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.»

Άρθρο 43

Οι διατάξεις του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α /΄10.2.2004) τροποποιούνται ως εξής: α) Στην παρ. 1 του άρθρου 6 προστίθεται περίπτωση θ΄ ως εξής: «θ) Συνιστά επιτροπές ή ομάδες εργασίας, διαρκείς ή πρόσκαιρες προς εξυπηρέτηση των αναγκών της. Στην απόφαση σύστασης καθορίζεται το έργο, η διάρκεια και η σύνθεση κάθε επιτροπής ή ομάδας εργασίας. Το ύψος της αμοιβής των μελών καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α΄), όπως ισχύει κάθε φορά.» β) Η παρ. 2 του άρθρου 8 τροποποιείται ως εξής: « 2. Ο Γενικός Διευθυντής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και προσλαμβάνεται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου πενταετούς διάρκειας, ύστερα από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, που δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας. Με τη σύμβαση αυτή καθορίζονται και οι αποδοχές του, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων. Η σύμβαση αυτή μπορεί να ανανεώνεται με την ίδια κάθε φορά διάρκεια. Η παράγραφος 7 του άρθρου 5 εφαρμόζεται αναλόγως και για τον Γενικό Διευθυντή.» γ) Στην παρ. 1 του άρθρου 9 προστίθεται περίπτωση δ΄ ως εξής: «δ) Τα έσοδα από την εκμετάλλευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του.» δ) Η παρ. 3 του άρθρου 10 τροποποιείται ως εξής: «3. Το προσωπικό της Επιτροπής μπορεί να προέρχεται εν μέρει από μετάταξη ή απόσπαση από το προσωπικό της ήδη υπάρχουσας Διεύθυνσης Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων και Αναλογιστικής του Υπουργείου Ανάπτυξης, κατά προτεραιότητα, από άλλα Υπουργεία, Ν.Π.Δ.Δ. ή δημόσιους οργανισμούς. Οι αποσπώμενοι στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. συνεχίζουν να λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών τους, μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων, εις βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού της ΕΠ.Ε.Ι.Α..» ε) Στο άρθρο 10 προστίθενται παράγραφοι 5 και 6 ως εξής: «5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Δ.Σ. της ΕΠ.Ε.Ι.Α., ορίζονται οι υπάλληλοι, από τους υπηρετούντες στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, στους οποίους ανατίθενται καθήκοντα υποστήριξης των λειτουργικών εργασιών της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Η διαπίστωση του χρόνου λήξεως της ανάθεσης γίνεται με όμοια απόφαση. 6. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α ,΄ β ,΄ στ ,΄ ζ ,΄ θ ,΄ κ΄ της παρ. 1 και στην παρ. 3 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου και ιδίως στα άρθρα 3, 6, 6α, 8, 9, 10, 12α, 13γ, στις παραγράφους 5, 6, 7 του άρθρου 15α), στο άρθρο 17γ), στα άρθρα 35, 36, 37, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 43, στις παραγράφους Α περίπτωση 9) και Β περίπτωση 2) του άρθρου 55 και στο άρθρο 58 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως κάθε φορά ισχύουν, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ο Γενικός Διευθυντής και το προσωπικό των υπηρεσιών της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις τους στα πλαίσια άσκησης των αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στις παραπάνω περιπτώσεις.»

Άρθρο 44ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 251/1976 (ΦΕΚ 19 Α΄) προστίθεται περίπτωση θ΄ ως ακολούθως: «θ) Η διάθεση για τις ανάγκες του Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. αυτοκινήτων – οχημάτων, που περιήλθαν στην κυριότητα ή διαχείριση του Ελληνικού Δημοσίου με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 251/1976 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως ακολούθως: «Σε όλες τις περιπτώσεις που σύμφωνα με τα ανωτέρω προβλέπεται διάθεση αυτοκινήτων που έχουν περιέλθει στην κυριότητα του Δημοσίου και είναι μη κοινοτικά, θα τηρούνται οι τελωνειακές διατυπώσεις που απαιτούνται για την καταβολή των αναλογούντων δασμών.»

