107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ Α΄ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Άρθρο 1Αντικείμενο − Σκοπός (άρθρο 1 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με τα άρθρα 1 έως και 166 του νόμου αυτού σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 «σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ» (EE L 176).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ειδικότερα, θεσπίζονται κανόνες σχετικά με: α) την ανάληψη και άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (από κοινού καλούμενα «ιδρύματα»), β) τις εποπτικές αρμοδιότητες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές, γ) την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (EE L 176), δ) τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των ιδρυμάτων.

Άρθρο 2Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις των άρθρων 1−166 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε ιδρύματα κατά την έννοια της περίπτωσης 3 της παραγράφου 1 του άρθρου 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το άρθρο 30 εφαρμόζεται στις τοπικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του σημείου 4 του άρθρου 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το άρθρο 31 εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα άρθρα 41, 42 και 104 έως 120 εφαρμόζονται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και στις μικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο παρών νόμος δεν έχει εφαρμογή ως προς: α) την πρόσβαση στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων στο βαθμό που ρυθμίζεται από το ν. 3606/2007 (Α΄ 195), με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2004/39/ΕΚ (EE L 145), β) την Τράπεζα της Ελλάδος, γ) τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών, δ) το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων», πλην του άρθρου 150.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή των άρθρων 41, 42 και 104 έως 120.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Εξαιρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 34 και 38 περί ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτημέλη και έχουν ρητά εξαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ από το πεδίο εφαρμογής της.

Άρθρο 3Ορισμοί (άρθρο 3 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς των άρθρων 1−166 του παρόντος νόμου, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί: 1) «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, Το παρόν ΦΕΚ επανεκτυπώθηκε λόγω λάθους στο θέμα του Νόμου 2) «επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο σημείο 2) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 3606/ 2007, με τις οποίες ενσωματώνεται το σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, 3) «ίδρυμα»: ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 3 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 4) «τοπική επιχείρηση»: τοπική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 4 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 5) «ασφαλιστική επιχείρηση»: ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 5) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 1 του άρθρου 13 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ (EE L 335) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση α΄ του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10), 6) «αντασφαλιστική επιχείρηση»: αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 6) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 4 του άρθρου 13 της Οδη γίας 2009/138/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση γ΄ του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970, 7) «Διοικητικό Συμβούλιο»: το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος, που είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση και την εκπροσώπηση αυτού, καθώς και με την επίβλεψη και παρακολούθηση της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση, περιλαμβανομένων των προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη δραστηριότητα του ιδρύματος, 8) «μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου»: τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου χωρίς εκτελεστικές αρμοδιότητες στη διαχείριση του ιδρύματος πέραν των καθηκόντων που τους επιφυλάσσει η ιδιότητά τους ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και τα οποία έχουν επιφορτιστεί με το ρόλο της επίβλεψης και παρακολούθησης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση, 9) «ανώτερα διοικητικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ίδρυμα και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο Διοικητικό Συμβούλιο για την καθημερινή διοίκηση του ιδρύματος, 10) «συστημικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία, 11) «κίνδυνος του υποδείγματος»: η ζημία που κινδυνεύει να υποστεί ένα ίδρυμα συνεπεία αποφάσεων που βασίζονται κυρίως στα αποτελέσματα εσωτερικών υποδειγμάτων, λόγω σφαλμάτων στη θέσπιση, την εφαρμογή ή τη χρήση αυτών των υποδειγμάτων, 12) «μεταβιβάζουσα οντότητα»: μεταβιβάζουσα οντότητα όπως ορίζεται στο σημείο 13 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 13) «ανάδοχος»: ανάδοχο ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 14 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 14) «μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 15) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 το οποίο αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 (Α΄ 216), 15) «θυγατρική»: θυγατρική όπως ορίζεται στο σημείο 16 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, 16) «υποκατάστημα»: υποκατάστημα όπως ορίζεται στο σημείο 17 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 17) «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών όπως ορίζεται στο σημείο 18 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 18) «εταιρεία διαχείρισης»: εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο σημείο 19 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 και την περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (EE L 174) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 (A΄ 253), 19) «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο σημείο 20 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 20) «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο σημείο 21 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (EE L 35) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3556/2007 (Α΄ 91), 21) «μικτή εταιρεία συμμετοχών»: μικτή εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο σημείο 22) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 22) «χρηματοδοτικό ίδρυμα»: χρηματοδοτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 23) «οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα»: οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως ορίζεται στο σημείο 27 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 24) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος−μέλος»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος−μέλος όπως ορίζεται στο σημείο 28 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 25) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ορίζεται στο σημείο 29 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 26) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος όπως ορίζεται στο σημείο 30 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 27) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ορίζεται στο σημείο 31 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 28) «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος όπως ορίζεται στο σημείο 32 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 29) «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ορίζεται στο σημείο 33 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 30) «συστημικά σημαντικό ίδρυμα»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή ίδρυμα, η περιέλευση του οποίου σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή η δυσλειτουργία του θα μπορούσε να οδηγήσει σε συστημικό κίνδυνο, 31) «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο σημείο 34 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 32) «συμμετοχή»: συμμετοχή όπως ορίζεται στο σημείο 35 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 33) «ειδική συμμετοχή»: ειδική συμμετοχή όπως ορίζεται στο σημείο 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 34) «έλεγχος»: έλεγχος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 σημείο 37 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 42ε του κ.ν. 2190/1920, 35) «στενοί δεσμοί»: στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στο σημείο 38 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 36) «αρμόδια αρχή»: αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο σημείο 40 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 37) «αρχή ενοποιημένης εποπτείας»: αρχή ενοποιημένης εποπτείας όπως ορίζεται στο σημείο 41 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 38) «άδεια λειτουργίας»: άδεια λειτουργίας όπως ορίζεται στο σημείο 42 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 39) «κράτος−μέλος προέλευσης»: κράτος−μέλος προέλευσης όπως ορίζεται στο σημείο 43 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 40) «κράτος−μέλος υποδοχής»: κράτος−μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στο σημείο 44 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 41) «κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ»: κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών όπως ορίζονται στο σημείο 45 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 42) «κεντρικές τράπεζες»: κεντρικές τράπεζες όπως ορίζονται στο σημείο 46 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 43) «ενοποιημένη κατάσταση»: ενοποιημένη κατάσταση όπως ορίζεται στο σημείο 47 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 44) «ενοποιημένη βάση»: ενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο σημείο 48 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 45) «υποενοποιημένη βάση»: υποενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο σημείο 49 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 46) «χρηματοοικονομικό μέσο»: χρηματοοικονομικό μέσο όπως ορίζεται στο σημείο 50 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 47) «ίδια κεφάλαια»: ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο σημείο 118 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 48) «λειτουργικός κίνδυνος»: λειτουργικός κίνδυνος όπως ορίζεται στο σημείο 52 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 49) «τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου»: τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου όπως ορίζεται στο σημείο 57 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 50) «τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο σημείο 61 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 51) «θέση τιτλοποίησης»: θέση τιτλοποίησης όπως ορίζεται στο σημείο 62 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 52) «οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση»: οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο σημείο 66 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 53) «προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές»: προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές όπως ορίζονται στο σημείο 73 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 54) «χαρτοφυλάκιο συναλλαγών»: χαρτοφυλάκιο συναλλαγών όπως ορίζεται στο σημείο 86 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 55) «ρυθμιζόμενες αγορές»: ρυθμιζόμενες αγορές όπως ορίζονται στο σημείο 92 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007, 56) «μόχλευση»: μόχλευση όπως ορίζεται στο σημείο 93 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 57) «κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης»: κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης όπως ορίζεται στο σημείο 94 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 58) «εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων»: εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων όπως ορίζεται στο σημείο 98 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 59) «εσωτερικές προσεγγίσεις»: η προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων η οποία αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 143, η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 221, η μέθοδος εσωτερικών εκτιμήσεων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 225, οι εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 312, η μέθοδος εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στα άρθρα 283 και 363 και η μέθοδος εσωτερικής αξιολόγησης που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 259 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 60) «κράτος−μέλος»: κάθε κράτος−μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.), 61) «τρίτες χώρες»: οι λοιπές, πέραν των κρατών−μελών, χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επί ιδρυμάτων που έχουν υιοθετήσει το δυαδικό σύστημα διοίκησης, ως «Διοικητικό Συμβούλιο» κατά την έννοια του σημείου 7 της προηγούμενης παραγράφου νοείται το διοικητικό όργανο που είναι επιφορτισμένο με τις εκεί διαλαμβανόμενες αρμοδιότητες. Ως «μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου» κατά την έννοια του σημείου 8 της προηγούμενης παραγράφου νοείται το διοικητικό όργανο που ασκεί την εκεί διαλαμβανόμενη εποπτική αρμοδιότητα.

Άρθρο 4Αρμόδιες Αρχές (άρθρο 4 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην Τράπεζα της Ελλάδος ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναφορικά με πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτες χώρες, και με χρηματοδοτικά ιδρύματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας και των διατάξεων του Καταστατικού της, η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, στη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων με βάση τον παρόντα νόμο και τον ανωτέρω Κανονισμό, καθώς και στην εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά πιστωτικό ίδρυμα, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας εκ μέρους της επιτόπιων ελέγχων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι κατά τα άρθρα 1−166 του παρόντος νόμου και κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου. Με όμοια Πράξη μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων. Κατά την άσκηση, ειδικώς, της ανωτέρω κανονιστικής αρμοδιότητας, που αφορά στην ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομικών σε εύλογο χρόνο πριν από την έκδοση της σχετικής Πράξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 6 και 15 του παρόντος άρθρου, οι κανονιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ευχέρειες ή αποκλίσεις που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 υπέρ των κρατών−μελών ασκούνται με Πράξεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναφορικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, καθώς και τις επιχειρήσεις του στοιχείου γ΄ του σημείου 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των εν λόγω επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων και, κατά περίπτωση, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και είναι αρμόδια να εξετάζει πιθανές παραβιάσεις αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τα ιδρύματα διατηρούν επίσης μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τους εν λόγω κανόνες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ιδρύματα καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους και καταχωρίζουν τα συστήματα και τις διαδικασίες που διέπονται από τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ούτως ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει ανά πάσα στιγμή τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τα λοιπά καθήκοντα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται διακριτά και ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αφορούν την εξυγίανση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτή πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της σαφήνειας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, η εποπτεία που ασκεί η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, στη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου με βάση τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και στην εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά επιχείρηση της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας, εκ μέρους της, επιτόπιων ελέγχων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Οι κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται με Απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου. Με όμοια Απόφαση μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων. Κατά την άσκηση, ειδικώς, της ανωτέρω κανονιστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που αφορά στην ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομικών σε εύλογο χρόνο πριν από την έκδοση της σχετικής Απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Οι προβλεπόμενες από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κανονιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ευχέρειες ή αποκλίσεις υπέρ των κρατών−μελών ασκούνται κατά το λόγο της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Οι κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις μπορούν να έχουν αναδρομικό χαρακτήρα, τηρουμένης της παραγράφου 1 του άρθρου 191 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 5Συντονισμός των αρμόδιων αρχών (άρθρο 5 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για το μεταξύ τους συντονισμό με βάση Πρωτόκολλο Συνεργασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση όσον αφορά ιδίως την κεφαλαιακή επάρκεια ομίλων στους οποίους περιλαμβάνονται πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 4, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβλέπουν στο ανωτέρω Πρωτόκολλο Συνεργασίας ενδεικτικά: α) τις διαδικασίες με τις οποίες θα διασφαλίζεται η προηγούμενη ενημέρωση και η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανωτέρω αρχών, με σκοπό την, κατά το δυνατόν, αποφυγή επικαλύψεων και τη μείωση του διοικητικού κόστους, επί θεμάτων που αφορούν: αα) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των εποπτευόμενων επιχειρήσεων, ββ) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που κάθε αρχή λαμβάνει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, β) τη συμμετοχή της κάθε αρχής σε επιτόπιους ελέγχους που διενεργεί άλλη αρχή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία και γ) τα της ανάθεσης αρμοδιοτήτων από τη μία αρχή στην άλλη, στο πλαίσιο της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.

Άρθρο 6Συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού

Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (άρθρο 6 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ) Κατά την άσκηση των, δυνάμει του παρόντος νόμου, αρμοδιοτήτων της, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αντίστοιχα, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που θεσπίζονται με βάση τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για το σκοπό αυτόν: α) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (εφεξής ΕΣΧΕ), συνεργάζονται προσηκόντως, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ αυτών και άλλων μερών του ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, β) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (εφεξής ΕΑΤ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (EE L 331) και, κατά περίπτωση, στα σώματα εποπτών, γ) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μεριμνούν ώστε να ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και να ανταποκρίνονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (εφεξής ΕΣΣΚ) σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, δ) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ.

Άρθρο 7Ενωσιακή διάσταση της εποπτείας (άρθρο 7 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ)

Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος των άλλων εμπλεκομένων κρατών−μελών, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 8Άδεια λειτουργίας (άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα ιδρύονται και λειτουργούν κατόπιν άδειας λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή με τη μορφή του αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 (Α΄ 196) ή με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 (EE L 294) ή με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρείας (SCE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 (EE L 207).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τηρουμένων των άρθρων 10 έως 15, η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να καθορίζει το περιεχόμενο της αίτησης άδειας λειτουργίας, τα συνυποβαλλόμενα προς τούτο αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας. Τα συγκεκριμένα στοιχεία κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο πιστωτικός συνεταιρισμός που λαμβάνει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, συναλλάσσεται με τα μέλη του, με άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και με το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αυτή θέτει κατά περίπτωση, ο συνεταιρισμός μπορεί να συναλλάσσεται και με μη μέλη του μέχρι ποσού που σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει ποσοστό 50% επί των χορηγήσεών του ή των καταθέσεών του. Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αυτή τυχόν θέτει, στον ανωτέρω περιορισμό δεν υπόκεινται οι συναλλαγές: α) οποιασδήποτε φύσεως όταν συμμετέχει και μέλος του συνεταιρισμού, καθώς και β) αυτές που αφορούν δευτερεύουσες τραπεζικές εργασίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τη λήψη άδειας λειτουργίας οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχετική αίτηση και, πριν από τη χορήγηση της άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, προβαίνουν στην κάλυψη του αρχικού κεφαλαίου, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για ίδρυση πολυμετοχικού πιστωτικού ιδρύματος, την αίτηση υποβάλλει δεόντως εξουσιοδοτημένη ιδρυτική επιτροπή, η οποία τηρεί τις ισχύουσες διατάξεις περί προσέλκυσης κεφαλαίων από επενδυτές.

Άρθρο 9Απαγόρευση σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων της δραστηριότητας αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό (άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Απαγορεύεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα η κατ’ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας, απαγορεύεται επίσης η κατ’ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων, εφόσον δεν έχει παρασχεθεί προς το σκοπό αυτόν ειδική άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι όροι για τη χορήγηση άδειας για την κατ’ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. β) Η απαγόρευση της προηγούμενης περίπτωσης δεν καταλαμβάνει τη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων με οποιονδήποτε τρόπο (περιλαμβανομένης της εκδόσεως πιστωτικών καρτών), εφόσον πρόκειται είτε περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων μεταξύ επιχειρήσεων συνδεδεμένων, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, είτε περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούνται από επιχειρήσεις προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών που διατίθενται από την ίδια την παρέχουσα την πίστωση ή το δάνειο επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει: α) για την έκδοση τίτλων από το Ελληνικό Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα, εφόσον αυτό προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και β) για τη λήψη μετρητών ή επιστρεπτέων κεφαλαίων από επιχειρήσεις που εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά την άσκηση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας που τους έχει παρασχεθεί, με βάση τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για το ύψος του επιτοκίου και τον εν γένει εκτοκισμό, καθώς και τις λοιπές επιβαρύνσεις των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία από τις επιχειρήσεις παροχής πιστώσεων ή από άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην άδεια λειτουργίας που τους έχει χορηγηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ή από επιχειρήσεις, που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, εφαρμόζονται τα ισχύοντα για τα πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 10Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτική διάρθρωση (άρθρο 10 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η αίτηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο περιγράφει τα είδη των σκοπούμενων επιχειρηματικών δράσεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων αναφέρονται ιδίως η έκταση των εργασιών, το χρονοδιάγραμμα επίτευξης των στόχων του πιστωτικού ιδρύματος, η διάρθρωση του ομίλου στον οποίο τυχόν ανήκει, καθώς και το πλαίσιο του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου, περιλαμβανομένων των λειτουργιών της Εσωτερικής Επιθεώρησης, της Διαχείρισης Κινδύνων και της Κανονιστικής Συμμόρφωσης, και των διαδικασιών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 66. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να παρέχει και επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να καλύπτονται και οι εκάστοτε προβλεπόμενες υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από πιστωτικά ιδρύματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην αίτηση γνωστοποιείται, επίσης, η ταυτότητα, καθώς επίσης και στοιχεία αναφορικά με το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις ισχύουσες αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος περί των Συστημάτων Εσωτερικού Ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 11Δραστηριότητες πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση (Παράρτημα Ι της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων για την εφαρμογή των άρθρων 33, 34, 36 και 38 έως 43 που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, έχουν ως εξής: α) αποδοχή καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, β) χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, συμβάσεις πίστωσης εν σχέσει με ακίνητα, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής και η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών συμπεριλαμβανομένου του forfeiting), γ) χρηματοδοτική μίσθωση (leasing), δ) υπηρεσίες πληρωμών, όπως ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010, ε) έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμών (π.χ. ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών) στο βαθμό που η δραστηριότητα αυτή δεν καλύπτεται από την προηγούμενη περίπτωση, στ) εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων, ζ) συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: αα) μέσα της χρηματαγοράς (αξιόγραφα, πιστοποιητικά καταθέσεων κ.λπ.), ββ) συνάλλαγμα, γγ) προθεσμιακά συμβόλαια χρηματοπιστωτικών τίτλων ή χρηματοπιστωτικά δικαιώματα, δδ) συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων και συναλλάγματος, εε) κινητές αξίες, η) συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών περιλαμβανομένων ειδικότερα και των υπηρεσιών αναδόχου εκδόσεως τίτλων, θ) παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα παροχής συμβουλών, καθώς και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων, ι) διαμεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές, ια) διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, ιβ) φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών, ιγ) συλλογή και επεξεργασία εμπορικών πληροφο ριών, περιλαμβανομένων και των υπηρεσιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πελατών, ιδ) εκμίσθωση θυρίδων, ιε) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, ιστ) οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 και οι παρεπόμενες υπηρεσίες της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου οι οποίες αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 3606/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, εκτός από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δραστηριότητες, να επιτρέπει σε πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον καλύπτονται οι σχετικοί κίνδυνοι, την άσκηση και λοιπών χρηματοπιστωτικών ή δευτερευουσών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί για το σκοπό αυτόν να καθορίζει, γενικώς ή κατά περίπτωση, και άλλα κριτήρια, καθώς και ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις.

Άρθρο 12Αρχικό κεφάλαιο (άρθρο 12 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας απαιτείται η κάλυψη αρχικού κεφαλαίου ίσου τουλάχιστον με τα ακόλουθα ποσά: α) με το ποσό των δεκαοκτώ εκατομμυρίων (18.000.000) ευρώ στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, β) με το ποσό των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) ευρώ στην περίπτωση υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, γ) με το ποσό των έξι εκατομμυρίων (6.000.000) ευρώ στην περίπτωση πιστωτικού συνεταιρισμού που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα. Τα ποσά της παρούσας παραγράφου μπορεί να αναπροσαρμόζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ποσά όχι μικρότερα των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το αρχικό κεφάλαιο περιλαμβάνει μόνο ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Σε περίπτωση που το αρχικό κεφάλαιο δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά, η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει, με απόφασή της, κατά περίπτωση, τα λοιπά στοιχεία με τα οποία μπορεί αυτό να καλύπτεται και καθορίζει την απαιτούμενη αναλογία των μετρητών προς τα εν λόγω στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα κριτήρια για την επάρκεια της ρευστότητας και τη φερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. β) Ειδικότερα, στην περίπτωση μετατροπής λειτουργούντος νομικού προσώπου σε πιστωτικό ίδρυμα, ποσοστό τουλάχιστον 80% του ενεργητικού του υπό μετατροπή νομικού προσώπου θα πρέπει να είναι συνολικά τοποθετημένο σε μετρητά, καταθέσεις, τίτλους διαπραγματεύσιμους σε οργανωμένες αγορές και βραχυπρόθεσμα δάνεια ή λοιπές πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί με τραπεζικά κριτήρια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει με απόφασή της την προθεσμία εντός της οποίας τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν: α) να αναπροσαρμόζουν τα ίδια κεφάλαιά τους προς το εκάστοτε απαιτούμενο ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο, β) να επαναφέρουν τα ίδια κεφάλαιά τους, σε περίπτωση μείωσής τους, στο ύψος του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου. Η ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες στην περίπτωση α΄ και τους δώδεκα (12) μήνες στην περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Προκειμένου περί αύξησης των ιδίων κεφαλαίων λειτουργούντων πιστωτικών ιδρυμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλει με απόφασή της ειδικούς όρους για τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 13Πραγματική διοίκηση και έδρα (άρθρο 13 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα πλήρους απασχόλησης όντως διευθύνουν τη δραστηριότητα του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος και τα οποία θα συμμετέχουν, ως εκτελεστικά μέλη, στο Διοικητικό Συμβούλιο αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση της εν λόγω άδειας λειτουργίας εάν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 83.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα πιστωτικά ιδρύματα που ιδρύονται και λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να έχουν την καταστατική έδρα και την πραγματική κεντρική διοίκησή τους στην Ελλάδα.

Άρθρο 14Μέτοχοι και εταίροι (άρθρο 14 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει την ταυτότητα των είκοσι (20) σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων του, καθώς και των μετόχων ή εταίρων του, άμεσων ή έμμεσων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή, καθώς και το ποσοστό συμμετοχής τους. Επίσης, γνωστοποιείται η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που, αν και δεν περιλαμβάνονται στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για να καθοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου και οι όροι για την άθροιση αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 9, 10, 12 και στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 13 του ν. 3556/2007 και στην περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007. Κατά τον υπολογισμό του προηγούμενου εδαφίου δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Τμήμα Α σημείο 6 της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ, υπό τον όρο ότι, τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον υπάρχει πρόθεση μεταβίβασης εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον, μέσα από το πρίσμα της αναγκαιότητας να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων του, ιδίως όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24. Εφαρμόζονται προς τούτο οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 24 και το άρθρο 25.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το υπό ίδρυση πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή εάν δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να της παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 15Ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την ίδρυση και τη λειτουργία πιστωτικού ιδρύματοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, αλλά και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης, για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας: α) Να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, τη χρηματοοικονομική ευρωστία και εν γένει περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία, την κατάρτιση και την προέλευση των οικονομικών μέσων των: αα) φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, συμμετοχή ή δικαιώματα ψήφου σε ποσοστό ανώτερο του 1% στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος, ββ) είκοσι μεγαλύτερων μετόχων του πιστωτικού ιδρύματος και των φυσικών προσώπων που τους ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε περίπτωση που οι εν λόγω μέτοχοι είναι νομικά πρόσωπα, γγ) φυσικών προσώπων που ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος, δδ) προσώπων: i) που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13, ii) των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και iii) των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών του πιστωτικού ιδρύματος. β) Να επιβάλει με απόφασή της στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου την υποχρέωση να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου. γ) Να απαιτεί, όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να καθορίζει για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων: α) τα αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, καθώς και τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, β) τους ειδικότερους περιορισμούς και όρους ως προς τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντα που τυχόν ανατίθενται σε σχέση με τη λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος στα φυσικά πρόσωπα, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου για την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος, γ) τους ειδικότερους περιορισμούς και όρους για τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, δ) τα κριτήρια βάσει των οποίων θεωρείται ότι φυσικά και νομικά πρόσωπα διατηρούν ειδική σχέση, άμεσα ή έμμεσα, με το πιστωτικό ίδρυμα, ε) κατά παρέκκλιση από τις γενικώς ισχύουσες περί ανωνύμων εταιρειών διατάξεις, τις διαδικασίες, τα ανώτατα όρια και τους λοιπούς όρους των πάσης φύσεως δανείων, λοιπών πιστώσεων, εγγυήσεων, καθώς και συμμετοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων, στα πρόσωπα της περίπτωσης δ΄ της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν διενεργούνται με προνομιακούς όρους σε σχέση με τους γενικούς όρους που το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει ή με τρόπο που μπορεί να αποβεί σε βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος και στ) την υποχρέωση υποβολής αίτησης εισαγωγής των μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος σε οργανωμένη αγορά, για τη διασφάλιση μεγαλύτερης διασποράς και των αυξημένων υποχρεώσεων που πηγάζουν από το θεσμικό πλαίσιο, εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή το ελάχιστο διάστημα που απαιτείται από τις ισχύουσες διατάξεις για τη θεμελίωση δικαιώματος υποβολής αίτησης εισαγωγής μετοχών των επιχειρήσεων σε οργανωμένη αγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και του άρθρου 14 και των άρθρων 23 έως 27, σε περίπτωση που οι μέτοχοι είναι νομικά πρόσωπα, οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης αφορούν τα φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, τα εν λόγω νομικά πρόσωπα. Για το σκοπό υπολογισμού της σχετικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 28.

Άρθρο 16Άρνηση χορήγησης άδειας λειτουργίας (άρθρο 15 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 13, 14 και 15 η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, εάν: α) κρίνει ότι τα πρόσωπα, που αναφέρονται στα άρθρα αυτά, δεν είναι αξιόπιστα ή εν γένει κατάλληλα να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος, β) κρίνει ειδικότερα ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το Διοικητικό Συμβούλιο, ως σύνολο, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους κατάρτιση και εμπειρία, όπως η εμπειρία αυτή προκύπτει από προϋπηρεσία τους σε θέσεις ανάλογης ευθύνης, κατά προτίμηση σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, γ) διατηρεί αμφιβολίες για τη νομιμότητα προέλευσης, την αληθή κυριότητα ή για την επάρκεια των οικονομικών πόρων των μετόχων του άρθρου 14, και, σε περίπτωση νομικών προσώπων, των φυσικών προσώπων που τα ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα, δ) κρίνει ότι η διάρθρωση του ομίλου των επιχειρήσεων που συνδέονται με το πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, δεν είναι ικανοποιητικά διαφανής, ώστε να διασφαλίζει την απρόσκοπτη άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, ε) δεν πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αδειοδότησης, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφασή της και τους λόγους απόρριψης του αιτήματός του εντός εξαμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από τη λήψη όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης χορήγησης άδειας εντός δώδεκα (12) μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

Άρθρο 17Προηγούμενη διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών (άρθρο 16 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους−μέλους στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα: α) αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος−μέλος, β) αποτελεί θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος−μέλος, γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων επενδύσεων στο εμπλεκόμενο κράτος−μέλος όπου το πιστωτικό ίδρυμα: α) είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αρμόδιες αρχές των παραγράφων 1 και 2 διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την καταλληλότητα των υποψήφιων μετόχων, καθώς και τη φήμη και την εμπειρία των μελών του υπό σύσταση Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία τυχόν συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν εκατέρωθεν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων, την εντιμότητα και την εμπειρία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που είναι σχετική με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος και τη σε βάθος χρόνου εκτίμηση της συμμόρφωσης με τους όρους λειτουργίας.

Άρθρο 18Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος (άρθρο 17 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Δεν απαιτείται άδεια λειτουργίας ή αρχικό κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας με βάση την Οδηγία 2013/36/ΕΕ σε άλλα κράτη−μέλη. Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 33, του άρθρου 34, του άρθρου 35, και, της παραγράφου 2 του άρθρου 39, της παραγράφου 2 του άρθρου 42, των άρθρων 44 έως 49, του άρθρου 50 και των άρθρων 66 και 67.

Άρθρο 19Ανάκληση άδειας λειτουργίας (άρθρο 18 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα: α) παραιτείται ρητώς από αυτή, έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών ή δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών από τη λήψη της αδείας λειτουργίας του, β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο, γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, δ) δεν πληροί το σύνολο των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 403 και 411 έως 428 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 ή του άρθρου 98 ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του, ε) υπάγεται σε μία από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 59, ζ) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του, η) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, θ) παραβαίνει διατάξεις νόμων σχετικών με την εποπτεία ή την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, σε βαθμό που είναι δυνατόν να τίθενται σε διακινδύνευση η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή εν γένει η επίτευξη των στόχων της ασκούμενης από την Τράπεζα της Ελλάδος εποπτείας, ή ι) δημιουργούνται καταστάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 14 ή η διάρθρωση του ομίλου του πιστωτικού ιδρύματος έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων.

Άρθρο 20Επωνυμία των πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 19 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν σε ολόκληρη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ίδια επωνυμία που χρησιμοποιούν στο κράτος−μέλος της έδρας τους, ανεξαρτήτως των διατάξεων του κράτους−μέλους υποδοχής όσον αφορά τη χρήση των λέξεων «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή άλλων παρομοίων τραπεζικών επωνυμιών. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί σύγχυση, η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί, για λόγους σαφήνειας, να συνοδεύεται η επωνυμία από επεξηγηματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε κάθε περίπτωση, η χρήση του όρου «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή οποιασδήποτε ξενόγλωσσης απόδοσής του στην επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο επιχείρησης επιτρέπεται μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα, εκτός εάν το είδος της δραστηριότητας της επιχείρησης, όπως αυτό προκύπτει από το καταστατικό της και όπως πρέπει παράλληλα να υποδηλώνεται στην επωνυμία και στο διακριτικό τίτλο της επιχείρησης, αποκλείει τον κίνδυνο σύγχυσης του κοινού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αμιγείς πιστωτικοί συνεταιρισμοί, που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος ως πιστωτικά ιδρύματα, μπορούν να χρησιμοποιούν στην επωνυμία τους τον όρο «Συνεταιριστική Τράπεζα».

Άρθρο 21Κοινοποίηση στην ΕΑΤ των χορηγήσεων και των ανακλήσεων άδειας λειτουργίας (άρθρο 20 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγεί, σύμφωνα με το άρθρο 8.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας αρχή παρέχει στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παράγραφο 2 του άρθρου 102 του παρόντος νόμου, ιδίως σχετικά με τη νομική και οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη διακυβέρνησή του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας μαζί με τους λόγους της σχετικής ανάκλησης.

Άρθρο 22Παρέκκλιση για πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό (άρθρο 21 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να παρεκκλίνει από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 12 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου όσον αφορά πιστωτικό ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει την παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα άρθρα 18, 33, 34, 38, η παράγραφος 2 του άρθρου 39, τα άρθρα 41 και 42, τα άρθρα 44 έως 49, τα άρθρα 66 έως 88 και τα άρθρα 121 έως 132 εφαρμόζονται στο σύνολο του δικτύου που αποτελείται από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.

Άρθρο 23Γνωστοποίηση και αξιολόγηση προτεινόμενων αποκτήσεων συμμετοχής (άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αγοραστής») το οποίο, μεμονωμένα ή «από κοινού δράση» με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50%, ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει έγγραφη γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκει είτε να αποκτήσει είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή πριν από την απόκτηση, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και τις σχετικές πληροφορίες, όπως εξειδικεύονται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 24.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κάθε υποψήφιος αγοραστής, ο οποίος έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το όριο του 5%, ενημερώνει προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το ποσοστό της νέας συμμετοχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί, κατά περίπτωση, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών, εάν η συμμετοχή αυτή οδηγεί σε σημαντική επιρροή και σε θετική περίπτωση ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή και προβαίνει στην απαιτούμενη αξιολόγηση της παραγράφου 1 του άρθρου 24.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εφόσον τις συμμετοχές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου προτίθενται να πραγματοποιήσουν νομικά πρόσωπα, αυτά γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των σημαντικότερων διευθυντικών στελεχών, των μετόχων που κατέχουν τουλάχιστον 5%, καθώς και όπου ενδείκνυται, την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παρ. 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), που, άμεσα ή έμμεσα, τα ελέγχουν, καθώς και κάθε μεταγενέστερη μεταβολή. Αντίστοιχη υποχρέωση γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος υπέχουν και τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν τις συμμετοχές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια του άρθρου 24, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου καθώς και των άρθρων 24 έως 28 νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Τράπεζα της Ελλάδος γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος συμμετοχής των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. β) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στην προηγούμενη περίπτωση δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, να ακολουθήσει τη διαδικασία των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 27.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι παρέλαβε την κατά την παράγραφο 1 γνωστοποίηση ή τις κατά την παράγραφο 8 επιπλέον πληροφορίες αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή αυτών. Η Τράπεζα της Ελλάδος εντός μέγιστης προθεσμίας εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της γνωστοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στη γνωστοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπει η παράγραφος 4 του άρθρου 24 («περίοδος αξιολόγησης»), προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 («αξιολόγηση»). Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, εφόσον κριθεί αναγκαίο, να ζητά εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως και εξειδικεύει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την Τράπεζα της Ελλάδος και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, αναστέλλεται η περίοδος αξιολόγησης. Η αναστολή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται περαιτέρω αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε κανονιστικό πλαίσιο σε τρίτη χώρα ή είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την ενωσιακή νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εταιρείες διαχείρισης Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

Άρθρο 24Κριτήρια αξιολόγησης (άρθρο 23 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης των παραγράφων 1 και 6 του άρθρου 23 και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του άρθρου 23, η Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, σύμφωνα με το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων: α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή, β) τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 83, ενός εκάστου εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και οποιουδήποτε ανώτερου διοικητικού στελέχους που θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, δ) την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, βάσει του ενωσιακού δικαίου και κυρίως των νόμων 3455/2006 και 4021/2011, όπως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους, ε) κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλονται σε αυτήν κατά τη γνωστοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου 23. β) Οι πληροφορίες της περίπτωσης α΄ είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κ.λπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 7, 8 και 9 του άρθρου 23, εάν υποβληθούν στην Τράπεζα της Ελλάδος δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, η Τράπεζα της Ελλάδος αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Άρθρο 25Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών (άρθρο 24 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις οικείες αρμόδιες αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι: α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή επιχείρηση του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια της περίπτωσης β΄ του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250) («εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατώνμελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών−μελών που ενσωματώνει το άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως ισχύει: α) κατόπιν αιτήματός τους, κάθε σχετική πληροφορία, και β) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την προτεινόμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης.

