113 Α' 2010

ΝΟΜΟΣ 3862/2010

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις Οδηγίες 2007/64/ΕΚ, 2007/44/ΕΚ και 2010/16/ΕΕ που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, προληπτική αξιολόγηση προτάσεων απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΤΙΤΛΟΣ I ΣΚΟΠΟΣ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1 - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
13 Ιουλίου 2010

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 113
13 Ιουλίου 2010

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3862
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις Οδηγίες 2007/64/ΕΚ, 2007/44/ΕΚ και 2010/16/ΕΕ που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, προληπτική αξιολόγηση προτάσεων απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΤΜΗΜΑ 1ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Άρθρο 5(άρθρο 5 της Οδηγίας 2007/64) Αιτήσεις αδείαςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για να αποκτήσει άδεια λειτουργίας ως ίδρυμα πληρωμών στην Ελλάδα, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αίτηση, συνοδευόμενη από τα ακόλουθα στοιχεία: α) πρόγραμμα δραστηριοτήτων, στο οποίο αναφέρεται ειδικότερα το είδος των προβλεπόμενων υπηρεσιών πληρωμών· β) επιχειρηματικό σχέδιο που περιλαμβάνει πρόβλεψη προϋπολογισμού για τα τρία πρώτα οικονομικά έτη, το οποίο καταδεικνύει την ικανότητα του ιδρύματος πληρωμών να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του· γ) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει το αρχικό κεφαλαίο που αναφέρεται στο άρθρο 6· δ) για τα ιδρύματα πληρωμών του άρθρου 9 παράγραφος 1 περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται για να διασφαλίζονται τα κεφάλαια των χρηστών της υπηρεσίας πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 9· ε) περιγραφή του οργανωτικού πλαισίου διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και της διαχείρισης κινδύνου, η οποία να καταδεικνύει ότι το οργανωτικό πλαίσιο και οι εν λόγω μηχανισμοί είναι ανάλογοι, κατάλληλοι, ορθοί και επαρκείς· στ) περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που έχει θεσπίσει ο αιτών ώστε να τηρεί τις υποχρεώσεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που προβλέπει ο ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α΄) με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2005/60/ΕΚ και ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών· ζ) περιγραφή της οργανωτικής δομής του αιτούντος, και ενδεχομένως της σχεδιαζόμενης χρήσης αντιπροσώπων και υποκαταστημάτων, και περιγραφή των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης και της συμμετοχής του σε εθνικό ή διεθνές σύστημα πληρωμών· η) ταυτότητα των προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδικές συμμετοχές στο ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια της παραγράφου 13 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 το μέγεθος της πραγματικής τους συμμετοχής, καθώς και στοιχεία για την καταλληλότητά τους, εν όψει της ανάγκης να εξασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών· θ) ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων για τη διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών και, ενδεχομένως, των υπευθύνων διαχείρισης των δραστηριοτήτων υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος, καθώς και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι είναι έντιμοι και διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και πείρα για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών όπως προβλέπεται στο κράτος − μέλος καταγωγής του ιδρύματος πληρωμών· ι) ανάλογα με την περίπτωση, ταυτότητα των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (ΦΕΚ 174 Α΄), με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2006/43/ΕΚ· ια) νομική μορφή και εταιρικό του αιτούντος· ιβ) διεύθυνση των κεντρικών γραφείων του αιτούντος. Για τους σκοπούς των στοιχείων δ΄, ε΄ και στ΄, ο αιτών περιγράφει τις ελεγκτικές και οργανωτικές ρυθμίσεις που έχει θεσπίσει ώστε να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των χρηστών του και να διασφαλίζεται η αδιάλειπτη και αξιόπιστη παροχή των υπηρεσιών πληρωμών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 6(άρθρο 6 της Οδηγίας 2007/64)

Αρχικό κεφάλαιο Τα ιδρύματα πληρωμών πρέπει να έχουν, κατά τη στιγμή της αδειοδότησης, αρχικό κεφάλαιο το οποίο απαρτίζεται από τα στοιχεία που ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007, ως εξής: α) όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνον τις υπηρεσίες πληρωμών της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να υπολείπεται του ποσού των 20.000 ευρώ· β) όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει την υπηρεσία πληρωμών της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να υπολείπεται του ποσού των 50.000 ευρώ και γ) όταν το ίδρυμα πληρωμών ασκεί οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των περιπτώσεων α΄ έως στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να υπολείπεται του ποσού των 125.000 ευρώ.

