107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Άρθρο 1Αντικείμενο − Σκοπός (άρθρο 1 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με τα άρθρα 1 έως και 166 του νόμου αυτού σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 «σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ» (EE L 176).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ειδικότερα, θεσπίζονται κανόνες σχετικά με: α) την ανάληψη και άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (από κοινού καλούμενα «ιδρύματα»), β) τις εποπτικές αρμοδιότητες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές, γ) την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (EE L 176), δ) τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των ιδρυμάτων.

Άρθρο 2Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις των άρθρων 1−166 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε ιδρύματα κατά την έννοια της περίπτωσης 3 της παραγράφου 1 του άρθρου 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το άρθρο 30 εφαρμόζεται στις τοπικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του σημείου 4 του άρθρου 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το άρθρο 31 εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα άρθρα 41, 42 και 104 έως 120 εφαρμόζονται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και στις μικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο παρών νόμος δεν έχει εφαρμογή ως προς: α) την πρόσβαση στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων στο βαθμό που ρυθμίζεται από το ν. 3606/2007 (Α΄ 195), με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2004/39/ΕΚ (EE L 145), β) την Τράπεζα της Ελλάδος, γ) τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών, δ) το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων», πλην του άρθρου 150.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή των άρθρων 41, 42 και 104 έως 120.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Εξαιρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 34 και 38 περί ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτημέλη και έχουν ρητά εξαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ από το πεδίο εφαρμογής της.