Άρθρο 26Γνωστοποίηση στην περίπτωση διάθεσης συμμετοχής (άρθρο 25 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, το κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος γραπτώς πριν από τη διάθεση συμμετοχής, αναφέροντας το ύψος της σχετικής συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. Το εν λόγω πρόσωπο κοινοποιεί επίσης στην Τράπεζα της Ελλάδος την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του κατά τρόπον ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί κάτω από τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του.

Άρθρο 27Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις (άρθρο 26 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση αποκτήσεων ή εκχωρήσεων συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 και στο άρθρο 26, ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα πιστωτικά ιδρύματα, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν, επίσης, στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα πιστωτικά ιδρύματα υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ετησίως, μέχρι τη 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν συμμετοχή άνω του 1%, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 23 είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή η κατάσταση, όπως προσωρινά μέτρα, κυρώσεις, τηρουμένων των άρθρων 57 έως 64, κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των διευθυντικών στελεχών ή επιβάλλει την παύση των αποτελεσμάτων εκ της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 και υπό την επιφύλαξη των άρθρων 57 έως 64.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Σε περίπτωση που αποκτηθεί συμμετοχή παρά την αντίθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ανεξάρτητα από τυχόν άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλει με απόφασή της τις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 58.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητά από τα πιστωτικά ιδρύματα τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 28Κριτήρια ειδικής συμμετοχής (άρθρο 27 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, όπως αναφέρονται στα άρθρα 23, 26 και 27 του παρόντος νόμου, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου και οι όροι για την άθροιση αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 9, 10, 12 και στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 13 του ν. 3556/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την εξέταση των κριτηρίων ειδικής συμμετοχής του άρθρου 27 του παρόντος νόμου, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλο τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και εφόσον υπάρχει πρόθεση μεταβίβασης εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ρυθμίζει ειδικά θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 23 έως 28 του παρόντος νόμου, ιδίως αναφορικά με τα υπόχρεα πρόσωπα, τα υποβαλλόμενα στοιχεία ή πληροφορίες κατ’ αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 ή τα κριτήρια αξιολόγησης.

Άρθρο 29Αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων (άρθρο 28 και 29 (1) (2) (4) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο το οποίο αποτελείται μόνο από ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ανέρχεται κατ’ ελάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που προβαίνουν σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο το οποίο ανέρχεται κατ’ ελάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατ’ εξαίρεση της παραγράφου 2 οι επιχειρήσεις επενδύσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου που εκτελούν εντολές πελατών για χρηματοοικονομικά μέσα μπορούν να κατέχουν τέτοια μέσα για ίδιο λογαριασμό, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η λήψη τέτοιων θέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει την επακριβή κάλυψη των εντολών των επενδυτών, β) η συνολική αγοραία αξία αυτών των θέσεων δεν υπερβαίνει το 15% του αρχικού κεφαλαίου της επιχείρησης, γ) η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 92 έως 95 και στα άρθρα 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δ) οι θέσεις αυτές έχουν συμπτωματικό και προσωρινό χαρακτήρα και είναι αυστηρά περιορισμένες στο διάστημα που απαιτείται για τη διεκπεραίωση της εν λόγω συναλλαγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η κατοχή θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων δεν θεωρείται διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό.

Άρθρο 30Αρχικό κεφάλαιο τοπικών επιχειρήσεων (άρθρο 30 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Οι τοπικές επιχειρήσεις διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ εφόσον απολαμβάνουν του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 33 του ν. 3606/2007.

Άρθρο 31Κάλυψη για επιχειρήσεις που δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια ή τίτλους πελατών (άρθρο 31 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τις εταιρείες της περίπτωσης γ΄ του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κάλυψη λαμβάνει μία από τις ακόλουθες μορφές: α) αρχικό κεφάλαιο πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, β) ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση έναντι της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό ύψους ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, γ) συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης με τρόπο που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το προβλεπόμενο στις περιπτώσεις α΄ ή β΄.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν επιχείρηση της προηγούμενης παραγράφου είναι επίσης εγγεγραμμένη στο οικείο μητρώο βάσει του π.δ. 190/ 2006 (Α’ 196) ως ασφαλιστής ή ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, διαθέτει ως επιπλέον κάλυψη και ένα από τα παρακάτω: α) αρχικό κεφάλαιο είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, β) ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση έναντι της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000) ευρώ κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, γ) συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης με τρόπο που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το προβλεπόμενο στις περιπτώσεις α΄ ή β΄.

Άρθρο 32Διατηρησιμότητα ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 32 (4) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων και των επιχειρήσεων του άρθρου 30 δεν πρέπει να μειωθούν κάτω από τα επίπεδα που ορίζονται στο άρθρο 29 ή στο άρθρο 30 αντίστοιχα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ίδια κεφάλαια των ανωνύμων εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 31 που διαθέτουν ως κάλυψη αρχικό κεφάλαιο δεν υπολείπονται σε συνεχή βάση του κατά περίπτωση απαιτούμενου ύψους αρχικού κεφαλαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Άρθρο 33Ίδρυση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη − μέλη από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα (άρθρα 33, 35 (1) (2) (3) (4) και 36 (3) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα, μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 σε άλλα κράτη−μέλη, μέσω υποκαταστήματος, εφόσον αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του και τηρείται η διαδικασία των παραγράφων 2 έως 6.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος−μέλος προβαίνει σε σχετική γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος. Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει: α) το κράτος−μέλος στο οποίο πρόκειται να ιδρυθεί το υποκατάστημα, β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται ιδίως το είδος των εργασιών τις οποίες προτίθεται να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή, που καλύπτει και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων, γ) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στο κράτοςμέλος υποδοχής, στην οποία μπορεί να ζητούνται έγγραφα και στοιχεία και δ) τα ονόματα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διεύθυνση του υποκαταστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση των πληροφοριών και των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου τα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής και ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί επίσης, στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων και το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος έχει λόγους να αμφιβάλλει ως προς την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος που σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος−μέλος είτε περιορίζει τις προτεινόμενες δραστηριότητες του εν λόγω υποκαταστήματος είτε αρνείται να κοινοποιήσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους υποδοχής τις πληροφορίες των παραγράφων 2 και 4 και γνωστοποιεί τους λόγους στο ενδιαφερόμενο ίδρυμα μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών των παραγράφων 2 και 4. Η άρνηση κοινοποίησης ή η παράλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας αυτής ισοδυναμεί με άρνηση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 64.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αν μεταβληθεί το περιεχόμενο των πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν, σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2, το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να κοινοποιήσει εγγράφως τη μεταβολή στην Τράπεζα της Ελλάδος τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος να μπορεί να ενεργήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 και 5.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η εν γένει διαδικασία για την ίδρυση νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από τα πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από αυτή.

Άρθρο 34Ίδρυση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη (άρθρα 33, 36 (1) (2) (3) και 38 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει σε άλλο κράτοςμέλος, μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 μέσω υποκαταστήματος στην Ελλάδα, εφόσον οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος−μέλος προέλευσης και υπό την προϋπόθεση της κοινοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 33, καθώς και αναλυτικών πληροφοριών ως προς το σύστημα εγγύησης καταθέσεων που λειτουργεί στο κράτος−μέλος προέλευσης. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, περισσότερες της μιας μονάδες εκμετάλλευσης, που λειτουργούν στην Ελλάδα, θεωρούνται ως ένα μόνον υποκατάστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης της προηγούμενης παραγράφου, οργανώνει την εποπτεία του υποκαταστήματος, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 39 και στα άρθρα 44 έως 49 και, αν το κρίνει αναγκαίο, κοινοποιεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού πρέπει να ασκούνται στην Ελλάδα για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 39.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα μόλις λάβει σχετική κοινοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος, ή, σε περίπτωση μη απάντησης εκ μέρους της, μόλις λήξει η δίμηνη προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν μεταβληθεί το περιεχόμενο των πληροφοριών που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 33 ή που αφορούν τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το πιστωτικό ίδρυμα κοινοποιεί εγγράφως αυτήν τη μεταβολή στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν την επέλευσή της, ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος να προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 35Ενημέρωση για απορριπτικές αποφάσεις (άρθρο 37 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 33.

Άρθρο 36Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, σε τρίτες χώρες από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα − Παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτες χώρες (άρθρο 47 (1) και (3) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει για τη χορήγηση άδειας σε πιστωτικά ιδρύματα, που εδρεύουν στην Ελλάδα, προκειμένου να ιδρύσουν υποκατάστημα σε τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ίδρυση και λειτουργία στην Ελλάδα υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, η άδεια χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας και με την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παρ. 3 του άρθρου 47 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) πριν από την έναρξη λειτουργίας του πρώτου υποκαταστήματος υφίσταται προικώο κεφάλαιο, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12, που θα επέχει θέση ιδίων κεφαλαίων για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων του υποκαταστήματος καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, β) το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ζητούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου αυτή να διαμορφώσει σαφή εικόνα για τη δραστηριότητά του στο πλαίσιο άσκησης της εποπτικής της αρμοδιότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την ίδρυση στην Ελλάδα περισσότερων υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 33.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες όταν δεν εκπληρώνονται πλέον οι όροι της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια αυτή, ή συντρέχει οποιοσδήποτε από τους όρους του άρθρου 19 και ιδιαίτερα όταν έχει ανακληθεί η άδεια του πιστωτικού ιδρύματος από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα και επιθυμεί να παρέχει σε τρίτη χώρα, χωρίς εγκατάσταση, μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί την πρόθεσή του αυτή στην Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το καθεστώς της παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να είναι ευνοϊκότερο από το αντίστοιχο των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν και λειτουργούν σε άλλο κράτος−μέλος και ασκούν δραστηριότητα με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η κατά το άρθρο αυτό άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 39.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος: α) Εποπτεύει τη ρευστότητα των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες. β) Μπορεί να καθορίζει για το σκοπό της παρούσας παραγράφου κανόνες γενικής εφαρμογής, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορεί να οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς σε σχέση με εκείνο των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στα κράτη−μέλη. γ) Μπορεί να αίρει, κατά περίπτωση, την υποχρέωση τήρησης ορισμένων ή όλων των προαναφερθέντων κανόνων, με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεσμεύεται έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος ότι θα καλύπτει διαρκώς με ισοδύναμο τρόπο τις ανάγκες ρευστότητας των υποκαταστημάτων του στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει την απαιτούμενη πληροφόρηση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του παρόντος νόμου.

Άρθρο 37Ενημέρωση για άδειες υποκαταστημάτων τρίτων χωρών (άρθρο 47 (2) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών για κάθε χορηγούμενη άδεια λειτουργίας υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 38Παροχή υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλο κράτος−μέλος Παροχή υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση σε άλλο κράτος−μέλος από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα (άρθρα 33 και 39 (1) και (2) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες για πρώτη φορά σε άλλο κράτος−μέλος χωρίς να εγκατασταθεί σε αυτό, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος εκείνες από τις δραστηριότητες, που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11, τις οποίες προτίθεται να ασκήσει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής τη γνωστοποίηση της προηγούμενης παραγράφου μέσα σε προθεσμία ενός (1) μήνα από την παραλαβή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πιστωτικό ίδρυμα άλλου κράτους−μέλους για πρώτη φορά πρέπει προηγουμένως να έχει κοινοποιηθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης του πιστωτικού ιδρύματος η αντίστοιχη γνωστοποίηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η κατά το παρόν άρθρο άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 39.

Άρθρο 39Λόγοι δημοσίου συμφέροντος − Διαφήμιση (άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη ή σε τρίτες χώρες και ασκούν δραστηριότητες του καταλόγου της παραγράφου 1 του άρθρου 11 είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα προέλευσής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν διατάξεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί πιστωτικών ιδρυμάτων, κεφαλαιαγοράς, καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και προστασίας του καταναλωτή, αποβλέπουν στην προστασία των επενδυτών και καταναλωτών τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών ή άλλες διατάξεις δημοσίου συμφέροντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 επιτρέπεται να διαφημίζουν τις υπηρεσίες που παρέχουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, που διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης με σκοπό την ορθή και επαρκή πληροφόρηση του κοινού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της για τον έλεγχο της διαφάνειας των διαδικασιών και των όρων συναλλαγών των εποπτευόμενων από αυτήν προσώπων, μπορεί να απαιτεί την προσαρμογή του περιεχομένου των διαφημίσεών τους.

Άρθρο 40Ίδρυση Γραφείων Αντιπροσωπείας πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα

Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει με αποφάσεις της τις δραστηριότητες, τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Γραφείων Αντιπροσωπείας πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, καθώς και κάθε ζήτημα που αφορά την ανάκληση της άδειάς τους, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για την ίδρυση και λειτουργία υποκαταστημάτων.

Άρθρο 41Παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλο κράτος−μέλος και είναι θυγατρικές επιχειρήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 34 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Χρηματοδοτικό ίδρυμα, που εδρεύει σε άλλο κράτος−μέλος και είναι θυγατρική ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων, επιτρέπεται να ασκεί στην Ελλάδα οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 11 είτε μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα είτε με τη μορφή παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 34 και της παραγράφου 3 του άρθρου 38 και υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 33, 38, 39 και 44 έως 49, εφόσον το καταστατικό του επιτρέπει την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών και επιπλέον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος−μέλος στο οποίο εδρεύει το χρηματοδοτικό ίδρυμα, β) οι ανωτέρω δραστηριότητες ασκούνται πράγματι από το χρηματοδοτικό ίδρυμα στο εν λόγω κράτοςμέλος, γ) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις κατέχουν τουλάχιστον το 90% των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κατοχή μετοχών ή μεριδίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος, δ) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι η διαχείριση του χρηματοδοτικού ιδρύματος ασκείται με σύνεση και, μετά από προηγούμενη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του κράτουςμέλους προέλευσης, δηλώνουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ότι ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το χρηματοδοτικό ίδρυμα, ε) το χρηματοδοτικό ίδρυμα υπάγεται, ιδίως ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες, στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται η μητρική του επιχείρηση ή καθεμία από τις μητρικές του επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 104 έως 120 και τα άρθρα 11 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 92 του εν λόγω Κανονισμού, για τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που προβλέπεται στα άρθρα 387 έως 403 του εν λόγω Κανονισμού και για τον περιορισμό των συμμετοχών που προβλέπεται στα άρθρα 89 και 90 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 επιβεβαιώνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, οι οποίες χορηγούν στο χρηματοδοτικό ίδρυμα σχετικό πιστοποιητικό που επισυνάπτεται στις γνωστοποιήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ενημερώνουν επίσης, την Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 34 και του άρθρου 38, για την παύση της ισχύος οποιασδήποτε από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, καθώς επίσης και για το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και το συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζονται κατά τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική του επιχείρηση. β) Αν παύσει να ισχύει οποιαδήποτε από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η δυνατότητα και οι όροι υπό τους οποίους το χρηματοδοτικό ίδρυμα θα συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του καθορίζονται σύμφωνα με την ισχύουσα στην Ελλάδα νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στις θυγατρικές επιχειρήσεις χρηματοδοτικού ιδρύματος, εφόσον αυτές οι θυγατρικές είναι επίσης χρηματοδοτικά ιδρύματα.

Άρθρο 42Παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη−μέλη από χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα (άρθρο 34 (1) (2) και 35 (3) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα και εποπτεύονται, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, από την Τράπεζα της Ελλάδος ιδίως όσον αφορά την τήρηση ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων, την απόκτηση «ειδικών συμμετοχών» στο κεφάλαιό τους, την υιοθέτηση άρτιου και αποτελεσματικού πλαισίου διακυβέρνησης, με ανάλογη εφαρμογή των διατά ξεων για τα πιστωτικά ιδρύματα, με βάση τον παρόντα νόμο, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλο κράτος−μέλος είτε μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος είτε με τη μορφή παροχής υπηρεσιών, εφόσον: α) Συντρέχουν, με ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, οι ειδικότερες προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 41. Ειδικότερα, για την ανάλογη εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 41 απαιτείται προηγούμενη συγκατάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάληψη από τα πιστωτικά ιδρύματα, που αποτελούν τη μητρική ή τις μητρικές επιχειρήσεις του χρηματοδοτικού ιδρύματος, της ευθύνης για την κάλυψη του συνόλου των υποχρεώσεων που αυτό αναλαμβάνει. β) Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 33, προκειμένου περί εγκατάστασης μέσω υποκαταστήματος ή το είδος της δραστηριότητας που προτίθενται να ασκήσουν για πρώτη φορά, στο συγκεκριμένο κράτοςμέλος, προκειμένου περί παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος επαληθεύει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 και χορηγεί στα χρηματοδοτικά ιδρύματα πιστοποιητικό, στο οποίο επισυνάπτονται: α) οι πληροφορίες της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 και β) η κοινοποίηση του ύψους και της σύνθεσης των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και το συνολικό πόσο έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζονται κατά τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική του επιχείρηση. Όσον αφορά τη γνωστοποίηση της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος στο χρηματοδοτικό ίδρυμα, τη διαδικασία εγκατάστασης και τη μεταβολή των πληροφοριών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 3, 5 και 6 του άρθρου 33 και της παραγράφου 2 του άρθρου 38.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν παύσει να ισχύει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους ή των κρατών−μελών, στα οποία το χρηματοδοτικό ίδρυμα ασκεί τις δραστηριότητές του και η δραστηριότητα που ασκεί υπόκειται στο εξής στη νομοθεσία του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την εποπτεία των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 53, της παραγράφου 1 του άρθρου 50 και 54.

Άρθρο 43Παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα ή την αλλοδαπή από χρηματοδοτικά ιδρύματα που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 41 και 42 του παρόντος νόμουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτη χώρα ή σε άλλο κράτος−μέλος, αλλά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 41, επιτρέπεται να παρέχουν στην Ελλάδα τις υπηρεσίες των περιπτώσεων β΄ έως στ΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11, μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος μετά από άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί: α) να καθορίζει, κατά περίπτωση, τα απαιτούμενα στοιχεία, τους όρους και προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, στο οποίο περιλαμβάνεται το ελάχιστο ύψος του ποσού που επέχει θέση ιδίων κεφαλαίων για την εγκατάσταση του χρηματοδοτικού ιδρύματος στην Ελλάδα, β) να καθορίζει ειδικότερους εποπτικούς κανόνες ή προϋποθέσεις, κατά περίπτωση, για την άσκηση της δραστηριότητάς του στην Ελλάδα, με τήρηση του ισχύοντος εποπτικού πλαισίου στη χώρα έδρας, γ) να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας και να λαμβάνει μέτρα ή να επιβάλει με απόφασή της κυρώσεις, αντιστοίχως, προς τα ισχύοντα για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί σε αυτήν εκείνες από τις δραστηριότητες των περιπτώσεων β΄ έως στ΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11, που προτίθεται να παρέχει με ή χωρίς εγκατάσταση σε τρίτη χώρα, καθώς και τις πληροφορίες της παραγράφου 2 του άρθρου 33 στην περίπτωση εγκατάστασης υποκαταστήματος. Για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος αλλά δεν εμπίπτουν στο άρθρο 42 η εν λόγω υποχρέωση γνωστοποίησης ισχύει και για την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος−μέλος. Στις παραπάνω περιπτώσεις η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να αντιτάσσεται στην παροχή των υπηρεσιών στην αλλοδαπή μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος που παρέχεται, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, χορηγείται με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας και υπό την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 47 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το καθεστώς της παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες δεν είναι σε καμία περίπτωση ευνοϊκότερο από το αντίστοιχο των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος−μέλος και ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα ισχύει αναλόγως το άρθρο 39.

Άρθρο 44Αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος για την άσκηση εποπτείας ως αρμόδιας αρχής της χώρας υποδοχής (άρθρο 40 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί για στατιστικούς λόγους την υποβολή περιοδικών αναφορών για τις δραστηριότητες που πραγματοποιούν στην Ελλάδα τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη ή τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αναφορές αυτές ζητούνται μόνον για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς, προς εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 52, ή για σκοπούς εποπτείας σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 44 έως 49. Υπόκεινται στην τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 54.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί συγκεκριμένα να απαιτεί πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προκειμένου να είναι σε θέση να αξιολογήσει κατά πόσον ένα υποκατάστημα είναι σημαντικό, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 52.

Άρθρο 45Μέτρα − Κυρώσεις σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη (άρθρο 41 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον διαπιστώσει με βάση πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, δυνάμει του άρθρου 51, ότι για ένα πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος−μέλος που διαθέτει υποκατάστημα στην Ελλάδα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός της, συντρέχει μία εκ των ακόλουθων περιστάσεων σε σχέση με τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης: α) το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το πιστωτικό ίδρυμα να μην συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης λαμβάνουν αμελλητί όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα θα λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσής του ή την αποτροπή του κινδύνου μη συμμόρφωσης. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης γνωστοποιούν τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί υπό την ιδιότητα της αρμό διας αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης πιστωτικού ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτοςμέλος ή πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης δεν εκπληρώνουν ή δεν θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παραγράφου 2, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού.

Άρθρο 46Προληπτικά μέτρα της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (άρθρο 43 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πριν ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 45, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, ενόσω εκκρεμεί η λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης ή μέτρων εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για προστασία από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που πιθανώς θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος−μέλος υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα προληπτικά μέτρα της παραγράφου 1 είναι αναλογικά προς το σκοπό προστασίας από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που πιθανώς θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος−μέλος υποδοχής. Σε αυτά τα προληπτικά μέτρα μπορεί να περιλαμβάνεται η αναστολή πληρωμών. Τα εν λόγω μέτρα δεν πρέπει να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα έναντι των πιστωτών του σε άλλα κράτη−μέλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα προληπτικά μέτρα που ελήφθησαν με βάση την παράγραφο 1 παύουν να ισχύουν μόλις οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης λάβουν μέτρα εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος αίρει τα προληπτικά μέτρα μόλις κρίνει ότι τα εν λόγω μέτρα έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου βάσει του άρθρου 45, εκτός εάν παύσουν να ισχύουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών ενημερώνονται αμελλητί για τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή κράτους−μέλους προέλευσης έχει αντιρρήσεις ως προς τα μέτρα που ελήφθησαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Αν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού.

Άρθρο 47Εξουσίες των κρατών−μελών υποδοχής (άρθρο 44 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα, παρά τη λήψη των μέτρων του άρθρου 45 από τις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους προέλευσης ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών ή διότι δεν ελήφθησαν καθόλου τέτοια μέτρα εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος, η Τράπεζα της Ελλάδος, αφού ενημερώσει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους προέλευσης, λαμβάνει προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα ή επιβάλλει με απόφασή της κυρώσεις, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Εφόσον κρίνει τούτο απαραίτητο, απαγορεύει στο πιστωτικό ίδρυμα να διενεργεί νέες πράξεις στην Ελλάδα.

Άρθρο 48Μέτρα για την ανάκληση άδειας λειτουργίας (άρθρο 45 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος με έδρα την Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής. Εφόσον τη γνωστοποίηση του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίσει το πιστωτικό ίδρυμα του οποίου η άδεια ανακλήθηκε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης να διενεργεί νέες πράξεις στην Ελλάδα και να διασφαλίσει τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών ή άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες.

Άρθρο 49Αιτιολόγηση και κοινοποίηση (άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Κάθε μέτρο που λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 45 ή των άρθρων 46 και 47 και αφορά σε επιβολή κυρώσεων ή περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή στην εγκατάσταση πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Άρθρο 50Αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής στην Ελλάδα ως κράτος−μέλος προέλευσης και ως κράτος − μέλος υποδοχής (άρθρο 49 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η αρμόδια αρχή άλλου κράτους−μέλους υπό την ιδιότητά της ως αρμοδίας κατά περίπτωση αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχείρησης του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ασκεί την προληπτική εποπτεία επ’ αυτού, περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων του στην αλλοδαπή, βάσει των άρθρων 33, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 38 και 42 του παρόντος νόμου ή των άρθρων 33 και 34 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή των άρθρων 31 και 33 του ν. 3606/2007 ή των άρθρων 31 και 32 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Η άσκηση της αρμοδιότητας του προηγούμενου εδαφίου δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή του ν. 3606/2007 ή της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ αρμοδιότητες του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν θίγουν τις αρμοδιότητες άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα μέτρα που λαμβάνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ως αρμόδιας αρχής κράτους − μέλους υποδοχής δεν πρέπει να συνιστούν διακριτική ή περιοριστική μεταχείριση εξαιτίας του γεγονότος ότι οι επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος.

Άρθρο 51Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία (άρθρο 50 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών όπου εδρεύουν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 50, οι οποίες υπόκεινται στην εποπτεία τους και διατηρούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών στα οποία πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα με έδρα στην Ελλάδα διατηρούν υποκαταστήματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει με τις εν λόγω αρμόδιες αρχές όλες τις πληροφορίες αναφορικά με τη διοίκηση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των επιχειρήσεων οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν την ασκούμενη εποπτεία, την εξέταση ως προς την εκπλήρωση των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την εποπτεία τους ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τη συγκέντρωση κινδύνων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν αυτές, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και το σύστημα εσωτερικού ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης κοινοποιεί αμελλητί στις αρμόδιες αρχές των κρατώνμελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση που αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 411 έως 428 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 104 έως 120 του παρόντος νόμου, των δραστηριοτήτων που ασκούνται από το ίδρυμα μέσω των υποκαταστημάτων του, στο βαθμό που οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις αυτές είναι σχετικές με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος−μέλος υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών−μελών υποδοχής σε περίπτωση που εκδηλώνεται ή πιθανολογείται ευλόγως να προκύψει σοβαρή πίεση ρευστότητας. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης και την εφαρμογή του, καθώς και σχετικά με τα προληπτικά εποπτικά μέτρα που ενδεχομένως λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης κοινοποιεί και εξηγεί στις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους υποδοχής, εφόσον ζητηθεί, την προσέγγιση βάσει της οποίας ελήφθησαν υπόψη οι κοινοποιηθείσες πληροφορίες και διαπιστώσεις. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαφωνεί με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές κράτουςμέλους υποδοχής, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής δικαιούται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης τις πληροφορίες των ανωτέρω παραγράφων. Αν μετά τη διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών και των διαπιστώσεων συνεχίζει να θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, μπορεί, αφού πρώτα ενημερώσει αυτές και την ΕΑΤ, να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις, να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών συναλλασσομένων, και να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΤ περιπτώσεις στις οποίες αίτημα αυτής για συνεργασία και ιδίως αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Άρθρο 52Σημαντικά υποκαταστήματα (άρθρο 51 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να υποβάλει αίτημα προς την αρχή ενοποιημένη εποπτείας στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105 ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης ώστε να θεωρηθεί σημαντικό το εγκατεστημένο στην Ελλάδα υποκατάστημα ιδρύματος. Από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. β) Στο παραπάνω αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, αναφορικά ιδίως με τις εξής παραμέτρους: αα) αν το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις στην Ελλάδα υπερβαίνει ποσοστό 2%, ββ) τις πιθανές επιπτώσεις από την αναστολή ή την παύση των εργασιών του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στην Ελλάδα, γγ) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος στο ελληνικό τραπεζικό ή χρηματοοικονομικό σύστημα με βάση τον αριθμό των πελατών του. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους υποδοχής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, καθώς και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού. δ) Αν εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή του αιτήματος της περίπτωσης α΄ δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής, λαμβάνει μονομερώς τη σχετική απόφαση εντός νέου χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης δίμηνης προθεσμίας. Κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης λαμβάνονται υπόψη η άποψη και οι τυχόν επιφυλάξεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους−μέλους προέλευσης. ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παρούσας παραγράφου διατυπώνονται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Οι αποφάσεις αυτές αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών−μελών. στ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών όπως καθορίζονται από τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί υπό την ιδιότητα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα ιδρύματος, τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 110 και εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105 σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους υποδοχής. β) Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 107, ειδοποιεί αμελλητί το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ και στην υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκομένων κρατών−μελών. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα ιδρυμάτων τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την αξιολόγηση των κινδύνων των ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 89 και, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 2 του άρθρου 106. Επίσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τα άρθρα 96 και 98 στο βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν τα συγκεκριμένα υποκαταστήματα. δ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, αναφορικά με τις κατά τις παραγράφους 14 και 15 του άρθρου 78 απαιτούμενες ενέργειες, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο εν σχέσει με τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους υποδοχής έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα και καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης δεν διαβουλεύθηκαν με αυτή ή εάν μετά τη διαβούλευση εκείνη έχει σχηματίσει τη θέση ότι οι απαιτούμενες ενέργειες βάσει της παραγράφου 14 του άρθρου 78 δεν είναι οι προσήκουσες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν εφαρμόζεται το άρθρο 109, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργώντας ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία ιδρύματος με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη−μέλη συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 51. Οι διατυπώσεις για τη σύσταση και λειτουργία του σώματος εποπτών καταρτίζονται εγγράφως από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ή τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών. β) Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνει υπόψη τη σημασία την οποία έχει για τις λοιπές εμπλεκόμενες αρχές η επιδιωκόμενη εποπτική δράση και ιδίως τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη−μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 7, καθώς και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων με πληρότητα όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων και τα προς εξέταση ζητήματα. Ενημερώνει, επίσης, εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών αναφορικά με τις δράσεις ή τα μέτρα που αποφασίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συνεδριάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μετέχει στις εργασίες των σωμάτων προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 53Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων (άρθρο 52 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μετά από προηγούμενη σχετική ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής κράτους−μέλους υποδοχής επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών που έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν ίδρυμα, το οποίο παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος, στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος νόμου, να προβαίνουν είτε οι ίδιες είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων σε επιτόπιο έλεγχο για επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων και πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 51 και σε επιθεωρήσεις των εν λόγω υποκαταστημάτων. Η κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών επιτρέπεται κατά τους όρους του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και των άρθρων 63 και 67 του ν. 3606/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα δικαιώματα της ανωτέρω παραγράφου μπορεί να ασκούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους προέλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τον επιτόπιο έλεγχο των υποκαταστημάτων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, μπορεί, επίσης, να ακολουθηθεί μια από τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 111.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν το δικαίωμα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της εποπτικής αρχής του κράτους−μέλους υποδοχής να διενεργεί, προς το σκοπό εποπτείας και σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος ενός ιδρύματος στην Ελλάδα και να απαιτεί πληροφόρηση σχετικά με τις δραστηριότητές του. Πριν από τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων και επιθεωρήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης. Μετά από τη διενέργεια των ελέγχων και των επιθεωρήσεων η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης τις πληροφορίες και τα ευρήματα που είναι σημαντικά για την αξιολόγηση κινδύνου του ιδρύματος ή για τη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αντίστοιχα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες και τα ευρήματα που διαβιβάζονται σε αυτή από τις αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών υποδοχής υποκαταστημάτων ιδρυμάτων, κατά τον προσδιορισμό του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του άρθρου 91 του παρόντος νόμου, όπως επίσης τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι επιτόπιοι έλεγχοι και οι επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων διεξάγονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους−μέλους στο οποίο διεξάγεται ο έλεγχος ή η επιθεώρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών, δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας για την άσκηση της εποπτείας των ιδρυμάτων, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.

