166 Α' 2008

ΝΟΜΟΣ 3691/2008

Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ - ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
05 Αυγούστου 2008

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 166
5 Αυγούστου 2008

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3691
Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Άρθρο 45Ποινικές κυρώσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. β. Ο υπαίτιος των πράξεων του προηγούμενου στοιχείου α΄ τιμωρείται με κάθειρξη και με χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ, αν έδρασε ως υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το βασικό αδίκημα περιλαμβάνεται στα αδικήματα των στοιχείων γ΄, δ΄ και ε΄ του άρθρου 3 του παρόντος, ακόμη και αν για αυτά προβλέπεται ποινή φυλάκισης. γ. Ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχείου α΄ τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, αν ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό, προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας. δ. Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται ο υπάλληλος του υπόχρεου νομικού προσώπου ή όποιο άλλο υπόχρεο προς αναφορά ύποπτων συναλλαγών πρόσωπο παραλείπει από πρόθεση να αναφέρει αρμοδίως ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή δραστηριότητες ή παρουσιάζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών, διοικητικών ή κανονιστικών διατάξεων και κανόνων, εφόσον για την πράξη του δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλες διατάξεις. ε. Η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και συμμετόχων) για τις πράξεις των στοιχείων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου αυτής, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος. στ. Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, που δεν είναι συμμέτοχος στη διάπραξη του βασικού αδικήματος, εφόσον είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και του β΄ βαθμού ή σύζυγος, θετός γονέας ή θετό τέκνο του υπαίτιου του βασικού αδικήματος. ζ. Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό αδίκημα, η τυχόν ποινή κατ’ αυτού ή τρίτου από τους αναφερόμενους στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου στ΄ για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από το ίδιο βασικό αδίκημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του βασικού αδικήματος. η. Οι διατάξεις των στοιχείων στ΄ και ζ΄ δεν ισχύουν στις περιστάσεις του στοιχείου γ΄ και στα βασικά αδικήματα που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ του παρόντος άρθρου. θ. Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση και τα προκύψαντα έσοδα δεν υπερβαίνουν το ποσόν των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι φυλάκιση έως δύο ετών. Αν στην περίπτωση αυτή συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαιτίου του βασικού αδικήματος ή τρίτου οι περιστάσεις του στοιχείου γ΄, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η άσκηση ποινικής δίωξης και η καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν προϋποθέτει ποινική δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό αδίκημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις περιπτώσεις εξάλειψης του αξιόποινου, αθώωσης λόγω του ότι η πράξη κατέστη ανέγκλητη ή απαλλαγής του υπαιτίου από την ποινή λόγω ικανοποίησης του ζημιωθέντος για το βασικό αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ότι η ικανοποίηση του ζημιωθέντος επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, αίρεται το αξιόποινο ή κηρύσσεται αθώος ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος από την ποινή και για τις συναφείς πράξεις νομιμοποίησης εσόδων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το αξιόποινο εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όπου στις διατάξεις του παρόντος άρθρου προβλέπεται αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και χρηματική ποινή, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 83 περίπτωση ε΄ του Ποινικού Κώδικα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τα κακουργήματα που προβλέπονται στο άρθρο 2 δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Άρθρο 46Δήμευση περιουσιακών στοιχείωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεώς τους στον ιδιοκτήτη κατά την παρ. 2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 Κ.Π.Δ., δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά την παράγραφο 1 δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους της παραγράφου 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και χρηματική ποινή μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Οι διατάξεις του άρθρου 492 και της παρ. 3 του άρθρου 504 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση που διατάχθηκε δήμευση κατά της περιουσίας τρίτου, ο οποίος δεν συμμετέσχε στη δίκη ούτε κλητεύθηκε σε αυτήν.

Άρθρο 47Αποζημίωση υπέρ του ΔημοσίουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το Δημόσιο μπορεί, ύστερα από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, να αξιώσει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων από τον αμετακλήτως καταδικασμένο σε ποινή καθείρξεως για αδίκημα των άρθρων 2 και 3 του παρόντος νόμου, κάθε άλλη περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από άλλο αδίκημα των άρθρων 2 και 3 έστω και αν δεν ασκήθηκε για το αδίκημα αυτό δίωξη, λόγω θανάτου του υπαιτίου, ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικά ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η περιουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μεταβιβάστηκε σε τρίτο, ο καταδικασμένος υποχρεούται σε αποζημίωση ίση με την αξία της κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής. Η παραπάνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί και κατά τρίτου που απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον κατά το χρόνο της κτήσης ήταν σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος κατ’ ευθεία γραμμή με τον καταδικασμένο ή αδελφός του ή θετό τέκνο του, καθώς και εναντίον κάθε τρίτου που απέκτησε μετά την άσκηση κατά του καταδικασμένου ποινικής δίωξης για το πιο πάνω έγκλημα αν κατά το χρόνο που απέκτησε γνώριζε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταδικασμένου. Ο τρίτος και ο καταδικασμένος ευθύνονται εις ολόκληρον.