Άρθρο 3Ορισμοί (άρθρο 3 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς των άρθρων 1−166 του παρόντος νόμου, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί: 1) «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, Το παρόν ΦΕΚ επανεκτυπώθηκε λόγω λάθους στο θέμα του Νόμου 2) «επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο σημείο 2) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 3606/ 2007, με τις οποίες ενσωματώνεται το σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, 3) «ίδρυμα»: ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 3 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 4) «τοπική επιχείρηση»: τοπική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 4 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 5) «ασφαλιστική επιχείρηση»: ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 5) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 1 του άρθρου 13 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ (EE L 335) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση α΄ του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10), 6) «αντασφαλιστική επιχείρηση»: αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 6) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 4 του άρθρου 13 της Οδη γίας 2009/138/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση γ΄ του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970, 7) «Διοικητικό Συμβούλιο»: το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος, που είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση και την εκπροσώπηση αυτού, καθώς και με την επίβλεψη και παρακολούθηση της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση, περιλαμβανομένων των προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη δραστηριότητα του ιδρύματος, 8) «μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου»: τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου χωρίς εκτελεστικές αρμοδιότητες στη διαχείριση του ιδρύματος πέραν των καθηκόντων που τους επιφυλάσσει η ιδιότητά τους ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και τα οποία έχουν επιφορτιστεί με το ρόλο της επίβλεψης και παρακολούθησης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση, 9) «ανώτερα διοικητικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ίδρυμα και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο Διοικητικό Συμβούλιο για την καθημερινή διοίκηση του ιδρύματος, 10) «συστημικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία, 11) «κίνδυνος του υποδείγματος»: η ζημία που κινδυνεύει να υποστεί ένα ίδρυμα συνεπεία αποφάσεων που βασίζονται κυρίως στα αποτελέσματα εσωτερικών υποδειγμάτων, λόγω σφαλμάτων στη θέσπιση, την εφαρμογή ή τη χρήση αυτών των υποδειγμάτων, 12) «μεταβιβάζουσα οντότητα»: μεταβιβάζουσα οντότητα όπως ορίζεται στο σημείο 13 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 13) «ανάδοχος»: ανάδοχο ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 14 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 14) «μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 15) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 το οποίο αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 (Α΄ 216), 15) «θυγατρική»: θυγατρική όπως ορίζεται στο σημείο 16 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, 16) «υποκατάστημα»: υποκατάστημα όπως ορίζεται στο σημείο 17 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 17) «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών όπως ορίζεται στο σημείο 18 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 18) «εταιρεία διαχείρισης»: εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο σημείο 19 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 και την περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (EE L 174) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 (A΄ 253), 19) «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο σημείο 20 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 20) «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο σημείο 21 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (EE L 35) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3556/2007 (Α΄ 91), 21) «μικτή εταιρεία συμμετοχών»: μικτή εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο σημείο 22) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 22) «χρηματοδοτικό ίδρυμα»: χρηματοδοτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 23) «οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα»: οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως ορίζεται στο σημείο 27 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 24) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος−μέλος»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος−μέλος όπως ορίζεται στο σημείο 28 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 25) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ορίζεται στο σημείο 29 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 26) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος όπως ορίζεται στο σημείο 30 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 27) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ορίζεται στο σημείο 31 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 28) «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος όπως ορίζεται στο σημείο 32 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 29) «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ορίζεται στο σημείο 33 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 30) «συστημικά σημαντικό ίδρυμα»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή ίδρυμα, η περιέλευση του οποίου σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή η δυσλειτουργία του θα μπορούσε να οδηγήσει σε συστημικό κίνδυνο, 31) «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο σημείο 34 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 32) «συμμετοχή»: συμμετοχή όπως ορίζεται στο σημείο 35 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 33) «ειδική συμμετοχή»: ειδική συμμετοχή όπως ορίζεται στο σημείο 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 34) «έλεγχος»: έλεγχος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 σημείο 37 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 42ε του κ.ν. 2190/1920, 35) «στενοί δεσμοί»: στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στο σημείο 38 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 36) «αρμόδια αρχή»: αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο σημείο 40 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 37) «αρχή ενοποιημένης εποπτείας»: αρχή ενοποιημένης εποπτείας όπως ορίζεται στο σημείο 41 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 38) «άδεια λειτουργίας»: άδεια λειτουργίας όπως ορίζεται στο σημείο 42 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 39) «κράτος−μέλος προέλευσης»: κράτος−μέλος προέλευσης όπως ορίζεται στο σημείο 43 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 40) «κράτος−μέλος υποδοχής»: κράτος−μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στο σημείο 44 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 41) «κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ»: κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών όπως ορίζονται στο σημείο 45 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 42) «κεντρικές τράπεζες»: κεντρικές τράπεζες όπως ορίζονται στο σημείο 46 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 43) «ενοποιημένη κατάσταση»: ενοποιημένη κατάσταση όπως ορίζεται στο σημείο 47 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 44) «ενοποιημένη βάση»: ενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο σημείο 48 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 45) «υποενοποιημένη βάση»: υποενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο σημείο 49 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 46) «χρηματοοικονομικό μέσο»: χρηματοοικονομικό μέσο όπως ορίζεται στο σημείο 50 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 47) «ίδια κεφάλαια»: ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο σημείο 118 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 48) «λειτουργικός κίνδυνος»: λειτουργικός κίνδυνος όπως ορίζεται στο σημείο 52 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 49) «τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου»: τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου όπως ορίζεται στο σημείο 57 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 50) «τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο σημείο 61 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 51) «θέση τιτλοποίησης»: θέση τιτλοποίησης όπως ορίζεται στο σημείο 62 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 52) «οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση»: οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο σημείο 66 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 53) «προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές»: προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές όπως ορίζονται στο σημείο 73 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 54) «χαρτοφυλάκιο συναλλαγών»: χαρτοφυλάκιο συναλλαγών όπως ορίζεται στο σημείο 86 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 55) «ρυθμιζόμενες αγορές»: ρυθμιζόμενες αγορές όπως ορίζονται στο σημείο 92 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007, 56) «μόχλευση»: μόχλευση όπως ορίζεται στο σημείο 93 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 57) «κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης»: κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης όπως ορίζεται στο σημείο 94 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 58) «εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων»: εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων όπως ορίζεται στο σημείο 98 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 59) «εσωτερικές προσεγγίσεις»: η προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων η οποία αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 143, η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 221, η μέθοδος εσωτερικών εκτιμήσεων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 225, οι εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 312, η μέθοδος εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στα άρθρα 283 και 363 και η μέθοδος εσωτερικής αξιολόγησης που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 259 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 60) «κράτος−μέλος»: κάθε κράτος−μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.), 61) «τρίτες χώρες»: οι λοιπές, πέραν των κρατών−μελών, χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επί ιδρυμάτων που έχουν υιοθετήσει το δυαδικό σύστημα διοίκησης, ως «Διοικητικό Συμβούλιο» κατά την έννοια του σημείου 7 της προηγούμενης παραγράφου νοείται το διοικητικό όργανο που είναι επιφορτισμένο με τις εκεί διαλαμβανόμενες αρμοδιότητες. Ως «μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου» κατά την έννοια του σημείου 8 της προηγούμενης παραγράφου νοείται το διοικητικό όργανο που ασκεί την εκεί διαλαμβανόμενη εποπτική αρμοδιότητα.