Άρθρο 54Υπηρεσιακό − Επαγγελματικό απόρρητο (άρθρα 53 έως 62 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος και οι εντεταλμένοι από την Τράπεζα της Ελλάδος ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο και την Ποινική Δικονομία, καθώς και των διατάξεων του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος, δεν αποκλείεται για τα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών ιδιωτικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο του πιστωτικού ιδρύματος. Ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών επιτρέπεται και σε εκπλήρωση ανειλημμένων υποχρεώσεων βάσει του Προγράμματος Οικονομικής Στήριξης της ελληνικής οικονομίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος επιτρέπεται να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος νόμου ή το άρθρο 32 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου ή να κοινοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην ΕΑΤ με σκοπό τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση από την ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανταλλάσσει με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατώνμελών ή να διαβιβάζει προς το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (εφεξής ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EE L 331), πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της κατά τον παρόντα νόμο, κατά τον Κανονισμό αριθ. 575/2013, κατά τη νομοθεσία μεταφοράς Οδηγιών της Ένωσης με αντικείμενο τα πιστωτικά ιδρύματα, κατά το άρθρο 15 του Κανονισμού αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά τα άρθρα 31, 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και κατά τα άρθρα 31 και 36 του Κανονισμού αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 που σύμφωνα με τις σχετικές ενωσιακές διατάξεις εφαρμόζεται και για τις αρμόδιες αρχές και δεν κοινοποιούνται περαιτέρω χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς: α) την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, β) τον έλεγχο συνδρομής των όρων ανάληψης και άσκησης δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος, γ) τη διευκόλυνση της εποπτείας, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, της συγκέντρωσης πιστωτικών κινδύνων και της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου, όπως επίσης και για την επιβολή κυρώσεων ή και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαφορών που σχετίζονται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, καθώς και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σχετικά με την άσκηση νομισματικής πολιτικής εντός του Ευρωσυστήματος και την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και δ) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί εναντίον αποφάσεων αυτής ή δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 6, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου: αα) του Υπουργού Οικονομικών κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 437/19 Σεπτεμβρίου 1985 (Α΄ 157) και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων της, ββ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους, γγ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ιδρυμάτων, δδ) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, για την εκπλήρωση της αποστολής τους, εε) του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του, καθώς και στστ) τoυ Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του. β) Επιπλέον, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου αα) των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων και οργάνων των υποπεριπτώσεων γγ΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου και ββ) προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κατά την ενάσκηση των καθηκόντων εποπτείας των ανωνύμων εταιρειών, με την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής των εν λόγω αρχών. Εάν ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του παρόντος εδαφίου ανταλλαγή πληροφο ριών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά. Η ανταλλαγή πληροφοριών λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους ίδιους όρους και αφού ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία διαβιβάζονται οι πληροφορίες. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών − μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένων αρχών ή οργάνων επιφορτισμένων με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη − μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας της παραγράφου 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού αριθ. 575/2013, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους. δ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου αα) των κεντρικών τραπεζών του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με παρόμοια αποστολή, όταν ενεργούν με την ιδιότητα νομισματικής αρχής, εφόσον αυτές οι πληροφορίες είναι σχετικές με την εκπλήρωση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής με αυτήν παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, ββ) τυχόν άλλων αρχών επιφορτισμένων με την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και γγ) του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (εφεξής ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EE L 331) ή της ΕΑΚΑΑ, όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει των Κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, αριθ. 1094/2010 και αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως. ε) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης ή άλλον παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά του κράτους−μέλους, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικής, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές. στ) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διαβίβαση από την Τράπεζα της Ελλάδος πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών επιτρέπεται μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση των αρχών αυτών και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Πληροφορίες που αποκτώνται από τις αρχές άλλων κρατών−μελών κατόπιν πραγματοποίησης επιτόπιων ελέγχων ή επιθεωρήσεων δεν αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους όπου διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος ή η επιθεώρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στο επαγγελματικό απόρρητο που θεσπίζεται με το παρόν άρθρο υπόκεινται και: α) οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών με βάση το άρθρο 49 του παρόντος νόμου και β) τα μέτρα που λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η συλλογή, επεξεργασία, διασύνδεση και δημιουργία αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων δεδομένων από την Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (Α΄ 50), όπως ισχύει. Οι ανωτέρω δραστηριότητες απαλλάσσονται της συναφούς υποχρέωσης κοινοποίησης και αδειοδότησης, εφόσον πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των εργασιών της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως προβλέπονται από το Καταστατικό της.

Άρθρο 55Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων (άρθρο 63 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με το ίδρυμα που ελέγχουν, κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν: αα) να αποτελεί ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση δραστηριότητας των ιδρυμάτων, ββ) να θίγει τη συνέχιση της λειτουργίας του ιδρύματος ή να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών. β) Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου έργου τους σε οικονομική μονάδα που διατηρεί στενούς δεσμούς με το ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 38 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού αριθ. 575/2013, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με τον παρόντα νόμο και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όπως προσαρμόζονται κατά την εφαρμογή της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων: α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−λογιστών που διενεργούν τον τακτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων πιστωτικού ιδρύματος, μετά από σχετική πρόσκληση της Τράπεζας της Ελλάδος που απευθύνεται και στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, λαμβάνουν μέρος σε σύσκεψη με εκπροσώπους της Τράπεζας της Ελλάδος που πραγματοποιείται ετησίως. Αντικείμενο της σύσκεψης αποτελούν οι κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία: αα) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές−λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών του πιστωτικού ιδρύματος, ββ) αφορούν την αποτελεσματικότητα και επάρκεια του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου του πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, γγ) αφορούν στοιχεία που προέκυψαν από τον έλεγχο ενοποιούμενων στις οικονομικές καταστάσεις του πιστωτικού ιδρύματος επιχειρήσεων που επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές καταστάσεις του. β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, η σύσκεψη που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου, πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Τράπεζας της Ελλάδος και των ορκωτών ελεγκτών−λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση του πιστωτικού ιδρύματος που αφορά ο έλεγχος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η καλόπιστη γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 αυτού δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, και ουδεμία ευθύνη επιφέρει για τα πρόσωπα αυτά. Αυτή η κοινολόγηση διενεργείται ταυτόχρονα στο Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος, εφόσον δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για το αντίθετο.

Άρθρο 56Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων (άρθρο 64 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εποπτικές αρμοδιότητες και επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο παρόντα νόμο και στη λοιπή ισχύουσα νομοθεσία: α) άμεσα ή β) σε συνεργασία με άλλες αρχές ή γ) υπό την ευθύνη της, με ανάθεση καθηκόντων στις αρχές της περίπτωσης β΄ή δ) με τη συνδρομή των αρμόδιων δικαστικών αρχών.

Άρθρο 57Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα (άρθρο 65 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που αναφέρονται στην ισχύουσα νομοθεσία και των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει με απόφασή της διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα σε εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα για παραβάσεις των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστικών πράξεων και λαμβάνει όλα τα κατά την κρίση της απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επί παραβάσεων ιδρυμάτων, επιχειρήσεων του άρθρου 31, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει κυρώσεις, πέρα από το νομικό πρόσωπο και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση, πράξη ή παράλειψη, εφόσον αυτή έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της συγκεντρώνει στοιχεία, διενεργεί ελέγχους και προβαίνει στις αναγκαίες έρευνες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων που θεσπίζονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή απαιτεί, μεταξύ άλλων: α) τη χορήγηση όλων των στοιχείων και των πληροφοριών που είναι αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων της, στις οποίες περιλαμβάνονται οι πληροφορίες που παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και στατιστικούς σκοπούς από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα: αα) ιδρύματα και επιχειρήσεις του άρθρου 31 που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, ββ) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, γγ) μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, δδ) εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, εε) πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ έως δδ΄, στστ) τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ έως δδ΄ ανέθεσαν επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητες, β) τη διεξαγωγή όλων των αναγκαίων ερευνών για οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στις υποπεριπτώσεις αα΄ έως στ΄ της περίπτωσης α΄ με έδρα ή ευρισκόμενο στην Ελλάδα, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, συμπεριλαμβανομένων: αα) της υποβολής εγγράφων, ββ) της εξέτασης των βιβλίων και αρχείων των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ υποπεριπτώσεις αα΄ έως στστ΄ και της λήψης αντιγράφων ή αποσπασμάτων από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία, γγ) της λήψης προφορικών ή γραπτών εξηγήσεων από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ υποπεριπτώσεις αα΄ έως στστ΄ της παρούσας παραγράφου ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του και δδ) της εξέτασης κάθε άλλου προσώπου που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας, γ) με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο, τη διεξαγωγή όλων των αναγκαίων ελέγχων στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ υποπεριπτώσεις αα΄ έως στστ΄ της παρούσας παραγράφου και οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές θα έχουν ενημερωθεί προηγουμένως. Στις περιπτώσεις που για τον έλεγχο απαιτείται από την ισχύουσα νομοθεσία έγκριση δικαστικής αρχής, υποβάλλεται σχετική αίτηση.

Άρθρο 58Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών επί πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 66 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει με απόφασή της τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα της παραγράφου 2 στις εξής περιπτώσεις: α) αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό χωρίς ο αποδέκτης να είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, β) έναρξη ή άσκηση δραστηριότητας χωρίς την απαιτούμενη κατά περίπτωση άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος, γ) απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του αποκτώντος ή αυξάνοντος τη συμμετοχή, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αυτός επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά το χρονικό διάστημα αξιολόγησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου, δ) παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 26 του παρόντος νόμου ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος. ε) μη τήρηση των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν περιλαμβάνουν, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ίδρυμα, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καθώς και η φύση της παράβασης, β) εντολή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον, γ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και προμήθειες ή αμοιβές εισπρακτέες, σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση, δ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ε) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο, στ) αναστολή του δικαιώματος ψήφου των μετόχων που ευθύνονται για τις παραβάσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που η προβλεπόμενη στην περίπτωση γ΄ της παρούσας παραγράφου επιχείρηση είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 27 στις υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, διαζευκτικά ή σωρευτικά: α) να επιβάλει με απόφασή της την απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, από το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στο πιστωτικό ίδρυμα, β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά ή τα νομικά πρόσωπα που αυτά ελέγχουν, γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή του πιστωτικού ιδρύματος με τα πρόσωπα αυτά ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά. Σε περίπτωση παράβασης της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος περί αναστολής των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου, η άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων ψήφου δεν έχει αποτελέσματα και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στους παραβάτες σωρευτικά ή διαζευκτικά: αα) πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών τους που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα και ββ) την κύρωση της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου, προκειμένου περί φυσικών προσώπων. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης της περίπτωσης γ΄ της παρούσας παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος, πέραν των κυρώσεων που μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στο πιστωτικό ίδρυμα, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της και στα κατά παράβαση των αποφάσεων της, συναλλασσόμενα με το πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα, πρόστιμο, ύψους μέχρι της αξίας της συναλλαγής ή εφόσον αυτή δεν είναι ευχερώς υπολογίσιμη, ποσού μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει την κύρωση της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 και στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου, εφόσον δεν διαθέτουν πλέον την απαραίτητη αξιοπιστία και δεν διασφαλίζουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 59Λοιπές περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 67 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις που πιστωτικό ίδρυμα: α) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο, β) αφού πληροφορήθηκε για αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό του, οι οποίες αυξάνουν τα ποσοστά συμμετοχής ή τα μειώνουν κάτω από ένα από τα όρια της παραγράφου 1 του άρθρου 23 ή του άρθρου 26 του παρόντος νόμου, δεν ενημέρωσε την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με αυτές τις αγορές ή εκχωρήσεις, όπως ο νόμος ορίζει, γ) το οποίο δεν κοινοποιεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, στην Τράπεζα της Ελλάδος τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως ο νόμος ορίζει, δ) δεν εφαρμόζει πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης όπως απαιτείται από το άρθρο 66 του παρόντος νόμου, ε) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του εν λόγω Κανονισμού, στ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ζ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 394 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με τη ρευστότητά του, κατά παράβαση των παραγράφων 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με το δείκτη μόχλευσης, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 430 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ι) δεν διατηρεί κατ’ εξακολούθηση και σε βάθος χρόνου ρευστά διαθέσιμα, κατά παράβαση του άρθρου 412 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ια) παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιβ) που είναι εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο μιας θέσης τιτλοποίησης που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 405 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιγ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες κατά παράβαση των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 431 ή της παραγράφου 1 του άρθρου 451 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιδ) προβαίνει σε πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος, κατά παράβαση του άρθρου 131 του παρόντος νόμου ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα άρθρα 28, 51 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια, ιε) διόρισε ή δεν αντικατέστησε αμελλητί τα πρόσωπα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 83 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τηρουμένων των διατάξεων του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου κανονιστικών πράξεων, η Τράπεζα της Ελλάδος στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση παράβασης του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων, επιβάλλει με απόφασή της, διαζευκτικά ή σωρευτικά, διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής: α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ίδρυμα, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καθώς και η φύση της παράβασης, β) εντολή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον, γ) στην περίπτωση ιδρύματος, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του κατά την ισχύουσα νομοθεσία, δ) προσωρινή απαγόρευση κατά των προσώπων της παραγράφου 2 του άρθρου 57 του παρόντος νόμου να ασκούν καθήκοντα σε ιδρύματα, ε) στην περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των ακαθάριστων εσόδων που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση, στ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ζ) χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν. Σε περίπτωση που επιχείρηση της περίπτωσης ε΄ της παρούσας παραγράφου είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, τα σχετικά ακαθάριστα έσοδα θα είναι τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο Διοικητής ή ο Πρόεδρος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι ελεγκτές, οι αρμόδιοι διευθυντές και οι υπάλληλοι, κάθε πιστωτικού ιδρύματος τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή, εφόσον: α) παραλείπουν ή παραποιούν εκ προθέσεως την εγγραφή σημαντικής συναλλαγής στα βιβλία του, β) υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ψευδείς ή ανακριβείς εκθέσεις ή παρέχουν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα αρνούνται ή παρακωλύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο, που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Όποιος προβαίνει, κατά παράβαση του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, σε κατ’ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων ή σε κατ` επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων ή σε παροχή υπηρεσιών πληρωμών, προς το κοινό ή στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή. Υπεύθυνοι για την παράβαση και υποκείμενοι στις ποινές αυτές θεωρούνται και οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι ασκούντες τη διοίκηση του νομικού προσώπου. β) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην ανωτέρω περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου και στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η σφράγιση των γρα φείων και εγκαταστάσεων του παραβάτη από όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου, ανεξαρτήτως της επιβολής των παραπάνω ή τυχόν άλλων, προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία, κυρώσεων.

Άρθρο 60Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων (άρθρο 68 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις που επιβάλλει για παραβάσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των λοιπών κανονιστικών πράξεων που αυτή εκδίδει στον επίσημο δικτυακό της τόπο τουλάχιστον στις περιπτώσεις που έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής τους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας χωρίς να έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ή έχει εκδοθεί επ’ αυτής δικαστική απόφαση. Στην κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίηση περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση, μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις ανωνύμως, κατά τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και αφού κριθεί ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι δυσανάλογη προς τη βαρύτητα της παράβασης, β) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευνα, γ) όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στο βαθμό που μπορεί να προσδιορισθεί αυτό, δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα ή φυσικά πρόσωπα. Εναλλακτικά, όταν οι περιστάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ είναι πιθανόν να εκλείψουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δημοσιοποίηση μπορεί να αναβληθεί για το εν λόγω χρονικό διάστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος άρθρου παραμένουν στον επίσημο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος για τουλάχιστον πέντε (5) έτη. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στον επίσημο δικτυακό τόπο της μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 61Ανταλλαγή πληροφοριών για τις κυρώσεις και τήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ΕΑΤ (άρθρο 69 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και στο άρθρο 63 του ν. 3606/2007, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ για όλες τις επιβαλλόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 57 έως 59 και 154 του παρόντος νόμου διοικητικές κυρώσεις, περιλαμβανομένων των διαρκών απαγορεύσεων, καθώς και για κάθε σχετική προσφυγή και την έκβαση αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την αξιολόγηση της καλής φήμης για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του άρθρου 13, της παραγράφου 3 του άρθρου 17, της παραγράφου 1 του άρθρου 83 και του άρθρου 114 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμβουλεύεται την ανωτέρω βάση δεδομένων. Σε περίπτωση που υπάρχει μεταβολή στην εξέλιξη των κυρώσεων ή των ένδικων μέσων που ασκήθηκαν κατά των αποφάσεων των αρμόδιων αρχών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποβάλλει αίτημα στην ΕΑΤ για διαγραφή ή επικαιροποίηση των σχετικών καταχωρίσεων στη βάση δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ελέγχει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία, την ύπαρξη σχετικής καταδίκης, όπως προκύπτει από το ποινικό μητρώο του εμπλεκόμενου φυσικού προσώπου. Για το σκοπό αυτόν ανταλλάσσονται πληροφορίες σύμφωνα με την Απόφαση 2009/316/ΔΕΥ και την Απόφαση πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ, όπως αυτές εφαρμόζονται.

Άρθρο 62Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 70 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και την επιμέτρηση των διοικητικών χρηματικών προστίμων που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνονται κατά περίπτωση υπόψη, ιδίως: α) το είδος, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης, β) ο βαθμός ευθύνης του νομικού ή φυσικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, γ) η οικονομική επιφάνεια του φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπου, δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, στ) τυχόν αρνητικές επιπτώσεις της παράβασης επί των συναλλασσομένων με το πιστωτικό ίδρυμα, ζ) ο βαθμός συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση φυσικού ή νομικού προσώπου με την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η) τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων ή προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, θ) οι τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης, ι) η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος, καθώς και ια) η ανάγκη πρόληψης παρόμοιων παραβάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος καταβάλλονται εντός προθεσμίας οριζόμενης με γενικής ισχύος απόφασή της, αποτελούν έσοδα του Δημοσίου, βεβαιώνονται από τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες και εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδίδονται με βάση τα άρθρα 137, 138, 140, 141, 142 και 145 του παρόντος νόμου, δημοσιεύονται αυθημερόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο Διοικητής, οι Υποδιοικητές, τα μέλη συλλογικών οργάνων και το εν γένει προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ευθύνονται αστικά έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός των κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιοτήτων τους, καθώς επίσης και εντός των λοιπών αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ ανάθεση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με δόλο.

Άρθρο 63Καταγγελίες παραβάσεων (άρθρο 71 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θεσπίζει αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση υποβολής καταγγελιών προς αυτήν σχετικά με επαπειλούμενες ή υπάρχουσες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ανωτέρω μηχανισμοί περιλαμβάνουν ιδίως: β) κατάλληλη προστασία τουλάχιστον από αντίποινα, διακρίσεις ή άλλες μορφές αθέμιτης μεταχείρισης για εργαζομένους ιδρυμάτων, οι οποίοι κοινοποιούν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του ιδρύματος, γ) προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του καταγγέλλοντος όσο και του προσώπου το οποίο φέρεται ότι διέπραξε παράβαση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 2472/1997, δ) σαφείς κανόνες διασφάλισης της εμπιστευτικότητας σχετικά με το πρόσωπο του καταγγέλλοντος σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από την κείμενη νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης ποινικής διαδικασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες οι οποίες διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι, στους οποίους παρέχεται η προστασία των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, έχουν τη δυνατότητα να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικής, ανεξάρτητης και αυτόνομης γραμμής αναφοράς η οποία μπορεί επίσης να παρέχεται με ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους.

Άρθρο 64Δικαίωμα προσφυγής (άρθρο 72 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κανονιστικών πράξεων αυτής υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με κοινοποιούμενη στον αιτούντα απόφασή της, χορηγεί ή αρνείται αιτιολογημένα την έγκρισή της, εντός εξαμήνου από την κατάθεση αίτησης για έγκριση, εφόσον αυτή περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον παρόντα νόμο, τις κανονιστικές πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος ή τα κατά την κρίση της αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες. Η κατά τα ανωτέρω παράλειψη της Τράπεζας της Ελλάδος να αποφασίσει εντός της εξάμηνης προθεσμίας ισοδυναμεί με άρνηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
Άρθρο 65Εσωτερικό κεφάλαιο (άρθρο 73 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των ιδίων κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν (εσωτερικό κεφάλαιο). Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση από τα ιδρύματα ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.

Άρθρο 66Πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης (άρθρο 74 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιο και αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές αναφοράς και κατανομής των αρμοδιοτήτων, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών οι οποίες είναι συνεπείς και προάγουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να είναι επαρκείς και ανάλογοι προς τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 68 έως 87.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα εκπονούν σχέδια ανάκαμψης με σκοπό την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς τους, έπειτα από σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης αυτών. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκπονεί κατά περίπτωση σχέδια εξυγίανσης. Η υποχρέωση για την εκπόνηση και την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και του σχεδίου εξυγίανσης μπορεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, να είναι μειωμένη εφόσον κριθεί, μεταξύ άλλων, ότι η ανάκληση της αδείας λειτουργίας και η θέση σε εκκαθάριση, ή, προκειμένου για επιχειρήσεις επενδύσεων, η πτώχευση, του συγκεκριμένου ιδρύματος δεν θα έχει, λόγω του μεγέθους, του επιχειρηματικού του μοντέλου ή της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοοικονομικό σύστημα εν γένει, ουσιώδεις επιπτώσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης. Επί επιχειρήσεων επενδύσεων η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Προς το σκοπό εκπόνησης και προετοιμασίας βιώσιμων σχεδίων εξυγίανσης, τα ιδρύματα συνεργάζονται στενά με την Τράπεζα της Ελλάδος ή, κατά περίπτωση, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, παρέχοντας κάθε αναγκαία πληροφορία και εκθέτοντας τις επιλογές για την ομαλή εξυγίανσή τους σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και θέση σε ειδική εκκαθάριση, ή, κατά περίπτωση, πτώχευση, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κατά την ανάπτυξη και το συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, η Τράπεζα της Ελλάδος ή, κατά περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Στο πλαίσιο αυτό, ενημερώνουν πλήρως και εκ των προτέρων την ΕΑΤ ως προς τη διεξαγωγή συνεδριάσεων ή δραστηριοτήτων με αντικείμενο την ανάπτυξη και το συντονισμό σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, οσάκις αυτές πραγματοποιούνται, καθώς και για τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση. Προς τούτο παρέχουν στην ΕΑΤ δικαίωμα συμμετοχής στις εν λόγω συνεδριάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου του σχεδίου ανάκαμψης, ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης και την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο κατά το άρθρο 137 ή να λάβει μέτρα εξυγίανσης κατά τα άρθρα 140, 141 και 142.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητήσει σχέδιο ανάκαμψης από τα πιστωτικά ιδρύματα και να καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης και σε ενοποιημένη βάση.

Άρθρο 67Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών (άρθρο 75 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες για τις αποδοχές του προσωπικού σύμφωνα με τα στοιχεία ζ΄, η΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 450 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιεί τις πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών των πολιτικών αποδοχών και τις διαβιβάζει στην ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης, συγκεντρώνει και διαβιβάζει στην ΕΑΤ τις, ανά ίδρυμα, πληροφορίες για τον αριθμό των φυσικών προσώπων με αποδοχές ύψους τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, ανά οικονομικό έτος, με κατηγοριοποίηση σε διαστήματα του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ και μνεία του τομέα απασχόλησής τους και των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων, καθώς και με ανάλυση των βασικών στοιχείων των αποδοχών, των πρόσθετων μεταβλητών αποδοχών, των μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και των συνταξιοδοτικών εισφορών.

Άρθρο 68Αντιμετώπιση κινδύνων (άρθρο 76 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το Διοικητικό Συμβούλιο των ιδρυμάτων εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, περιλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το Διοικητικό Συμβούλιο των ιδρυμάτων αφιερώνει επαρκή χρόνο στην αξιολόγηση των θεμάτων που αφορούν κινδύνους. Το Διοικητικό Συμβούλιο συμμετέχει ενεργά και διασφαλίζει ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων που εξετάζονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, τη χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και εσωτερικών υποδειγμάτων σε σχέση με τους εν λόγω κινδύνους. Το ίδρυμα διαμορφώνει γραμμές αναφοράς προς το Διοικητικό Συμβούλιο, που να καλύπτουν όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, καθώς και τις αλλαγές τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από απόψεως μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συστήνουν επιτροπή διαχείρισης κινδύνων, αποτελούμενη από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Τα μέλη της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση, για να κατανοούν και να παρακολουθούν τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων υποβάλλει εισήγηση στο Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με τη συνολική παρούσα και μελλοντική στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος, υποβοηθώντας το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο έχει την εν γένει αρμοδιότητα ως προς τους κινδύνους, στην επίβλεψη της υλοποίησης, από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, της εν λόγω στρατηγικής, από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων ελέγχει την τιμολόγηση των προσφερόμενων υπηρεσιών, λαμβάνοντας υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος. Όταν η τιμολόγηση δεν απηχεί με ακρίβεια τους κινδύνους σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων, η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων υποβάλλει διορθωτικό σχέδιο στο Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ίδρυμα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν θεωρείται σημαντικό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μπορεί να συνιστά επιτροπή επιφορτισμένη με τις αρμοδιότητες τόσο της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων όσο και της επιτροπής ελέγχου του άρθρου 37 του ν. 3693/2008 (Α΄ 174), κατόπιν απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Τα μέλη της ανωτέρω επιτροπής πρέπει να διαθέτουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εξειδίκευση που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους τόσο ως μελών σε επιτροπή διαχείρισης κινδύνων όσο και ως μελών σε επιτροπή ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση οι ως άνω επιτροπές στελεχώνονται από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα μέλη των ως άνω επιτροπών έχουν επαρκή πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς την κατάσταση κινδύνων του ιδρύματος και στο τμήμα διαχείρισης κινδύνων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σε ειδικούς εξωτερικούς συμβούλους. Οι ως άνω επιτροπές καθορίζουν το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με θέματα κινδύνων. Προκειμένου να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών και πρακτικών αποδοχών και με την επιφύλαξη των καθηκόντων της επιτροπής αποδοχών, εξετάζουν κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπει το σύστημα αποδοχών λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και τα προβλεπόμενα κέρδη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα ιδρύματα διαθέτουν λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας της παραγράφου 5 του άρθρου 7 της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αρ. 2/452/1.11.2007 (Β΄2137), προκειμένου για επιχειρήσεις επενδύσεων, και της ΠΔ/ΤΕ 2577/2006 (Α΄ 59), προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες του και έχει επαρκείς εξουσίες, κύρος, πόρους και πρόσβαση στο Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η λειτουργία διαχείρισης κινδύνων: α) διασφαλίζει τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη δέουσα αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνων, β) συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη της στρατηγικής κινδύνων του ιδρύματος και σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης κινδύνων και μπορεί να παρουσιάσει πλήρη εικόνα ολόκληρου του φάσματος των κινδύνων που αντιμετωπίζει το ίδρυμα, γ) αναφέρεται, μέσω της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων, στο Διοικητικό Συμβούλιο, ανεξάρτητα από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, και θέτει υπόψη του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και προειδοποιεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, για την εξέλιξη των αναλαμβανόμενων κινδύνων που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν το ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Ο επικεφαλής της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων είναι ανεξάρτητο ανώτερο διοικητικό στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα. Όπου η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος δεν δικαιολογούν την ύπαρξη προσώπου ειδικώς επιφορτισμένου με αυτό το καθήκον, οι εν λόγω αρμοδιότητες μπορούν να ανατεθούν σε άλλο ανώτερο διοικητικό στέλεχος του ιδρύματος παράλληλα με τις λοιπές αρμοδιότητές του, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργείται σύγκρουση συμφερόντων. Ο επικεφαλής της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων δεν απαλλάσσεται των καθηκόντων του χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων ή των μη εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και έχει απευθείας πρόσβαση στην Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων ή στα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου όποτε αυτό απαιτείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου δεν θίγει την εφαρμογή της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αρ. 2/452/1.11.2007 στις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Άρθρο 69Εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 77 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενθαρρύνει τα ιδρύματα που είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης, καθώς και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, να αναπτύσσουν την ικανότητα εσωτερικής αξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου και να αυξάνουν τη χρήση της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, όταν τα ανοίγματά τους είναι σημαντικά σε απόλυτες τιμές και όταν έχουν ταυτόχρονα ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών αντισυμβαλλομένων. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στα άρθρα 102 έως 106 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων, τα παρακολουθεί προκειμένου να διαπιστώνει ότι δεν βασίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις για την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενθαρρύνει τα ιδρύματα, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους να αναπτύσσουν διαδικασίες για την εσωτερική αξιολόγηση ειδικού κινδύνου και να αυξάνουν τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων των ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, καθώς και τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης σε περίπτωση που η έκθεσή τους σε ειδικό κίνδυνο είναι ουσιώδης σε απόλυτες τιμές και στην περίπτωση που έχουν μεγάλο αριθμό καθαρών θέσεων σε χρεωστικούς τίτλους διαφορετικών εκδοτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στα άρθρα 362 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 70Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των εσωτερικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 78 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων εξαιρουμένου του λειτουργικού κινδύνου γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών των εσωτερικών προσεγγίσεών τους για τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς. Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους μαζί με επεξήγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για τη διενέργειά τους σε κατάλληλη συχνότητα που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον δε ετησίως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με τα σχετικά εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην ΕΑΤ. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιλέγει να αναπτύσσει ειδικά χαρτοφυλάκια, διαβουλεύεται με την ΕΑΤ και διασφαλίζει ότι τα ιδρύματα γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών διακριτά από τα αποτελέσματα των υπολογισμών για τα χαρτοφυλάκια της ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει, βάσει των πληροφοριών που υποβάλλονται από τα ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το εύρος των σταθμισμένων ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, πέραν του λειτουργικού κινδύνου, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς, που απορρέουν από τις εσωτερικές προσεγγίσεις των εν λόγω ιδρυμάτων. Τουλάχιστον σε ετήσια βάση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί την ποιότητα των ανωτέρω προσεγγίσεων, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στις προσεγγίσεις: α) που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμα, β) με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή διαφοροποίηση, καθώς και σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν συγκεκριμένα ιδρύματα παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση σε σχέση με την πλειοψηφία των ομοειδών ιδρυμάτων ή υπάρχει μικρή ομοιότητα στην προσέγγιση η οποία οδηγεί σε μεγάλη διακύμανση των αποτελεσμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ερευνά τα σχετικά αίτια και, εφόσον διαπιστώνεται ότι η προσέγγιση ενός ιδρύματος οδηγεί σε υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές των υποκείμενων κινδύνων των ανοιγμάτων ή θέσεων, λαμβάνει διορθωτικά μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου τηρούν την αρχή σύμφωνα με την οποία τα μέτρα αυτά πρέπει να συνάδουν με τους στόχους μιας εσωτερικής προσέγγισης και συνεπώς: α) δεν συνεπάγονται τυποποίηση ή προτιμώμενες μεθόδους, β) δεν δημιουργούν εσφαλμένα κίνητρα ή γ) δεν προκαλούν αγελαία συμπεριφορά.

Άρθρο 71Πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένου (άρθρο 79 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα: α) βασίζουν τη χορήγηση πιστώσεων σε ορθά και σαφώς καθορισμένα κριτήρια και καθορίζουν με σαφήνεια τη διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων, β) χρησιμοποιούν εσωτερικές μεθοδολογίες που τους επιτρέπουν να αξιολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο των ανοιγμάτων σε μεμονωμένους οφειλέτες, σε τίτλους ή σε θέσεις τιτλοποίησης και τον πιστωτικό κίνδυνο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. Ειδικότερα, οι εσωτερικές μέθοδοι δεν στηρίζονται αποκλειστικά ή μηχανικά σε εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Στην περίπτωση που οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βασίζονται σε αξιολόγηση από Εξωτερικό Οργανισμό Πιστοληπτικών Αξιολογήσεων (ΕΟΠΑ) ή στο γεγονός ότι ένα άνοιγμα δεν έχει λάβει πιστοληπτική αξιολόγηση, τα ιδρύματα δεν απαλλάσσονται από την πρόσθετη εξέταση άλλων σχετικών πληροφοριών για την αξιολόγηση της κατανομής του εσωτερικού κεφαλαίου, γ) διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα για τη διαρκή διαχείριση και παρακολούθηση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και ανοιγμάτων που ενέχουν πιστωτικό κίνδυνο των ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων του εντοπισμού και της διαχείρισης προβληματικών πιστώσεων, της διενέργειας επαρκών προσαρμογών και προβλέψεων αξίας, δ) διαφοροποιούν επαρκώς τα χαρτοφυλάκια πιστώσεων, λαμβανομένων υπόψη των αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται ή σκοπεύει να δραστηριοποιηθεί το ίδρυμα και της συνολικής πιστοδοτικής στρατηγικής του ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση αίτησης χορήγησης δανείου ή λοιπών πιστώσεων από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, οι αιτούντες παρέχουν πλήρη και ακριβή πληροφόρηση για την αξιολόγηση από το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα της φερεγγυότητας και της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τους, κατά τη διαβάθμιση των σχετικών κινδύνων με βάση το άρθρο αυτό τυχόν μερική ή ολική άρνηση του αιτούντος να χορηγήσει τέτοιες πληροφορίες. Στις πληροφορίες αυτές δεν περιλαμβάνονται αυτές που σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

Άρθρο 72Υπολειπόμενος κίνδυνος (άρθρο 80 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα διασφαλίζουν και ελέγχουν με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες τον κίνδυνο να αποδειχθούν οι αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, που χρησιμοποιούν, λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμενόταν.

Άρθρο 73Κίνδυνος συγκέντρωσης (άρθρο 81 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν και ελέγχουν με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες τον κίνδυνο συγκέντρωσης που απορρέει από: α) ανοίγματα έναντι μεμονωμένων αντισυμβαλλόμενων, περιλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων ή αντισυμβαλλόμενων που εντάσσονται στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή ή β) την ίδια δραστηριότητα ή γ) το ίδιο βασικό εμπόρευμα ή δ) την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως του κινδύνου συγκέντρωσης που συνδέεται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως έναντι ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων.