Άρθρο 46

Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 3299/2004 (ΦΕΚ 261 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής: «1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, η Επικράτεια κατανέμεται σε τέσσερις περιοχές ως εξής: ΠΕΡΙΟΧΗ Δ :΄ Περιλαμβάνει τους Νομούς της Διοικητικής Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, τις Βιομηχανικές Επιχειρηματικές Περιοχές (Β.Ε.ΠΕ.) της Διοικητικής Περιφέρειας Ηπείρου, τα νησιά της Ελληνικής Επικράτειας με πληθυσμό μέχρι 3.100 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του έτους 1991, τα νησιά της Διοικητικής Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, το Νομό Δωδεκανήσου, πλην της περιοχής που καθορίζεται από την υπουργική απόφαση του γενικού πολεοδομικού σχεδίου της πόλης της Ρόδου, και την παραμεθόρια ζώνη του ηπειρωτικού τμήματος της Επικράτειας σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στην οποία εντάσσονται και οι δήμοι ή οι κοινότητες των οποίων τα διοικητικά όρια τέμνονται από τη ζώνη αυτή. Η περιοχή Δ΄ διαιρείται στις υποπεριοχές Δ1, Δ2 και Δ3 ως εξής: Δ1: Περιλαμβάνει την παραμεθόριο ζώνη του ηπειρωτικού τμήματος της Διοικητικής Περιφέρειας της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στην οποία εντάσσονται και οι δήμοι ή οι κοινότητες των οποίων τα διοικητικά όρια τέμνονται από τη ζώνη αυτή, το Νομό Δωδεκανήσου πλην της περιοχής που καθορίζεται από την υπουργική απόφαση του γενικού πολεοδομικού σχεδίου της πόλης Ρόδου, τα νησιά της Διοικητικής Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ιονίων Νήσων, Στερεάς Ελλάδος, Αττικής, Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης με πληθυσμό μέχρι 3.100 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του έτους 1991. Δ2: Περιλαμβάνει την παραμεθόριο ζώνη του ηπειρωτικού τμήματος της Διοικητικής Περιφέρειας Ηπείρου σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα στην οποία εντάσσονται και οι δήμοι και οι κοινότητες των οποίων τα διοικητικά όρια τέμνονται από τη ζώνη αυτή, τις Β.Ε.ΠΕ. της Διοικητικής Περιφέρειας Ηπείρου, τα νησιά της Διοικητικής Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, και τα νησιά της Διοικητικής Περιφέρειας Ηπείρου, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου με πληθυσμό μέχρι 3.100 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του έτους 1991. ΦΕΚ 5709 Δ3: Περιλαμβάνει τους Νομούς της Διοικητικής Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. ΠΕΡΙΟΧΗ Γ :΄ Περιλαμβάνει τη Ζώνη Λαυρεωτικής του Νομού Αττικής, όπως αυτή καθορίστηκε με την 37349/ 5.11.1991 (ΦΕΚ 950 Β΄) κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Εθνικής Οικονομίας και Εσωτερικών, καθώς και τις περιφέρειες, τους νομούς ή τα τμήματα νομών της Επικράτειας που δεν εντάσσονται στις περιοχές Δ ,΄ Β΄ και Α .΄ ΠΕΡΙΟΧΗ Β :΄ Περιλαμβάνει τις Βιομηχανικές Επιχειρηματικές Περιοχές (Β.Ε.ΠΕ.), την Επαρχία Λαγκαδά και το τμήμα δυτικά του ποταμού Αξιού του Νομού Θεσσαλονίκης και την επαρχία Τροιζηνίας του Νομού Αττικής. ΠΕΡΙΟΧΗ Α :΄ Περιλαμβάνει τους Νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης, πλην των τμημάτων τους που εντάσσονται στις λοιπές περιοχές.»

Άρθρο 47Περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α.ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 5 του άρθρου 11 του ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α΄), η οποία αντικατέστησε την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του Κώδικα Φ.Π.Α., που κυρώθηκε με το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής: «5. Περιοδική δήλωση για κάθε φορολογική περίοδο, ως εξής: αα) Κάθε μήνα και μέχρι την 20ή ημέρα του επόμενου μήνα, εφόσον τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Το ίδιο ισχύει και για το Δημόσιο που δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί βιβλία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων όταν ασκεί δραστηριότητες για τις οποίες υπάγεται στο φόρο. ββ) Κάθε ημερολογιακό τρίμηνο και μέχρι την 20ή ημέρα του μήνα που ακολουθεί το τρίμηνο, εφόσον τηρούν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Η περιοδική δήλωση περιλαμβάνει, για κάθε φορολογική περίοδο, την αξία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών και παροχής υπηρεσιών, την αξία των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών, στα οποία περιλαμβάνονται και τα καινούργια μεταφορικά μέσα και τα αγαθά που υπάγονται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, την αξία των πράξεων παροχής υπηρεσιών, για τις οποίες οφείλεται φόρος από το λήπτη των υπηρεσιών αυτών, το φόρο που αναλογεί, την αξία των απαλλασσόμενων πράξεων, τις εκπτώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 30, 31 και 32, καθώς και τη διαφορά φόρου που προκύπτει. Περιοδική δήλωση δεν υποβάλλουν οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ότι βρίσκονται σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών, εφόσον υποβάλλουν την αναφερόμενη στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 δήλωση μεταβολών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ισχύουν για πράξεις που διενεργούνται από 1ης Ιανουαρίου 2006.