Άρθρο 4Αρμόδιες Αρχές (άρθρο 4 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην Τράπεζα της Ελλάδος ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναφορικά με πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτες χώρες, και με χρηματοδοτικά ιδρύματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας και των διατάξεων του Καταστατικού της, η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, στη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων με βάση τον παρόντα νόμο και τον ανωτέρω Κανονισμό, καθώς και στην εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά πιστωτικό ίδρυμα, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας εκ μέρους της επιτόπιων ελέγχων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι κατά τα άρθρα 1−166 του παρόντος νόμου και κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου. Με όμοια Πράξη μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων. Κατά την άσκηση, ειδικώς, της ανωτέρω κανονιστικής αρμοδιότητας, που αφορά στην ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομικών σε εύλογο χρόνο πριν από την έκδοση της σχετικής Πράξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 6 και 15 του παρόντος άρθρου, οι κανονιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ευχέρειες ή αποκλίσεις που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 υπέρ των κρατών−μελών ασκούνται με Πράξεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναφορικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, καθώς και τις επιχειρήσεις του στοιχείου γ΄ του σημείου 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των εν λόγω επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων και, κατά περίπτωση, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και είναι αρμόδια να εξετάζει πιθανές παραβιάσεις αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τα ιδρύματα διατηρούν επίσης μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τους εν λόγω κανόνες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ιδρύματα καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους και καταχωρίζουν τα συστήματα και τις διαδικασίες που διέπονται από τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ούτως ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει ανά πάσα στιγμή τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τα λοιπά καθήκοντα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται διακριτά και ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αφορούν την εξυγίανση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτή πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της σαφήνειας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, η εποπτεία που ασκεί η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, στη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου με βάση τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και στην εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά επιχείρηση της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας, εκ μέρους της, επιτόπιων ελέγχων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Οι κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται με Απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου. Με όμοια Απόφαση μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων. Κατά την άσκηση, ειδικώς, της ανωτέρω κανονιστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που αφορά στην ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομικών σε εύλογο χρόνο πριν από την έκδοση της σχετικής Απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Οι προβλεπόμενες από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κανονιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ευχέρειες ή αποκλίσεις υπέρ των κρατών−μελών ασκούνται κατά το λόγο της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Οι κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις μπορούν να έχουν αναδρομικό χαρακτήρα, τηρουμένης της παραγράφου 1 του άρθρου 191 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 5Συντονισμός των αρμόδιων αρχών (άρθρο 5 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για το μεταξύ τους συντονισμό με βάση Πρωτόκολλο Συνεργασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση όσον αφορά ιδίως την κεφαλαιακή επάρκεια ομίλων στους οποίους περιλαμβάνονται πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 4, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβλέπουν στο ανωτέρω Πρωτόκολλο Συνεργασίας ενδεικτικά: α) τις διαδικασίες με τις οποίες θα διασφαλίζεται η προηγούμενη ενημέρωση και η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανωτέρω αρχών, με σκοπό την, κατά το δυνατόν, αποφυγή επικαλύψεων και τη μείωση του διοικητικού κόστους, επί θεμάτων που αφορούν: αα) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των εποπτευόμενων επιχειρήσεων, ββ) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που κάθε αρχή λαμβάνει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, β) τη συμμετοχή της κάθε αρχής σε επιτόπιους ελέγχους που διενεργεί άλλη αρχή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία και γ) τα της ανάθεσης αρμοδιοτήτων από τη μία αρχή στην άλλη, στο πλαίσιο της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.

Άρθρο 6Συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού

Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (άρθρο 6 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ) Κατά την άσκηση των, δυνάμει του παρόντος νόμου, αρμοδιοτήτων της, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αντίστοιχα, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που θεσπίζονται με βάση τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για το σκοπό αυτόν: α) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (εφεξής ΕΣΧΕ), συνεργάζονται προσηκόντως, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ αυτών και άλλων μερών του ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, β) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (εφεξής ΕΑΤ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (EE L 331) και, κατά περίπτωση, στα σώματα εποπτών, γ) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μεριμνούν ώστε να ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και να ανταποκρίνονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (εφεξής ΕΣΣΚ) σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, δ) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ.

Άρθρο 7Ενωσιακή διάσταση της εποπτείας (άρθρο 7 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ)

Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος των άλλων εμπλεκομένων κρατών−μελών, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 8Άδεια λειτουργίας (άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα ιδρύονται και λειτουργούν κατόπιν άδειας λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή με τη μορφή του αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 (Α΄ 196) ή με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 (EE L 294) ή με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρείας (SCE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 (EE L 207).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τηρουμένων των άρθρων 10 έως 15, η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να καθορίζει το περιεχόμενο της αίτησης άδειας λειτουργίας, τα συνυποβαλλόμενα προς τούτο αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας. Τα συγκεκριμένα στοιχεία κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο πιστωτικός συνεταιρισμός που λαμβάνει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, συναλλάσσεται με τα μέλη του, με άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και με το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αυτή θέτει κατά περίπτωση, ο συνεταιρισμός μπορεί να συναλλάσσεται και με μη μέλη του μέχρι ποσού που σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει ποσοστό 50% επί των χορηγήσεών του ή των καταθέσεών του. Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αυτή τυχόν θέτει, στον ανωτέρω περιορισμό δεν υπόκεινται οι συναλλαγές: α) οποιασδήποτε φύσεως όταν συμμετέχει και μέλος του συνεταιρισμού, καθώς και β) αυτές που αφορούν δευτερεύουσες τραπεζικές εργασίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τη λήψη άδειας λειτουργίας οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχετική αίτηση και, πριν από τη χορήγηση της άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, προβαίνουν στην κάλυψη του αρχικού κεφαλαίου, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για ίδρυση πολυμετοχικού πιστωτικού ιδρύματος, την αίτηση υποβάλλει δεόντως εξουσιοδοτημένη ιδρυτική επιτροπή, η οποία τηρεί τις ισχύουσες διατάξεις περί προσέλκυσης κεφαλαίων από επενδυτές.