Άρθρο 74Κίνδυνος τιτλοποίησης (άρθρο 82 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα αξιολογούν και αντιμετωπίζουν με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες τους κινδύνους που απορρέουν από συναλλαγές τιτλοποίησης, στις οποίες το ίδρυμα είναι ο επενδυτής, ο μεταβιβάζων, κατά την έννοια του σημείου 13 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή ο χρηματοδότης, περιλαμβανομένου του κινδύνου φήμης. Τέτοιοι κίνδυνοι μπορεί να απορρέουν από πολύπλοκες δομές ή προϊόντα. Τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής λαμβάνεται πλήρως υπόψη στις αποφάσεις αξιολόγησης και διαχείρισης των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που το μεταβιβάζον, κατά την έννοια του σημείου 13 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ίδρυμα έχει προβεί σε τιτλοποίηση ανακυκλούμενων συναλλαγών με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης προβλέπεται σχεδιασμός σχετικά με τη ρευστότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τόσο των προγραμματισμένων όσο και των πρόωρων εξοφλήσεων.

Άρθρο 75Κίνδυνος αγοράς (άρθρο 83 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση όλων των σημαντικών παραγόντων και επιπτώσεων των κινδύνων της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η αρνητική (short) θέση καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θετική (long) θέση, τα ιδρύματα λαμβάνουν επίσης μέτρα κατά του κινδύνου περιορισμένης ρευστότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το εσωτερικό κεφάλαιο είναι επαρκές για σημαντικούς κινδύνους της αγοράς που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα που, κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, σύμφωνα με τα άρθρα 326 έως 350 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχουν συμψηφίσει τις θέσεις που έχουν σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν έναν δείκτη μετοχών με αντίθετη θέση ή θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών ή σε άλλο προϊόν συνδεδεμένο με δείκτη μετοχών, έχουν επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο βάσης για τη ζημία που προκύπτει από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή του άλλου προϊόντος τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν. Τα ιδρύματα έχουν επίσης επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο όταν κατέχουν αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επί δείκτη μετοχών των οποίων η ληκτότητα, η σύνθεση ή και τα δύο δεν είναι πανομοιότυπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τα ιδρύματα, σε περίπτωση που κάνουν χρήση του άρθρου 345 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διατηρούν επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται μεταξύ του χρόνου της αρχικής δέσμευσης και της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 76Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών (άρθρο 84 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συστήματα για τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και τη διαχείριση του κινδύνου από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων στο μέτρο που επηρεάζουν τις δραστηριότητες του ιδρύματος οι οποίες δεν σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

Άρθρο 77Λειτουργικός κίνδυνος (άρθρο 85 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση της έκθεσης σε λειτουργικό κίνδυνο, περιλαμβανομένου του κινδύνου υποδείγματος, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα ορίζουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς αυτών των πολιτικών και διαδικασιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα καταρτίζουν σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας, τα οποία διασφαλίζουν την ικανότητά τους να συνεχίζουν τη λειτουργία τους και να περιορίζουν τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δραστηριότητάς τους.

Άρθρο 78Κίνδυνος ρευστότητας (άρθρο 86 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα διαθέτουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλων χρονικών διαστημάτων, μεταξύ άλλων εντός της ημέρας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας. Αυτές οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, τα νομίσματα, τους κλάδους και τις νομικές οντότητες και περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς κατανομής του κόστους ρευστότητας, ωφελειών και κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι ανάλογα με την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας των ιδρυμάτων και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο και απηχούν τη σημασία του ιδρύματος σε κάθε κράτος−μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Τα ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το επίπεδο ανοχής κινδύνου σε όλες τις σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, διαθέτουν προφίλ κινδύνου ρευστότητας που συνάδει και δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για ένα εύρυθμο και άρτιο σύστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά το προφίλ κινδύνου ρευστότητας, όπως τον σχεδιασμό των προϊόντων και τον όγκο των συναλλαγών τους, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τη συγκέντρωση των χρηματοδοτήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναλαμβάνει αποτελεσματική δράση όταν οι εξελίξεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο μπορεί να οδηγήσουν σε αστάθεια μεμονωμένου ιδρύματος ή συστημική αστάθεια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ για οποιεσδήποτε δράσεις αναλαμβάνουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα ιδρύματα αναπτύσσουν μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των θέσεων χρηματοδότησης. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν τρέχουσες και προβλεπόμενες χρηματορροές που προκύπτουν από στοιχεία του ενεργητικού, του παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα ιδρύματα διακρίνουν μεταξύ δεσμευμένων και μη δεσμευμένων στοιχείων του ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Τα ιδρύματα λαμβάνουν, επίσης, υπόψη την οντότητα στην οποία ανήκουν τα στοιχεία του ενεργητικού, τη χώρα όπου τα στοιχεία είναι είτε νομίμως εγγεγραμμένα σε μητρώο είτε σε λογαριασμό και την επιλεξιμότητά τους, και παρακολουθούν τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να μεταφέρονται εγκαίρως τα στοιχεία του ενεργητικού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ιδρύματα λαμβάνουν, επίσης, υπόψη τους υφιστάμενους νομικούς, κανονιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ οντοτήτων, εντός και εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα ιδρύματα εξετάζουν διάφορες τεχνικές μείωσης κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ενός συστήματος ορίων και αποθεμάτων ρευστότητας, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξουν σειρά διαφορετικών περιπτώσεων κρίσης, καθώς και μια επαρκώς διαφοροποιημένη χρηματοδοτική διάρθρωση και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Αυτές οι τεχνικές επανεξετάζονται τακτικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Τα ιδρύματα εξετάζουν εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τις τεχνικές μείωσης κινδύνου και επανεξετάζουν τουλάχιστον ετησίως τις παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη θέση χρηματοδότησης. Για τους σκοπούς αυτούς, τα εναλλακτικά σενάρια αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οντοτήτων ειδικού σκοπού τιτλοποίησης (SSPE) ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, όπως ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε σχέση με τις οποίες το ίδρυμα ενεργεί ως ανάδοχος ή παρέχει σημαντική υποστήριξη ρευστότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις εναλλακτικών σεναρίων τα οποία: α) εξειδικεύονται ανά ίδρυμα, β) καλύπτουν όλο το εύρος της αγοράς, και γ) συνδυάζουν τα ανωτέρω εξετάζοντας παράλληλα διαφορετικές χρονικές περιόδους και διάφορα επίπεδα ακραίων καταστάσεων των παραμέτρων κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Τα ιδρύματα προσαρμόζουν τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τα όρια κινδύνου ρευστότητας και αναπτύσσουν αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Τα ιδρύματα θεσπίζουν σχέδια αποκατάστασης ρευστότητας, τα οποία καθορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ελλειμμάτων που αφορούν υποκαταστήματα σε άλλα κράτη−μέλη. Τα σχέδια αυτά ελέγχονται από τα ιδρύματα τουλάχιστον ετησίως, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στην παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου, υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες να μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα. Τα ιδρύματα προβαίνουν στις απαραίτητες λειτουργικές ενέργειες εκ των προτέρων για να διασφαλίσουν ότι τα σχέδια αποκατάστασης ρευστότητας μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Για τα πιστωτικά ιδρύματα, αυτές οι λειτουργικές ενέργειες περιλαμβάνουν την τήρηση ενεχύρων που είναι άμεσα διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό περιλαμβάνει την τήρηση ενεχύρων, όπου απαιτείται, στο νόμισμα άλλου κράτουςμέλους ή στο νόμισμα τρίτης χώρας στην οποία είναι εκτεθειμένα τα πιστωτικά ιδρύματα και, όπου απαιτείται για λειτουργικούς λόγους, εντός της Επικράτειας ενός κράτους−μέλους υποδοχής ή τρίτης χώρας στο νόμισμα της οποίας είναι εκτεθειμένα.

Άρθρο 79Κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης (άρθρο 87 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα θεσπίζουν πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης. Οι δείκτες κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης περιλαμβάνουν το δείκτη μόχλευσης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις αναντιστοιχίες μεταξύ του ενεργητικού και των υποχρεώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν προληπτικά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης λαμβάνοντας υπόψη τις δυνητικές αυξήσεις του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης λόγω μειώσεων των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος συνεπεία αναμενόμενων ή πραγματοποιηθεισών ζημιών, ανάλογα με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες. Για αυτόν το σκοπό, πρέπει να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν σε σειρά διαφορετικών γεγονότων ακραίων καταστάσεων κρίσης όσον αφορά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης.

Άρθρο 80Ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης (άρθρο 88 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει, επιβλέπει και λογοδοτεί για την υλοποίηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση ενός ιδρύματος, περιλαμβανομένου του διαχωρισμού αρμοδιοτήτων στον οργανισμό και την πρόληψη αντικρουόμενων συμφερόντων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης εφαρμόζονται οι εξής αρχές: α) το Διοικητικό Συμβούλιο φέρει τη γενική ευθύνη διοίκησης και λειτουργίας του ιδρύματος, εγκρίνει και επιβλέπει την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης του ιδρύματος, β) το Διοικητικό Συμβούλιο διασφαλίζει την αρτιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικών εκθέσεων, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ελέγχων και της συμμόρφωσης με το νόμο και τα συναφή πρότυπα, γ) το Διοικητικό Συμβούλιο επιβλέπει τη διαδικασία των, κατά νόμον, δημοσιοποιήσεων και τις ανακοινώσεις, δ) το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική επίβλεψη των ανωτέρων διοικητικών στελεχών, κατά την έννοια της περίπτωσης 9 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, ε) ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ενός ιδρύματος δεν ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στο ίδιο ίδρυμα, εκτός αν έχει λάβει έγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί και αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποτελούμενη από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων: α) εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο ή από τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για τις κενές θέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, αξιολογεί το συνδυασμό ευρύτητας γνώσεων ανά αντικείμενο, δεξιοτήτων, και εμπειρίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης, προβαίνει στην περιγραφή των επιμέρους δεξιοτήτων και προσόντων που κατά την κρίση της απαιτούνται για την πλήρωση των θέσεων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και εκτιμά τον χρόνο που πρέπει να αφιερώνεται στην αντίστοιχη θέση. Επιπροσθέτως, η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων θέτει στόχο για την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο Διοικητικό Συμβούλιο και εκπονεί πολιτική ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα αυξηθεί ο αριθμός των προσώπων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός. Ο στόχος, η πολιτική και η εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 435 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως αξιολογεί τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του Διοικητικού Συμβουλίου και απευθύνει συστάσεις προς αυτό σχετικά με τυχόν αλλαγές που κρίνει σκόπιμες, γ) περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως αξιολογεί τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρία ανά αντικείμενο μεμονωμένων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διοικητικού Συμβουλίου ως συνόλου και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο Διοικητικό Συμβούλιο, δ) επανεξετάζει περιοδικά την πολιτική που εφαρμόζει το Διοικητικό Συμβούλιο για την επιλογή και το διορισμό ανώτερων διοικητικών στελεχών, κατά την έννοια της περίπτωσης 9 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, και απευθύνει συστάσεις προς αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη, σε διαρκή βάση και στο βαθμό που είναι δυνατό, την ανάγκη να διασφαλισθεί ότι κατά τη λήψη των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου δεν βαρύνει ουσιωδώς η βούληση ενός ατόμου ή μιας μικρής ομάδας κατά τρόπο που θίγει τα συμφέροντα του ιδρύματος ως συνόλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιουσδήποτε πόρους κρίνει κατάλληλους, περιλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, της παρέχεται δε η δέουσα χρηματοδότηση για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι παράγραφοι 4 έως και 7 του παρόντος άρθρου δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί ιδρυμάτων οργανωμένων κατά το δυαδικό σύστημα διοίκησης.

Άρθρο 81Υποβολή εκθέσεων ανά χώρα (άρθρο 89 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από την 1η Ιανουαρίου 2015, κάθε ίδρυμα δημοσιοποιεί την 30ή Ιουνίου έκαστου ημερολογιακού έτους, εξειδικεύοντας ανά κράτος−μέλος και τρίτη χώρα στις οποίες διαθέτει έδρα, τις ακόλουθες πληροφορίες σε ενοποιημένη βάση για το οικονομικό έτος: α) επωνυμία ή επωνυμίες, φύση δραστηριοτήτων και γεωγραφική θέση, β) κύκλο εργασιών, γ) αριθμό εργαζομένων σε ισοδύναμο καθεστώς πλήρους απασχόλησης, δ) αποτελέσματα προ φόρων, ε) φόρους επί των αποτελεσμάτων, στ) εισπραττόμενες δημόσιες επιδοτήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 για πρώτη φορά την 1η Ιουλίου 2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Έως την 1η Ιουλίου 2014, όλα τα παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια εντός της Ένωσης, όπως προσδιορίζονται διεθνώς, υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμπιστευτικά τις πληροφορίες των περιπτώσεων δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ελέγχονται σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ (EE L 157) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 3693/2008 και δημοσιεύονται, εφόσον είναι δυνατόν, ως παράρτημα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή, όπου συντρέχει περίπτωση, των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του ενδιαφερόμενου ιδρύματος.

Άρθρο 82Δημοσιοποίηση της απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού (άρθρο 90 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους μεταξύ των βασικών δεικτών δημοσιοποιούν τη συνολική απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού τους, η οποία υπολογίζεται ως το καθαρό αποτέλεσμά τους διαιρούμενο προς το ύψος του ενεργητικού τους.

Άρθρο 83Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 91 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πρέπει να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ανά αντικείμενο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ως συνόλου αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα γνώσεων και εμπειριών ανά αντικείμενο των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Ειδικότερα, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο αριθμός των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος συναρτάται με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Εξαιρουμένων των εκπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος το οποίο είναι σημαντικό από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του δεν επιτρέπεται να κατέχουν, από την 1η Ιουλίου 2014, περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων σε Διοικητικά Συμβούλια ταυτόχρονα: α) μία θέση εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου, β) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως κατοχή μίας θέσης Διοικητικού Συμβουλίου: α) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου, β) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου στο πλαίσιο: αα) ιδρυμάτων που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον πληρούνται οι εκεί διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 7 του εν λόγω άρθρου, ή ββ) επιχειρήσεων (περιλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι θέσεις μέλους σε όργανα διοίκησης οντοτήτων που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπει σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρούν μια πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ, σε τακτική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το Διοικητικό Συμβούλιο κατέχει ως σύνολο επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ανά αντικείμενο ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και τη δέουσα ανεξαρτησία ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί και να επιχειρηματολογεί αναλόγως σχετικά με τις αποφάσεις των ανώτερων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων από τη διοίκηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ιδρύματα αφιερώνουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους προκειμένου να διευκολύνουν την ανάληψη και άσκηση των καθηκόντων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα ιδρύματα και οι αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την εκλογή μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο εφαρμόζοντας προς το σκοπό αυτό πολιτική που προωθεί το κατάλληλο επίπεδο διαφοροποίησης στο Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συλλέγουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 435 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις χρησιμοποιούν για τη συγκριτική αξιολόγηση των πολιτικών διαφοροποίησης στα Διοικητικά Συμβούλια και τις διαβιβάζουν στην ΕΑΤ.

Άρθρο 84Πολιτικές αποδοχών (άρθρο 92 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 85, 86 και 87 εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου, μητρικής εταιρείας και θυγατρικών, περιλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια οικονομικά κέντρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών αποδοχών, συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους: α) η πολιτική αποδοχών συνάδει με και προάγει την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του ιδρύματος, β) η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος και περιλαμβάνει μέτρα για την αποφυγή αντικρουόμενων συμφερόντων, γ) τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, υιοθετούν και περιοδικά αναθεωρούν τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνα για την επίβλεψη της υλοποίησής της, δ) η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο, όπως ασκείται από τη Μονάδα Εσωτερικής Επιθεώρησης ή τη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου για τις ΑΕΠΕΥ ως προς τη συμμόρφωση προς την πολιτική και τις διαδικασίες αποδοχών που έχουν εγκριθεί από τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ε) τα μέλη του προσωπικού που έχουν επιφορτισθεί με καθήκοντα ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν, στ) οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στις λειτουργίες διαχείρισης κινδύνου και κανονιστικής συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 87 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ζ) στην πολιτική αποδοχών γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των κριτηρίων όσον αφορά τον καθορισμό: αα) των σταθερών βασικών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν κυρίως τη συναφή επαγγελματική εμπειρία και την ευθύνη της θέσης, όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του εργαζόμενου ως μέρος των όρων της σύμβασης, και ββ) των μεταβλητών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν επιδόσεις μακροπρόθεσμες και προσαρμοσμένες στον κίνδυνο, καθώς και επιδόσεις που υπερβαίνουν τις απαιτούμενες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του εργαζόμενου ως μέρος των όρων της σύμβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο σύνολο των αποδοχών περιλαμβάνονται οι μισθοί και οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές, για τις κατηγορίες εργαζομένων που περιλαμβάνουν ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, καθώς και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αποδοχών με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 86 εκτός της περίπτωσης στ΄ και 87 κατωτέρω, καθορίζονται κριτήρια και θεσπίζονται κανόνες σχετικά με την πολιτική αποδοχών των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων. Η απόφαση αυτή λαμβάνει υπ’ όψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εν θέματι επιχειρήσεων, το μέγεθός τους, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τους σκοπούς της παραγράφου της παραγράφου 4 οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

Άρθρο 85Ιδρύματα που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κρατική ενίσχυση (άρθρο 93 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Στην περίπτωση ιδρυμάτων που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κρατική ενίσχυση, ισχύουν επιπρόσθετα σε αυτές της παραγράφου 2 του άρθρου 84 οι εξής αρχές: α) οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται αυστηρά ως ποσοστό επί των καθαρών εσόδων, όταν δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης και την έγκαιρη έξοδο από την κρατική ενίσχυση, β) η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από τα ιδρύματα να αναδιαρθρώνουν τις αποδοχές κατά τρόπο που να ευθυγραμμίζονται με τη χρηστή διαχείριση των κινδύνων και τη μακροπρόθεσμη πορεία, περιλαμβανομένης, όπου συντρέχει περίπτωση, της θέσπισης ορίων στις αποδοχές των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, γ) δεν καταβάλλονται μεταβλητές αποδοχές στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, εκτός αν αυτό δικαιολογείται δεόντως.

Άρθρο 86Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών (άρθρο 94 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Στην περίπτωση μεταβλητών στοιχείων αποδοχών, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα και βάσει των ιδίων προϋποθέσεων με εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 84, τηρουμένων των ειδικότερων διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας: α) στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της εμπλεκόμενης υπηρεσιακής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του ιδρύματος, και, κατά την αξιολόγηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια, β) η αξιολόγηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε χρονική περίοδο εντός της οποίας είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη ο υποκείμενος κύκλος της οικονομικής δραστηριότητας του ιδρύματος και οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι, γ) το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα των ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους, δ) οι εγγυημένες μεταβλητές αμοιβές δεν συνάδουν με την υγιή διαχείριση κινδύνων ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων και δεν περιλαμβάνονται στα μελλοντικά σχέδια αποδοχών και ως εκ τούτου αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα διαθέτει υγιή και ισχυρή κεφαλαιακή βάση, και μόνο για το πρώτο έτος απασχόλησης, ε) οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα. Το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να επιτρέπει την εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών αποδοχών, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθούν μεταβλητές αποδοχές, στ) τα ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, εφαρμόζοντας τις ακόλουθες αρχές: αα) η μεταβλητή συνιστώσα δεν υπερβαίνει το 100% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο, ββ) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος μπορεί να εγκρίνει υψηλότερη μέγιστη αναλογία μεταξύ σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το 200% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε πρόσωπο. Τυχόν έγκριση υψηλότερης αναλογίας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου πραγματοποιείται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία: i) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος αποφασίζει βάσει λεπτομερούς εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος στην οποία αναφέρονται οι λόγοι και η έκταση εφαρμογής της επιδιωκόμενης έγκρισης, περιλαμβανομένων του αριθμού των απασχολούμενων το οποίο αφορά, των καθηκόντων τους και του αναμενόμενου αντίκτυπου ως προς την απαίτηση διατήρησης υγιούς κεφαλαιακής βάσης, ii) η Γενική Συνέλευση αποφασίζει με πλειοψηφία 66% τουλάχιστον εφόσον παρίσταται ή εκπροσωπείται το 50% τουλάχιστον των μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή, σε αντίθετη περίπτωση, αποφασίζουν με πλειοψηφία 75% των παρόντων ή εκπροσωπούμενων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, iii) το ίδρυμα γνωστοποιεί σε όλους τους μετόχους ή τους συνεταίρους, παρέχοντας προηγουμένως εύλογη περίοδο προειδοποίησης, ότι θα επιδιωχθεί έγκριση δυνάμει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου, iv) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τη γνωστοποίηση προς τους μετόχους, περιλαμβανομένης της προτεινόμενης υψηλότερης μέγιστης αναλογίας και του σχετικού σκεπτικού, είναι δε σε θέση να αποδείξει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η προτεινόμενη υψηλότερη αναλογία δεν αντιβαίνει στις υποχρεώσεις του ιδρύματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχοντας ιδίως υπόψη τις υποχρεώσεις περί ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, v) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, περιλαμβανομένης τυχόν έγκρισης υψηλότερης αναλογίας βάσει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου, η δε Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιούν τις λαμβανόμενες πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των σχετικών πρακτικών των ιδρυμάτων. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζουν τις εν λόγω πληροφορίες στην ΕΑΤ οι οποίες δημοσιεύονται συνολικά στη βάση κράτους−μέλους προέλευσης σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων, vi) τα μέλη του προσωπικού τα οποία αφορούν άμεσα τα αναφερόμενα στο παρόν σημείο υψηλότερα μέγιστα επίπεδα μεταβλητών αποδοχών δεν επιτρέπεται, κατά περίπτωση, να ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, τυχόν δικαιώματα ψήφου που μπορεί να έχουν ως μέτοχοι του ιδρύματος, ζ) οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και δεν ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτων, η) τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση πρέπει να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί διακράτησης, αναβολής, αναστολής, επιδόσεων και ανάκτησης, θ) η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται, ι) η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός του ιδρύματος λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων, ια) αα) σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50% των μεταβλητών αποδοχών, αποτελείται από αναλογία των παρακάτω: i) μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική μορφή του ιδρύματος ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, σε περίπτωση μη εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ιδρυμάτων, ii) κατά περίπτωση, άλλα μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 52 ή 63 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή άλλα μέσα πλήρως μετατρέψιμα σε μέσα του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ή που έχουν επανεκτιμηθεί, τα οποία σε κάθε περίπτωση αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών. ββ) Τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα περίπτωση αα΄ υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης, η οποία έχει καταρτιστεί με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θέτει περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύει ορισμένα μέσα σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο. Η παρούσα περίπτωση αα΄ εφαρμόζεται τόσο στην αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών σύμφωνα με την περίπτωση ιβ΄ όσο και στη μη αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών, ιβ) αα) η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον σε ποσοστό ύψους 40% της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για χρονική περίοδο η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρία (3) έως πέντε (5) έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση των δραστηριοτήτων και, τους κινδύνους του ιδρύματος, καθώς και τα καθήκοντα του μέλους του προσωπικού τον οποίο αφορούν. ββ) οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής δεν καθίστανται καταβλητέες ταχύτερα απ’ ότι προβλέπεται σε αναλογική βάση (prorata). Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους 60%. Η χρονική διάρκεια της περιόδου αναβολής καθορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού τα οποία αφορά, ιγ) αα) οι μεταβλητές αποδοχές, περιλαμβανομένου του αναβαλλόμενου μέρους, καταβάλλονται ή κατοχυρώνονται μόνον εφόσον είναι αποδεκτές βάσει της συνολικής χρηματοοικονομικής κατάστασης του ιδρύματος και δικαιολογούνται βάσει των επιδόσεων του ιδρύματος, της εμπλεκόμενης επιχειρησιακής μονάδας και του μέλους του προσωπικού το οποίο αφορούν. ββ) Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών, κατά κανόνα, μειώνεται σημαντικά όταν το ίδρυμα παρουσιάζει φθίνουσες ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις. Στην περίπτωση αυτή, λαμβάνονται υπόψη τόσο οι τρέχουσες αποδοχές όσο και οι μειώσεις στις αποδοχές που είχαν κατοχυρωθεί στο παρελθόν, μεταξύ άλλων, μέσω ρυθμίσεων malus, επιστροφής αποδοχών (clawback) ή μέσω άλλων ρυθμίσεων. γγ) Ποσοστό έως και 100% του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών υπόκειται σε ρυθμίσεις malus ή ρυθμίσεις περί επιστροφής αποδοχών. Τα ιδρύματα θεσπίζουν συγκεκριμένα κριτήρια για την εφαρμογή των ρυθμίσεων malus ή επιστροφής αποδοχών. Τα εν λόγω κριτήρια καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το μέλος του προσωπικού, το οποίο αφορούν: i) συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στο ίδρυμα, ii) δεν πληρούσε τα προσήκοντα πρότυπα καταλληλότητας, ιδ) η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Εάν ο απασχολούμενος αποχωρήσει από το ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διακρατούνται από το ίδρυμα για χρονικό διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση ια΄ του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση απασχολούμενου, ο οποίος συνταξιο δοτείται, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση ια΄ του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης, ιε) τα μέλη του προσωπικού δεν χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη (ασφάλιση αστικής ευθύνης) με τις οποίες καταστρατηγούνται οι ενσωματωμένοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο, ιστ) οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που εμποδίζουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 87Επιτροπή αποδοχών (άρθρο 95 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν επιτροπή αποδοχών. Η επιτροπή αποδοχών συγκροτείται κατά τρόπο, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει εξειδικευμένη και ανεξάρτητη γνώμη για τις πολιτικές αποδοχών και την εφαρμογή τους, καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται κατά τη διαχείριση των κινδύνων, των κεφαλαίων και της ρευστότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η επιτροπή αποδοχών είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των αποφάσεων σχετικά με τις αποδοχές, περιλαμβανομένων όσων έχουν επιπτώσεις στους αναλαμβανόμενους κινδύνους και τη διαχείρισή τους. Οι εν λόγω αποφάσεις λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος. Κατά την προετοιμασία των ως άνω αποφάσεων, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων μερών σε σχέση με το ίδρυμα, καθώς και το δημόσιο συμφέρον.

Άρθρο 88Τήρηση ιστοτόπου σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τις αποδοχές (άρθρο 96 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα που τηρούν ιστότοπο εξηγούν σε ειδικό χώρο αυτού με ποιο τρόπο συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις των διατάξεων άρθρων 80 έως 87.

Άρθρο 89Εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης (άρθρο 97 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 90, εξετάζει τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη συμμόρφωσή τους προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013. Προς το σκοπό αυτόν αξιολογεί: α) κινδύνους τους οποίους τα ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν, β) κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξ αιτίας του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου δυνάμει του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 ή των συστάσεων του ΕΣΣΚ όπου απαιτείται, και γ) κινδύνους που εντοπίζονται κατά τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης και αξιολόγησης της προηγούμενης παραγράφου θα καλύπτει όλες τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Βάσει της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους και η ρευστότητά τους εξασφαλίζουν τη συνετή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει με απόφασή της τη συχνότητα και το εύρος της εξέτασης και αξιολόγησης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συνεκτιμώντας το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τα ιδρύματα που καλύπτονται από το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης της παραγράφου 2 του άρθρου 91.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση που ίδρυμα ενέχει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμελλητί την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα της εποπτικής διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης.

Άρθρο 90Τεχνικά κριτήρια για την εποπτική εξέταση και αξιολόγηση (άρθρο 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης που πραγματοποιείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δυνάμει του άρθρου 89, επιπλέον του πιστωτικού, του λειτουργικού και του κινδύνου αγοράς καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 177 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 που πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων, β) το βαθμό έκθεσης των ιδρυμάτων, καθώς και τη διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις των άρθρων 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και του άρθρου 73 του παρόντος νόμου, γ) την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, δ) το βαθμό επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του βαθμού κατά τον οποίο έχει επιτευχθεί η μεταφορά του κινδύνου, ε) την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, περιλαμβανομένων των αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης τεχνικών μείωσης του κινδύνου (ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης, στ) τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων, ζ) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει των άρθρων 362 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η) τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων των ιδρυμάτων, θ) το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος, ι) την αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 89 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διεξάγει σε τακτά διαστήματα συνολική εκτίμηση της γενικής διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα ιδρύματα και προάγει την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθοδολογιών. Κατά τη διενέργεια αυτών των αξιολογήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεκτιμά το ρόλο που διαδραματίζουν τα ιδρύματα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει το βαθμό κατά τον οποίο ένα ίδρυμα έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση. Αν διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη σε τιτλοποίηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίζει την αυξημένη προσδοκία ότι το ίδρυμα θα παράσχει και μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και ως εκ τούτου δεν θα μπορέσει να επιτύχει ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τους σκοπούς της εποπτικής αξιολόγησης που πρέπει να γίνει βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 89, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει εάν οι αναπροσαρμογές της αξίας που έχουν πραγματοποιηθεί για θέσεις ή χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, επιτρέπουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η εποπτική αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και ο οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους. Μέτρα θα απαιτηθούν τουλάχιστον στην περίπτωση ιδρυμάτων που η μείωση είναι μεγαλύτερη του 20% των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης ή μεταβολής των επιτοκίων κατά τα οριζόμενα σε κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η εποπτική αξιολόγηση που διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης όπως αυτός προσεγγίζεται από δείκτες υπερβολικής μόχλευσης, περιλαμβανομένου του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τον προσδιορισμό του αποδεκτού επιπέδου του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων και των στρατηγικών, διαδικασιών και μηχανισμών που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η εποπτική αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης των ιδρυμάτων, την εταιρική τους φιλοσοφία και αξίες, καθώς και την ικανότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Κατά την εποπτική αξιολόγηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τουλάχιστον πρόσβαση στα θέματα προς συζήτηση και στα συνοδευτικά έγγραφα των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού, καθώς και στα αποτελέσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης της επίδοσης του Διοικητικού Συμβουλίου.

Άρθρο 91Πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης (άρθρο 99 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης τουλάχιστον μία φορά το χρόνο για τα ιδρύματα που εποπτεύει. Το εν λόγω πρόγραμμα λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 89. Το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνει τα εξής: α) ένδειξη του τρόπου με τον οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σκοπεύει να ασκήσει τα εποπτικά καθήκοντά της και να κατανείμει τους πόρους της, β) προσδιορισμό των ιδρυμάτων που πρόκειται να τεθούν σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και τα μέτρα που λαμβάνονται για τους σκοπούς άσκησης αυτής όπως καθορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, γ) σχέδιο επιτόπιων ελέγχων των ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών αυτών που βρίσκονται σε άλλα κράτη−μέλη, σύμφωνα με τα άρθρα 53, 112 και 115, δ) στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στο άρθρο 47, τον επιτόπιο έλεγχο των θυγατρικών επιχειρήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στην εποπτεία της σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα προγράμματα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ιδρύματα: α) ιδρύματα για τα οποία τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των περιπτώσεων α΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 90 και του άρθρου 92 ή τα αποτελέσματα της εποπτικής αξιολόγησης βάσει του άρθρου 89 παρέχουν ενδείξεις για την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων ως προς την απαιτούμενη σε διαρκή βάση χρηματοοικονομική τους ευρωστία ή για την μη συμμόρφωση προς τον παρόντα νόμο τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) ιδρύματα που ενέχουν συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, γ) οποιαδήποτε άλλα ιδρύματα για τα οποία η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το κρίνει αναγκαίο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όποτε κρίνεται απαραίτητο, σύμφωνα με το άρθρο 89, λαμβάνονται ειδικότερα τα ακόλουθα μέτρα: α) αύξηση του αριθμού ή της συχνότητας των επιτόπιων ελέγχων του ιδρύματος, β) μόνιμη παρουσία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο ίδρυμα, γ) υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων εποπτικών αναφορών από το ίδρυμα, δ) πρόσθετες ή συχνότερες αξιολογήσεις του λειτουργικού, στρατηγικού ή επιχειρηματικού σχεδίου του ιδρύματος, ε) θεματικές εξετάσεις για την παρακολούθηση συγκεκριμένων κινδύνων που ενδέχεται να παρουσιαστούν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η υιοθέτηση προγράμματος εποπτικής εξέτασης από την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής να διενεργούν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που ασκούν τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων στο έδαφός τους σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53.

Άρθρο 92Εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (άρθρο 100 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διενεργεί τις ενδεδειγμένες, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στα ιδρύματα που εποπτεύει, για τη διευκόλυνση της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 89.