Άρθρο 48Δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 44 ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου τυχόν εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου επιτρέπεται έφεση από τα ανωτέρω πρόσωπα και τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή Εφετών ενώπιον του συμβουλίου Εφετών το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην περίπτωση που διεξάγεται από την Επιτροπή έρευνα ή ποινική προκαταρκτική εξέταση κατά την παρ. 11 του άρθρου 7, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή το άνοιγμα θυρίδων ή η απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο ή το μέλος της Επιτροπής που επιβλέπει την έρευνα στην πρώτη περίπτωση και από τον Πρόεδρο στη δεύτερη περίπτωση, με τους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου. Και στις δύο περιπτώσεις τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία μαζί με το φάκελο της υπόθεσης διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Η διαβίβαση των πιο πάνω στοιχείων στον εισαγγελέα δεν παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Επιτροπή. Το πρόσωπο που βλάπτεται από την παραπάνω δέσμευση έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Τα ίδια δικαιώματα έχει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών και ο Εισαγγελέας Εφετών. Στις ως άνω περιπτώσεις, μετά την έκδοση τελεσίδικου βουλεύματος επί της αιτήσεως για άρση της δεσμεύσεως, ο εισαγγελέας εάν κρίνει ότι η έρευνα της υπόθεσης δεν έχει ολοκληρωθεί μπορεί είτε να επιστρέψει τη δικογραφία στην Επιτροπή είτε να συνεχίσει ό ίδιος την έρευνα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στις περιπτώσεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου οι αιτούντες μπορούν να αμφισβητήσουν μόνο τη συνδρομή των προϋποθέσεων της δέσμευσης ή της απαγόρευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών και στα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5.

Άρθρο 49Εφαρμογή κυρώσεων επιβαλλόμενων από διεθνείς οργανισμούς

Όταν για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας επιβάλλεται η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων κρατών, νομικών προσώπων ή νομικών σχημάτων και φυσικών προσώπων με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και των οργάνων του ή με Κανονισμούς και αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακολουθείται η εξής διαδικασία μετά από την ένταξη των ανωτέρω αποφάσεων ή Κανονισμών στην ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις: α) Οι ανωτέρω αποφάσεις και Κανονισμοί διαβιβάζονται άμεσα, μετά την έκδοσή τους, από τα Υπουργεία Οικονομίας και Οικονομικών και Εξωτερικών, στην Επιτροπή του άρθρου 7 του παρόντος νόμου. β) Η Επιτροπή ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς για τις ανωτέρω αποφάσεις και Κανονισμούς και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των αναφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων. γ) Η Επιτροπή δύναται να διαβιβάσει τις σχετικές πληροφορίες και σε άλλα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, αν εκτιμά ότι είναι πιθανόν να εντοπίσουν σχετικά περιουσιακά στοιχεία. δ) Όταν η Επιτροπή πληροφορηθεί την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων, ενημερώνει άμεσα τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών (Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής) παρέχοντας κάθε σχετική πληροφορία. ε) Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών επιβάλλει με απόφασή του τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των κατανομαζόμενων στις παραπάνω αποφάσεις και Κανονισμούς φυσικών και νομικών προσώπων, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και του ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων, την απαγόρευση παροχής χρηματοπιστωτικών ή επενδυτικών υπηρεσιών στα πρόσωπα αυτά και κάθε άλλο προβλεπόμενο στις αποφάσεις και τους Κανονισμούς μέτρο. Η απόφαση αυτή επιδίδεται στα παραπάνω πρόσωπα. στ) Το πρόσωπο του οποίου δεσμεύθηκαν περιουσιακά στοιχεία δικαιούται να προσβάλει τη σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από της επιδόσεως της ανωτέρω απόφασης. Η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 48 του παρόντος εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. ζ) Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να χορηγήσει κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερόμενων προσώπων, ειδική άδεια για την αποδέσμευση ή χρησιμοποίηση του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν, για τους λόγους και με τη διαδικασία που αναφέρονται στις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. ή στους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ε.Ε..