Άρθρο 7(άρθρο 7 της Οδηγίας 2007/64) Ίδια κεφάλαιαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών, όπως αυτά ορίζονται στην ΠΔ/ΤΕ 2587/20.8.2007 (ΦΕΚ 1738 Β΄) δεν μπορούν να υπολείπονται του μεγαλύτερου ποσού που αναφέρεται στα άρθρα 6 ή 8.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Δεν επιτρέπεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων ως ίδια κεφάλαια εφόσον το ίδρυμα πληρωμών ανήκει στον ίδιο όμιλο με άλλο ίδρυμα πληρωμών, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή ασφαλιστική επιχείρηση. Η παράγραφος αυτή ισχύει επίσης όταν ένα ίδρυμα πληρωμών είναι υβριδικού χαρακτήρα και ασκεί δραστηριότητες άλλες από την παροχή υπηρεσιών πληρωμής που αναφέρονται στο παράρτημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 31 του ν. 3601/2007 η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιλέξει να μην εφαρμόσει το άρθρο 8 στα ιδρύματα πληρωμών που συμπεριλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το ν. 3601/2007.

Άρθρο 8(άρθρο 8 της Οδηγίας 2007/64) Υπολογισμός ιδίων κεφαλαίωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των αρχικών απαιτήσεων κεφαλαίου του άρθρου 6, τα ιδρύματα πληρωμών πρέπει να έχουν πάντοτε ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται σύμφωνα με μια από τις ακόλουθες τρεις μεθόδους, σύμφωνα με τα οριζόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος σε σχετική απόφασή της: Μέθοδος Α΄ Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το 10% των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναπροσαρμόζει την απαίτηση αυτή σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων του ιδρύματος πληρωμών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Εάν το ίδρυμα πληρωμής δεν έχει ακόμα ασκήσει τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους κατά την ημερομηνία υπολογισμού, η κεφαλαιακή απαίτηση ισοδυναμεί με το 10% των αντίστοιχων παγίων εξόδων που προβλέπονται στο επιχειρηματικό της σχέδιο, εκτός εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ζητήσει αναπροσαρμογή του σχεδίου αυτού. Μέθοδος B΄ Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή προσαύξησης k, ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 2, όπου ο όγκος πληρωμών (ΟΠ) αντιπροσωπεύει το ένα δωδέκατο του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμών που εκτέλεσε το ίδρυμα πληρωμών κατά το προηγούμενο έτος: α) 4,0% του μεριδίου του ΟΠ μέχρι 5 εκατομμύρια ευρώ συν β) 2,5% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 10 εκατομμύρια ευρώ συν γ) 1% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 100 εκατομμύρια ευρώ συν δ) 0,5% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 250 εκατομμύρια ευρώ συν ε) 0,25% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 250 εκατομμυρίων ευρώ. Μέθοδος Γ΄ Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται προς ποσό τουλάχιστον ίσο προς το σχετικό δείκτη που ορίζεται στο στοιχείο α΄ πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή που ορίζεται στο στοιχείο β΄ και επί τον συντελεστή προσαύξησης k, ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 2: α) Ο σχετικός δείκτης είναι το άθροισμα των εξής: − εισόδημα από τόκους, − πληρωθέντες τόκοι, − εισπραχθείσες προμήθειες και τέλη και − άλλα έσοδα εκμεταλλεύσεως. Κάθε στοιχείο περιλαμβάνεται στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό. Έσοδα από εξαιρετικά ή μη τακτικά στοιχεία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη. Οι δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών επιτρέπεται να μειώνουν τον κατάλληλο δείκτη, αν καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που εποπτεύονται υπό την έννοια του παρόντος νόμου. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται βάσει του τελευταίου οικονομικού έτους. Ωστόσο, τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται με τη Μέθοδο Γ΄ δεν κατέρχονται κάτω του 80% του μέσου όρου των τριών τελευταίων οικονομικών ετών για το σχετικό δείκτη. Εάν δεν υπάρχουν ελεγμένα στοιχεία, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται επιχειρηματικές εκτιμήσεις. β) Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής είναι: i) το 10% του μεριδίου του σχετικού δείκτη μέχρι 2,5 εκατομμύρια ευρώ, ii) 8% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 2,5 εκατομμύρια ευρώ μέχρι 5 εκατομμύρια ευρώ, iii) 6% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 5 εκατομμύρια ευρώ μέχρι 25 εκατομμύρια ευρώ, iv) 3% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 25 εκατομμύρια ευρώ μέχρι 50 εκατομμύρια ευρώ, v) 1,5% άνω των 50 εκατομμυρίων ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο συντελεστής προσαύξησης που χρησιμοποιείται στις Μεθόδους Β΄ και Γ΄ είναι: α) 0,5, όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνον την υπηρεσία πληρωμών της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, β) 0,8, όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει την υπηρεσία πληρωμών της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, γ) 1, όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των περιπτώσεων α΄ έως στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται βασιζόμενη στην αξιολόγηση των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, της βάσης δεδομένων κινδύνου ζημίας και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του ανώτερο έως 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή να του επιτρέπει να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του κατώτερο έως 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 9(άρθρο 9 της Οδηγίας 2007/64) Απαιτήσεις διασφάλισηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα ιδρύματα πληρωμών, τα οποία παρέχουν οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών της παραγράφου 3 του άρθρου 4 ενώ, ταυτόχρονα, ασκούν και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμών, με τους ακόλουθους τρόπους: Είτε: α) i. τα χρηματικά αυτά ποσά δεν πρέπει να αναμειγνύονται