Άρθρο 93Αξιολόγηση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων σε διαρκή βάση (άρθρο 101 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναθεωρεί τακτικά και τουλάχιστον κάθε τρία (3) έτη τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων προς τις απαιτήσεις αναφορικά με τις εσωτερικές προσεγγίσεις που απαιτούν τη χορήγηση άδειας από την αρμόδια αρχή προτού χρησιμοποιηθούν οι εν λόγω προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τα άρθρα 92 έως 386 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται σε αλλαγές στην επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος και στην εφαρμογή αυτών των προσεγγίσεων σε νέα προϊόντα. Όταν εντοπίζονται σημαντικές ελλείψεις στην αποτύπωση των κινδύνων του ιδρύματος με την εσωτερική προσέγγιση που χρησιμοποιείται, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι αυτές διορθώνονται ή λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεών τους, περιλαμβανομένης της επιβολής υψηλότερων πολλαπλασιαστικών συντελεστών ή της επιβολής κεφαλαιακών προσαυξήσεων ή της λήψης άλλων κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδικότερα εξετάζει και αξιολογεί κατά πόσο το ίδρυμα χρησιμοποιεί άρτια αναπτυγμένες και επικαιροποιημένες τεχνικές και πρακτικές για τις εν λόγω προσεγγίσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν σε εσωτερικό υπόδειγμα για τον κίνδυνο αγοράς, παρουσιάζεται πλήθος υπερβάσεων όπως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 366 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που υποδηλώνουν ότι το υπόδειγμα δεν είναι ή δεν είναι πλέον επαρκώς ακριβές, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια χρήσης του εσωτερικού μοντέλου ή επιβάλλει με απόφασή της κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το μοντέλο θα βελτιωθεί άμεσα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εφόσον ένα ίδρυμα έχει λάβει άδεια να εφαρμόζει προσέγγιση που απαιτεί την άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς πριν από τη χρήση της εν λόγω προσέγγισης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τα άρθρα 92 έως 386 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αλλά δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της προσέγγισης αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά από το ίδρυμα είτε να της αποδείξει ότι η μη συμμόρφωσή του δεν είναι ουσιώδης κατά περίπτωση σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είτε να καταθέσει σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις και να ορίσει προθεσμία εφαρμογής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί να γίνουν βελτιώσεις στο σχέδιο αν αυτό δεν αναμένεται να φέρει πλήρη συμμόρφωση ή αν η προθεσμία είναι ακατάλληλη. Αν το ίδρυμα δεν πιθανολογείται ότι θα συμμορφωθεί εντός καθορισμένης προθεσμίας και, κατά περίπτωση, δεν έχει αποδείξει επαρκώς ότι οι επιπτώσεις από τη μη συμμόρφωση είναι επουσιώδεις, η άδεια χρήσης της προσέγγισης ανακαλείται ή περιορίζεται στα τμήματα στα οποία υπάρχει συμμόρφωση ή αυτή είναι εφικτή εντός εύλογης προθεσμίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την ανάλυση και τα συγκριτικά κριτήρια της ΕΑΤ για την αξιολόγηση των αδειών χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων.

Άρθρο 94Προληπτικά εποπτικά μέτρα (άρθρο 102 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από κάθε ίδρυμα να λαμβάνει εγκαίρως τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσει προβλήματα στις εξής καταστάσεις: α) όταν το ίδρυμα δεν τηρεί τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει επαρκείς ενδείξεις ότι το ίδρυμα δεν θα συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, στις εξουσίες της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνονται εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 96.

Άρθρο 95Εφαρμογή προληπτικών εποπτικών μέτρων σε ιδρύματα με παρόμοια προφίλ κινδύνου (άρθρο 103 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει δυνάμει του άρθρου 89 ότι τα ιδρύματα με παρόμοια προφίλ κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων, εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν σε παρόμοιους κινδύνους ή μπορεί να ενέχουν παρόμοιους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μπορεί να εφαρμόζει κατά πανομοιότυπο ή παρόμοιο τρόπο τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 89 στα εν λόγω ιδρύματα. Για το σκοπό αυτόν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στα εν λόγω ιδρύματα απαιτήσεις δυνάμει του παρόντος νόμου και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κατά πανομοιότυπο ή παρόμοιο τρόπο, περιλαμβανομένων ειδικότερα των εποπτικών εξουσιών δυνάμει των άρθρων 96, 98 και 99. Οι κατηγορίες ιδρυμάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να καθορίζονται ειδικότερα σύμφωνα με τα κριτήρια της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 90.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ όταν θέτει σε εφαρμογή την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 96Εποπτικές εξουσίες (άρθρο 104 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς του άρθρου 89 της παραγράφου 4 του άρθρου 90, της παραγράφου 4 του άρθρου 93, των άρθρων 94 και 95 του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την τήρηση ιδίων κεφαλαίων καθ’ υπέρβαση των ελαχίστων όπως ορίζονται στα άρθρα 121 έως 132 του παρόντος νόμου και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αφορούν στοιχεία κινδύνων και κινδύνους που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού, β) τη βελτίωση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που εφαρμόζονται με βάση τα άρθρα 65 και 66, γ) την υποβολή σχεδίου για τη συμμόρφωση με τις εποπτικές απαιτήσεις εκ του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και με ορισμό προθεσμίας για την εφαρμογή του, καθώς επίσης την υποβολή βελτιώσεων του εν λόγω σχεδίου όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία εφαρμογής του, δ) την εφαρμογή ειδικής, από απόψεως κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή διαχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού, ε) τον περιορισμό ή την τήρηση ορίων ως προς το είδος και την έκταση των δραστηριοτήτων τους ή το δίκτυό τους ή την εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού τους ή την παύση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την ευρωστία ενός ιδρύματος, στ) τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων, ζ) τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών αποτελεσμάτων σε περιπτώσεις όπου το ύψος των ως άνω αποδοχών δεν συμβάλει στη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης, η) την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων μέσω αποθεματοποίησης κερδών, θ) τον περιορισμό ή την απαγόρευση της διανομής κερδών από ένα ίδρυμα στους μετόχους ή καταβολής τόκων στους κατόχους πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά γεγονός αφερεγγυότητας του ιδρύματος, ι) την υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα ίδια κεφάλαια και τη ρευστότητα, ια) την πρόβλεψη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, περιλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού, ιβ) την υποβολή πρόσθετων πληροφοριών, ιγ) τη λήψη προηγούμενης έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος για τη διενέργεια συναλλαγών που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Η δυνατότητα αυτή ασκείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, ιδ) την αύξηση κεφαλαίου πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 136.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πρόσθετες απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατ’ ελάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 65 και 66 του παρόντος νόμου ή του άρθρου 393 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) οι κίνδυνοι ή στοιχεία κινδύνων δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στα άρθρα 121 έως 132 του παρόντος νόμου ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, γ) όταν η εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων μόνο δεν πιθανολογείται ότι θα βελτιώσει επαρκώς τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές του ιδρύματος εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, δ) η επανεξέταση, που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 90 ή την παράγραφο 4 του άρθρου 93, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πλημμελής συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των οικείων διατάξεων ενδέχεται να οδηγήσει σε υποεκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ε) οι κίνδυνοι ενδέχεται να υποεκτιμηθούν παρά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στ) το ίδρυμα υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ότι τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του άρθρου υπερβαίνουν κατά πολύ τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων (correlation trading portfolio).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων στο πλαίσιο της εξέτασης και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 89 έως 93, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί κατά πόσον, για την κάλυψη των κινδύνων τους οποίους ένα ίδρυμα έχει αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβει, απαιτείται η τήρηση ιδίων κεφαλαίων υψηλότερων του ελάχιστου ύψους το οποίο ορίζεται με τις εκάστοτε γενικής ισχύος αποφάσεις περί κεφαλαιακής επάρκειας. Για την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα: α) τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της διαδικασίας αξιολόγησης του ιδρύματος, όπως ορίζονται στο άρθρο 65, β) οι εσωτερικές ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί του ιδρύματος όπως ορίζονται στο άρθρο 66, γ) το αποτέλεσμα της εποπτικής αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 89 ή 93, δ) η αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου.

Άρθρο 97Ορισμός αρμόδιας αρχής για την εφαρμογή των άρθρων 412 και 413 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Τηρουμένων των προβλέψεων των άρθρων 412 και 413 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θεσπίζει γενικούς κανόνες για τις απαιτήσεις κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας και τις απαιτήσεις σταθερής χρηματοδότησης.

Άρθρο 98Ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας (άρθρο 105 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου των απαιτήσεων ρευστότητας στο πλαίσιο της εξέτασης και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 89 έως 93, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκτιμά κατά πόσον είναι αναγκαία οποιαδήποτε επιβολή ειδικής απαίτησης ρευστότητας, για την κάλυψη των κινδύνων ρευστότητας στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ένα ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα: α) το συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος, β) τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς του ιδρύματος που αναφέρονται στα άρθρα 66 έως 88 και ειδικότερα στο άρθρο 78, γ) το αποτέλεσμα της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 89, δ) το συστημικό κίνδυνο ρευστότητας που απειλεί τις χρηματοοικονομικές αγορές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ειδικότερα, με την επιφύλαξη του άρθρου 59, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει την ανάγκη εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, που περιλαμβάνουν οικονομικές επιβαρύνσεις το ύψος των οποίων σε γενικές γραμμές σχετίζεται με τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης ρευστότητας του ιδρύματος και των απαιτήσεων ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης που θεσπίζονται σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο.

Άρθρο 99Ειδικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης (άρθρο 106 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 431 έως 455 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφασή της η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί: α) να απαιτεί μεγαλύτερη συχνότητα για μία ή περισσότερες από τις ως άνω πληροφορίες, β) να θέτει προθεσμίες δημοσιοποίησης, γ) να ορίζει μέσα και τόπους δημοσιοποίησης, διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι μητρικές επιχειρήσεις ιδρυμάτων που υπόκεινται στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, είτε ως πλήρες κείμενο είτε με αναφορές σε αντίστοιχα στοιχεία, περιγραφή της νομικής δομής καθώς και της εταιρικής διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παράγραφο 2 του άρθρου 102.

Άρθρο 100Συνέπεια μεταξύ των εποπτικών εξετάσεων, αξιολογήσεων και των εποπτικών μέτρων (άρθρο 107 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ για: α) τη λειτουργία της εποπτικής διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 89, β) τη μεθοδολογία που ακολουθεί για τη λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 90, 92, 93, 94, 96 και 98 του παρόντος νόμου σχετικά με τη διαδικασία της περίπτωσης α΄.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πλαίσιο αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταποκρίνεται σε αιτήματα της ΕΑΤ περί παροχής πρόσθετων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.

Άρθρο 101Διαδικασία Αξιολόγησης Επάρκειας Εσωτερικού Κεφαλαίου (άρθρο 108 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε ίδρυμα που δεν είναι ούτε θυγατρική στην Ελλάδα ούτε μητρική επιχείρηση, και κάθε ίδρυμα που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου σε ατομική βάση. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εξαιρεί από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 73 του παρόντος νόμου πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Αν γίνει χρήση της εξαίρεσης του άρθρου 15 του ως άνω Κανονισμού οι απαιτήσεις του άρθρου 65 του παρόντος νόμου ισχύουν σε ατομική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα μητρικά ιδρύματα τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στα άρθρα 18 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα που είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος−μέλος τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου στη βάση της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στα άρθρα 18 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Όπου περισσότερα από ένα ιδρύματα είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος−μέλος, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο για το ίδρυμα για το οποίο η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 104.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα θυγατρικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 65 σε υποενοποιημένη βάση εφόσον τα εν λόγω ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση αυτών, όταν αυτή είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, έχουν ως θυγατρική τους σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006.

Άρθρο 102Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων (άρθρο 109 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 66 έως 88 του παρόντος νόμου σε ατομική βάση, εκτός αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάνει χρήση της εξαίρεσης του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 66 έως 88 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από τα άρθρα 66 έως 88 είναι συνεπείς και ορθά ενσωματωμένες και ότι οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία που σχετίζονται με το σκοπό της εποπτείας μπορούν να παρασχεθούν. Ιδίως, θεσπίζουν στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στον παρόντα νόμο τις οικείες ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που είναι συνεπείς και κατάλληλα ενσωματωμένοι. Οι εν λόγω θυγατρικές είναι σε θέση να παρέχουν όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που αφορούν την εποπτεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι απορρέουσες από τα άρθρα 66 έως 88 υποχρεώσεις που αφορούν θυγατρικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν υπόκεινται οι ίδιες στον παρόντα νόμο, δεν ισχύουν αν το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή τα ιδρύματα υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ αποδεικνύουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων αντίκειται στη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.

Άρθρο 103Εποπτική Διαδικασία Εξέτασης και Αξιολόγησης και εποπτικά μέτρα (άρθρο 110 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει την εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των άρθρων 89 έως 93, καθώς και τα εποπτικά μέτρα των άρθρων 94 έως 100 του παρόντος νόμου σύμφωνα με το επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 6 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιτρέψει την εξαίρεση από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, οι απαιτήσεις του άρθρου 89 του παρόντος νόμου ισχύουν για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε ατομική βάση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ
Άρθρο 104Δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας (άρθρο 111 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αν αυτή χορήγησε στο εν λόγω ίδρυμα την άδεια λειτουργίας. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε άλλο κράτος−μέλος ή μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση των θυγατρικών στην Ελλάδα ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε στην εν λόγω μητρική επιχείρηση την άδεια λειτουργίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η μητρική επιχείρηση ενός ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος−μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Στην περίπτωση κατά την οποία ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη−μέλη, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος, την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του θυγατρικού ιδρύματος στην Ελλάδα ασκείται από την αρμόδια αρχή του ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος−μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Αν η εν λόγω μητρική επιχείρηση έχει συσταθεί στην Ελλάδα η αρμοδιότητα της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. β) Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις ιδρυμάτων τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη−μέλη περιλαμβανομένης της Ελλάδας και εφόσον οι εν λόγω μητρικές επιχειρήσεις περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη−μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη−μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. Εάν το μεγαλύτερο ισολογισμό διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν πρόκειται για περισσότερα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβανομένης της Ελλάδας και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος−μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, θεωρείται ως το ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ. Όταν το ίδρυμα αυτό έχει έδρα στην Ελλάδα η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεσπίζει τις απαιτούμενες ρυθμίσεις για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ελέγχει τη συμμόρφωση των υποκείμενων σε αυτήν επιχειρήσεων προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κοινή συναινέσει με τις υπόλοιπες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, να παρεκκλίνει από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 αν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσει σε άλλη αρμόδια αρχή ή να αναλάβει η ίδια την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ, στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 105Συντονισμός εποπτικών δραστηριοτήτων από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας (άρθρο 112 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιπρόσθετα στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κατά περίπτωση αρχή ενοποιημένης εποπτείας: α) συντονίζει τη συγκέντρωση και τη γνωστοποίηση στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών−μελών των σχετικών ή ουσιωδών πληροφοριών σε περίοδο ομαλής λειτουργίας (going concern), καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις, β) προγραμματίζει και συντονίζει τις εποπτικές δραστηριότητες σε περίοδο ομαλής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 104 έως 120, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, γ) προγραμματίζει και συντονίζει τις εποπτικές δραστηριότητες σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, κατά το στάδιο προετοιμασίας για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων και κατά τη διάρκειά τους, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που σημειώνονται αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, κατά το δυνατόν, προκαθορισμένους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή αν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή στην πρώτη περίπτωση ή ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της δυνάμει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 110 και στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 110, τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.

Άρθρο 106Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα (άρθρο 113 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα εξής: α) την εφαρμογή των άρθρων 65 και 89 για να καθοριστεί η επάρκεια του ύψους των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων σχετικά με την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 σε κάθε επιχείρηση του ομίλου και σε ενοποιημένη βάση, β) μέτρα για την αντιμετώπιση σημαντικών ζητημάτων και ουσιωδών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 78 και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας για το συγκεκριμένο ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 98.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται: αα) για τους σκοπούς της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 89 και την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96, ββ) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 περίπτωση β΄, εντός ενός μηνός από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 98. β) Οι κοινές αποφάσεις λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 89. γ) Οι κοινές αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο με πλήρη αιτιολόγηση και χορηγούνται στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ, αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ αυτεπάγγελτα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν στο τέλος των προθεσμιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. β) Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οιασδήποτε από τις προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον Κανονισμό. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. γ) Οι αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο με πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνουν υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το εν λόγω έγγραφο υποβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ. δ) Αν έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της και αιτιολογεί τυχόν σημαντική απόκλιση από αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. β) Οι κοινές αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου αυτή να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 107Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (άρθρο 114 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη−μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 52 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα και με το άρθρο 54 του παρόντος νόμου και με τα άρθρα 63 και 67 του ν. 3606/2007, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄, ββ΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ και στην υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκόμενων κρατώνμελών, διαβιβάζοντας όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντιληφθεί επίσης κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 105. Στο μέτρο του δυνατού, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιούν υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.

Άρθρο 108Συμφωνίες συντονισμού και συνεργασίας (άρθρο 115 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνάπτει έγγραφες συμφωνίες με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατώνμελών για θέματα συντονισμού και συνεργασίας. Βάσει των συμφωνιών αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και την εν γένει συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων αρμόδιων αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε θυγατρική ιδρύματος, να εκχωρεί, με διμερή συμφωνία, και σύμφωνα με το άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους−μέλους που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν το μητρικό ίδρυμα με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί τις συμφωνίες που υπάγονται στην παρούσα παράγραφο στην ΕΑΤ.

Άρθρο 109Σώματα εποπτών (άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που αναφέρονται στα άρθρα 105 και 106 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 107 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων απορρήτου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και του ενωσιακού δικαίου, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, της ΕΑΤ και των άλλων ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών: α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, σε περιπτώσεις που αυτή ενδείκνυται, γ) καθορισμό προγραμμάτων εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 91 που βασίζονται σε εκτίμηση των κινδύνων του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 89, δ) βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με αποφυγή των περιττών επικαλύψεων των εποπτικών απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των αιτημάτων πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 107 και στην παράγραφο 7 του άρθρου 110, ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νόμου και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο ενωσιακό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών, στ) εφαρμογή της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ και τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώμα εποπτών. Οι απαιτήσεις απορρήτου βάσει του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και των άρθρων 63 και 67 του ν. 3606/2007 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΑΤ και των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο λειτουργίας των σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η σύσταση και η λειτουργία των σωμάτων εποπτών βασίζεται σε συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 108, οι οποίες καθορίζονται εγγράφως έπειτα από διαβούλευση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους−μέλους υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 52, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το Κεφάλαιο 1 Τμήμα ΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, όπου συντρέχει περίπτωση, τα άρθρα 54 και 58 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας: α) προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μία δραστηριότητα του σώματος, β) ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση, γ) ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται ή με τα μέτρα που λαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Στην απόφαση που λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον αυτή ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συνεκτιμάται η σημασία που η εποπτική δραστηριότητα που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί επέχει για τις λοιπές αρμόδιες αρχές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη−μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 7, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η παράγραφος 3 του άρθρου 52.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των άρθρων 54 του παρόντος νόμου και των άρθρων 63 και 67 του ν. 3606/2007, όπου συντρέχει περίπτωση, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010.

Άρθρο 110Υποχρεώσεις συνεργασίας (άρθρο 117 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώματα εποπτών και παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Στο πλαίσιο αυτό διαβιβάζει κατόπιν αιτήσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες και με ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ουσιώδεις θεωρούνται οι πληροφορίες οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας ενός ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ουσιώδεις πληροφορίες της προηγούμενης παραγράφου 2 περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής: α) τον προσδιορισμό της νομικής μορφής, του σχήματος εταιρικής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής διάρθρωσης, που καλύπτει όλες τις εποπτευόμενες και μη εποπτευόμενες οντότητες, τις μη ρυθμιζόμενες θυγατρικές και τα σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παράγραφο 2 του άρθρου 102 και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων οντοτήτων του ομίλου, β) διαδικασίες για τη συλλογή πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών, γ) αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα, δ) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που επιβλήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 96 του παρόντος νόμου και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Προσέγγισης Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχές ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών−μελών αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΤ τις περιπτώσεις που: α) μια αρμόδια αρχή δεν της έχει διαβιβάσει ουσιώδεις πληροφορίες, ή β) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ επικοινωνούν όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν χρειάζονται πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πριν λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών: α) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών, και β) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ ΕΕ, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 αυτής της Οδηγίας και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση των Εξελιγμένων Προσεγγίσεων Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τους σκοπούς της παρούσας περίπτωσης β΄, ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.

Άρθρο 111Έλεγχος πληροφοριών σχετικά με οντότητες σε άλλα κράτη−μέλη (άρθρο 118 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν, στο πλαίσιο του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους−μέλους επιθυμούν να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, εταιρεία συμμετοχής μικτών δραστηριοτήτων ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 118 ή στην παράγραφο 3 του άρθρου 112 του παρόντος νόμου που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οφείλει να ανταποκριθεί στο αίτημα των εν λόγω αρχών είτε διενεργώντας η ίδια το σχετικό έλεγχο είτε επιτρέποντας στις αρμόδιες αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να τον διενεργήσουν οι ίδιες ή εξουσιοδοτημένος από αυτές εμπειρογνώμονας ή ελεγκτής. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές που έχουν υποβάλει το αίτημα να συμμετάσχουν στον έλεγχο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ανωτέρω διαδικασία μπορεί να ακολουθηθεί και από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την κατ’ αντιστοιχία επαλήθευση εκ μέρους της πληροφοριών που αφορούν τις πιο πάνω επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη−μέλη.

Άρθρο 112Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση (άρθρο 119 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην ενοποίηση που πραγματοποιείται για εποπτικούς σκοπούς επί των ιδρυμάτων περιλαμβάνονται οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες, εφόσον συνιστούν θυγατρικές τους ή εφόσον υφίσταται συμμετοχή των ιδρυμάτων σε αυτές, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν θυγατρική που αποτελεί ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση κατ’ εφαρμογή μιας των περιπτώσεων του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 τότε η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητά από τη μητρική της επιχείρηση πληροφορίες που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας της εν λόγω θυγατρικής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν έχει αναλάβει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην Ελλάδα επιτρέπεται να ζητά από τις θυγατρικές ενός ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 115. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και ελέγχου των πληροφοριών.

Άρθρο 113Εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών (άρθρο 120 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε διατάξεις ισοδύναμες με τις Οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία βάσει κινδύνου η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση μπορεί, ύστερα από διαβούλευση με τις άλλες αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των θυγατρικών επιχειρήσεων, να εφαρμόζει στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποκλειστικά τη σχετική διάταξη του ν. 3455/2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε διατάξεις ισοδύναμες με τις Οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία βάσει κινδύνου η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα εφόσον πρόκειται για άλλη αρχή, μπορεί να εφαρμόζει στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνο τις διατάξεις του παρόντος νόμου σχετικά με τον πλέον σημαντικό χρηματοοικονομικό τομέα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν. 3455/2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1 και 2.

Άρθρο 114Επάρκεια διευθυντικών στελεχών (άρθρο 121 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών πρέπει να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 83, προς το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού ρόλου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Άρθρο 115Αιτήματα για πληροφορίες και επιτόπιους ελέγχους (άρθρο 122 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η μητρική ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως κατά περίπτωση αρμόδια αρχή του άρθρου 4 για τη χορήγηση αδείας και την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών απαιτεί από τη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών που αποτελούν ιδρύματα, την παροχή κάθε πληροφορίας που μπορεί να σχετίζεται με την άσκηση εποπτείας επί των εν λόγω θυγατρικών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να προβεί η ίδια ή να αναθέσει σε εξωτερικούς ελεγκτές τον επιτόπιο έλεγχό για την επαλήθευση των πληροφοριών που απέστειλαν οι μικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους. Αν η μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της είναι ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία του άρθρου 118. Αν μια μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της βρίσκεται σε κράτος−μέλος άλλο από αυτό της θυγατρικής που αποτελεί ίδρυμα, ο επιτόπιος έλεγχος των πληροφοριών γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 111.

Άρθρο 116Εποπτεία (άρθρο 123 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αν μια μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του ιδρύματος και της μικτής εταιρείας συμμετοχών και των θυγατρικών της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη μητρική τους μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της. Τα ιδρύματα κοινοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή πραγματοποιείται με τις εν λόγω οντότητες, με την εξαίρεση της συναλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 394 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι διαδικασίες αυτές και οι προαναφερόμενες σημαντικές συναλλαγές αποτελούν αντικείμενο ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Άρθρο 117Ανταλλαγή πληροφοριών (άρθρο 124 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, οι μικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους ή οι αναφερόμενες στην παράγραφο 3 του άρθρου 112 θυγατρικές επιχειρήσεις, μπορούν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες χρήσιμες για τη διευκόλυνση της άσκησης της εποπτείας σύμφωνα με τα άρθρα 103 έως 120, μη εφαρμοζόμενων στις περιπτώσεις αυτές τυχόν ισχυόντων περιορισμών ως προς την κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η μητρική επιχείρηση και οποιοδήποτε από τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές της είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη−μέλη, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών όλες τις σχετικές πληροφορίες που μπορούν να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση δεν ασκεί η ίδια την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 104, εφόσον κληθεί από τις αρμόδιες για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση αρχές, ζητά από τη μητρική επιχείρηση πληροφορίες που αφορούν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και τις διαβιβάζει στις αρχές αυτές. Αντιστοίχως, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία μπορεί να ζητήσει σχετική πληροφόρηση για μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσουν μεταξύ τους και με τις άλλες αρμόδιες αρχές τα στοιχεία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι στην περίπτωση χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται την υποχρέωση εποπτείας σε ατομική βάση αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Επίσης επιτρέπεται η ανταλλαγή μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των άλλων αρμόδιων αρχών, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 105, υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγεται την άσκηση εποπτείας στη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα ή στις θυγατρικές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 112.

Άρθρο 118Συνεργασία (άρθρο 125 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή επιχειρήσεις του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ή άλλου είδους επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται στενά. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους ανταλλάσσουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της οικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ιδιαίτερα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στον παρόντα νόμο, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου για τα πιστωτικά ιδρύματα ή του άρθρου 63 του ν. 3606/2007 για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει καταλόγους των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι κατάλογοι αυτοί κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών−μελών, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Άρθρο 119Κυρώσεις (άρθρο 126 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σύμφωνα με τα άρθρα 56 έως 64 και 154, διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα μπορούν να επιβληθούν σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών ή στα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους που έχουν παραβεί τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικές διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι κυρώσεις ή τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Άρθρο 120Εκτίμηση της ισοδυναμίας της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση τρίτων χωρών (άρθρο 127 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 104 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί κατά πόσον το ίδρυμα υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση από αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας και αν η εποπτεία αυτή είναι ισοδύναμη και υπόκειται στις αρχές της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 11 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ως άνω αξιολόγηση πραγματοποιείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Ένωση ή με δική της πρωτοβουλία. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την αξιολόγηση της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνει υπόψη της τυχόν κατευθυντήριες οδηγίες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών. Για το σκοπό αυτόν, συμβουλεύεται την ΕΑΤ προτού λάβει απόφαση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εφαρμόζει κατ’ αναλογία στο ίδρυμα τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που, ύστερα από διαβούλευση με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, κρίνει ότι επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση. Οι εν λόγω εποπτικές τεχνικές συμφωνούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, έπειτα από διαβούλευση με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί ιδίως να ζητά τη δημιουργία χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της σε κράτος−μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εφαρμόζει τις διατάξεις για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή στην ενοποιημένη θέση των ιδρυμάτων της εν λόγω μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όπως καθορίζονται στα άρθρα 104 έως 120, και κοινοποιούνται στις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Άρθρο 121Ορισμοί (άρθρο 128 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς των άρθρων 121 έως 132 ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί: 1) ως «απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 122, 2) ως «ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 123, 3) ως «απόθεμα ασφαλείας των παγκοσμίως συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (εφεξής G−SII)» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 124, 4) ως «απόθεμα ασφαλείας των λοιπών συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (εφεξής O−SII)» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 124, 5) ως «απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει ή ενδέχεται να υποχρεωθεί να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 125, 6) ως «συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας» νοείται το συνολικό κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο απαιτείται για την τήρηση αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, στο οποίο προστίθενται τα εξής, κατά περίπτωση: α) ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος, β) απόθεμα ασφαλείας G−SII, γ) απόθεμα ασφαλείας O−SII, δ) απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, 7) ως «ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας» νοείται ο συντελεστής που πρέπει να εφαρμόσουν τα ιδρύματα για να υπολογίσουν το ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος, όπως ορίζεται βάσει των άρθρων 127 και 128 ή από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, κατά περίπτωση, 8) ως «ίδρυμα με εγχώρια άδεια» νοείται ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και ως προς το οποίο η εντεταλμένη αρχή είναι αρμόδια για τον ορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, 9) ως «οδηγός αποθέματος ασφαλείας» νοείται το σημείο αναφοράς αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται με βάση τυχόν συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 135 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα άρθρα 121 έως 132 δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διαθέτουν άδεια για την παροχή των υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στις περιπτώσεις γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007.

Άρθρο 122Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου (άρθρο 129 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα τηρούν, εκτός από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ίσο με ποσοστό 2,5% επί του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 6 έως 24 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τις απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του εν λόγω κράτους−μέλους. Η απόφαση σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής είναι πλήρως αιτιολογημένη, εξηγεί για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους−μέλους και περιέχει τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επενδυτικών εταιρειών οι οποίες εξαιρούνται. Για την εξαίρεση αυτή ενημερώνονται σχετικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 96.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται σε αυτό οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 131.

Άρθρο 123Απαίτηση τήρησης ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος (άρθρο 130 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα τηρούν «ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος» ίσο με το γινόμενο του συνολικού ποσού των ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 επί το σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, σύμφωνα με το άρθρο 130 του παρόντος νόμου, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 6 έως 24 του ανωτέρω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τις απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του εν λόγω κράτους−μέλους. Η απόφαση σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής είναι πλήρως αιτιολογημένη, εξηγεί για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους−μέλους και περιέχει τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επενδυτικών εταιρειών οι οποίες εξαιρούνται. Για την εξαίρεση ενημερώνονται σχετικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές και μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα οφείλουν να πληρούν την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου χρησιμοποιώντας κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο θα είναι επιπρόσθετο του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται εν όψει: α) της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου του άρθρου 122 του παρόντος νόμου και γ) οποιασδήποτε απαίτησης βάσει του άρθρου 96 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται σε αυτό οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 131.

Άρθρο 124Παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα και λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα (άρθρο 131 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει σε ενοποιημένη βάση, τα παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα (G−SII) και, σε ατομική, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, τα λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα (O−SII), τα οποία αποτελούν ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα. Τα G−SII είναι μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ, μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή ιδρύματα. Τα G−SII δεν είναι ιδρύματα που αποτελούν θυγατρικές μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ, μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ ή μητρικών μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ. Τα Ο−SII μπορούν είτε να είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η μέθοδος προσδιορισμού των G−SII βασίζεται στα ακόλουθα κριτήρια: α) το μέγεθος του ομίλου, β) το βαθμό διασύνδεσης του ομίλου με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, γ) τη δυνατότητα υποκατάστασης των υπηρεσιών ή των σχετικών με τις υπηρεσίες υποδομών που παρέχει ο όμιλος, δ) την πολυπλοκότητα του ομίλου, ε) την έκταση διασυνοριακής δραστηριότητας του ομίλου. Όλα τα ως άνω κριτήρια έχουν την ίδια βαρύτητα και το καθένα από αυτά προσεγγίζεται με ποσοτικούς δείκτες. Από την ανωτέρω μεθοδολογία προκύπτει συνολική βαθμολογία για κάθε αξιολογούμενη οντότητα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, που επιτρέπει να προσδιορισθούν τα G−SII και να καταταγούν σε συγκεκριμένη υποκατηγορία σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα O−SII προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η συστημική σημασία τους εκτιμάται με βάση τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια: α) το μέγεθος, β) τη σημασία για την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ελλάδος, γ) τη σημασία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων, δ) το βαθμό διασύνδεσης του ιδρύματος ή του ομίλου με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε G−SII διατηρεί, σε ενοποιημένη βάση, απόθεμα ασφαλείας G−SII το οποίο αντιστοιχεί στην υποκατηγορία στην οποία έχει καταταγεί το G−SII. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, επιπροσθέτως: α) της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου του άρθρου 122, γ) οποιασδήποτε απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 96, και δ) οποιασδήποτε απαίτησης τήρησης ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος του άρθρου 123.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να υποχρεώνει κάθε O−SII, σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη ή ατομική βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να διατηρεί απόθεμα ασφαλείας O−SII ύψους έως 2% επί του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του O−SII. Το τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας O−SII, τηρεί τους ακόλουθους κανόνες: α) το απόθεμα ασφαλείας O−SII δεν πρέπει να προκαλεί δυσαναλόγως δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών−μελών ή της Ένωσης συνολικά, θέτοντας εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, β) το απόθεμα ασφαλείας O−SII πρέπει να επανεξετάζεται τουλάχιστον ετησίως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει απόθεμα ασφαλείας O−SII, ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών−μελών ένα (1) μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, περιγράφοντας αναλυτικά: α) τους λόγους για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας O−SII θεωρείται πιθανώς αποτελεσματικό και αναλογικό για την μείωση του κινδύνου, β) την εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας O−SII στην εσωτερική αγορά βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, γ) το επιθυμητό ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας O−SII.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με την επιφύλαξη του άρθρου 125 και της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, όταν ένα O−SII είναι θυγατρική G−SII ή O−SII που αποτελεί μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O−SII σε ενοποιημένη βάση, το απόθεμα ασφαλείας που εφαρμόζεται σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση στο εν λόγω O−SII δεν υπερβαίνει το υψηλότερο από τα κατωτέρω: α) το 1 % του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και β) το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας G−SII ή O−SII που εφαρμόζεται στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε υποκατηγορίες G−SII. Το κατώτατο όριο και τα όρια μεταξύ κάθε υποκατηγορίας καθορίζονται από τις βαθμολογίες που προκύπτουν βάσει της μεθοδολογίας προσδιορισμού. Οι οριακές βαθμολογίες μεταξύ γειτονικών υποκατηγοριών καθορίζονται σαφώς και ακολουθείται η αρχή ότι υπάρχει σταθερή γραμμική αύξηση της συστημικής σημασίας μεταξύ κάθε υποκατηγορίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη γραμμική αύξηση της απαίτησης πρόσθετου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, με εξαίρεση την ανώτατη υποκατηγορία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ως «συστημική σημασία» νοείται ο αναμενόμενος αντίκτυπος της ενδεχόμενης δυσχέρειας του G−SII στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά. Για την κατώτατη υποκατηγορία ισχύει απόθεμα ασφαλείας G−SII ίσο με το 1% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το απόθεμα ασφαλείας για κάθε υποκατηγορία αυξάνεται ανά βαθμίδα κατά 0,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 έως και την τέταρτη υποκατηγορία. Η ανώτατη υποκατηγορία του αποθέματος ασφαλείας G−SII υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας ίσο με το 3,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 9 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί: α) να ανακατατάσσει G−SII από κατώτερη υποκατηγορία σε ανώτερη υποκατηγορία, β) να κατατάσσει οντότητα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου που έχει συνολική βαθμολογία χαμηλότερη από την οριακή βαθμολογία της κατώτατης υποκατηγορίας σε αυτή την υποκατηγορία ή σε ανώτερη, προσδιορίζοντάς την κατ’ αυτόν τον τρόπο ως G−SII.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λάβει απόφαση σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 10 ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ αναφέροντας τους λόγους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί τις επωνυμίες των G−SII και των O−SII και την αντίστοιχη υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G−SII σε έκαστο εμπλεκόμενο ίδρυμα, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο ΕΣΣΚ και στην ΕΑΤ. Επίσης, δημοσιοποιεί τα ανωτέρω στοιχεία. Επίσης, επανεξετάζεται ετησίως ο προσδιορισμός των G−SII και O−SII και η κατάταξη των G−SII στις αντίστοιχες υποκατηγορίες. Το αποτέλεσμα γνωστοποιείται στο εμπλεκόμενο ίδρυμα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ. Δημοσιοποιείται εκ νέου ο ενημερωμένος κατάλογος των προσδιοριζόμενων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων, καθώς και η υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε προσδιοριζόμενο G−SII.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Τα συστημικά σημαντικά ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από το άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 94, 96, 122 και 123 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Όταν ένας όμιλος, σε ενοποιημένη βάση, υποχρεούται σε σχηματισμό: α) αποθέματος ασφαλείας G−SII και αποθέματος ασφαλείας O−SII, ή β) αποθέματος ασφαλείας G−SII, αποθέματος ασφαλείας O−SII και αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 125, σχηματίζεται σε κάθε περίπτωση το υψηλότερο εξ αυτών. Όταν ένας όμιλος, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, υπόκειται σε σχηματισμό αποθέματος ασφαλείας O−SII και αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 125, σχηματίζεται το υψηλότερο από τα δύο αποθέματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Με την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου, όταν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση του εγχώριου μακροπροληπτικού κινδύνου, αλλά δεν εφαρμόζεται στα ανοίγματα εκτός της Ελλάδος, το συγκεκριμένο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου είναι επιπρόσθετο στο απόθεμα ασφαλείας O−SII ή G−SII σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 14 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα ανήκει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G−SII ή O−SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνολική απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του υψηλότερου μεταξύ του αποθέματος ασφαλείας O−SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 15 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G−SII ή O−SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας O−SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.