Άρθρο 9Απαγόρευση σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων της δραστηριότητας αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό (άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Απαγορεύεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα η κατ’ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας, απαγορεύεται επίσης η κατ’ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων, εφόσον δεν έχει παρασχεθεί προς το σκοπό αυτόν ειδική άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι όροι για τη χορήγηση άδειας για την κατ’ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. β) Η απαγόρευση της προηγούμενης περίπτωσης δεν καταλαμβάνει τη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων με οποιονδήποτε τρόπο (περιλαμβανομένης της εκδόσεως πιστωτικών καρτών), εφόσον πρόκειται είτε περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων μεταξύ επιχειρήσεων συνδεδεμένων, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, είτε περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούνται από επιχειρήσεις προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών που διατίθενται από την ίδια την παρέχουσα την πίστωση ή το δάνειο επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει: α) για την έκδοση τίτλων από το Ελληνικό Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα, εφόσον αυτό προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και β) για τη λήψη μετρητών ή επιστρεπτέων κεφαλαίων από επιχειρήσεις που εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά την άσκηση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας που τους έχει παρασχεθεί, με βάση τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για το ύψος του επιτοκίου και τον εν γένει εκτοκισμό, καθώς και τις λοιπές επιβαρύνσεις των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία από τις επιχειρήσεις παροχής πιστώσεων ή από άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην άδεια λειτουργίας που τους έχει χορηγηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ή από επιχειρήσεις, που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, εφαρμόζονται τα ισχύοντα για τα πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 10Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτική διάρθρωση (άρθρο 10 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η αίτηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο περιγράφει τα είδη των σκοπούμενων επιχειρηματικών δράσεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων αναφέρονται ιδίως η έκταση των εργασιών, το χρονοδιάγραμμα επίτευξης των στόχων του πιστωτικού ιδρύματος, η διάρθρωση του ομίλου στον οποίο τυχόν ανήκει, καθώς και το πλαίσιο του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου, περιλαμβανομένων των λειτουργιών της Εσωτερικής Επιθεώρησης, της Διαχείρισης Κινδύνων και της Κανονιστικής Συμμόρφωσης, και των διαδικασιών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 66. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να παρέχει και επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να καλύπτονται και οι εκάστοτε προβλεπόμενες υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από πιστωτικά ιδρύματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην αίτηση γνωστοποιείται, επίσης, η ταυτότητα, καθώς επίσης και στοιχεία αναφορικά με το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις ισχύουσες αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος περί των Συστημάτων Εσωτερικού Ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 11Δραστηριότητες πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση (Παράρτημα Ι της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων για την εφαρμογή των άρθρων 33, 34, 36 και 38 έως 43 που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, έχουν ως εξής: α) αποδοχή καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, β) χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, συμβάσεις πίστωσης εν σχέσει με ακίνητα, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής και η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών συμπεριλαμβανομένου του forfeiting), γ) χρηματοδοτική μίσθωση (leasing), δ) υπηρεσίες πληρωμών, όπως ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010, ε) έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμών (π.χ. ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών) στο βαθμό που η δραστηριότητα αυτή δεν καλύπτεται από την προηγούμενη περίπτωση, στ) εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων, ζ) συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: αα) μέσα της χρηματαγοράς (αξιόγραφα, πιστοποιητικά καταθέσεων κ.λπ.), ββ) συνάλλαγμα, γγ) προθεσμιακά συμβόλαια χρηματοπιστωτικών τίτλων ή χρηματοπιστωτικά δικαιώματα, δδ) συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων και συναλλάγματος, εε) κινητές αξίες, η) συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών περιλαμβανομένων ειδικότερα και των υπηρεσιών αναδόχου εκδόσεως τίτλων, θ) παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα παροχής συμβουλών, καθώς και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων, ι) διαμεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές, ια) διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, ιβ) φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών, ιγ) συλλογή και επεξεργασία εμπορικών πληροφο ριών, περιλαμβανομένων και των υπηρεσιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πελατών, ιδ) εκμίσθωση θυρίδων, ιε) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, ιστ) οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 και οι παρεπόμενες υπηρεσίες της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου οι οποίες αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 3606/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, εκτός από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δραστηριότητες, να επιτρέπει σε πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον καλύπτονται οι σχετικοί κίνδυνοι, την άσκηση και λοιπών χρηματοπιστωτικών ή δευτερευουσών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί για το σκοπό αυτόν να καθορίζει, γενικώς ή κατά περίπτωση, και άλλα κριτήρια, καθώς και ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις.