Άρθρο 48

Χρονικό όριο χρήσεως της εξουσιοδοτήσεως πλαισίου του άρθρου 4 του ν. 1338/1983 (ΦΕΚ 34 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του ν. 1440/1984 (ΦΕΚ 70 Α΄) και τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του ν. 1775/1988 (ΦΕΚ 101 Α΄), από το άρθρο 31 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), από το άρθρο 19 του ν. 2367/1995 (ΦΕΚ 261 Α΄) και από το άρθρο 22 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 A΄), ορίζεται η 31η Δεκεμβρίου 2010.

Άρθρο 49Συμμετοχή της Βουλής των Ελλήνων και των Ανεξάρτητων Αρχών στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Βουλή των Ελλήνων μπορεί να συμμετέχει στα επιχειρησιακά προγράμματα του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, σύμφωνα με το ν. 2860/2000 (ΦΕΚ 251 Α΄), όπως ισχύει κάθε φορά, και στα λοιπά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ένταξη έργων στο εκάστοτε ετήσιο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με φορέα εκτέλεσης τη Βουλή των Ελλήνων εγκρίνεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της Βουλής. Οι πιστώσεις των έργων αυτών, που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων, εγγράφονται σε αντίστοιχη Συλλογική Απόφαση Έργου (Σ.Α.Ε.) της Βουλής των Ελλήνων. Οι χρηματοδοτήσεις θα ενεργούνται από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών και οι κατανομές χρηματοδοτήσεων προς την Τράπεζα της Ελλάδος για κάθε ενάριθμο έργο θα περιλαμβάνουν εντολή μεταφοράς των σχετικών κονδυλίων στον Ειδικό Λογαριασμό της Βουλής, που θα εξυπηρετεί και το σκοπό αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι Ανεξάρτητες Αρχές που συμμετέχουν στα επιχειρησιακά προγράμματα του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και στα λοιπά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να χρηματοδοτούνται, για το σκοπό αυτόν, μέσω της Συλλογικής Απόφασης Έργου (Σ.Α.Ε.) της Βουλής των Ελλήνων.

Άρθρο 50ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μπορεί να καταρτίζονται προγράμματα απασχόλησης ανέργων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α΄), όπως ισχύει, για την απασχόληση των μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος ανέργων της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας, SOFTEX Α.Ε.» και της «ΑΓΝΟ Βιομηχανίας Γάλακτος Α.Ε.», οι οποίοι δεν έχουν ενταχθεί σε «ειδικό τοπικό πρόγραμμα επανειδίκευσης, κατάρτισης και απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας». Κατά τη διάρκεια συμμετοχής τους στα προγράμματα διατηρούν την ασφάλισή τους στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης για όλους τους κλάδους στους οποίους ήταν ασφαλισμένοι ως εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις αυτές. Για όσους ως εργαζόμενοι υπάγονταν στις διατάξεις του Κανονισμού Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (Κ.Β.Α.Ε.) Ι.Κ.Α.Ε.Τ.Α.Μ., ο χρόνος αυτός θεωρείται ως διανυθείς στην ασφάλιση του εν λόγω κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι δαπάνες των προγραμμάτων βαρύνουν το Λογαριασμό Απασχόλησης και Επαγγελματικής Κατάρτισης του Ο.Α.Ε.Δ. και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