Άρθρο 125Απαίτηση για τη διατήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου (άρθρο 133 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Είναι δυνατή η καθιέρωση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για το χρηματοπιστωτικό τομέα ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτού, ώστε να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπρόθεσμοι μη κυκλικώς συστημικοί ή μακροπροληπτικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η εντεταλμένη αρχή είναι αρμόδια για τον καθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και τον προσδιορισμό ιδρυμάτων στα οποία εφαρμόζεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να απαιτηθεί από τα ιδρύματα να τηρούν, εκτός από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ύψους τουλάχιστον 1% με βάση τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, σε ατομική, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 6 έως 24 του εν λόγω Κανονισμού. Η εντεταλμένη αρχή μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα να διατηρούν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις απορρέουν από το άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 94, 96, 122 και 123 του παρόντος νόμου. Όταν ένας όμιλος που έχει προσδιορισθεί ως συστημικά σημαντικό ίδρυμα υποκείμενο σε απόθεμα ασφαλείας G−SII ή σε απόθεμα ασφαλείας Ο−SII σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 124, υπόκειται επίσης σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το υψηλότερο από τα αποθέματα ασφαλείας. Όταν ένα ίδρυμα, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας Ο−SII σύμφωνα με το άρθρο 124 και σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το υψηλότερο από τα δύο αποθέματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τηρουμένης της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, όταν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση του εγχώριου μακροπροληπτικού κινδύνου, αλλά δεν εφαρμόζεται στα ανοίγματα εκτός της Ελλάδας, το συγκεκριμένο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου είναι επιπρόσθετο στο απόθεμα ασφαλείας O−SII ή G−SII που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 124.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G−SII ή O−SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνολική απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του υψηλότερου μεταξύ του αποθέματος ασφαλείας O−SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 5 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G−SII ή O−SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνολική απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας O−SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί να εφαρμόζεται σε ανοίγματα στην Ελλάδα, σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες και σε ανοίγματα σε άλλα κράτη−μέλη που υπόκεινται στην παράγραφο 17 του παρόντος άρθρου και τηρουμένης της διαδικασίας της παραγράφου 15 του άρθρου 133 της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ιδρύματα ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων, για την εποπτεία των οποίων είναι αρμόδια η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και ορίζεται και αναπροσαρμόζεται σε πολλαπλάσια του 0,5%. Είναι δυνατόν να εισαχθούν διαφορετικές απαιτήσεις για διαφορετικά υποσύνολα του χρηματοπιστωτικού τομέα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας κινδύνου συστημικού κινδύνου, λαμβάνει υπόψη τα παρακάτω: α) το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν πρέπει να προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών−μελών ή της Ένωσης συνολικά, εμποδίζοντας τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, β) το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου επανεξετάζεται τουλάχιστον ανά διετία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου έως και 3%, ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών−μελών ένα (1) μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 του παρόντος άρθρου. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και τις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά: α) ο συστημικός ή μακροπροληπτικός κίνδυνος στην Ελλάδα, β) οι λόγοι για τους οποίους η διάσταση του συστημικού ή του μακροπροληπτικού κινδύνου απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, γ) οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ως ενδεδειγμένο και αναλογικό για την μείωση του κινδύνου, δ) εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντίκτυπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ε) οι λόγοι για τους οποίους κανένα από τα ισχύοντα μέτρα που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των άρθρων 458 και 459 του εν λόγω Κανονισμού, μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα, δεν θα επαρκέσει για την αντιμετώπιση του εντοπισθέντος μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων εν σχέσει με τον επιδιωκόμενο στόχο, στ) το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που σκοπεύει να επιβάλει με απόφασή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Πριν από τον καθορισμό ή επανακαθορισμό ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 3%, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών−μελών. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και τις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά: α) ο συστημικός ή μακροπροληπτικός κίνδυνος στην Ελλάδα, β) οι λόγοι για τους οποίους η διάσταση του συστημικού ή του μακροπροληπτικού κινδύνου απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, γ) οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ως ενδεδειγμένο και αναλογικό για τη μείωση του κινδύνου, δ) εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντίκτυπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ε) οι λόγοι για τους οποίους κανένα από τα μέτρα που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των άρθρων 458 και 459 του εν λόγω Κανονισμού, μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα, δεν θα επαρκέσει για την αντιμετώπιση του εντοπισθέντος μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων εν σχέσει με τον επιδιωκόμενο στόχο, στ) το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που σκοπεύει να επιβάλει με απόφασή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η εντεταλμένη αρχή μπορεί από την 1η Ιανουαρίου 2015 να καθορίζει ή να επανακαθορίζει ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ισχύει για ανοίγματα στην Ελλάδα και σε τρίτες χώρες μέχρι ποσοστού 5% συνολικά και να ακολουθεί τις διαδικασίες της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου. Κατά τον καθορισμό ή επανακαθορισμό του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 5%, τηρούνται οι διαδικασίες της παραγράφου 12 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Όταν το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου ορίζεται μεταξύ 3% και 5% σύμφωνα με την παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου, η εντεταλμένη αρχή κοινοποιεί τούτο προηγουμένως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αναμένει τη γνώμη της. Όταν η γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αρνητική, η εντεταλμένη αρχή συμμορφώνεται με τη γνώμη αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει. Όταν η απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου αφορά ένα υποσύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνει θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος−μέλος, η εντεταλμένη αρχή κοινοποιεί την απόφαση αυτή στις αρχές του εν λόγω κράτους−μέλους, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΕΣΣΚ. Όταν οι αρχές αυτές διαφωνούν και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του αποθέματος για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου αποφασίσει σχετικά η ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Η εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει τον καθορισμό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου με δημοσίευση στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, β) τα ιδρύματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, γ) αιτιολόγηση της καθιέρωσης του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, δ) την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να τηρούν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου και ε) τις χώρες στις οποίες υφίστανται τα ανοίγματα που προσμετρώνται στο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου των ιδρυμάτων. Εάν η δημοσίευση που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι πληροφορίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται σε αυτό οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 131. Εφόσον η εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών της διανομής κερδών οδηγεί σε ανεπαρκή βελτίωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος βάσει του οικείου συστημικού κινδύνου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 56.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Μετά την ειδοποίηση της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου, το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα. Εφόσον η εντεταλμένη αρχή αποφασίσει να καθορίσει το απόθεμα έως 3% βάσει των ανοιγμάτων σε άλλα κράτη−μέλη, το απόθεμα καθορίζεται στο ίδιο ποσοστό σε όλα τα σχετικά ανοίγματα εντός της Ένωσης.

Άρθρο 126Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου (άρθρο 134 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εντεταλμένη αρχή μπορεί να αναγνωρίζει το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που καθορίζεται από άλλα κράτη−μέλη σύμφωνα με το άρθρο 125 και να εφαρμόζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας στα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα για τα ανοίγματά τους στο κράτος−μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εφόσον η εντεταλμένη αρχή αναγνωρίζει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και το κράτος−μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν η εντεταλμένη αρχή αποφασίζει την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες που έχει υποβάλει το κράτος−μέλος που έχει καθορίσει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με τις παραγράφους 11, 12 ή 13 του άρθρου 125.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν η εντεταλμένη αρχή καθορίζει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 125 μπορεί να ζητεί από το ΕΣΣΚ να εκδίδει σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 προς ένα ή περισσότερα κράτη−μέλη τα οποία ενδέχεται να αναγνωρίσουν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

Άρθρο 127Καθορισμός ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας (άρθρο 136 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως η εντεταλμένη αρχή, επιφορτισμένη με τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας στην Ελλάδα. Οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ως εντεταλμένης αρχής ασκούνται από την Εκτελεστική Επιτροπή του άρθρου 55Α του Καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου που λαμβάνει τις σχετικές αποφάσεις κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο διμερούς διαβούλευσης, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα σε Πρωτόκολλο Συνεργασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η εντεταλμένη αρχή υπολογίζει για κάθε τρίμηνο έναν οδηγό αποθέματος ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Ο οδηγός αποθέματος αντανακλά, κατά ουσιαστικό τρόπο, τον κύκλο της πίστωσης και τους κινδύνους που οφείλονται στην υπέρμετρη ανάπτυξη της πίστωσης στην Ελλάδα και λαμβάνει υπόψη ιδιομορφίες της εθνικής οικονομίας. Βασίζεται στην απόκλιση της σχέσης της πίστωσης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν από τη μακροπρόθεσμη τάση της, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων: α) δείκτη πιστωτικής επέκτασης που να αντανακλά τις αλλαγές στη σχέση της πίστωσης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, β) οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση του ΕΣΣΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η εντεταλμένη αρχή αξιολογεί και ορίζει το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα ανά τρίμηνο, λαμβάνοντας υπόψη: α) τον οδηγό αποθέματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, β) οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση του ΕΣΣΚ συμπεριλαμβανομένων τυχόν συστάσεων αυτού, γ) άλλες μεταβλητές τις οποίες η εντεταλμένη αρχή θεωρεί σχετικές για την αντιμετώπιση του κυκλικού συστημικού κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο στην Ελλάδα, κυμαίνεται μεταξύ 0% και 2,5%, βαθμονομημένο σε βήματα 0,25% ή πολλαπλάσια του 0,25%. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του άρθρου 130 του παρόντος νόμου, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να καθορίζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας σε ύψος άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον τούτο δικαιολογείται κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν η εντεταλμένη αρχή ορίζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας σε ύψος άνω του μηδενός για πρώτη φορά ή όπου, μετά την πρώτη φορά, αυξάνει την τιμή του ισχύοντος ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, αποφασίζει επίσης την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόζουν το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος. Η ημερομηνία αυτή δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης του αυξημένου ποσοστού αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Αν η εν λόγω ημερομηνία απέχει λιγότερο από δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης της αυξημένης τιμής αποθέματος ασφαλείας, η συντομότερη προθεσμία εφαρμογής δικαιολογείται στη βάση εξαιρετικών συνθηκών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αν η εντεταλμένη αρχή μειώσει το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας ορίζει και ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του εν λόγω αποθέματος. Η ενδεικτική περίοδος αυτή δε δεσμεύει την εντεταλμένη αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει το τριμηνιαίο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας δημοσιεύοντάς το στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, β) το σχετικό λόγο πίστωσης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και την απόκλισή του από τη μακροπρόθεσμη τάση, γ) τον οδηγό αποθέματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, δ) αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, ε) στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν το εν λόγω ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος, στ) αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής της περίπτωσης ε΄ εφόσον τούτη είναι μικρότερη των δώδεκα (12) μηνών από την ανακοίνωση του σχετικού ποσοστού αποθέματος ασφαλείας ζ) αν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας μειώνεται, την ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του ποσοστού αποθέματος, καθώς και αιτιολόγηση αυτής της περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η εντεταλμένη αρχή προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες ώστε να συντονιστεί ο χρόνος αυτής της ανακοίνωσης με τις αντίστοιχες ανακοινώσεις των άλλων εντεταλμένων αρχών και κοινοποιεί στο ΕΣΣΚ κάθε τριμηνιαία τιμή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τις πληροφορίες των στοιχείων α΄ έως ζ΄ της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 128Αναγνώριση των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% (άρθρο 137 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όπου εντεταλμένη αρχή κράτους−μέλους, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 136 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή σχετική αρχή τρίτης χώρας έχει καθορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας σε ύψος άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να αναγνωρίσει αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η αναγνώριση της προηγούμενης παραγράφου ανακοινώνεται στον ιστότοπο της εντεταλμένης αρχής. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, β) το κράτος−μέλος ή τις τρίτες χώρες για τις οποίες ισχύει, γ) στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, δ) αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής της περίπτωσης γ΄ εφόσον τούτη είναι μικρότερη των δώδεκα (12) μηνών από την ανακοίνωση του σχετικού ποσοστού αποθέματος ασφαλείας.

Άρθρο 129Αντικυκλικό απόθεμα ασφαλείας τρίτης χώρας (άρθρο 139 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της έκδοσης σύστασης του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 138 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που δεν έχει καθορισθεί και δημοσιευθεί ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας για την εν λόγω τρίτη χώρα στην οποία τουλάχιστον ένα ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να καθορίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας το οποίο εφαρμόζουν τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια για τον υπολογισμό του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όπου έχει καθορισθεί και δημοσιευθεί ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να καθορίσει διαφορετικό ποσοστό αποθέματος ασφαλείας για την εν λόγω τρίτη χώρα για τους σκοπούς υπολογισμού από τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, αν κρίνει αιτιολογημένα ότι το ποσοστό που καθόρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας δεν επαρκεί για να προστατεύει κατάλληλα τα ιδρύματα αυτά από τους κινδύνους υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης στην εν λόγω χώρα. Κατά την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητας, η εντεταλμένη αρχή δεν καθορίζει ποσοστό αντικυκλικού περιθωρίου ασφαλείας χαμηλότερο από εκείνο που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας, εκτός αν το τελευταίο υπερβαίνει το 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο στην εν λόγω τρίτη χώρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν η εντεταλμένη αρχή καθορίζει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου αυξάνοντας το υπάρχον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, αποφασίζει και την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματά της με εγχώρια άδεια εφαρμόζουν αυτό το ποσοστό για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος. Η ημερομηνία αυτή δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου. Αν η εν λόγω ημερομηνία απέχει λιγότερο από δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης της τιμής αποθέματος ασφαλείας, η συντομότερη προθεσμία εφαρμογής δικαιολογείται στη βάση εξαιρετικών συνθηκών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η εντεταλμένη αρχή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της τα ποσοστά αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τρίτης χώρας σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, μαζί με τα εξής στοιχεία: α) το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας και την τρίτη χώρα για την οποία ισχύει, β) αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, γ) στις περιπτώσεις που το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας είτε ορίζεται για πρώτη φορά είτε αυξάνεται, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος, δ) αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής της περίπτωσης γ΄ εφόσον τούτη είναι μικρότερη των δώδεκα (12) μηνών από την ανακοίνωση του σχετικού ποσοστού αποθέματος ασφαλείας.

Άρθρο 130Υπολογισμός ποσοστού ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος (άρθρο 140 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το ποσοστό ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που ισχύουν στα κράτη όπου εντοπίζονται τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο του εν λόγω ιδρύματος ή εφαρμόζονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δυνάμει των παραγράφων 2 ή 3 του άρθρου 129. Για τον υπολογισμό του σταθμισμένου μέσου όρου τα ιδρύματα εφαρμόζουν σε κάθε ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με τα άρθρα 107 έως 311 και 325 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που αφορά τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο στο αντίστοιχο κράτος, διαιρεμένο με τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο που αφορούν όλα τα σχετικά ανοίγματα του ιδρύματος σε πιστωτικό κίνδυνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 136 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μια εντεταλμένη αρχή ορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ισχύουν τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ως προς τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο εντός του κράτους−μέλους της αντίστοιχης εντεταλμένης αρχής («κράτος−μέλος Α») για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού του στοιχείου του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα: α) τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο «κράτος−μέλος Α» θα εφαρμόσουν αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο, β) τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος εφαρμόζουν ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας ύψους 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο όταν η εντεταλμένη αρχή τους δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 128 του παρόντος νόμου και την παράγραφο 1 του άρθρου 137 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, γ) τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος εφαρμόζουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η εντεταλμένη αρχή στο «κράτος−μέλος Α» όταν η εντεταλμένη αρχή τους έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 128 του παρόντος νόμου και το άρθρο 137 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που έχει ορίσει η σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα είναι ύψους άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ισχύουν τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ως προς τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο εντός της τρίτης χώρας για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1, περιλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού της περίπτωσης του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα: α) ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας ύψους 2,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο όταν η εντεταλμένη αρχή δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας ύψους άνω του 2,5% σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 128, β) το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας όταν η εντεταλμένη αρχή έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 128.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο περιλαμβάνουν όλες εκείνες τις κατηγορίες ανοιγμάτων, εκτός από όσες αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως στ΄ του άρθρου 112 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για τα οποία ισχύουν: α) οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο βάσει των άρθρων 107 έως 311 του εν λόγω Κανονισμού, β) όπου το άνοιγμα τηρείται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ειδικό κίνδυνο βάσει των άρθρων 326 έως 350 του εν λόγω Κανονισμού ή για αυξημένους κινδύνους αθέτησης και μεταβολής της διαβάθμισης βάσει των άρθρων 362 έως 377 του εν λόγω Κανονισμού, γ) όπου το άνοιγμα σε κίνδυνο είναι τιτλοποίηση, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τα άρθρα 242 έως 270 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τα ιδρύματα εξακριβώνουν τη γεωγραφική θέση ενός σχετικού ανοίγματος σε πιστωτικό κίνδυνο σύμφωνα με τα σχετικά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου: α) ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για κάθε κράτος−μέλος ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που έχουν ανακοινωθεί σύμφωνα με την περίπτωση ε΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 136 ή την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 137 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, β) με την επιφύλαξη της περίπτωσης γ΄, ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα ισχύει 12 μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική αρχή τρίτης χώρας ανακοίνωσε αλλαγή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, ανεξάρτητα από το αν η αρχή αυτή απαιτεί από τα ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί στην εν λόγω τρίτη χώρα να θέσουν σε ισχύ την αλλαγή εντός συντομότερης προθεσμίας, αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, γ) αν η εντεταλμένη αρχή ορίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 του άρθρου 129 ή αναγνωρίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 128, αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 129 ή την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 128, αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, δ) το ποσοστό του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τίθεται αμέσως σε ισχύ, αν το αποτέλεσμα της απόφασης είναι η μείωση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας. Για τους σκοπούς της περίπτωσης β΄, τυχόν αλλαγή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα θα θεωρείται ότι ανακοινώθηκε την ημερομηνία δημοσίευσής της από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας σύμφωνα με την εκεί ισχύουσα νομοθεσία.

Άρθρο 131Περιορισμοί διανομής κερδών (άρθρο 141 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α) καταβολή μερισμάτων σε μετρητά, β) διανομή μετοχών που πληρώθηκαν πλήρως ή μερικώς και διανέμονται με ευνοϊκούς όρους ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, γ) εξαργύρωση ή αγορά από ένα ίδρυμα ιδίων μετοχών του ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του εν λόγω Κανονισμού, δ) ανάκτηση ποσών που καταβλήθηκαν για κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του εν λόγω Κανονισμού, ε) διανομή στοιχείων που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ίδρυμα που πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε διανομή κερδών όταν μια τέτοια διανομή οδηγεί το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μην πληρούται πλέον η συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ίδρυμα που δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό («ΜΔΠ») σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και κοινοποιεί το εν λόγω ΜΔΠ στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε αυτή την περίπτωση δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες προτού υπολογίσει το ΜΔΠ: α) διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, β) ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εφόσον η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο το ίδρυμα δεν πληρούσε τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, γ) πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για όσο χρόνο ένα ίδρυμα δεν πληροί ή δεν υπερβαίνει τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας του δεν προβαίνει, μέσω κάθε ενέργειας που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, σε διανομή ποσών υψηλότερων από το ΜΔΠ που έχει υπολογισθεί σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το ίδρυμα υπολογίζει το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που προκύπτει βάσει της παραγράφου 6 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου. Από το ΜΔΠ αφαιρείται οποιοδήποτε ποσό προκύπτει από τις ενέργειες της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το ποσό που θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον υπολογισμό της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνει: α) τα προσωρινά κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και δημιουργήθηκαν μετά την τελευταία απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή οποιαδήποτε εκ των ενεργειών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, πλέον β) τα κέρδη στο τέλος της χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σημειώθηκαν μετά την τελευταία απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή οποιαδήποτε εκ των ενεργειών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, μείον γ) τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος στην περίπτωση που διατηρηθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής: α) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει της περίπτωσης γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, όπως αυτό υπολογίζεται παρακάτω, ο συντελεστής είναι 0, β) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2, γ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του βάσει της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4, δ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6. Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής: Κατώτατο όριο τεταρτημορίου = Συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας x (Qn – 1) Ανώτατο όριο τεταρτημορίου = Συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας x Qn όπου Qn είναι ο αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι περιορισμοί του παρόντος άρθρου ισχύουν μόνο για πληρωμές που συνεπάγονται μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας ή πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που περιγράφεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και υποβάλλει τα εξής στοιχεία: α) το ποσό του κεφαλαίου που τηρεί το ίδρυμα, χωρισμένο ως εξής: αα) κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ββ) πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1, γγ) κεφάλαιο της Κατηγορίας 2, β) το ποσό των προσωρινών κερδών του και των κερδών του στο τέλος της χρήσης, γ) το ΜΔΠ που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, δ) το ποσό των διανεμητέων κερδών που σκοπεύει να μοιράσει και την κατανομή του στα εξής: αα) πληρωμή μερισμάτων, ββ) εξαγορές ιδίων μετοχών, γγ) πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1, δδ) καταβολή μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, με τη δημιουργία νέας υποχρέωσης καταβολής ή βάσει υποχρέωσης καταβολής που δημιουργήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο το ίδρυμα δεν πληρούσε τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και είναι σε θέση να το αποδείξουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφόσον τους ζητηθεί.

Άρθρο 132Σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου (άρθρο 142 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν ένα ίδρυμα αδυνατεί να εκπληρώσει τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που διαπίστωσε ότι δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εγκρίνει κατά περίπτωση μεγαλύτερη προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα (10) ημέρες λαμβάνοντας υπόψη το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του εκάστοτε ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) εκτιμήσεις των εσόδων και των εξόδων και εκτιμώμενο ισολογισμό, β) μέτρα για την αύξηση των δεικτών κεφαλαίων του ιδρύματος, γ) σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, δ) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει απαραίτητη για να προβεί στην εκτίμηση βάσει της επόμενης παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το εγκρίνει μόνο αν θεωρεί ότι η εφαρμογή του είναι πιθανό να επιτύχει τη διατήρηση ή αύξηση επαρκών κεφαλαίων ώστε το ίδρυμα να πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας εντός χρονικής περιόδου που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρεί κατάλληλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επιβάλλει με απόφασή της ένα ή αμφότερα τα ακόλουθα: α) απαιτεί από το ίδρυμα να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του σε συγκεκριμένα επίπεδα εντός ορισμένης προθεσμίας, β) ασκεί την προβλεπόμενη στο άρθρο 94 εξουσία επιβάλλοντας αυστηρότερους περιορισμούς στη διανομή σε σχέση με εκείνους που απαιτούνται βάσει του άρθρου 131.

Άρθρο 133

Ορισμός αρμόδιας αρχής για την εφαρμογή του άρθρου 458 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 Η εντεταλμένη αρχή του άρθρου 127 είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή του άρθρου 458 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 134Γενικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές (άρθρο 143 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τους νόμους, τις, γενικής ισχύος, αποφάσεις και τις εγκυκλίους που εκδίδονται για την εφαρμογή του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) τον τρόπο άσκησης εκ μέρους τους των παρεχόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δυνατοτήτων και διακριτικών ευχερειών, γ) τα γενικά κριτήρια και τις μεθόδους που θεσπίζουν για την εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 89, δ) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και των άρθρων 63 και 67 του ν.  606/2007, τα βασικά στατιστικά στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή που αφορούν την εφαρμογή του πλαισίου προληπτικής εποπτείας στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου του είδους των εποπτικών μέτρων και του αριθμού των περιπτώσεων που αυτά ελήφθησαν σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 94 του παρόντος νόμου και των διοικητικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να επιτρέπουν την αξιόπιστη σύγκριση του τρόπου εφαρμογής του πλαισίου προληπτικής εποπτείας μεταξύ των κρατών−μελών. Οι πληροφορίες, οι οποίες είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα κάθε αρμόδιας αρχής, δημοσιοποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση σύμφωνα με το μορφότυπο που καταρτίζει η ΕΑΤ και επικαιροποιούνται τακτικά.

Άρθρο 135Ειδικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές (άρθρο 144 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς των άρθρων 404 έως 410 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τα γενικά κριτήρια και τις μεθοδολογίες που ακολουθούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τα άρθρα 405 έως 409 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 54 του παρόντος νόμου, συνοπτική περιγραφή του αποτελέσματος της εποπτικής διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης, καθώς και περιγραφή των μέτρων και των κυρώσεων που επιβάλλονται σε ετήσια βάση σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τα άρθρα 405 έως 409 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δημοσιοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε ενδέχεται να υπάρξει ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την αποπληρωμή υποχρεώσεων προς το μητρικό ίδρυμα, β) τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων τα οποία αφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τον αριθμό αυτών που διαθέτουν θυγατρικές με έδρα σε τρίτες χώρες, γ) συγκεντρωτικά, για τα μητρικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και τα οποία αφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: αα) το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση που τηρούνται στις θυγατρικές με έδρα σε τρίτες χώρες, ββ) το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα ίδια κεφάλαια της υποπερίπτωσης αα΄ επί του συνολικού ύψους των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση, γγ) το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα ίδια κεφάλαια της υποπερίπτωσης αα΄ επί των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δημοσιοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε ενδέχεται να υπάρξει ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την αποπληρωμή υποχρεώσεων προς το μητρικό ίδρυμα, β) τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων τα οποία αφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 9 παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τον αριθμό αυτών που διαθέτουν θυγατρικές με έδρα σε τρίτες χώρες, γ) συγκεντρωτικά, για τα μητρικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και τα οποία αφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αα) το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων που τηρούνται στις θυγατρικές με έδρα σε τρίτες χώρες, ββ) το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα ίδια κεφάλαια της υποπερίπτωσης αα΄ επί του συνολικού ύψους των ιδίων κεφαλαίων, γγ) το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα ίδια κεφάλαια της υποπερίπτωσης αα΄ επί των κεφαλαιακών απαιτήσεων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ − ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ − ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ
Άρθρο 136Αύξηση κεφαλαίουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για το σκοπό των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 52, της παραγράφου 5 του άρθρου 90 και του άρθρου 94, η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της μπορεί να ζητήσει από πιστωτικό ίδρυμα και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού να αυξήσει το κεφάλαιό του εντός προθεσμίας και κατά τους ειδικότερους όρους που ορίζονται στην ίδια απόφαση. Η απόφαση προσδιορίζει το ελάχιστο ποσό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει ίδια κεφάλαια ανταποκρινόμενα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Με την ίδια απόφαση είναι δυνατόν να προβλέπεται ότι οι μετοχές που εκδίδονται για την αύξηση του κεφαλαίου είναι προνομιούχες, να προσδιορίζεται το προνόμιο και να καθορίζονται οι όροι και διαδικασίες που υποχρεούνται να ακολουθήσουν το πιστωτικό ίδρυμα και οι μέτοχοί του για την πραγματοποίηση της αύξησης εντός της τασσόμενης προθεσμίας. Επίσης μπορεί να απαιτείται, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την επιτυχία της αύξησης, ταυτόχρονη με την αύξηση ονομαστική μείωση του κεφαλαίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το πιστωτικό ίδρυμα ανακοινώνει στην Τράπεζα της Ελλάδος τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει προς συμμόρφωση με την απόφαση αυτή, όπως και το σχετικό χρονοδιάγραμμα. Εάν το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση, όπως απαιτεί η απόφαση της παραγράφου 1, ή δεν αποφασίσει αύξηση κεφαλαίου αν και είχε εξουσιοδοτηθεί προς τούτο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει με απόφασή της σε κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, που δεν ενήργησε τα δέοντα για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή την αύξηση του κεφαλαίου, πρόστιμο από εκατό χιλιάδες έως τριακόσιες χιλιάδες (100.000 − 300.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν η αύξηση του κεφαλαίου στην περίπτωση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 29 και της παρ. 1 του άρθρου 31 του κ.ν. 2190/ 1920. Ως προς τον τυχόν αποκλεισμό ή περιορισμό του δικαιώματος προτίμησης ή την τυχόν μείωση του κεφαλαίου εφαρμόζονται οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 29 και της παρ. 2 του άρθρου 31 του κ.ν. 2190/1920. Τυχόν αυστηρότερες καταστατικές διατάξεις δεν ισχύουν. Η προθεσμία για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης και των επαναληπτικών γενικών συνελεύσεων, καθώς και για την υποβολή εγγράφων στις εποπτικές αρχές, συντέμνεται στο ήμισυ των προθεσμιών που προβλέπονται στον κ.ν. 2190/1920.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η απόφαση της γενικής συνέλευσης του πιστωτικού ιδρύματος που λαμβάνεται κατόπιν της αποφάσεως της παραγράφου 1 δεν ανακαλείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλεί τη γενική συνέλευση του πιστωτικού ιδρύματος, η οποία συνέρχεται εντός μηνός από την ως άνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, προκειμένου αυτή να εξουσιοδοτήσει, με εφαρμογή των απαιτήσεων απαρτίας και πλειοψη φίας των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 29 και της παρ. 2 του άρθρου 31 του κ.ν. 2190/1920, το Διοικητικό Συμβούλιο προς αύξηση κεφαλαίου σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920, καθώς και προς αποκλεισμό του δικαιώματος προτίμησης της παρ. 7 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920, για την περίπτωση που θα ζητηθεί αύξηση κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 140 του παρόντος νόμου. Η εξουσιοδότηση αυτή ανανεώνεται πριν από την εκάστοτε λήξη της. Η προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920 έκθεση συντάσσεται και υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας της παρ. 2 του άρθρου 26 του κ.ν. 2190/1920 πριν από τη διάθεση των νέων μετοχών με χρήση της εξουσιοδότησης. Εάν Διοικητικό Συμβούλιο πιστωτικού ιδρύματος δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση των μετόχων, όπως απαιτεί η παρούσα παράγραφος, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει σε κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, που δεν ενήργησε τα δέοντα για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης, πρόστιμο από εκατό χιλιάδες έως τριακόσιες χιλιάδες (100.000 − 300.000) ευρώ.