Άρθρο 12Αρχικό κεφάλαιο (άρθρο 12 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας απαιτείται η κάλυψη αρχικού κεφαλαίου ίσου τουλάχιστον με τα ακόλουθα ποσά: α) με το ποσό των δεκαοκτώ εκατομμυρίων (18.000.000) ευρώ στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, β) με το ποσό των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) ευρώ στην περίπτωση υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, γ) με το ποσό των έξι εκατομμυρίων (6.000.000) ευρώ στην περίπτωση πιστωτικού συνεταιρισμού που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα. Τα ποσά της παρούσας παραγράφου μπορεί να αναπροσαρμόζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ποσά όχι μικρότερα των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το αρχικό κεφάλαιο περιλαμβάνει μόνο ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Σε περίπτωση που το αρχικό κεφάλαιο δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά, η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει, με απόφασή της, κατά περίπτωση, τα λοιπά στοιχεία με τα οποία μπορεί αυτό να καλύπτεται και καθορίζει την απαιτούμενη αναλογία των μετρητών προς τα εν λόγω στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα κριτήρια για την επάρκεια της ρευστότητας και τη φερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. β) Ειδικότερα, στην περίπτωση μετατροπής λειτουργούντος νομικού προσώπου σε πιστωτικό ίδρυμα, ποσοστό τουλάχιστον 80% του ενεργητικού του υπό μετατροπή νομικού προσώπου θα πρέπει να είναι συνολικά τοποθετημένο σε μετρητά, καταθέσεις, τίτλους διαπραγματεύσιμους σε οργανωμένες αγορές και βραχυπρόθεσμα δάνεια ή λοιπές πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί με τραπεζικά κριτήρια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει με απόφασή της την προθεσμία εντός της οποίας τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν: α) να αναπροσαρμόζουν τα ίδια κεφάλαιά τους προς το εκάστοτε απαιτούμενο ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο, β) να επαναφέρουν τα ίδια κεφάλαιά τους, σε περίπτωση μείωσής τους, στο ύψος του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου. Η ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες στην περίπτωση α΄ και τους δώδεκα (12) μήνες στην περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Προκειμένου περί αύξησης των ιδίων κεφαλαίων λειτουργούντων πιστωτικών ιδρυμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλει με απόφασή της ειδικούς όρους για τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 13Πραγματική διοίκηση και έδρα (άρθρο 13 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα πλήρους απασχόλησης όντως διευθύνουν τη δραστηριότητα του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος και τα οποία θα συμμετέχουν, ως εκτελεστικά μέλη, στο Διοικητικό Συμβούλιο αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση της εν λόγω άδειας λειτουργίας εάν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 83.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα πιστωτικά ιδρύματα που ιδρύονται και λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να έχουν την καταστατική έδρα και την πραγματική κεντρική διοίκησή τους στην Ελλάδα.