Άρθρο 50

Πρόσβαση δικαστικών αρχών σε αρχεία και στοιχεία Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης, ανάκρισης ή δίκης για αδικήματα των άρθρων 2 και 3 επιτρέπεται στον εισαγγελέα, τον ανακριτή και το δικαστήριο να λαμβάνουν γνώση των βιβλίων και στοιχείων, τα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις τηρούν τα υπόχρεα πρόσωπα και να επισυνάπτουν στη δικογραφία μόνο απόσπασμα των βιβλίων ή των στοιχείων με τις σχετικές εγγραφές που αφορούν το πρόσωπο για το οποίο διεξάγεται η έρευνα. Την ακρίβεια του αποσπάσματος βεβαιώνει ο εκπρόσωπος του υπόχρεου νομικού προσώπου ή το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο. Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο δικαιούνται να ελέγξουν τα βιβλία και τα στοιχεία αυτά για να διαπιστώσουν την ακρίβεια των περιεχομένων στο απόσπασμα εγγραφών ή την ύπαρξη άλλων εγγραφών που αφορούν το ως άνω πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να ελέγξει μόνο την ύπαρξη των εγγραφών που ισχυρίζεται ότι το αφορούν.

Άρθρο 51Ευθύνη νομικών προσώπωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αν κάποια από τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 2 και 3 πραγματοποιείται με σκοπό να προσπορίσει περιουσιακό όφελος σε νομικό πρόσωπο και εφόσον ένα ή περισσότερα από τα πρόσωπα που ασκούν τη διοίκηση ή διαχειρίζονται υποθέσεις τους γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το όφελος προέκυψε από τέτοια πράξη, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο, σωρευτικά ή διαζευκτικά, μετά από προηγούμενη κλήτευση των υπευθύνων προς παροχή εξηγήσεων προ δέκα τουλάχιστον ημερών, οι ακόλουθες κυρώσεις: α) Αν πρόκειται για υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά εταιρεία, με απόφαση της αρμόδιας κατά το άρθρο 6 του παρόντος αρχής επιβάλλονται: i) διοικητικό πρόστιμο από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ, το οποίο προσαυξάνεται από το προκύψαν όφελος, ii) οριστική ή προσωρινή για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, iii) απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για το ίδιο χρονικό διάστημα, iv) οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα. Το διοικητικό πρόστιμο του στοιχείου i επιβάλλεται πάντοτε, ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια αρχή για την επιβολή των ως άνω κυρώσεων σε εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες που δεν εποπτεύονται από άλλες αρμόδιες αρχές του άρθρου 6. β) Αν πρόκειται για άλλο μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο, με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού επιβάλλονται: i) διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, το οποίο προσαυξάνεται με το τυχόν προκύψαν όφελος, ii) οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και iv του εδαφίου α΄ κυρώσεις. Ως αρμόδιος κατά περίπτωση Υπουργός θεωρείται αυτός που προΐσταται Υπουργείου που έχει τις εξής, κατά σειρά προτεραιότητας, αρμοδιότητες: − εποπτεύει την ορθή και νόμιμη λειτουργία του νομικού προσώπου και δύναται να επιβάλει κυρώσεις, − χορηγεί άδεια λειτουργίας, − τηρεί μητρώα στα οποία εγγράφεται η πράξη σύστασης, − τηρεί επαγγελματικό μητρώο στο οποίο εγγράφεται το νομικό πρόσωπο, − χρηματοδοτεί, επιδοτεί ή παρέχει οικονομική ενίσχυση. Οι ανωτέρω αρμοδιότητες μπορεί να ασκούνται από υπηρεσίες ή άλλους φορείς που υπάγονται ή ελέγχονται από το σχετικό Υπουργείο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εφόσον τα κατά την προηγούμενη παράγραφο πρόσωπα αγνοούσαν από αμέλεια την προέλευση της παράνομης περιουσίας ή του οφέλους, επιβάλλονται με τις ίδιες κατά τα λοιπά προϋποθέσεις, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις: α) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 περίπτωση: − διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, − οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και iv, για χρονικό διάστημα έως έξι μήνες. β) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 περίπτωση: − διοικητικό πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, − οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και iv, για χρονικό διάστημα έως έξι μήνες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών, λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου, το ύψος των παράνομων εσόδων και του προκύψαντος οφέλους, η τυχόν υποτροπή και οι λοιπές περιστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων είναι ανεξάρτητη και δεν επηρεάζει την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των προσώπων που ασκούν διοίκηση ή διαχειρίζονται κεφάλαια ή υποθέσεις των νομικών προσώπων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι κυρώσεις των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται, εκτός αν με άλλες διατάξεις προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις κατά των νομικών προσώπων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων και η Επιτροπή ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές και τον Υπουργό Δικαιοσύνης για υποθέσεις ΦΕΚ 3153 στις οποίες υπάρχει συμμετοχή νομικού προσώπου υπό την έννοια της παραγράφου 1, σε πράξεις απόπειρας ή διάπραξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3, καθώς και για τις εκδιδόμενες σχετικές δικαστικές αποφάσεις.