Άρθρο 137Διορισμός ΕπιτρόπουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν συντρέχει μία εκ των περιπτώσεων ζ΄ και η΄ του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, β) όταν το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει σε σοβαρές ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις διατάξεων νόμων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ή όταν η επιχειρηματική του πορεία δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για τη χρηστή και συνετή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων από τη διοίκησή του, με συνέπεια να τίθενται σε κίνδυνο η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος, τα συμφέροντα των καταθετών του ή εν γένει η διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και η προστασία της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, γ) όταν διαφαίνεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια ή ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να διασφαλίσει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες και οι λοιποί πιστωτές του, δ) όταν το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει σχετικό αίτημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει λάβει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 96 ή δεν έχει εφαρμόσει το σχέδιο ανάκαμψης ή το σχέδιο εξυγίανσης, παρότι αυτό του ζητήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 7 και 8 του άρθρου 66, β) όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τις παραγράφους 1 ή 5 του άρθρου 136, γ) όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 141 ή με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 142.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο επίτροπος αξιολογεί την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του, με σκοπό είτε την ανάκαμψη του πιστωτικού ιδρύματος είτε την προετοιμασία εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης των άρθρων 140 έως 142 ή θέσης του πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 145.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο επίτροπος επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε τραπεζικά θέματα, είναι πλήρους απασχόλησης και υπόκειται στους κανόνες περί απορρήτου της παραγράφου 1 του άρθρου 54.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για το διορισμό επιτρόπου κοινοποιείται αμελλητί στο πιστωτικό ίδρυμα και ισχύει από τη λήψη της ως άνω κοινοποίησης. Κοινοποιείται επίσης στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, τις εποπτικές αρχές άλλων κρατώνμελών και στην ΕΑΤ. Η απόφαση για το διορισμό επιτρόπου δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών − πελατών του ν. 3746/2009 (Α΄ 27) και του ν. 2533/1997 (Α΄ 228).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα του διορισμού του επιτρόπου, κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος είναι ανίσχυρη εάν δεν συνέπραξε και ο επίτροπος. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν σχετικής εισήγησης του επιτρόπου ή και από άλλα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει, κρίνει ότι οι εργασίες του πιστωτικού ιδρύματος δεν μπορούν να εξακολουθήσουν υπό την παρούσα διοίκηση, αποφασίζει την ανάθεση της διοίκησής του στον Επίτροπο. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ληφθεί παράλληλα με το διορισμό του επιτρόπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με την απόφαση διορισμού επιτρόπου μπορεί να καθορίζονται θέματα για τα οποία απαιτείται απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή σχετική εκ μέρους της έγκριση. Επιπλέον, με την ως άνω απόφαση μπορεί να απαιτείται από τον επίτροπο η λήψη συγκεκριμένων μέτρων ή η αποφυγή συγκεκριμένων ενεργειών προς ικανοποίηση του σκοπού της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Ο διορισμός επιτρόπου δεν συνεπάγεται την ακύρωση, καταγγελία ή τροποποίηση συμφωνιών, το ληξιπρόθεσμο οποιουδήποτε χρέους του πιστωτικού ιδρύματος ή την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Ο επίτροπος υποχρεούται να υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος τις ακόλουθες εκθέσεις: α) Το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης διορισμού του, έκθεση απογραφής των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του πιστωτικού ιδρύματος. Η ως άνω έκθεση κατατάσσει τα στοιχεία του ενεργητικού του πιστωτικού ιδρύματος σε κατηγορίες κινδύνου και ταξινομεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. β) Το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί άλλος χρόνος με την Τράπεζα της Ελλάδος, εντός εξήντα (60) ημερών από την έκδοση της απόφασης διορισμού του, έκθεση για: αα) την εν γένει οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές του πιστωτικού ιδρύματος, που περιλαμβάνει έναν αναθεωρημένο ισολογισμό και μια προκαταρκτική εκτίμηση της καταλληλότητας των μέτρων εξυγίανσης του άρθρου 139 και των ενδεχόμενων επιπτώσεων της θέσης των μετόχων και πιστωτών σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης, ββ) το προτεινόμενο σχέδιο δράσης που μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις: i) για την επιστροφή του πιστωτικού ιδρύματος σε ομαλή λειτουργία μέσω διορθωτικών μέτρων, καθώς και για την πολιτική διανομής μερισμάτων, ii) για τη λήψη τυχόν άλλων μέτρων προκειμένου να διασφαλισθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και να προστατευθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων εξυγίανσης κατά το άρθρο 139, και iii) για την προετοιμασία θέσης του πιστωτικού ιδρύματος υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης σε περίπτωση που δεν κρίνεται εφικτή η ανάκαμψη ή εξυγίανσή του. Ο επίτροπος υποχρεούται να παρέχει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή να υποβάλει οποιαδήποτε πρόσθετη έκθεση του ζητηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ο επίτροπος επιβλέπει την εφαρμογή ή εφαρμόζει ο ίδιος το σχέδιο δράσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στις περιπτώσεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου, είναι δυνατή η σφράγιση γραφείων και εγκαταστάσεων του πιστωτικού ιδρύματος από όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου. Η διοίκηση και οι εργαζόμενοι του πιστωτικού ιδρύματος υποχρεούνται να παρέχουν στον επίτροπο οποιοδήποτε στοιχείο ή πληροφορία τους ζητηθεί σχετικά με το πιστωτικό ίδρυμα και να διευκολύνουν την άσκηση των κατά το νόμο και την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθηκόντων του επιτρόπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Ο επίτροπος, είτε αναλαμβάνει είτε συμπράττει απλώς στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος, μπορεί: α) να προσλαμβάνει εξωτερικούς νομικούς ή οικονομικούς συμβούλους, καθώς και λοιπό βοηθητικό προσωπικό και β) να ασκεί στο όνομα του πιστωτικού ιδρύματος κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων του, συμπεριλαμβανομένων αγωγών αποζημίωσης κατά προσώπων της διοίκησης ή του προσωπικού, εφόσον με πράξεις ή παραλείψεις τους ζημίωσαν το πιστωτικό ίδρυμα. Τα σχετικά έξοδα βαρύνουν το πιστωτικό ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Εάν στο πιστωτικό ίδρυμα έχει διορισθεί επίτροπος, η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του άρθρου 136 λαμβάνεται με τη σύμπραξη του επιτρόπου, σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του ως άνω άρθρου, ή από τον ίδιο τον επίτροπο, σε περίπτωση εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 5 του ως άνω άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Ο επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρεία αμέλεια. Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται η άσκηση των καθηκόντων του επιτρόπου καλύπτεται από το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει διορισθεί επίτροπος, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε περίπτωση αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να προβεί στην καταβολή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Ο επίτροπος διορίζεται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες. Ο ως άνω διορισμός μπορεί να παρατείνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. Η συνολική περίοδος των παρατάσεων δεν μπορεί να υπερβεί τους δεκαοκτώ (18) μήνες. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να αντικαθίσταται ο επίτροπος ή να τερματίζεται το έργο του. Ο τερματισμός του έργου του επιτρόπου πριν από τη λήξη της κατά τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου ορισθείσας θητείας επιτρέπεται εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει ότι: α) οι λόγοι διορισμού κατά την παράγραφο 1 δεν υφίστανται πλέον ή β) το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να ανακάμψει ή να εξυγιανθεί. Στην τελευταία περίπτωση, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει την ανάκληση της άδειας του πιστωτικού ιδρύματος κατά το άρθρο 19 και το θέτει υπό ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 145. Σε περίπτωση τερματισμού του έργου του επιτρόπου που δεν σχετίζεται με τη θέση του πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση, ο επίτροπος εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι το διορισμό ή την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Όταν δυνάμει δικαστικής αποφάσεως προκύπτει άμεσα ή έμμεσα θέμα νομιμότητας ή εγκυρότητας της εκλογής, συγκρότησης, σύνθεσης ή λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει επίτροπο, ο οποίος ασκεί τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών που μπορεί να παρατείνεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρθρο 138Παράταση χρόνου εκπλήρωσης υποχρεώσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μετά το διορισμό επιτρόπου σε πιστωτικό ίδρυμα, όταν αυτό παρουσιάζει σημαντικά μειωμένη ρευστότητα με πιθανολογούμενη ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων, για λόγους προστασίας των καταθετών και άλλων πιστωτών του, μπορεί να δοθεί με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ορισμένων ή του συνόλου των υποχρεώσεών του για χρονικό διάστημα μέχρι είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, που μπορεί να παραταθεί άπαξ, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για δέκα (10) εργάσιμες ημέρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η παράταση του χρόνου εκπλήρωσης υποχρεώσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος που πηγάζουν από συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που συνάπτονται σε κεφαλαιαγορές ή / και αγορές χρήματος, καθώς και στη διατραπεζική αγορά, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι συμμετεχόντων σε οποιοδήποτε σύστημα, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 2789/2000 (Α΄ 21).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τη διάρκεια των ως άνω παρατάσεων αναστέλλονται οι προθεσμίες και η άσκηση των διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του πιστωτικού ιδρύματος. Το ίδιο ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και υπαγωγής του πιστωτικού ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παράταση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που είναι ή καθίστανται ληξιπρόθεσμες τερματίζεται αυτοδικαίως με τη λήξη της αναφερόμενης στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος προθεσμίας, μπορεί δε να αρθεί, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, και πριν από την πάροδο του χρόνου που ορίζεται στην προγενέστερη απόφαση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η παράταση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που είναι ή καθίστανται ληξιπρόθεσμες δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών − πελατών του ν. 3746/2009 και του ν. 2533/1997.

Άρθρο 139Προϋποθέσεις ενεργοποίησης των μέτρων εξυγίανσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να επιβληθούν, χάριν της προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε πιστωτικό ίδρυμα, τα μέτρα εξυγίανσης των άρθρων 140 έως 142. Τα μέτρα αυτά στοχεύουν στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής ευστάθειας, την ελαχιστοποίηση του κόστους της εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος και την προστασία των καταθετών και επενδυτών, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του ν. 3746/2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Λόγοι λήψης των μέτρων εξυγίανσης κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι ενδεικτικά, πέραν εκείνων που αποτελούν λόγο ορισμού επιτρόπου σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 137, και οι ακόλουθοι: α) η ανάγκη σταθεροποίησης πιστωτικού ιδρύματος ή αποτροπής κινδύνου οικονομικής αστάθειας σε πιστωτικό ίδρυμα χάριν της συστημικής ευστάθειας, β) η ανάγκη προστασίας της εμπιστοσύνης του κοινού, ιδίως των καταθετών, στη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γ) η πρόληψη δημιουργίας συστημικού κινδύνου ή καταστάσεων αποσταθεροποιητικών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που επικρατούν στην τραπεζική και διατραπεζική αγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τα κατάλληλα κατά την κρίση της μέτρα για την εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, εκτιμώντας τα ακόλουθα: α) Τη διαφαινόμενη αδυναμία του πιστωτικού ιδρύματος να ανακάμψει. β) Την αδυναμία λήψης εναλλακτικών μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος εντός κατάλληλου χρόνου για την αποτροπή κατάρρευσης του πιστωτικού ιδρύματος. γ) Τις εκτιμώμενες συνέπειες της αδυναμίας πληρωμών πιστωτικού ιδρύματος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη ιδίως: αα) του ύψους των καταθέσεων στο πιστωτικό ίδρυμα και των απαιτήσεων επενδυτών κατ’ αυτού, ββ) του είδους και εύρους των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος έναντι άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και γγ) των συμμετοχών του πιστωτικού ιδρύματος στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών που ανήκουν στις αναφερόμενες στην υποπερίπτωση ββ΄ της παρούσας περίπτωσης κατηγορίες, όπως και των συμμετοχών τέτοιων εταιριών στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος, δ) την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση ενός πιστωτικού ιδρύματος οι μέτοχοι, οι μη ενέγγυοι πιστωτές και με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οι καταθέτες που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του ν. 3746/2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, η λήψη των μέτρων εξυγίανσης δεν λογίζεται ως διαδικασία αφερεγγυότητας του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος που θα δικαιούνταν να επικαλεσθούν πιστωτές του. Τυχόν συμβατικές ρήτρες που ενεργοποιούνται σε περίπτωση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος που χαρακτηρίζεται ως «πιστωτικό γεγονός» ή ισοδύναμο της αφερεγγυότητας δεν ενεργοποιούνται από το γεγονός της λήψης μέτρων εξυγίανσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 139 έως 144 ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν αποφασίζει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, γνωστοποιεί την απόφασή της στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, όπως και κάθε άλλη πληροφορία που χρειάζεται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για να προετοιμάσει τη χρήση των κεφαλαίων του στη λήψη μέτρων εξυγίανσης ή την ανακεφαλαιοποίηση αυτού του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας συνάπτουν μνημόνιο συνεργασίας που θα προβλέπει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσουν και άλλες λεπτομέρειες της συνεργασίας τους σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, στα οποία εφαρμόζεται το παρόν.

Άρθρο 140Αύξηση κεφαλαίου ως μέτρο εξυγίανσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο επίτροπος που έχει διοριστεί σε πιστωτικό ίδρυμα, μετά από σχετική ρητή εντολή της Τράπεζας της Ελλάδος αποφασίζει την αύξηση κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην ως άνω απόφαση. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 136 εφαρμόζονται στην ως άνω αύξηση κεφαλαίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Δικαιώματα προτίμησης των παλαιών μετόχων δεν ισχύουν κατά την εφαρμογή του παρόντος.

Άρθρο 141Εντολή μεταβίβασηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να υποχρεώσει πιστωτικό ίδρυμα στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή προς άλλο πρόσωπο. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία προσδιορίζονται στην απόφαση του προηγούμενου εδαφίου και μπορούν να είναι δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να μεταβιβάσει τα προσδιοριζόμενα στην απόφαση μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία παραχρήμα και σε κάθε περίπτωση προ της έναρξης της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν μεταβιβάσει τα προσδιοριζόμενα στην απόφαση μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία εντός των χρονικών ορίων του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται επίτροπος σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 137, ο οποίος μεταβιβάζει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με την απόφαση μεταβίβασης χωρίς τη σύμπραξη του Διοικητικού Συμβουλίου και πριν από την έναρξη της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το προς η μεταβίβαση πρόσωπο συναινεί με πρότερη έγγραφη δήλωσή του προς την Τράπεζα της Ελλάδος στην προς αυτό μεταβίβαση και στο αντάλλαγμα που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Η δήλωση αυτή αποτελεί εκτελεστό τίτλο για την αξίωση του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος κατά του προς η μεταβίβαση προσώπου στο καθοριζόμενο αντάλλαγμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, που κατά την κρίση της και σύμφωνα με τις διαθέσιμες σε αυτήν κατά το χρόνο αυτόν πληροφορίες είναι κατάλληλα για την κτήση των υπό μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, σε άτυπη και εμπιστευτική διαδικασία υποβολής προσφορών για την απόκτησή τους. Τα κληθέντα σε υποβολή προσφορών πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, καθώς και οι διοικούντες, υπάλληλοι και συνεργάτες τους, τηρούν απόρρητο ως προς την ως άνω διαδικασία και κάθε πληροφορία που απέκτησαν με την ευκαιρία αυτής. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει κατά οποιουδήποτε προσώπου παραβιάζει το απόρρητο του προηγούμενου εδαφίου πρόστιμο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος, του ποσού της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, η οποία διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με συντηρητικές εκτιμήσεις των ως άνω στοιχείων επί τη βάσει της εύλογης αξίας αυτών. Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης. Εντός εξαμήνου από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει οριστικά το ποσό της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ή τις εκθέσεις αποτίμησης, τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο οριστικός καθορισμός του ποσού της διαφοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να τύχει περαιτέρω προσαρμογής κατά την παράγραφο 15 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που οι υποβαλλόμενες προσφορές κρίνονται μη συμφέρουσες, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων προς μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για το σκοπό αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 142 είτε προς υφιστάμενο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα είτε τη θέση σε ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 145. Σε επείγουσα περίπτωση η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αμέσως κατόπιν αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης. Εντός διμήνου από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει οριστικά το αντάλλαγμα λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην απόφαση μεταβίβασης καθορίζεται επίσης ο χρόνος, στον οποίο η αξίωση του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος σε αυτό το αντάλλαγμα, εφόσον αυτό υφίσταται, καθίσταται απαιτητή, και οι όροι καταβολής. Οι υποχρεώσεις απορρήτου της παραγράφου 3, καθώς και η περί προστίμου σχετική διάταξη εφαρμόζονται και στους νόμιμους ελεγκτές. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται υποχρεωτικά: α) Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις έως του ορίου του άρθρου 9 του ν. 3746/2009 και β) οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις του Δημοσίου και φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να μεταβιβάζονται περαιτέρω στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος, όταν αυτό απαιτείται για τους σκοπούς της εξυγίανσης. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subordinated debts). Η παρούσα παράγραφος καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις, στις οποίες ο προσωρινός καθορισμός του ποσού της διαφοράς είχε ήδη γίνει κατά τη θέση σε ισχύ του ν. 4093/2012 (Α΄ 222).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εάν συντρέχει περίπτωση για ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, η μεταβίβαση σημειώνεται ατελώς στα οικεία δημόσια βιβλία και αρχεία με αίτηση του προς η μεταβίβαση προσώπου. Το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα δεν εφαρμόζεται. Για το κύρος της μεταβίβασης και το αντιτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταφέρονται στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεσή τους. Εκκρεμείς δίκες που σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία συνεχίζονται από το προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εάν η μεταβίβαση ορισμένων από τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αφορά η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε διατυπώσεις προβλεπόμενες από αλλοδαπό δίκαιο, το προς η μεταβίβαση πρόσωπο λαμβάνει αμελλητί μέριμνα για την τήρηση αυτών των διατυπώσεων. Έως την πλήρωση αυτών των διατυπώσεων το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα διαχειρίζεται αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για λογαριασμό του προς η μεταβίβαση προσώπου και σύμφωνα με τις οδηγίες του τελευταίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Αντισυμβαλλόμενοι του πιστωτικού ιδρύματος δικαιούνται να προτείνουν απαίτησή τους κατά του μεταβιβάσαντος πιστωτικού ιδρύματος προς συμψηφισμό κατά απαίτησης που περιήλθε στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου, εφόσον οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν πριν από το χρόνο μεταβίβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι αξιώσεις από εμπράγματη ασφάλεια επί περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου ασκούνται κατά του προς η μεταβίβαση προσώπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Εάν με την απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μεταβιβάζονται σύμφωνα συμψηφισμού και μετατροπής χρέους με την έννοια του ν. 3458/2006 (Α΄ 94) ή συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με την έννοια του ν. 3301/2004 (Α΄ 263), τότε οι συμφωνίες αυτές μεταβιβάζονται υποχρεωτικά στο σύνολό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα άρθρα 4 και 5 του π.δ. 178/2002 (Α΄ 162) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 141 και 142 και οι συμβάσεις εργασίας δεν μεταφέρονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται σε πτωχευτική ανάκληση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η έκδοση απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών − πελατών του ν. 3746/2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής: α) το Σκέλος Καταθέσεων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων καταβάλλει ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και β) το Σκέλος Εξυγίανσης του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων καταβάλλει το επιπλέον ποσό. Τα δύο τρίτα του ως άνω ποσού της διαφοράς καταβάλλονται με τον προσωρινό καθορισμό αυτού σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται με τον οριστικό καθορισμό του κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Το υποκείμενο σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να θέτει στη διάθεση του προς η μεταβίβαση ιδρύματος όλες τις υπηρεσίες του και να το διευκολύνει προκειμένου να εκτελέσει αποτελεσματικά τις εργασίες που μεταβιβάζονται σε αυτό δυνάμει της απόφασης μεταβίβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Εντός έξι (6) μηνών από την έκδοση της αποφάσεως της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο ή για την αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη των σκοπών που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 139. Με την ίδια απόφαση αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος, λαμβανομένης υπόψη στη μεν περίπτωση της μεταβίβασης περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά το χρόνο έκδοσης της ίδιας απόφασης, στη δε περίπτωση της αναμεταβίβασης ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Σε περίπτωση μεταβίβασης λογαριασμών καταθέσεων στο πλαίσιο μέτρων εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος κατά το παρόν άρθρο, η προθεσμία (οκταήμερη) εμφάνισης επιταγών συρόμενων επί των μεταβιβαζόμενων λογαριασμών, η οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 29 του ν. 5960/1933 (Α΄ 401) έληγε κατά ή μετά την ημερομηνία της ανάκλησης άδειας του πιστωτικού ιδρύματος, αρχίζει από την ημερομηνία γνωστοποίησης από το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα της έναρξης εξυπηρέτησης των μεταβιβαζόμενων λογαριασμών σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες πολιτικές εφημερίδες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Το άρθρο 9 του ν. 3959/2011 (Α΄ 93) δεν εφαρμόζεται σε συγκεντρώσεις επιχειρήσεων που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Το κύρος των δικαιοπραξιών που καταρτίζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου εξαρτάται από την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού που εκδίδεται κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, εντός τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίηση της συγκέντρωσης. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της παραπάνω προθεσμίας εφαρμόζεται αναλόγως το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ν. 3959/2011.

Άρθρο 142Μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να συσταθεί μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα, προς το οποίο μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 141 παράγραφοι 5 έως 12. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται ο τρόπος καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, ο αριθμός και η αξία των νέων μετοχών, διορίζεται το πρώτο διοικητικό συμβούλιο, καθορίζεται το περιεχόμενο του καταστατικού και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη βιώσιμη λειτουργία του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο. Με την καταχώριση αυτή, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα αποκτά νομική προσωπικότητα. Κοινοποιείται αυθημερόν στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων και στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα τελεί υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3864/2010 (Α΄ 119). Σε περίπτωση που παύσει να υφίσταται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα εφεξής τελεί υπό τον έλεγχο του Δημοσίου. Σκοπός του είναι η διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων τραπεζικών εργασιών και υπηρεσιών πληρωμών του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να εξασφαλιστεί η προστασία των καταθετών και επενδυτών υπό την έννοια του ν. 3746/2009, η διαφύλαξη της αξίας της εισφερόμενης σε αυτό περιουσίας και η ομαλή λειτουργία του προς μεγιστοποίηση της αξίας του μέχρι την εντός ευλόγου χρόνου πώληση των μετοχών του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 143 του παρόντος νόμου. Προς εκπλήρωση αυτών των σκοπών το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αναδιοργανωθεί με κάθε κατάλληλο μέσο, περιλαμβανομένων ενδεικτικά της μετατροπής, εντολής μεταβίβασης, συγχώνευσης, απόσχισης κλάδου και διάσπασης σύμφωνα με το δίκαιο του ανταγωνισμού και με την επιφύλαξη των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με τη σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, η άδεια λειτουργίας του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος ανακαλείται και αυτό τίθεται σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 145. Στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα χορηγείται νέα άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 10. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 εκπληρώνονται από το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα σε ρητή προθεσμία που ορίζεται για το σκοπό αυτόν με την απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται στο σύνολό του από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τη διοίκηση του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ασκεί το Διοικητικό του Συμβούλιο. Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται από πέντε μέλη. Εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλεί γενική συνέλευση για την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 ισχύει και για μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία ορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, αφού προηγηθεί η κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 141 προσωρινή αποτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 4 του άρθρου 141 εφαρμόζεται ανάλογα. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται υποχρεωτικά: α) Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις έως του ορίου του άρθρου 9 του ν. 3746/2009. β) Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις του Δημοσίου και των φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να αυξάνεται το όριο των αναδεχομένων υποχρεώσεων που αφορούν καταθέσεις, όταν αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση των σκοπών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subordinated debts). Εντός έξι (6) μηνών από την έκδοση της αποφάσεως της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα ή για την αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη των σκοπών της παραγράφου 1 του άρθρου 139. Με την ίδια απόφαση αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος, λαμβανομένης υπόψη στη μεν περίπτωση της μεταβίβασης περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά το χρόνο έκδοσης της ίδιας απόφασης, στη δε περίπτωση της αναμεταβίβασης ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης της παραγράφου 1. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 5 έως 12 του άρθρου 141.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής: α) το Σκέλος κάλυψης Καταθέσεων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων καταβάλλει ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων, αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και β) το Σκέλος Εξυγίανσης του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων καταβάλλει το επιπλέον ποσό. Τα δύο τρίτα του ως άνω ποσού της διαφοράς καταβάλλονται με τον προσωρινό καθορισμό του σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 141, ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται με τον οριστικό καθορισμό του κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 141. Στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα παρέχεται κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, προκειμένου να διαθέτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Στη συνέχεια, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα εκπονεί επιχειρησιακό σχέδιο, στο οποίο περιγράφει τη στρατηγική του για τη βιώσιμη λειτουργία, τη διασφάλιση και ενίσχυση της φερεγγυότητας και την εν γένει εκπλήρωση των σκοπών του, το οποίο εγκρίνεται από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το σχέδιο αυτό υπέχει θέση προγράμματος δραστηριοτήτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ενεργοποιεί καθ’ εαυτήν τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών − πελατών του ν. 3746/2009 και δεν λογίζεται ως διαδικασία αφερεγγυότητας του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος που θα δικαιούνταν να επικαλεσθούν πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων μεταφέρονται στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα. Τυχόν συμβατικές ρήτρες που ενεργοποιούνται σε περίπτωση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος που χαρακτηρίζεται ως «πιστωτικό γεγονός» ή ισοδύναμο της αφερεγγυότητας δεν ενεργοποιούνται ως προς το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα και η συνδρομή των σχετικών όρων κρίνεται στο πρόσωπο του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και όχι του υπό ειδική εκκαθάριση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να λειτουργήσει για διάστημα πέραν των δύο (2) ετών. Για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, το διάστημα αυτό μπορεί να παρατείνεται για δύο (2) ακόμη έτη.

Άρθρο 143Πώληση μετοχών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η πώληση του συνόλου των μετοχών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος γίνεται με πλειστηριασμό, που προκηρύσσει το Διοικητικό Συμβούλιο, ύστερα από εκτίμηση που διενεργεί ανεξάρτητος οίκος, οριζόμενος από το Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα κριτήρια επιλογής του πλειοδότη είναι το προσφερόμενο τίμημα, η αξιολόγηση του προγράμματος επιχειρηματικής δραστηριότητας, η καταλληλότητα και οικονομική φερεγγυότητα των υποψήφιων αγοραστών και η διατήρηση θέσεων εργασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να επαναλαμβάνει τον πλειστηριασμό, εάν αυτός αποβεί άκαρπος. Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία πώλησης των μετοχών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ολοκληρώνεται εντός διετίας από την έκδοση της απόφασης μεταβίβασης και σε κάθε περίπτωση εντός της ενδεχόμενης παράτασης λειτουργίας του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με την απόφαση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 142. Σε περίπτωση αποτυχίας του πλειστηριασμού ή την πάροδο άπρακτης της ως άνω προθεσμίας ή με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μπορεί να ληφθεί κατά πάντα χρόνο εφόσον έχει καταστεί αδύνατη η πραγματοποίηση του σκοπού του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα λύεται αυτοδικαίως και εκκαθαρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 145. Το προϊόν της εκκαθάρισης που αντιστοιχεί σε εισφερθέντα περιουσιακά στοιχεία του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος περιέρχεται σε αυτό, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί κάθε ποσό κρατικής ενίσχυσης που έλαβε το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά τη διάρκεια λειτουργίας του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η εξειδίκευση των κριτηρίων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η διαδικασία και οι λοιποί όροι του διαγωνισμού και της κατακύρωσης καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε μεταβατικά πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Άρθρο 144Αποζημίωση

Αν κάποιος μέτοχος ή πιστωτής πιστωτικού ιδρύματος θεωρήσει ότι, ως συνέπεια της εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 139 έως 142, η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί σε σχέση με αυτή στην οποία θα βρισκόταν εάν το πιστωτικό ίδρυμα ετίθετο άμεσα σε ειδική εκκαθάριση πριν από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, ο εν λόγω μέτοχος ή πιστωτής δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση από το Δημόσιο ύψους τέτοιου που να τον αποκαθιστά στη θέση που θα είχε αν γινόταν απευθείας ειδική εκκαθάριση. Για την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος πριν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, προκειμένου να αξιολογηθεί εάν υπήρξε πράγματι χειροτέρευση θέσης, λαμβάνονται υπόψη η έκθεση ή οι εκθέσεις αποτίμησης της παραγράφου 4 του άρθρου 141 και αφαιρείται κάθε ποσό κρατικής ενίσχυσης ή ενίσχυσης από κεντρική τράπεζα που τυχόν έχει λάβει το πιστωτικό ίδρυμα.

Άρθρο 145Ειδική Εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 και του άρθρου 142 του παρόντος νόμου: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 19, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ειδικός εκκαθαριστής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ίδιο πρόσωπο μπορεί να αναλάβει την ειδική εκκαθάριση περισσοτέρων του ενός υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των σκοπών της ειδικής εκκαθάρισης. Στην περίπτωση αυτή μπορούν να ενοποιούνται λειτουργικά οι ειδικές εκκαθαρίσεις, χωρίς να θίγεται η αυτοτέλεια των υπό εκκαθάριση νομικών προσώπων ούτε η έννομη θέση των πιστωτών. Σε περίπτωση πρόσκαιρου κωλύματος του ειδικού εκκαθαριστή, εάν είναι φυσικό πρόσωπο, αυτός μπορεί να αναπληρώνεται προσωρινά με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μπορεί να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο. Ο έλεγχος και η εποπτεία αποσκοπούν ενδεικτικά: α) στην αποτελεσματική διαχείριση και ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης στο πλαίσιο της στρατηγικής που έχει καταρτιστεί από τον ειδικό εκκαθαριστή και έχει εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, β) στην τήρηση του νόμου και των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος και γ) στην παρακολούθηση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης μέσω της υποβολής στοιχείων και αναφορών, όπως ειδικότερα ορίζεται με απόφαση κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. ε) Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα της απόφασης περί ειδικής εκκαθάρισης, το πιστωτικό ίδρυμα απαγορεύεται να δέχεται καταθέσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να περιορίζει και άλλες εργασίες του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. στ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης και χάριν προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υποχρεωθεί ο ειδικός εκκαθαριστής στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά το άρθρο 142. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 141 εφαρμόζονται ανάλογα. ζ) Ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρεία αμέλεια. Δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη για χρέη του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος που γεννήθηκαν πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Ο ίδιος και, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, οι νόμιμοι εκπρόσωποί του δεν προσωποκρατούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη για χρέη του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος που γεννήθηκαν πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους. Τα προηγούμενα εδάφια εφαρμόζονται και στα μέλη της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων του άρθρου 146. η) Η αμοιβή του εκκαθαριστή και τα έξοδα διαδικασίας καταβάλλονται από το υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα. Σε περίπτωση αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναλάβει τη σχετική υποχρέωση. θ) Οι διατάξεις για τις εποπτικές αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του πιστωτικού ιδρύματος και τις αντιστοιχούσες σε αυτές υποχρεώσεις του τελευταίου δεν παραβλάπτονται εκ της υπαγωγής του σε ειδική εκκαθάριση, του εποπτικού ρόλου της Τράπεζας της Ελλάδος και των αρμοδιοτήτων, εποπτικών και κυρωτικών, προσαρμοζόμενων καταλλήλως στους σκοπούς και τις ανάγκες της ειδικής εκκαθάρισης. ι) Τα στελέχη και οι απασχολούμενοι στο πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούνται να συμπράττουν με τον ειδικό εκκαθαριστή, τα όργανα της ειδικής εκκαθάρισης και το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων και να ακολουθούν τις οδηγίες και υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διασφάλιση της ομαλής εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος και την ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει στους παραβάτες, πέραν των κυρώσεων που μπορεί να επιβάλει στο πιστωτικό ίδρυμα κατά την ισχύουσα νομοθεσία, και πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ποσού μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, το οποίο διπλασιάζεται σε περίπτωση υποτροπής. ια) Από την έναρξη ισχύος του ν. 4021/2011 κατ’ εξαίρεση δύναται ο ισολογισμός της πρώτης χρήσης του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος να αφορά διάστημα μεγαλύτερο των δώδεκα μηνών, το οποίο να μην υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο παρόν άρθρο όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ανήκοντα στους πελάτες του πιστωτικού ιδρύματος χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το πιστωτικό ίδρυμα, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, καθώς και το περιεχόμενο των τραπεζικών θυρίδων, αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός εάν: (α) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή (β) υφίσταται απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος υπάρχουν απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων, εφαρμόζεται το άρθρο 156 του Πτωχευτικού Κώδικα, εκτός αν πρόκειται για δικαιώματα από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004, οπότε ο ασφαλειολήπτης ικανοποιείται από την ασφάλεια κατ’ αποκλεισμό, μέχρι πλήρους ικανοποίησής του, των απαιτήσεων του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, της παραγράφου 4 του άρθρου 13Α του ν. 3746/2009 και της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αν ο αριθμός των πιστωτών του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, στους οποίους πρέπει να γίνει κοινοποίηση, υπερβαίνει τους εκατό (100), η κοινοποίηση εισαγωγικών δικογράφων σε αυτούς αντικαθίσταται, με ανακοίνωση από τον ειδικό εκκαθαριστή, με δαπάνες του, της ημερομηνίας, της ώρας και του τόπου εκδίκασης που αναρτάται στην ιστοσελίδα του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος και στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και με δημοσίευση των ανωτέρω πληροφοριών μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, τουλάχιστον μία από τις οποίες εκδίδεται στην έδρα του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. Κάθε πιστωτής δικαιούται να λάβει αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου από τον ειδικό εκκαθαριστή σε ηλεκτρονική μορφή και, κατόπιν αίτησής του με έξοδα του ιδίου, σε έγχαρτη μορφή.