Άρθρο 14Μέτοχοι και εταίροι (άρθρο 14 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει την ταυτότητα των είκοσι (20) σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων του, καθώς και των μετόχων ή εταίρων του, άμεσων ή έμμεσων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή, καθώς και το ποσοστό συμμετοχής τους. Επίσης, γνωστοποιείται η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που, αν και δεν περιλαμβάνονται στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για να καθοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου και οι όροι για την άθροιση αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 9, 10, 12 και στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 13 του ν. 3556/2007 και στην περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007. Κατά τον υπολογισμό του προηγούμενου εδαφίου δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Τμήμα Α σημείο 6 της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ, υπό τον όρο ότι, τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον υπάρχει πρόθεση μεταβίβασης εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον, μέσα από το πρίσμα της αναγκαιότητας να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων του, ιδίως όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24. Εφαρμόζονται προς τούτο οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 24 και το άρθρο 25.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το υπό ίδρυση πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή εάν δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να της παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 15Ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την ίδρυση και τη λειτουργία πιστωτικού ιδρύματοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, αλλά και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης, για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας: α) Να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, τη χρηματοοικονομική ευρωστία και εν γένει περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία, την κατάρτιση και την προέλευση των οικονομικών μέσων των: αα) φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, συμμετοχή ή δικαιώματα ψήφου σε ποσοστό ανώτερο του 1% στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος, ββ) είκοσι μεγαλύτερων μετόχων του πιστωτικού ιδρύματος και των φυσικών προσώπων που τους ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε περίπτωση που οι εν λόγω μέτοχοι είναι νομικά πρόσωπα, γγ) φυσικών προσώπων που ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος, δδ) προσώπων: i) που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13, ii) των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και iii) των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών του πιστωτικού ιδρύματος. β) Να επιβάλει με απόφασή της στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου την υποχρέωση να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου. γ) Να απαιτεί, όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να καθορίζει για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων: α) τα αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, καθώς και τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, β) τους ειδικότερους περιορισμούς και όρους ως προς τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντα που τυχόν ανατίθενται σε σχέση με τη λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος στα φυσικά πρόσωπα, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου για την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος, γ) τους ειδικότερους περιορισμούς και όρους για τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, δ) τα κριτήρια βάσει των οποίων θεωρείται ότι φυσικά και νομικά πρόσωπα διατηρούν ειδική σχέση, άμεσα ή έμμεσα, με το πιστωτικό ίδρυμα, ε) κατά παρέκκλιση από τις γενικώς ισχύουσες περί ανωνύμων εταιρειών διατάξεις, τις διαδικασίες, τα ανώτατα όρια και τους λοιπούς όρους των πάσης φύσεως δανείων, λοιπών πιστώσεων, εγγυήσεων, καθώς και συμμετοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων, στα πρόσωπα της περίπτωσης δ΄ της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν διενεργούνται με προνομιακούς όρους σε σχέση με τους γενικούς όρους που το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει ή με τρόπο που μπορεί να αποβεί σε βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος και στ) την υποχρέωση υποβολής αίτησης εισαγωγής των μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος σε οργανωμένη αγορά, για τη διασφάλιση μεγαλύτερης διασποράς και των αυξημένων υποχρεώσεων που πηγάζουν από το θεσμικό πλαίσιο, εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή το ελάχιστο διάστημα που απαιτείται από τις ισχύουσες διατάξεις για τη θεμελίωση δικαιώματος υποβολής αίτησης εισαγωγής μετοχών των επιχειρήσεων σε οργανωμένη αγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και του άρθρου 14 και των άρθρων 23 έως 27, σε περίπτωση που οι μέτοχοι είναι νομικά πρόσωπα, οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης αφορούν τα φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, τα εν λόγω νομικά πρόσωπα. Για το σκοπό υπολογισμού της σχετικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 28.

Άρθρο 16Άρνηση χορήγησης άδειας λειτουργίας (άρθρο 15 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 13, 14 και 15 η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, εάν: α) κρίνει ότι τα πρόσωπα, που αναφέρονται στα άρθρα αυτά, δεν είναι αξιόπιστα ή εν γένει κατάλληλα να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος, β) κρίνει ειδικότερα ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το Διοικητικό Συμβούλιο, ως σύνολο, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους κατάρτιση και εμπειρία, όπως η εμπειρία αυτή προκύπτει από προϋπηρεσία τους σε θέσεις ανάλογης ευθύνης, κατά προτίμηση σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, γ) διατηρεί αμφιβολίες για τη νομιμότητα προέλευσης, την αληθή κυριότητα ή για την επάρκεια των οικονομικών πόρων των μετόχων του άρθρου 14, και, σε περίπτωση νομικών προσώπων, των φυσικών προσώπων που τα ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα, δ) κρίνει ότι η διάρθρωση του ομίλου των επιχειρήσεων που συνδέονται με το πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, δεν είναι ικανοποιητικά διαφανής, ώστε να διασφαλίζει την απρόσκοπτη άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, ε) δεν πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αδειοδότησης, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφασή της και τους λόγους απόρριψης του αιτήματός του εντός εξαμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από τη λήψη όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης χορήγησης άδειας εντός δώδεκα (12) μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

Άρθρο 17Προηγούμενη διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών (άρθρο 16 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους−μέλους στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα: α) αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος−μέλος, β) αποτελεί θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος−μέλος, γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων επενδύσεων στο εμπλεκόμενο κράτος−μέλος όπου το πιστωτικό ίδρυμα: α) είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αρμόδιες αρχές των παραγράφων 1 και 2 διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την καταλληλότητα των υποψήφιων μετόχων, καθώς και τη φήμη και την εμπειρία των μελών του υπό σύσταση Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία τυχόν συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν εκατέρωθεν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων, την εντιμότητα και την εμπειρία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που είναι σχετική με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος και τη σε βάθος χρόνου εκτίμηση της συμμόρφωσης με τους όρους λειτουργίας.

Άρθρο 18Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος (άρθρο 17 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Δεν απαιτείται άδεια λειτουργίας ή αρχικό κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας με βάση την Οδηγία 2013/36/ΕΕ σε άλλα κράτη−μέλη. Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 33, του άρθρου 34, του άρθρου 35, και, της παραγράφου 2 του άρθρου 39, της παραγράφου 2 του άρθρου 42, των άρθρων 44 έως 49, του άρθρου 50 και των άρθρων 66 και 67.