Άρθρο 52Διοικητικές κυρώσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν τις εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα, επιβάλλονται στις εταιρείες αυτές εφόσον παραβαίνουν τις λοιπές υποχρεώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού 1781/2006/ΕΚ και των κανονιστικών αποφάσεων, σωρευτικά ή διαζευκτικά, είτε η λήψη συγκεκριμένων διορθωτικών μέτρων εντός τακτού χρονικού διαστήματος είτε μία ή περισσότερες από τις κατωτέρω κυρώσεις, μετά από προηγούμενη κλήτευση των υπευθύνων προσώπων προς παροχή εξηγήσεων προ δέκα τουλάχιστον ημερών: α) πρόστιμο κατά της εταιρείας από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ μέχρι δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής από πενήντα χιλιάδες (50.000) μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ, β) πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου, του διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντικών στελεχών ή άλλων υπαλλήλων της εταιρείας, υπαίτιων για τις παραβάσεις ή ασκούντων ανεπαρκή έλεγχο και εποπτεία επί των υπηρεσιών, υπαλλήλων και δραστηριοτήτων της εταιρείας. σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, γ) απομάκρυνση από τη θέση τους για ορισμένο ή αόριστο χρόνο μελών του διοικητικού συμβουλίου, του δι−ευθύνοντος συμβούλου, διευθυντικών στελεχών ή άλλων υπαλλήλων και απαγόρευση ανάληψης άλλης σημαντικής θέσης, δ) απαγόρευση της άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων της εταιρείας, της ίδρυσης νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα ή της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, ε) σε περίπτωση σοβαρών ή/και επανειλημμένων παραβάσεων, οριστική ή προσωρινή ανάκληση ή αναστολή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της άδειας λειτουργίας της εταιρείας ή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι κυρώσεις των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της προηγούμενης παραγράφου είναι ανεξάρτητες από τις κυρώσεις του άρθρου 51 για τα αδικήματα των άρθρων 2 και 3 του παρόντος νόμου. Οι κυρώσεις αυτές αιτιολογούνται και δημοσιοποιούνται εφόσον η δημοσιοποίησή τους δεν είναι πιθανό να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στο νομικό πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε αρμόδια αρχή που εποπτεύει εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα, ορίζει με αποφάσεις της που δημοσιοποιούνται: α) τις επί μέρους υποχρεώσεις των εταιρειών, στελεχών και υπαλλήλων τους, είτε ξεχωριστά είτε ανά κατηγορίες, β) το βαθμό σπουδαιότητας κάθε υποχρέωσης ή κατηγορίας υποχρεώσεων, με ενδεικτική αναφορά πιθανών κυρώσεων για μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις αυτές, γ) άλλα γενικά ή ειδικά κριτήρια προσδιορισμού των κυρώσεων και επιμέτρησης της έκτασής τους, τα οποία λαμβάνει υπόψη της η αρμόδια αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που υπόχρεο φυσικό πρόσωπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των σχετικών κανονιστικών αποφάσεων, εφόσον ο πειθαρχικός έλεγχος αυτού ασκείται κατά τις κείμενες διατάξεις από ειδικό πειθαρχικό όργανο, η αρμόδια αρχή παραπέμπει το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο στο παραπάνω όργανο, στο οποίο διαβιβάζει και όλα τα στοιχεία της παράβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι κυρώσεις των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται, εκτός αν με άλλες διατάξεις προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις κατά των αναφερόμενων υπόχρεων νομικών προσώπων και των υπαλλήλων τους και των υπόχρεων φυσικών προσώπων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα πρόστιμα που προβλέπονται στο παρόν και στο προηγούμενο άρθρο και επιβάλλονται από τα αναφερόμενα σε αυτά δημόσια όργανα βεβαιώνονται από τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ). KΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 53Άλλες διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