Άρθρο 51Σύσταση Χημικής Υπηρεσίας στο Γενικό Χημείο του ΚράτουςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην παρ.1 του άρθρου 2 του ν. 4328/1929 (ΦΕΚ 272 Α΄) «Περί συστάσεως Γενικού Χημείου του Κράτους», όπως ισχύει, προστίθενται περιπτώσεις κ ,΄ κα΄ και κβ΄ ως εξής: «κ. Ανάπτυξη, διαχείριση και παροχή πιστοποιημένων υλικών αναφοράς για την αξιολόγηση και τον έλεγχο ποιότητας χημικών αναλύσεων, φυσικοχημικών δοκιμών και μικροβιολογικών δοκιμών. κα. Ανάπτυξη, διαχείριση και παροχή διεργαστηριακών σχημάτων δοκιμών για την επικύρωση μεθόδων, την αξιολόγηση και πιστοποίηση υλικών αναφοράς και τον έλεγχο της τεχνικής ικανότητας, στους τομείς των χημικών αναλύσεων, των μικροβιολογικών δοκιμών και των φυσικοχημικών δοκιμών, για λογαριασμό του Γενικού Χημείου του Κράτους και άλλων φορέων. κβ. Οργάνωση, διαχείριση και παροχή συμβουλευτικών/εκπαιδευτικών υπηρεσιών στο χώρο των χημικών, φυσικοχημικών και μικροβιολογικών δοκιμών και αναλύσεων και σε θέματα που σχετίζονται με την επίτευξη ακρίβειας, ιχνηλασιμότητας και συγκρισιμότητας στις ανωτέρω δοκιμές και αναλύσεις.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο Γενικό Χημείο του Κράτους συνιστάται Ε΄ Χημική Υπηρεσία Αθηνών, συμπληρωμένου του άρθρου 15 του π.δ. 551/1988 (ΦΕΚ 259 Α΄), επιπέδου διεύθυνσης, υπό την εποπτεία της οποίας λειτουργεί Εργαστήριο Χημικής Μετρολογίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στη συνιστώμενη Διεύθυνση περιέρχονται οι αρμοδιότητες της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η συνιστώμενη Διεύθυνση διαρθρώνεται σε δύο Τμήματα ως εξής: α. Τμήμα Α΄ Εργαστήριο Χημικής Μετρολογίας β. Τμήμα Β΄ Διεργαστηριακών σχημάτων δοκιμών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το Γενικό Χημείο του Κράτους, σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Μετρολογίας (Ε.Ι.Μ.), αναλαμβάνουν το έργο δημιουργίας και λειτουργίας Εθνικού Εργαστηρίου Μετρολογίας στον τομέα της Χημικής Μετρολογίας. Το εργαστήριο αυτό αποτελεί περιφερειακή μονάδα υποστήριξης του Ελληνικού Ινστιτούτου Μετρολογίας (Ε.Ι.Μ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου η΄ της παρ.4 του άρθρου 1 του ν. 2231/1994 (ΦΕΚ 139 Α΄). Αποστολή του εργαστηρίου αυτού είναι η υλοποίηση των μονάδων μέτρησης στο πεδίο των χημικών μετρήσεων του διεθνούς συστήματος (SI), η τήρηση των αντίστοιχων εθνικών προτύπων της χώρας και η διάδοση της γνώσης και της επιστήμης στο πεδίο της χημικής μετρολογίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών εξειδικεύονται και κατανέμονται μεταξύ των τμημάτων οι αρμοδιότητες της συνιστώμενης Διεύθυνσης και ρυθμίζονται θέματα οργάνωσης και λειτουργίας αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται τα θέματα που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ του Γενικού Χημείου του Κράτους και του Ελληνικού Ινστιτούτου Μετρολογίας.

Άρθρο 52ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3103/ 2003 (ΦΕΚ 23Α΄) προστίθενται εδάφια ως εξής: «Επίσης, καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου το αντίτιμο του βιβλιαρίου (έντυπο) και των υλικών που απαιτούνται για την έκδοση των διαβατηρίων. Το ύψος και η διαδικασία είσπραξης του αντίτιμου αυτού καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3103/2003 (ΦΕΚ 23 Α΄), όπως προστίθενται με την παράγραφο 1, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που η Ελληνική Αστυνομία εκδίδει με χαρακτηριστικά ασφαλείας άλλες κατηγορίες διαβατηρίων, ταυτότητες, άδειες, πιστοποιητικά ή έντυπα.

Άρθρο 53Έναρξη ισχύος

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2006, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του. Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 23 Δεκεμβρίου 2005
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Δ. ΣΙΟΥΦΑΣ
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 27 Δεκεμβρίου 2005
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