ποτέ με τα χρηματικά ποσά φυσικών ή νομικών προσώπων διαφορετικών από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών στο όνομα των οποίων κατέχονται τα χρηματικά αυτά ποσά και, εάν κατέχονται ακόμη από το ίδρυμα πληρωμών και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στον δικαιούχο ούτε έχουν μεταφερθεί σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της ημέρας παραλαβής τους, κατατίθενται σε χωριστό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα ή επενδύονται σε ασφαλή και ρευστά στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου τα οποία καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους − μέλους καταγωγής και ii. προστατεύονται δια της νομοθεσίας των κρατώνμελών, προς το συμφέρον αυτών των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος πληρωμών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας· είτε: β) καλύπτονται από ασφαλιστήριο ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση από ασφαλιστική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα που δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο με το ίδρυμα πληρωμών για ποσό ισοδύναμο προς εκείνο που θα είχε διαχωριστεί ελλείψει ασφαλιστηρίου ή άλλης συγκρίσιμης εγγύησης, πληρωτέο αν το ίδρυμα πληρωμών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διασφαλίζει χρηματικά ποσά δυνάμει της παραγράφου 1 και τμήμα των χρηματικών αυτών ποσών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμών και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμών υπόκειται επίσης στις απαιτήσεις της παραγράφου 1. Όταν το εν λόγω τμήμα κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέπει στα ιδρύματα πληρωμών να εφαρμόζουν την παρούσα παράγραφο βάσει αντιπροσωπευτικού τμήματος το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για υπηρεσίες πληρωμών, εφόσον το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί ευλόγως βάσει ιστορικών δεδομένων κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα πληρωμών, τα οποία δεν ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες διαφορετικές των υπηρεσιών πληρωμών, που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ΄, θα πρέπει να τηρούν και αυτά τις απαιτήσεις διασφάλισης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 10(άρθρο 10 της Οδηγίας 2007/64) Χορήγηση άδειαςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιχειρήσεις, εκτός των αναφερόμενων στις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, οι οποίες σκοπεύουν να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, υποχρεούνται να λάβουν άδεια ως ιδρύματα πληρωμών πριν αρχίσουν την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών. Η άδεια χορηγείται μόνο σε νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Άδεια χορηγείται εάν οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πληρούν όλες τις απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 5 και εάν η Τράπεζα της Ελλάδος μετά από διεξοδική εξέταση της αίτησης, καταλήξει σε ευνοϊκή συνολική αξιολόγηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε ίδρυμα πληρωμών με καταστατική έδρα στην Ελλάδα οφείλει να έχει τα κεντρικά του γραφεία στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια μόνο εάν, εν όψει της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με σαφείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών· το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί είναι εκτενείς και ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών του παραρτήματος και, ταυτόχρονα, ασκεί άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, απαιτείται η σύσταση χωριστού φορέα για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή υπάρχει κίνδυνος να βλάψουν είτε την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος είτε την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να παρακολουθούν τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις υποχρεώσεις που καθορίζει ο παρών νόμος. Την απόφαση λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η άδεια δεν χορηγείται εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχει πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των μετόχων ή των κατόχων ειδικών συμμετοχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί, κατά την έννοια της παραγράφου 16 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η άδεια λειτουργίας χορηγείται μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η άδεια χορηγείται μόνον εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς ή τυχόν δυσχέρειες επιβολής της εφαρμογής των εν λόγω νομοθετικών κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, δεν παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η άδεια ισχύει σε όλα τα κράτη − μέλη και επιτρέπει στο ίδρυμα πληρωμών να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών σε ολόκληρη την Κοινότητα είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές καλύπτονται από την άδεια.

Άρθρο 11(άρθρο 11 της Οδηγίας 2007/64)

Κοινοποίηση της απόφασης Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για τη λήψη απόφασης, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει τον αιτούντα εάν η αίτησή του έγινε δεκτή ή απερρίφθη. Η απόρριψη της αίτησης αιτιολογείται καταλλήλως.

Άρθρο 12(άρθρο 12 της Οδηγίας 2007/64) Ανάκληση της άδειαςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών μόνο όταν το ίδρυμα: α) δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας μέσα σε δώδεκα (12) μήνες, παραιτείται ρητώς από αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο· γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας· δ) η συνέχιση των εργασιών παροχής υπηρεσιών πληρωμών θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα του συστήματος πληρωμών ή ε) εμπίπτει στις λοιπές περιπτώσεις ανακλήσεως άδειας λειτουργίας που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας αιτιολογείται και κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας δημοσιοποιείται.