H παρ. 6 του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «6. Όποιος παρέχει πληροφορίες ή υλικά μέσα ή με οποιονδήποτε τρόπο εισπράττει, συλλέγει, διαθέτει ή διαχειρίζεται κεφάλαια υπό την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3034/2002 (ΦΕΚ 168 Α΄) με σκοπό να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων κατά τις παραγράφους 1, 3 και 4 είτε από εγκληματική οργάνωση είτε από μεμονωμένο τρομοκράτη τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στη Διεύθυνση Ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών συνιστάται Τμήμα Ε΄ με τίτλο «Τμήμα Εποπτείας και Ελέγχου για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», το οποίο έχει την ευθύνη για την υποστήριξη και συντονισμό των ενεργειών της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ως αρμόδιας αρχής για την εποπτεία των υπόχρεων προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 5 του παρόντος νόμου. Οι αρμοδιότητες της παραπάνω αρμόδιας αρχής, που αφο− ρούν στον έλεγχο των υπόχρεων προσώπων και στην επιβολή των σχετικών κυρώσεων κατά τα οριζόμενα στις περιπτώσεις η΄, θ΄ και ια΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 6, ασκούνται παράλληλα με το Τμήμα Ε΄, εφαρμοζομένων αναλόγως όσων κατά περίπτωση ορίζονται στον παρόντα νόμο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών και τα συναφή γενικώς θέματα, και από τα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (ΠΕΚ), τα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (ΔΕΚ) και τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ), που είναι αρμόδιες για το φορολογικό έλεγχο των κατά περίπτωση υπόχρεων προσώπων. Ειδικά για την επιβολή των κυρώσεων της περίπτωσης ια΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 από τις ανωτέρω ελεγκτικές υπηρεσίες, πλην της επιβολής προστίμων και διορθωτικών μέτρων, απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του Γενικού Διευθυντή Φορολογικών Ελέγχων. Του Τμήματος αυτού προΐσταται υπάλληλος του κλάδου Εφοριακών κατηγορίας ΠΕ και αν δεν υπάρχει, υπάλληλος κατηγορίας ΤΕ και αν δεν υπάρχει, υπάλληλος κατηγορίας ΔΕ.

Άρθρο 54Μεταβατικές διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι κανονιστικές αποφάσεις και οι άλλες διοικητικές πράξεις υπουργών ή αρμόδιων αρχών του άρθρου 6 παραμένουν σε ισχύ μέχρι την τροποποίηση ή κατάργησή τους, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όπου σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναφέρεται η Επιτροπή του άρθρου 7 του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) ή η Εθνική Αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες του ν. 3424/2005 (ΦΕΚ 305 Α΄), νοείται η Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας του άρθρου 7 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος καταργείται η Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 7 του ν. 2331/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3424/2005.

Άρθρο 55Καταργούμενες διατάξεις

Καταργούνται από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου: α) οι διατάξεις των άρθρων από 1 έως και 8 (Κεφάλαιο Α΄) του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄), όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 9 και 11 του ν. 3424/2005, 17 του ν. 3472/2006 (ΦΕΚ 135 Α΄) και 34 παράγραφοι 1 και 2 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α΄) και ισχύουν, β) το άρθρο 8 του ν. 2928/2001 (ΦΕΚ 141 Α΄), γ) κάθε άλλη διάταξη νόμου, προεδρικού διατάγματος ή κανονιστικής απόφασης που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Άρθρο 56ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής: «Η σύμβαση του προηγούμενου εδαφίου διέπεται από τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα, και της απόφασης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, κατά παρέκκλιση από την ισχύουσα στην επιχείρηση επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή από τον Κανονισμό Εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη συλλογική συμφωνία ή συλλογική ρύθμιση ή επιχειρησιακή συνήθεια, ιδίως ως προς τις αποδοχές των νεοπροσλαμβανομένων, τα ρεπό, τις άδειες, τις κάθε είδους προσαυξήσεις των αποδοχών, τα επιδόματα και λοιπές παροχές, καθώς και τη διαδικασία προσλήψεων − απολύσεων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής: «4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και του εποπτεύοντος την οικεία επιχείρηση Υπουργού ρυθμίζονται τα κάθε είδους ειδικότερα θέματα, τα οποία αφορούν στην εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων κατά παρέκκλιση των τυχόν αντίθετων διατάξεων εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών ή επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων ή οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων ή συμφωνιών που ισχύουν στις επιχειρήσεις αυτές ή ακόμα και επιχειρησιακής συνήθειας. Οι ρυθμίσεις της απόφασης αυτής δεν μπορεί να είναι δυσμενέστερες από τις προβλέψεις στην εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας ή τυχόν ισχύουσες κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως: «Το ανώτατο ποσοστό του συνόλου των αυξήσεων που δύναται να συμφωνηθεί κατά τη σύναψη των ανωτέρω συλλογικών συμβάσεων καθορίζεται με απόφαση της διυπουργικής επιτροπής του άρθρου 10. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται με κριτήρια την τρέχουσα αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή σε ετήσια βάση σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, την οικονομική κατάσταση της συγκεκριμένης επιχειρήσεως και τα περιθώρια του Κρατικού Προϋπολογισμού. Σε κάθε περίπτωση το ύψος του συνόλου των αποδοχών που ορίζει η διυπουργική επιτροπή δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τις αποδοχές που προβλέπουν οι εθνικές γενικές, κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τις δημόσιες επιχειρήσεις επί των οποίων συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005, ανεξαρτήτως εάν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου αυτού, και οι οποίες εμφανίζουν αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό ή επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για τη λειτουργία τους, η προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄), δύναται να γίνει μόνο με κοινή απόφαση εργαζομένων και επιχείρησης και μετά από σύμφωνη γνώμη της Διυπουργικής Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών του άρθρου 10 του ν. 3429/2005.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την κατάθεσή του στη Βουλή των Ελλήνων.