Άρθρο 19Ανάκληση άδειας λειτουργίας (άρθρο 18 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα: α) παραιτείται ρητώς από αυτή, έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών ή δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών από τη λήψη της αδείας λειτουργίας του, β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο, γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, δ) δεν πληροί το σύνολο των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 403 και 411 έως 428 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 ή του άρθρου 98 ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του, ε) υπάγεται σε μία από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 59, ζ) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του, η) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, θ) παραβαίνει διατάξεις νόμων σχετικών με την εποπτεία ή την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, σε βαθμό που είναι δυνατόν να τίθενται σε διακινδύνευση η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή εν γένει η επίτευξη των στόχων της ασκούμενης από την Τράπεζα της Ελλάδος εποπτείας, ή ι) δημιουργούνται καταστάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 14 ή η διάρθρωση του ομίλου του πιστωτικού ιδρύματος έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων.

Άρθρο 20Επωνυμία των πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 19 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν σε ολόκληρη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ίδια επωνυμία που χρησιμοποιούν στο κράτος−μέλος της έδρας τους, ανεξαρτήτως των διατάξεων του κράτους−μέλους υποδοχής όσον αφορά τη χρήση των λέξεων «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή άλλων παρομοίων τραπεζικών επωνυμιών. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί σύγχυση, η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί, για λόγους σαφήνειας, να συνοδεύεται η επωνυμία από επεξηγηματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε κάθε περίπτωση, η χρήση του όρου «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή οποιασδήποτε ξενόγλωσσης απόδοσής του στην επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο επιχείρησης επιτρέπεται μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα, εκτός εάν το είδος της δραστηριότητας της επιχείρησης, όπως αυτό προκύπτει από το καταστατικό της και όπως πρέπει παράλληλα να υποδηλώνεται στην επωνυμία και στο διακριτικό τίτλο της επιχείρησης, αποκλείει τον κίνδυνο σύγχυσης του κοινού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αμιγείς πιστωτικοί συνεταιρισμοί, που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος ως πιστωτικά ιδρύματα, μπορούν να χρησιμοποιούν στην επωνυμία τους τον όρο «Συνεταιριστική Τράπεζα».

Άρθρο 21Κοινοποίηση στην ΕΑΤ των χορηγήσεων και των ανακλήσεων άδειας λειτουργίας (άρθρο 20 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγεί, σύμφωνα με το άρθρο 8.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας αρχή παρέχει στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παράγραφο 2 του άρθρου 102 του παρόντος νόμου, ιδίως σχετικά με τη νομική και οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη διακυβέρνησή του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας μαζί με τους λόγους της σχετικής ανάκλησης.

Άρθρο 22Παρέκκλιση για πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό (άρθρο 21 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να παρεκκλίνει από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 12 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου όσον αφορά πιστωτικό ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει την παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα άρθρα 18, 33, 34, 38, η παράγραφος 2 του άρθρου 39, τα άρθρα 41 και 42, τα άρθρα 44 έως 49, τα άρθρα 66 έως 88 και τα άρθρα 121 έως 132 εφαρμόζονται στο σύνολο του δικτύου που αποτελείται από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.

Άρθρο 23Γνωστοποίηση και αξιολόγηση προτεινόμενων αποκτήσεων συμμετοχής (άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αγοραστής») το οποίο, μεμονωμένα ή «από κοινού δράση» με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50%, ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει έγγραφη γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκει είτε να αποκτήσει είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή πριν από την απόκτηση, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και τις σχετικές πληροφορίες, όπως εξειδικεύονται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 24.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κάθε υποψήφιος αγοραστής, ο οποίος έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το όριο του 5%, ενημερώνει προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το ποσοστό της νέας συμμετοχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί, κατά περίπτωση, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών, εάν η συμμετοχή αυτή οδηγεί σε σημαντική επιρροή και σε θετική περίπτωση ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή και προβαίνει στην απαιτούμενη αξιολόγηση της παραγράφου 1 του άρθρου 24.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εφόσον τις συμμετοχές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου προτίθενται να πραγματοποιήσουν νομικά πρόσωπα, αυτά γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των σημαντικότερων διευθυντικών στελεχών, των μετόχων που κατέχουν τουλάχιστον 5%, καθώς και όπου ενδείκνυται, την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παρ. 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), που, άμεσα ή έμμεσα, τα ελέγχουν, καθώς και κάθε μεταγενέστερη μεταβολή. Αντίστοιχη υποχρέωση γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος υπέχουν και τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν τις συμμετοχές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια του άρθρου 24, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου καθώς και των άρθρων 24 έως 28 νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Τράπεζα της Ελλάδος γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος συμμετοχής των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. β) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στην προηγούμενη περίπτωση δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, να ακολουθήσει τη διαδικασία των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 27.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι παρέλαβε την κατά την παράγραφο 1 γνωστοποίηση ή τις κατά την παράγραφο 8 επιπλέον πληροφορίες αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή αυτών. Η Τράπεζα της Ελλάδος εντός μέγιστης προθεσμίας εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της γνωστοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στη γνωστοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπει η παράγραφος 4 του άρθρου 24 («περίοδος αξιολόγησης»), προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 («αξιολόγηση»). Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, εφόσον κριθεί αναγκαίο, να ζητά εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως και εξειδικεύει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την Τράπεζα της Ελλάδος και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, αναστέλλεται η περίοδος αξιολόγησης. Η αναστολή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται περαιτέρω αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε κανονιστικό πλαίσιο σε τρίτη χώρα ή είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την ενωσιακή νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εταιρείες διαχείρισης Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