Άρθρο 13(άρθρο 13 της Οδηγίας 2007/64) ΚαταχώρισηΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Καταρτίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος δημόσιο μητρώο των ιδρυμάτων πληρωμών, των αντιπροσώπων και των υποκαταστημάτων τους, καθώς και δημόσιο μητρώο των ιδρυμάτων της παραγράφου 3 του άρθρου 2 της Οδηγίας, όπως ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία των κρατών − μελών που δικαιούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών. Τα ανωτέρω ιδρύματα και πρόσωπα καταχωρίζονται στο μητρώο του κράτους − μέλους καταγωγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το μητρώο προσδιορίζει τις υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια στο ίδρυμα πληρωμών. Το μητρώο είναι διαθέσιμο στο κοινό, προσβάσιμο ηλεκτρονικά, και ενημερώνεται τακτικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται οι τεχνικές λεπτομέρειες για την τήρηση και ενημέρωση του μητρώου και την πρόσβαση του κοινού σε αυτό.

Άρθρο 14(άρθρο 14 της Οδηγίας 2007/64)

Διατήρηση της άδειας Εάν επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή η οποία επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και των δικαιολογητικών που προβλέπονται κατά το άρθρο 5, το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει αμέσως την Τράπεζα της Ελλάδος.

Άρθρο 15(άρθρο 15 της Οδηγίας 2007/64) Λογιστική και υποχρεωτικός έλεγχοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 «για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων» εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στα ιδρύματα πληρωμών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν δεν εξαιρούνται δυνάμει του κ.ν. 2190/1920 οι ετήσιοι και οι ενοποιημένοι λογαριασμοί των ιδρυμάτων πληρωμών ελέγχονται από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία κατά την έννοια του ν. 3693/2008.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για λόγους εποπτείας, τα ιδρύματα πληρωμών υποχρεούνται να παρέχουν χωριστές λογιστικές πληροφορίες για τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 και για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 16, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται σε έκθεση ορκωτού ελεγκτή. Η έκθεση εκπονείται, ανάλογα με την περίπτωση, από τους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι υποχρεώσεις του άρθρου 61 του ν. 3601/2007 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία των ιδρυμάτων πληρωμών όσον αφορά τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 16(άρθρο 16 της Οδηγίας 2007/64) ΔραστηριότητεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 τα ιδρύματα πληρωμών μπορούν να ασκήσουν τις ακόλουθες δραστηριότητες: α) παροχή λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, όπως εξασφάλιση της εκτέλεσης των πράξεων πληρωμής, υπηρεσίες συναλλάγματος, υπηρεσίες φύλαξης, καθώς και αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων· β) λειτουργία συστημάτων πληρωμών, με την επιφύλαξη του άρθρου 25· γ) επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, τηρουμένου του ισχύοντος δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εθνικού δικαίου και με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στο άρθρο 10 παράγραφος 5.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν τα ιδρύματα πληρωμών παρέχουν μία ή περισσότερες από τις υπηρεσίες πληρωμών που απαριθμούνται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4, μπορούν να τηρούν λογαριασμούς πληρωμών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πράξεις πληρωμών. Η παραλαβή εκ μέρους των ιδρυμάτων πληρωμών τυχόν χρηματικών ποσών από τους χρήστες με σκοπό να τους παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 4 του ν. 3601/2007 ή έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν. 3601/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα πληρωμών μπορούν να παρέχουν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των περιπτώσεων ε΄, στ΄ ή η΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4, μόνον αν: α) η πίστωση είναι επικουρική και χορηγείται αποκλειστικά σε συνδυασμό με την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής· β) ανεξαρτήτως των διατάξεων για τη χορήγηση πίστωσης μέσω πιστωτικών καρτών, η πίστωση που χορηγείται σε συνδυασμό με πληρωμή και εκτελείται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 9 και το άρθρο 24 αποπληρώνεται μέσα σε δώδεκα (12) μήνες το πολύ· γ) η πίστωση αυτή δεν χορηγείται από χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί ή κρατούνται για την εκτέλεση πράξης πληρωμής και δ) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών είναι πάντοτε, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατάλληλα εν όψει της συνολικής χορηγούμενης πίστωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα πληρωμών δεν επιτρέπεται να ασκούν, κατ’ επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 4 του ν. 3601/ 2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων κ.υ.α. 1−983/1999 (ΦΕΚ 172 Β΄), με την οποία ενσωματώθηκε η Οδηγία 87/102/ΕΟΚ, καθώς και άλλων σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εθνικών νομοθετικών διατάξεων που αφορούν προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές που είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες δεν ενσωματώνονται με τον παρόντα νόμο.