Άρθρο 57ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α΄), μετά τη φράση «Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, του Α.Π. και του Ε.Σ.» και πριν από τη φράση «και Επίτροπος Επικρατείας των Τ.Δ.Δ.» προστίθενται οι λέξεις «Επίτροπος της Επικρατείας του Ε.Σ.». β. Ο βασικός μισθός του Πρωτοδίκη (άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 3205/2003, όπως ισχύει) ορίζεται, από 1.1.2008, σε δύο χιλιάδες εξήντα επτά (2.067) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι περιπτώσεις α΄ έως και ζ΄ της παρ. A3 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται από 1.1.2008 ως εξής: «α. Ειρηνοδίκες Γ΄ και Δ΄ Τάξης, Δόκιμος Εισηγητής του ΣτΕ και αντίστοιχοι πεντακόσια πενήντα (550) ευρώ. β. Εισηγητής του ΣτΕ και αντίστοιχοι επτακόσια ογδόντα (780) ευρώ. γ. Πρόεδρος Πρωτοδικών και αντίστοιχοι εννιακόσια (900) ευρώ. δ. Πάρεδρος του ΣτΕ και αντίστοιχοι εννιακόσια πενήντα (950) ευρώ. ε. Πρόεδρος Εφετών, Σύμβουλος της Επικρατείας και αντίστοιχοι χίλια (1.000) ευρώ. στ. Αντιπρόεδρος και αντίστοιχοι χίλια πενήντα (1.050) ευρώ. ζ. Πρόεδρος και αντίστοιχοι χίλια εκατό (1.100) ευρώ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παρ. Α5 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται, από 1.1.2008, ως ακολούθως: «Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αντίστοιχων μέχρι και το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου εννιακόσια πενήντα (950) ευρώ. Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ΄ Τάξης μέχρι και το βαθμό του Εισηγητή του ΣτΕ και αντίστοιχων επτακόσια ενενήντα έξι (796) ευρώ.» β. Μετά την παράγραφο Α6 του άρθρου 30 του ν. 3205/ 2003 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: «7. Τα ποσά των παραγράφων 3 και 5 αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος αυτόματα, με αφετηρία την 1.1.2009, σύμφωνα με το ποσοστό της εκάστοτε εισοδηματικής πολιτικής.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παρ. Α6 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται, από 1.1.2008, ως εξής: «Α6. Αποζημίωση εξόδων παράστασης στους δικαστές που φέρουν βαθμό Προέδρου, Αντιπροέδρου και Συμβούλου Επικρατείας ή αντίστοιχους, οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: Πρόεδρος ΣτΕ και αντίστοιχοι τριακόσια (300) ευρώ. Αντιπρόεδρος ΣτΕ και αντίστοιχοι διακόσια (200) ευρώ. Σύμβουλος Επικρατείας και αντίστοιχοι εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Η αποζημίωση αυτή δεν παρέχεται σε δικαστικούς λειτουργούς που δεν φέρουν τους ανωτέρω βαθμούς, ανεξαρτήτως της τυχόν μισθολογικής εξομοίωσης προς αυτούς.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο βασικός μισθός του Δικαστικού Αντιπροσώπου (άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 3205/2003, όπως ισχύει) ορίζεται, από 1.1.2008, σε δύο χιλιάδες εξήντα επτά (2.067) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι περιπτώσεις α΄ έως και στ΄ της παραγράφου A3 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται, από 1.1.2008, ως εξής: «α. Δόκιμος Δικαστικός Αντιπρόσωπος πεντακόσια πενήντα (550) ευρώ. β. Δικαστικός Αντιπρόσωπος επτακόσια ογδόντα (780) ευρώ. γ. Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α΄ Τάξης εννιακόσια (900) ευρώ. δ. Πάρεδρος εννιακόσια πενήντα (950) ευρώ. ε. Σύμβουλος χίλια (1.000) ευρώ. στ. Αντιπρόεδρος χίλια πενήντα (1.050) ευρώ. ζ. Πρόεδρος χίλια εκατό (1.100) ευρώ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

α. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου Α5 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται, από 1.1.2008, ως ακολούθως: «Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α΄ Τάξης μέχρι Πρόεδρο εννιακόσια πενήντα (950) ευρώ. Δόκιμος και Δικαστικός Αντιπρόσωπος επτακόσια ενενήντα έξι (796) ευρώ.» β. Μετά το τέλος της παραγράφου Α6 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: «7. Τα ποσά των παραγράφων 3 και 5 αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος αυτόματα, με αφετηρία την 1.1.2009, σύμφωνα με το ποσοστό της εκάστοτε εισοδηματικής πολιτικής.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η παράγραφος Α6 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται, από 1.1.2008, ως εξής: «Α6. Αποζημίωση εξόδων παράστασης οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: Πρόεδρος τριακόσια (300) ευρώ Αντιπρόεδρος διακόσια (200) ευρώ. Σύμβουλος εκατόν πενήντα (150) ευρώ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Το άρθρο 4 του ν. 2521/1997 (ΦΕΚ 174 Α΄) αντικαθίσταται από 1.1.2008 ως εξής: «Άρθρο 4 Διαρρυθμίσεις μισθολογικών προαγωγών 1.α. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Πρωτοδίκη, Εισηγητή του ΣτΕ και αντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν επτά συνολικά έτη δικαστικής υπηρεσίας, συνυπολογιζομένης και της υπηρεσίας ως Παρέδρου Πρωτοδικείου, Δόκιμου Εισηγητή του ΣτΕ και αντίστοιχων, και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχονται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, οι αποδοχές του επόμενου βαθμού. Ως αποδοχές νοούνται ο βασικός μισθός, καθώς και τα κάθε είδους επιδόματα και λοιπές παροχές που θα ελάμβανε ο δικαστικός λειτουργός αν είχε προαχθεί στο βαθμό αυτόν. β. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών και αντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό του οικείου κλάδου και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου, προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στους ίδιους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθμό μη προαγόμενοι ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, προσαύξηση ίση με τα ενενήντα εκατοστά (90/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου. Για τη χορήγηση των προσαυξήσεων λαμβάνεται υπόψη μόνο ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό για προαγωγή στον επόμενο. γ) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Εφέτη και αντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό του οικείου κλάδου και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου, προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στους ίδιους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθμό μη προαγόμενοι ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου, προσαύξηση ίση με τα ενενήντα πέντε εκατοστά (95/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Για τη χορήγηση των προσαυξήσεων στους ανωτέρω δικαστικούς λειτουργούς λαμβάνεται υπόψη μόνο ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό για προαγωγή στον επόμενο. δ) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Συμβούλου Επικρατείας, Προέδρου Εφετών και αντίστοιχους, οι οποίοι παραμένουν επί τριετία στο βαθμό τους και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων ή λόγω εξάντλησης της ιεραρχίας τους αντίστοιχα, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης προσαύξηση ίση με τα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στο χρόνο υπηρεσίας των δικαστικών λειτουργών με βαθμό Συμβούλου Επικρατείας και αντίστοιχων συνυπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας τους ως Προέδρων Εφετών. Για τους βαθμούς του Αντεισαγγελέα του Α.Π., του Αντεπιτρόπου Επικρατείας του Ε.Σ. και των Τ.Δ.Δ. και του Προέδρου και Εισαγγελέα Εφετών, ως αμέσως επόμενος βαθμός για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται ο βαθμός του Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου. ε) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου και αντίστοιχους, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από της προαγωγής τους ως Αντιπροέδρων προσαύξηση ίση με τα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου και Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου. στ) Στους Ειρηνοδίκες Α΄ τάξης που συμπληρώνουν δικαστική υπηρεσία είκοσι τεσσάρων ετών παρέχεται, μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ο βασικός μισθός του Εφέτη. 2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ως υπηρεσία νοείται μόνο η πραγματική υπηρεσία που έχει διανυθεί με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, και όχι οι υπηρεσίες ή προϋπηρεσίες σε άλλες θέσεις, ανεξάρτητα αν αυτές λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας. 3. Για τη χορήγηση μισθολογικής προαγωγής σε δικαστικό λειτουργό με βαθμό Προέδρου Εφετών και κάτω ή αντίστοιχο, στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ή υπάρχει ποινική καταδίκη σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ή στις εκθέσεις επιθεώρησης και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού του μητρώου υπάρχουν δυσμενείς χαρακτηρισμοί για την υπηρεσιακή του απόδοση, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν συμφωνεί με τη χορήγηση της μισθολογικής προσαύξησης, ο δικαστικός λειτουργός επανακρίνεται μετά ένα έτος από τότε που συμπλήρωσε τον απαιτούμενο προς προαγωγή χρόνο. Αν και πάλι δεν χορηγηθεί η μισθολογική προαγωγή, η κρίση επαναλαμβάνεται κάθε φορά μετά ένα έτος από την προηγούμενη κρίση. Η θετική κρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναδράμει σε χρόνο προγενέστερο της ημέρας συμπλήρωσης του έτους που απαιτείται για την τελευταία κρίση. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Αρεοπαγίτη και άνω ή αντίστοιχο, στους οποίους έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ή υπάρχει ποινική καταδίκη σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν χορηγείται μισθολογική προσαύξηση.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η παράγραφος 10 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997 αντικαθίσταται, από 1.1.2008, ως εξής: «10. Μέλη του κύριου προσωπικού μέχρι και το βαθμό Παρέδρου, που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό και δεν προάγονται, ελλείψει κενών θέσεων, λαμβάνουν, από τη συμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου, προσαύξηση στο βασικό μισθό του βαθμού τους ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Τα ίδια μέλη που συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο προς προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθμό, μη προαγόμενοι για την ίδια ως άνω αιτία, η ανωτέρω προσαύξηση ορίζεται, από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου, στα ενενήντα εκατοστά (90/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Ειδικά για τους Παρέδρους το ανωτέρω ποσοστό της δεύτερης προσαύξησης ορίζεται στα ενενήντα πέντε εκατοστά (95/100). Για τη χορήγηση των προσαυξήσεων στα ανωτέρω μέλη λαμβάνεται υπόψη μόνον ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό, για προαγωγή στον επόμενο. Προκειμένου για Δικαστικό Αντιπρόσωπο, ο χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό ορίζεται σε πέντε έτη. Σύμβουλοι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τη συμπλήρωση τριών ετών υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν και μη προαγόμενοι στον επόμενο, ελλείψει κενών θέσεων, λαμβάνουν προσαύξηση επί του βασικού μισθού ίση με τα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Η ίδια αυτή προσαύξηση χορηγείται και στους Αντιπροέδρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους από την προαγωγή τους στο βαθμό αυτόν.» Στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 11 του ίδιου άρθρου αντικαθίστανται οι λέξεις «δύο (2) έτη» από τις λέξεις «ένα (1) έτος» και στο πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται η λέξη «διετίας» από τη λέξη «έτους». Η παρούσα ρύθμιση ισχύει από 1.1.2008.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της διαφοράς αποδοχών που απορρέει από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 εως 31.12.2008 προς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους όλων των βαθμίδων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε όσους εξομοιώνονται μισθολογικά με δικαστικούς λειτουργούς ή με μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Όπου στην κείμενη νομοθεσία υπάρχουν διατάξεις που παραπέμπουν για τον καθορισμό αποδοχών στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αυτές θεωρούνται ότι παραπέμπουν στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μέχρι και την ισχύ του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117 Α΄).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε διάταξη ή κανονιστική διοικητική πράξη που καθορίζει αποδοχές και λοιπές αποζημιώσεις υψηλότερες των αντίστοιχων των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, σε λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. πλην εκείνων που δεν περιλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 1 περιπτωση β΄ του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), καθώς και στους Προέδρους και τα μέλη των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών ή άλλων Αρχών που εξομοιώνονται με αυτές ή Επιτροπών ή άλλων διοικητικών σχηματισμών των φορέων αυτών. Οι αποδοχές, που προβλέπονται από τις καταργούμενες διατάξεις επανακαθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού και δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ύψος των αποδοχών των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Μέχρι την έκδοση των αποφάσεων επανακαθορισμού, το ύψος των πάσης φύσεως αποδοχών και αποζημιώσεων περιορίζεται σε αυτό των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, με ευθύνη των αρμόδιων εκκαθαριστών.

Άρθρο 58Έναρξη ισχύος

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου αρχίζουν να ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του. Παραγγέλομε την δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Λευκάδα, 4 Αυγούστου 2008
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ ΧΡ. ΦΩΛΙΑΣ
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Φ. ΠΑΛΛΗ− ΠΕΤΡΑΛΙΑ Σ. ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ
ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
Κ. ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους Αθήνα, 5 Αυγούστου 2008
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Σ. ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