Άρθρο 146Επιτροπή Ειδικών ΕκκαθαρίσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων που συνεστήθη με την παρ. 11 του άρθρου 74 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) είναι πενταμελής. Τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για τριετή θητεία, που μπορεί να ανανεωθεί άπαξ για ίδιο διάστημα, είναι εγνωσμένου κύρους και έχουν τουλάχιστον δεκαετή εμπειρία σε θέματα πιστοδοτήσεων και διαχείρισης χρηματοδοτικών εμπλοκών, εταιρικής και λιανικής τραπεζικής. Τα μέλη της Επιτροπής μπορούν να ανακληθούν πριν από τη λήξη της θητείας τους με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στην Επιτροπή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο ειδικός εκκαθαριστής υποχρεούται να ζητά, με αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο αίτημά του, τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, για τις ακόλουθες συναλλαγές: α) Συμβιβασμούς, όταν η απαίτηση, στην οποία αφορά ο συμβιβασμός, υπερβαίνει, κατά το δανειστή, τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, περιλαμβανομένων κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Ως συμβιβασμοί νοούνται συμβάσεις που έχουν στοιχείο μερικής άφεσης χρέους ως προς το κεφάλαιο του δανείου. β) Ρυθμίσεις δανείων, όταν η απαίτηση κατά του οφειλέτη υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ, περιλαμβανομένων κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Ως ρυθμίσεις νοούνται ιδίως συμβάσεις, με τις οποίες παρατείνεται ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου ή μειώνεται το επιτόκιό του. Οι ρυθμίσεις μπορούν να αναφέρονται και σε δάνεια που έχουν καταγγελθεί. γ) Εκποιήσεις ακινήτων, οι οποίες γίνονται πάντοτε με πλειστηριασμό, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα από την Τράπεζα της Ελλάδος βάσει της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, η δε έγκριση παρέχεται πριν από τον πλειστηριασμό και έχει ως αντικείμενο και την τιμή πρώτης προσφοράς. Σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής δεν απαιτείται, εάν η αντικειμενική αξία του ακινήτου είναι μικρότερη των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η τιμή πρώτης προσφοράς ισούται τουλάχιστον με τα επτά δέκατα (7/10) της λογιστικής αξίας του ακινήτου. δ) Εκποιήσεις απαιτήσεων από δάνεια, συμμετοχών, μετοχών, εταιρικών μεριδίων και ομολόγων. Σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής δεν απαιτείται, εάν η λογιστική αξία του εκποιούμενου στοιχείου είναι μικρότερη των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η τιμή πρώτης προσφοράς ισούται τουλάχιστον με τα επτά δέκατα (7/10) της λογιστικής αξίας ή όταν πρόκειται για εισηγμένους τίτλους σε οργανωμένη αγορά. Όταν απαιτείται σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, η εκποίηση γίνεται με πλειστηριασμό, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα από την Τράπεζα της Ελλάδος βάσει της παραγράφου 5, η δε έγκριση παρέχεται πριν από τον πλειστηριασμό και έχει ως αντικείμενο και την τιμή πρώτης προσφοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Επιτροπή συνεδριάζει και αποφασίζει με πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της. Ομόφωνη απόφαση απαιτείται: α) όταν οι απαιτήσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου υπερβαίνουν το ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ και β) όταν η λογιστική αξία του προς εκποίηση περιουσιακού στοιχείου των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα μέλη της Επιτροπής έχουν υποχρέωση τήρησης απορρήτου των εργασιών της, ισχύουσας και της παραγράφου 8 του άρθρου 54. Οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 54 εφαρμόζονται αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της μπορεί να καθορίζει θέματα σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων, τα προσόντα των μελών της, την καταβολή αποζημίωσης από την Τράπεζα της Ελλάδος, περαιτέρω όρους και διατυπώσεις για τις συναλλαγές που συνάπτονται με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής και άλλα ειδικότερα θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Διατηρείται η ευχέρεια της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 145 να καθορίζει όρους και διατυπώσεις για συναλλαγές, για τις οποίες δεν απαιτείται σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 147Δαπάνες εποπτείας

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει ότι, κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του Καταστατικού της, οι σχετικές με τον έλεγχο δαπάνες βαρύνουν τα εποπτευόμενα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα. Στην περίπτωση αυτή προσδιορίζει επίσης το κατά περίπτωση ύψος των δαπανών, τα κριτήρια βάσει των οποίων αυτές μπορεί να διαφοροποιούνται κατά κατηγορία εποπτευόμενων ιδρυμάτων ή ελεγχόμενων δραστηριοτήτων, τον τρόπο είσπραξης των δαπανών και κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 148Τροποποίηση του καταστατικού των πιστωτικών ιδρυμάτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η διαδικασία για την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού των πιστωτικών ιδρυμάτων διέπεται από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Απαιτείται έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για την τροποποίηση που αφορά το είδος των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και σε κάθε περίπτωση μείωσης ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου η οποία δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά είτε οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων είτε όχι.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986, όπως ισχύει, απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για κάθε τροποποίηση του καταστατικού τους. Η έγκριση αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την καταχώριση του περιλαμβάνοντος την τροποποίηση καταστατικού στο κατά νόμο προβλεπόμενο μητρώο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος τις τροποποιήσεις που δεν υπόκεινται σε έγκρισή της μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης.

Άρθρο 149Εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων

Για την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων αποχώρησης ή αποκλεισμού συνεταίρων, η οποία συνεπάγεται μείωση, εντός της οικονομικής χρήσης, μεγαλύτερη του 2% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος που έχει μορφή συνεταιρισμού του ν. 1667/1986, όπως ορίζονται στο άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου, απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαγορεύει την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, εάν τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί με τη μορφή του πιστωτικού συνεταιρισμού.

Άρθρο 150Εκτοκισμός δανείων ή λοιπών πιστώσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986 (Α΄ 194), μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου να χορηγεί νέα δάνεια για την πληρωμή οφειλόμενων σε αυτό ληξιπρόθεσμων τόκων με αποτέλεσμα την αναστολή εφαρμογής της διάταξης της εν λόγω παραγράφου, καθώς και να προβαίνει σε ρύθμιση οφειλών ισοδύναμου αποτελέσματος εκτός εάν πρόκειται για σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών του δανειολήπτη, που θα στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη μελέτη από το πιστωτικό ίδρυμα της δυνατότητας εξυπηρέτησης των ρυθμιζόμενων οφειλών με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Απαγορεύεται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών, κατά το αμέσως προηγούμενο εδάφιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εξουσιοδοτείται η Τράπεζα της Ελλάδος να παρέχει διευκρινιστικές οδηγίες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα για τα πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 151Παροχή ασφάλειας υπέρ της Τράπεζας της ΕλλάδοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επί των κατατιθέμενων υποχρεωτικά ή προαιρετικά εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος περιουσιακών στοιχείων η Τράπεζα της Ελλάδος έχει νόμιμο ενέχυρο για την κάλυψη των κάθε είδους απαιτήσεών της στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής και από συναλλαγές μέσω συστημάτων πληρωμών και εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών. Εφόσον οι ανωτέρω απαιτήσεις δεν καλύπτονται μέσω του ενεχύρου, οι οφειλέτες υποχρεούνται να το συμπληρώνουν αμέσως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι συνιστώμενες από πιστωτικό ίδρυμα ασφάλειες επί κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος ή υπέρ άλλης κεντρικής τράπεζας μέλους του ευρωσυστήματος ασφαλίζουν ως ομάδα με κυμαινόμενη σύνθεση όλες τις απαιτήσεις τους στο πλαίσιο πράξεων νομισματικής πολιτικής και παροχής ενδοημερήσιας ρευστότητας σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος. Στην περίπτωση αυτή το πιστωτικό ίδρυμα δεν επιτρέπεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της ασφαλειολήπτριας κεντρικής τράπεζας να αποσύρει ή/και να διαθέτει περαιτέρω τα δοθέντα ως ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αναγγελία προς τον οφειλέτη της σύστασης ασφάλειας από πιστωτικό ίδρυμα υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος ή άλλης κεντρικής τράπεζας μέλους του ευρωσυστήματος, στο πλαίσιο πράξεων νομισματικής πολιτικής ή παροχής ενδοημερήσιας ρευστότητας, επί απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος από χορηγηθέν προς τον οφειλέτη δάνειο ή πίστωση οποιασδήποτε μορφής, δημιουργεί προτεραιότητα έναντι κάθε μεταγενέστερης αναγγελίας σύστασης ασφάλειας επί απαιτήσεων από το ίδιο δάνειο ή πίστωση, καθ’ οιονδήποτε τρόπο γενομένης, περιλαμβανομένης της δημοσίευσης βάσει των διατάξεων του ν. 2844/2000 (Α΄ 220).

Άρθρο 152Καλυμμένες ομολογίεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά του ν. 3156/2003 (Α΄ 157), άρθρα 1 έως και 9, 12 και 14.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα καθήκοντα εκπροσώπου των ομολογιούχων ασκεί θεματοφύλακας (trustee) που μπορεί να είναι πιστωτικό ίδρυμα ή συνδεδεμένη εταιρεία πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παράγραφος 5 του κ.ν. 2190/1920 ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι των ομολογιούχων για δόλο και βαρεία αμέλεια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών μπορεί να συνίσταται σε απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως και συμπληρωματικά σε απαιτήσεις από παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (όπως ενδεικτικά απαιτήσεις από συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων), σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και σε κινητές αξίες, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο λόγος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα προς την αξία των καλυμμένων ομολογιών κατά την έκδοση, ο τρόπος αποτίμησης των περιουσιακών αυτών στοιχείων, καθώς και ο έλεγχος για τη διασφάλιση της επάρκειας του καλύμματος καθ’ όλη τη διάρκεια της έκδοσης. Ο λόγος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων προς την αξία των ομολογιών μπορεί να ορίζεται διαφορετικός ανάλογα με το είδος των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα, ιδίως ανάλογα με το είδος των δανείων ή πιστώσεων οι απαιτήσεις από τα οποία συγκαταλέγονται στο κάλυμμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Επί του καλύμματος συνιστάται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών (όπως ενδεικτικά απαιτήσεων από χρηματοοικονομικά παράγωγα συνδεόμενα με την έκδοση των ομολογιών, απαιτήσεων του θεματοφύλακα για συμφωνηθείσες αμοιβές και δαπάνες του, απαιτήσεων τυχόν εγγυητών, απαιτήσεων τυχόν διαχειριστή των δανείων) και οι οποίοι αναφέρονται ως εξασφαλιζόμενοι δανειστές στο πρόγραμμα των ομολογιών. Σε περίπτωση που ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών διέπονται από ξένο δίκαιο, θα συστήνεται εμπράγματη εξασφάλιση επ’ αυτών υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων δανειστών σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου δικαίου. Με το πρόγραμμα μπορεί να ορίζεται η εξασφάλιση από το ίδιο νόμιμο ενέχυρο ομολογιούχων ή και άλλων δανειστών οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με ομολογίες διαφορετικής έκδοσης ή σειράς, καθώς και κάθε σχετικό ζήτημα όπως ενδεικτικώς η μεταξύ τους σχέση, ο τρόπος και η προτεραιότητα ικανοποίησης και ο τρόπος οργάνωσής τους σε ομάδα και εκπροσώπησής τους κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 του ν. 3156/2003, εφόσον δεν επιλεγεί σχετικώς η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου. Ο διορισμός περισσότερων θεματοφυλάκων κοινών ή ανά σειρά ή έκδοση δεν αποκλείεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι απαιτήσεις που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα των ομολογιών αναφέρονται ονομαστικά σε έγγραφο που υπογράφεται από τον εκδότη και τον θεματοφύλακα και καταχωρείται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη σημεία του, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000. Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να αντικαθίστανται απαιτήσεις που συνιστούν μέρος του καλύμματος με άλλες ή να προστίθενται απαιτήσεις στο κάλυμμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΑ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου. Σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη, οι ομολογιούχοι και λοιποί δανειστές που εξασφαλίζονται με το νόμιμο ενέχυρο ικανοποιούνται ως προς το μη εξοφλούμενο από το κάλυμμα μέρος των απαιτήσεών τους, όπως και οι ανέγγυοι πιστωτές από τη λοιπή περιουσία του εκδότη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Από την καταχώριση του εγγράφου της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου το κύρος της έκδοσης του ομολογιακού δανείου, της σύστασης του νομίμου ενεχύρου και της τυχόν διεπόμενης από ξένο δίκαιο εμπράγματης ασφάλειας, των πληρωμών προς τους ομολογιούχους και τους λοιπούς δανειστές που εξασφαλίζονται με το νόμιμο ενέχυρο, καθώς και της σύναψης κάθε σχετικής με την έκδοση των καλυμμένων ομολογιών σύμβασης δεν θίγεται από την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζονται στο ν. 3458/2006, σε σχέση με τον εκδότη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Απαγορεύεται η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου, οποιαδήποτε διάθεσή τους από τον εκδότη χωρίς την έγγραφη συναίνεση του θεματοφύλακα είναι άκυρη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Με το πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου μπορεί να ορίζεται ότι είτε εξ αρχής είτε αν επέλθουν ορισμένα γεγονότα, όπως ενδεικτικά έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας σε σχέση με τον εκδότη, ο θεματοφύλακας θα μπορεί να αναθέτει ή να αναλαμβάνει την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών κατ’ ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 14 έως και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. Ο θεματοφύλακας θα μπορεί επίσης, κατά τους όρους του προγράμματος και τους όρους της σχέσης που τον συνδέει με τους ομολογιούχους, να πωλεί και μεταβιβάζει τα περιουσιακά στοιχεία του καλύμματος είτε κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων είτε κατά τις γενικές διατάξεις και να χρησιμοποιεί το καθαρό προϊόν της πώλησης σε εξόφληση των εξασφαλισμένων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων, κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 1239 και 1254 του Αστικού Κώδικα και κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου και κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 δεν απαιτείται ο μεταβιβάζων να έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ορίσει διαχειριστή, ανεξάρτητα από τις εξουσίες που τυχόν αναθέτει σε επίτροπο ή εκκαθαριστή με βάση τα ανωτέρω άρθρα 137 και 145 του παρόντος, αν δεν το πράξει ο θεματοφύλακας. Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεων που συγκαταλέγονται στο νόμιμο ενέχυρο και τη ρευστοποίηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε αυτό διατίθενται για την εξόφληση των ομολογιών και των λοιπών εξασφαλιζόμενων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του ομολογιακού δανείου. Οι διατάξεις των παραγράφων 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 εφαρμόζονται αναλόγως για την πώληση, τη μεταβίβαση, την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Με καλυμμένες ομολογίες μπορούν να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλο κράτος−μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα εγγυάται ευθυνόμενο ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών. Επιπλέον, προκειμένου να εξομοιωθούν οι εκδιδόμενες από το νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού ομολογίες με καλυμμένες ομολογίες πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος που προβλέπεται να εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε σχέση με την αξία των ομολογιών και την αξία και το είδος των περιουσιακών στοιχείων του νομικού προσώπου ειδικού σκοπού. Οι λοιπές παράγραφοι του παρόντος άρθρου ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Οι καλυμμένες ομολογίες μπορούν να εισάγονται σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 και της παρ. 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ, καθώς και να διατίθενται με δημόσια προσφορά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Σε περίπτωση έκδοσης σύμφωνα με ξένο δίκαιο ομολογιών, οι οποίες χαρακτηρίζονται κατά το οικείο δίκαιο ως καλυμμένες, από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε κράτος−μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ο εκδότης μπορεί να συνιστά νόμιμο ενέχυρο επί απαιτήσεων που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο υπέρ των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών κατ’ ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 5, 6 και 8 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 14 του ν. 3156/2003.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, του άρθρου 14 του ν. 3156/2003 και με ανάλογη εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου. Οι καλυμμένες ομολογίες της παρούσας παραγράφου εξασφαλίζονται με εγγύηση που παρέχεται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος−μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, το οποίο ευθύνεται ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών. Ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών έχει ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση απαιτήσεων και κινητών αξιών που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και την παροχή της εγγύησης προς εξασφάλιση των πάσης φύσεως απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος των καλυμμένων ομολογιών. Η απόκτηση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών, η οποία γίνεται λόγω πωλήσεως, η εν γένει διαχείριση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών και η είσπραξη των απαιτήσεων του νομικού προσώπου ειδικού σκοπού διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 2 εδάφια α΄ και β΄ και 6 έως 17 και 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά. Αν το νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού του προηγούμενου εδαφίου εδρεύει στην Ελλάδα πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία διεπόμενη από τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. Οι πάσης φύσεως απαιτήσεις, που απορρέουν από την εγγύηση των καλυμμένων ομολογιών, εξασφαλίζονται με νόμιμο ενέχυρο, το οποίο συνιστάται επί του συνόλου των απαιτήσεων που αποκτά ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών. Οι απαιτήσεις επί των οποίων υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο αποτελούν το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών. Η σύσταση και η λειτουργία του νομίμου ενεχύρου διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 18 και 19 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. Στο κάλυμμα μπορούν να περιλαμβάνονται επίσης και περιουσιακά στοιχεία διεπόμενα από ξένο δίκαιο κατά τους όρους του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος μπορούν να εξομοιούνται με καλυμμένες ομολογίες και άλλες κατηγορίες ομολογιών, εφόσον διασφαλίζεται η εποπτεία των εκδοτών τους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων. Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ορίζονται επίσης τα καθήκοντα του θεματοφύλακα, τα καλύμματα των ομολογιών του παρόντος άρθρου και οι λοιπές εξασφαλίσεις κατά παρέκκλιση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού.

Άρθρο 153Μέτρα, κυρώσεις, απόρρητο και λοιπές διατάξεις για χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της ΕλλάδοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας περί λειτουργίας της οικείας κατηγορίας χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, οι διατάξεις του άρθρου 19, των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 27, του άρθρου 54, της παραγράφου 3 του άρθρου 55, των παραγράφων 3, 4, 6 και 8 του άρθρου 66, της παραγράφου 5 του άρθρου 90, του άρθρου 94, του άρθρου 96, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 137, των άρθρων 56 έως 60 και 145 εφαρμόζονται και επί χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε ατομική βάση στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επιπλέον η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, σε περίπτωση παράβασης από τα χρηματοδοτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, να επιβάλει την αναστολή της άδειας λειτουργίας τους ή την ανάκληση αυτής, η οποία επιφέρει τη θέση τους σε εκκαθάριση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και οι όροι αναστολής ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας χρηματοδοτικού ιδρύματος του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι εταιρίες παροχής πιστώσεων επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας ή Ευρωπαϊκής Εταιρίας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 με πραγματική και καταστατική έδρα στην Ελλάδα. Οι εταιρίες παροχής πιστώσεων έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή πιστώσεων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη καταναλωτικών και προσωπικών αναγκών, με βάση τα ισχύοντα αντιστοίχως για τις παρεχόμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα πιστώσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω εταιρείες μπορούν να ασκούν συμπληρωματικές ή παρεμφερείς δραστηριότητες παράλληλα με την ως άνω κύρια δραστηριότητα της παροχής πιστώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τη σύσταση και λειτουργία στην Ελλάδα εταιρειών παροχής πιστώσεων απαιτείται ειδική άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στο οικείο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Το ίδιο ισχύει και για τη μετατροπή υφιστάμενης ανώνυμης εταιρείας σε εταιρεία παροχής πιστώσεων. Για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας, η Τράπεζα της Ελλάδος ζητεί και αξιολογεί τα αντίστοιχα στοιχεία και πληροφορίες που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο για την παροχή άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύει περαιτέρω τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας και να καθορίζει το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο που απαιτείται να καταβληθεί για τη σύσταση και τη λειτουργία των εταιριών παροχής πιστώσεων, καθώς επίσης το ύψος των ιδίων κεφαλαίων. Το συγκεκριμένο ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να είναι ολόκληρο καταβεβλημένο σε μετρητά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι μετοχές των εταιριών παροχής πιστώσεων είναι ονομαστικές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί εποπτεία και έλεγχο στις επιχειρήσεις του παρόντος άρθρου και ρυθμίζει με πράξεις της τα σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τα συστήματα Εσωτερικού Ελέγχου. Επίσης αξιολογεί τους εταίρους, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τους επικεφαλής των λειτουργιών των εν λόγω εταιριών κατ’ αναλογία προς τα ισχύοντα για τα πιστωτικά ιδρύματα και περαιτέρω μπορεί να ζητεί οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία και πληροφορίες. Για την έννοια και το περιεχόμενο της εποπτείας, περιλαμβανομένης της δυνατότητας της Τράπεζας της Ελλάδος να θέτει γενικούς ή ειδικούς ανά επιχείρηση κανόνες, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του παρόντος νόμου, που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλεί άδεια λειτουργίας που έχει χορηγήσει σε εταιρεία παροχής πιστώσεων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Άρθρο 154Κυρώσεις από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 67 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε περίπτωση που μία επιχείρηση της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου: α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 ή 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κατά περίπτωση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 99 παράγραφος 1 του εν λόγω Κανονισμού, β) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, γ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, κατά παράβαση του άρθρου 394 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τη ρευστότητά του, κατά παράβαση του άρθρου 415 παράγραφοι 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ε) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με το δείκτη μόχλευσης, κατά παράβαση του άρθρου 430 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στ) δεν διατηρεί κατ’ εξακολούθηση και σε βάθος χρόνου ρευστά διαθέσιμα, κατά παράβαση του άρθρου 412 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ζ) παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η) που είναι εκτεθειμένη στον πιστωτικό κίνδυνο μιας θέσης τιτλοποίησης δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 405 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. θ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες κατά παράβαση του άρθρου 431 παράγραφοι 1, 2 και 3 ή του άρθρου 451 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ι) προβαίνει σε πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος, κατά παράβαση του άρθρου 131 του παρόντος νόμου ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα άρθρα 28, 51 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια, ια) δεν εφαρμόζει πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης όπως απαιτείται από το άρθρο 66 του παρόντος νόμου, ιβ) διόρισε ή δεν αντικατέστησε αμελλητί τα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με το άρθρο 83 του παρόντος νόμου, επιβάλλει με απόφασή της διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 21 του ν. 3606/2007 περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, που μπορεί να εφαρμοστεί και για τις περιπτώσεις α΄ έως και ια΄ της προηγουμένης παραγράφου και λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά και εκτελεστικά μέτρα και αποφάσεις του παρόντος νόμου, στις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που επιβάλλονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, περιλαμβάνονται τα εξής: α) Διοικητικές κυρώσεις: αα) στην περίπτωση νομικού προσώπου, επίπληξη ή χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των ακαθάριστων εσόδων που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση, ββ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, επίπληξη ή χρηματικά διοικητικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, γγ) χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν. Σε περίπτωση που επιχείρηση της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, τα σχετικά ακαθάριστα έσοδα θα είναι τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση. β) Διοικητικά μέτρα: αα) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφεται το υπεύθυνο φυσικό η νομικό πρόσωπο ή οντότητα, και η φύση της παράβασης, ββ) σύσταση προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον, γγ) προσωρινή απαγόρευση κατά των προσώπων της παραγράφου 2 του άρθρου 57 του παρόντος νόμου να ασκούν καθήκοντα σε ιδρύματα, δδ) στις περιπτώσεις α΄ έως και ι΄ της προηγούμενης παραγράφου, ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3606/2007.

Άρθρο 155Ανταλλαγή πληροφοριών − Επιτροπή Κεφαλαιαγοάς

Η περίπτωση στ΄ της παρ. 13 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991 αντικαθίσταται ως εξής: «στ) Για την ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές και γενικά αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ΕΑΤ, της ΕΑΚΑΑ, καθώς επίσης και τρίτων κρατών, εφόσον έχει ληφθεί επαρκής μέριμνα για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τις αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄ΤΕΛΙΚΕΣ − ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 156Μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 151 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Οι διατάξεις των άρθρων 44, 45, 46, 50, 51 και 52 τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που θα εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 460 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μέχρι την ημερομηνία αυτή ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 157 έως 164.

Άρθρο 157Απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή αναφορών (άρθρο 152 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτεί, για στατιστικούς σκοπούς, την υποβολή περιοδικών αναφορών για τις πράξεις που πραγματοποιούν στην Ελλάδα τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 161, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτημέλη, τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που απαιτεί γι’ αυτό το σκοπό από τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα.

Άρθρο 158Μέτρα − Κυρώσεις σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη (άρθρο 153 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή κράτουςμέλους υποδοχής εφόσον διαπιστώσει ότι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος−μέλος που διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα, δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος νόμου απαιτεί την εκ μέρους του συμμόρφωση προς αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν το εμπλεκόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν, το πιστωτικό ίδρυμα, παρά τη λήψη των μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών ή διότι δεν ελήφθησαν καθόλου τέτοια μέτρα, εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οι οποίες ισχύουν στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί, αφού ενημερώσει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, να λαμβάνει τα κατάλληλα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα και, εφόσον κρίνει τούτο απαραίτητο, μπορεί να απαγορεύει στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να διενεργεί νέες πράξεις στην Ελλάδα. Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την επιβολή κυρώσεων κοινοποιείται και στο υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή κράτους−μέλους υποδοχής ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ότι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα την Ελλάδα που δραστηριοποιείται στο έδαφός του δεν τηρεί τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί το είδος των εν λόγω μέτρων στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής.

Άρθρο 159Προληπτικά μέτρα (άρθρο 154 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Προτού ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 158, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών ενημερώνονται αμελλητί για τα εν λόγω μέτρα.

Άρθρο 160Αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής στην Ελλάδα ως κράτος−μέλος προέλευσης και ως κράτος − μέλος υποδοχής (άρθρο 155 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η αρμόδια αρχή άλλου κράτους − μέλους υπό την ιδιότητά της ως αρμόδιας κατά περίπτωση αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχείρησης του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ασκεί την προληπτική εποπτεία επ’ αυτού περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων του στην αλλοδαπή, βάσει του άρθρου 33, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 38 και του άρθρου 42 του παρόντος νόμου ή των άρθρων 33 και 34 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή των άρθρων 31 και 33 του ν. 3606/2007 ή των άρθρων 31 και 32 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Η αρμοδιότητα του προηγούμενου εδαφίου τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ ή του ν. 3606/2007 ή της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ που αφορούν τις αρμοδιότητες του κράτους − μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις αρμοδιότητες άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της κατά τον παρόντα νόμο λαμβάνει υπόψη τυχόν αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των εμπλεκόμενων κρατώνμελών, ιδίως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 161Εποπτεία ρευστότητας υποκαταστήματος (άρθρο 156 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τη ρευστότητα των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών. β) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει για το σκοπό της παρούσας παραγράφου κανόνες γενικής εφαρμογής, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη και λειτουργούν στην Ελλάδα. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αίρει, κατά περίπτωση, την υποχρέωση τήρησης ορισμένων ή όλων των προαναφερθέντων κανόνων, προκειμένου περί υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεσμεύεται έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος ότι θα καλύπτει διαρκώς με ισοδύναμο τρόπο τις ανάγκες ρευστότητας των υποκαταστημάτων του στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής διατηρεί πλήρως την αρμοδιότητα των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της.

Άρθρο 162Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία (άρθρο 157 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών στις οποίες εδρεύουν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία της και διατηρούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών στα οποία ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα με έδρα στην Ελλάδα διατηρούν υποκαταστήματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει με τις εν λόγω αρμόδιες αρχές όλες τις πληροφορίες αναφορικά με τη διοίκηση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την ασκούμενη εποπτεία, την εξέταση ως προς την εκπλήρωση των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την εποπτεία των ιδρυμάτων ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τη συγκέντρωση κινδύνων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και το σύστημα εσωτερικού ελέγχου.

Άρθρο 163Σημαντικά υποκαταστήματα (άρθρο 158 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Η Τράπεζα Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να υποβάλει αίτημα προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105, ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, ώστε να θεωρηθεί σημαντικό το εγκατεστημένο στην Ελλάδα υποκατάστημα ιδρύματος. Από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. β) Σε αυτό το αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, αναφορικά ιδίως με τις εξής παραμέτρους: αα) αν το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις στην Ελλάδα υπερβαίνει το 2%, ββ) τις πιθανές επιπτώσεις από την αναστολή ή την παύση των εργασιών του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στην Ελλάδα, γγ) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος στο ελληνικό τραπεζικό ή χρηματοπιστωτικό σύστημα με βάση τον αριθμό των πελατών του. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους υποδοχής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, καθώς και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού. δ) Αν εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής λαμβάνει μονομερώς τη σχετική απόφαση εντός νέου χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης δίμηνης προθεσμίας. Κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης λαμβάνονται υπόψη η άποψη και οι τυχόν επιφυλάξεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους−μέλους προέλευσης. ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου διατυπώνονται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Οι αποφάσεις αυτές αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών−μελών. στ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών όπως καθορίζονται από τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί υπό την ιδιότητα αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα ιδρύματος τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 110 και εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105 σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους υποδοχής. β) Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 107, ειδοποιεί αμελλητί το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ και στην υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκομένων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται το άρθρο 109, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργώντας ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία ιδρύματος με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη−μέλη συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη λήψη κοινής απόφασης για το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού που προβλέπεται στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και την ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 54. Οι διατυπώσεις για τη σύσταση και τη λειτουργία του σώματος εποπτών καταρτίζονται εγγράφως από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος εποπτών. β) Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνει υπόψη τη σημασία την οποία έχει για τις λοιπές εμπλεκόμενες αρχές η επιδιωκόμενη εποπτική δράση που αποτελεί αντικείμενο προγραμματισμού ή συντονισμού. Ιδιαιτέρως, λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη−μέλη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 160, καθώς και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων με πληρότητα όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων και τα προς εξέταση ζητήματα. Ενημερώνει, επίσης, εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών αναφορικά με τις δράσεις ή τα μέτρα που αποφασίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συνεδριάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μετέχει στις εργασίες των σωμάτων της προηγούμενης παραγράφου 4.

Άρθρο 164Επιτόπιοι έλεγχοι (άρθρο 159 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μετά από προηγούμενη σχετική ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής κράτους−μέλους υποδοχής επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών που έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν ίδρυμα, το οποίο παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος, στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος νόμου, να προβαίνουν είτε οι ίδιες είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων σε επιτόπιο έλεγχο για επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων και πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 51. Η κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών επιτρέπεται κατά τους όρους του άρθρου 54.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα δικαιώματα της ανωτέρω παραγράφου μπορεί να ασκούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους προέλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τον επιτόπιο έλεγχο των υποκαταστημάτων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 ανωτέρω, μπορεί, επίσης, να ακολουθηθεί μια από τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 111.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν το δικαίωμα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της εποπτικής αρχής του κράτους−μέλους υποδοχής να διενεργεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου επιτόπιους ελέγχους των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος ενός ιδρύματος στην Ελλάδα.

Άρθρο 165Μεταβατικές διατάξεις περί κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας (άρθρο 160 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με το παρόν άρθρο ρυθμίζονται οι απαιτήσεις των άρθρων 122 και 123 για μεταβατική περίοδο που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2016 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2018.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016: α) το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 0,625% του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) το ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος δεν υπερβαίνει το 0,625% του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017: α) το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1,25% του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) το ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος δεν υπερβαίνει το 1,25% αυτού του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018: α) το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1,875% του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) το ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος δεν υπερβαίνει το 1,875% αυτού του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η απαίτηση για σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και οι περιορισμοί διανομής κερδών σύμφωνα με τα άρθρα 131 και 132 ισχύουν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018 για τα ιδρύματα που δεν πληρούν τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Επιτρέπεται στην εντεταλμένη αρχή να επιβάλει συντομότερη μεταβατική περίοδο από αυτήν που προβλέπεται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου και ως εκ τούτου να καθιερώσει το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας από την 1η Ιανουαρίου 2014. Στην περίπτωση επιβολής συντομότερης μεταβατικής περιόδου, ενημερώνονται σχετικά τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ και τα εμπλεκόμενα σώματα εποπτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Επιτρέπεται στην εντεταλμένη αρχή να αναγνωρίζει τυχόν συντομότερη μεταβατική περίοδο του παρόντος άρθρου που καθιερώνεται από άλλα κράτη−μέλη. Στην εν λόγω περίπτωση, ενημερώνονται σχετικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ και τα εμπλεκόμενα σώματα εποπτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Εφόσον επιβληθεί συντομότερη μεταβατική περίοδος για το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, η εν λόγω περίοδος ισχύει μόνο για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα.

Άρθρο 166Καταργούμενες και τροποποιούμενες διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται ο ν. 3601/2007 (Α΄ 178), και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτόν, και στον παρόντα νόμο, νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου, σύμφωνα με την αντιστοίχιση, όπως αυτή φαίνεται στο παράρτημα 1 του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι κανονιστικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 10 του ν. 3606/ 2007 αντικαθίστανται ως εξής: «1.Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ. 2. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ η οποία προβαίνει σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ανέρχεται τουλάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ. 3. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ που παρέχουν μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες των περιπτώσεων α΄, β΄, δ΄ και ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 και δεν είναι αδειοδοτημένες να παρέχουν την παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, και οι οποίες δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια ή τίτλους πελατών τους και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούν σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζουν οφειλές έναντι αυτών των πελατών, ανέρχεται τουλάχιστον σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η φράση «− τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων» του στοιχείου α΄ της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166) αντικαθίσταται ως εξής: «−τα ιδρύματα πληρωμών».