Άρθρο 24Κριτήρια αξιολόγησης (άρθρο 23 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης των παραγράφων 1 και 6 του άρθρου 23 και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του άρθρου 23, η Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, σύμφωνα με το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων: α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή, β) τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 83, ενός εκάστου εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και οποιουδήποτε ανώτερου διοικητικού στελέχους που θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, δ) την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, βάσει του ενωσιακού δικαίου και κυρίως των νόμων 3455/2006 και 4021/2011, όπως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους, ε) κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλονται σε αυτήν κατά τη γνωστοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου 23. β) Οι πληροφορίες της περίπτωσης α΄ είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κ.λπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 7, 8 και 9 του άρθρου 23, εάν υποβληθούν στην Τράπεζα της Ελλάδος δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, η Τράπεζα της Ελλάδος αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Άρθρο 25Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών (άρθρο 24 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις οικείες αρμόδιες αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι: α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή επιχείρηση του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια της περίπτωσης β΄ του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250) («εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατώνμελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών−μελών που ενσωματώνει το άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως ισχύει: α) κατόπιν αιτήματός τους, κάθε σχετική πληροφορία, και β) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την προτεινόμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης.

Άρθρο 26Γνωστοποίηση στην περίπτωση διάθεσης συμμετοχής (άρθρο 25 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, το κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος γραπτώς πριν από τη διάθεση συμμετοχής, αναφέροντας το ύψος της σχετικής συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. Το εν λόγω πρόσωπο κοινοποιεί επίσης στην Τράπεζα της Ελλάδος την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του κατά τρόπον ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί κάτω από τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του.

Άρθρο 27Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις (άρθρο 26 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση αποκτήσεων ή εκχωρήσεων συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 και στο άρθρο 26, ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα πιστωτικά ιδρύματα, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν, επίσης, στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα πιστωτικά ιδρύματα υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ετησίως, μέχρι τη 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν συμμετοχή άνω του 1%, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 23 είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή η κατάσταση, όπως προσωρινά μέτρα, κυρώσεις, τηρουμένων των άρθρων 57 έως 64, κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των διευθυντικών στελεχών ή επιβάλλει την παύση των αποτελεσμάτων εκ της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 και υπό την επιφύλαξη των άρθρων 57 έως 64.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Σε περίπτωση που αποκτηθεί συμμετοχή παρά την αντίθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ανεξάρτητα από τυχόν άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλει με απόφασή της τις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 58.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητά από τα πιστωτικά ιδρύματα τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 28Κριτήρια ειδικής συμμετοχής (άρθρο 27 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, όπως αναφέρονται στα άρθρα 23, 26 και 27 του παρόντος νόμου, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου και οι όροι για την άθροιση αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 9, 10, 12 και στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 13 του ν. 3556/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την εξέταση των κριτηρίων ειδικής συμμετοχής του άρθρου 27 του παρόντος νόμου, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλο τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και εφόσον υπάρχει πρόθεση μεταβίβασης εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ρυθμίζει ειδικά θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 23 έως 28 του παρόντος νόμου, ιδίως αναφορικά με τα υπόχρεα πρόσωπα, τα υποβαλλόμενα στοιχεία ή πληροφορίες κατ’ αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 ή τα κριτήρια αξιολόγησης.

Άρθρο 29Αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων (άρθρο 28 και 29 (1) (2) (4) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο το οποίο αποτελείται μόνο από ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ανέρχεται κατ’ ελάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που προβαίνουν σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο το οποίο ανέρχεται κατ’ ελάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατ’ εξαίρεση της παραγράφου 2 οι επιχειρήσεις επενδύσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου που εκτελούν εντολές πελατών για χρηματοοικονομικά μέσα μπορούν να κατέχουν τέτοια μέσα για ίδιο λογαριασμό, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η λήψη τέτοιων θέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει την επακριβή κάλυψη των εντολών των επενδυτών, β) η συνολική αγοραία αξία αυτών των θέσεων δεν υπερβαίνει το 15% του αρχικού κεφαλαίου της επιχείρησης, γ) η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 92 έως 95 και στα άρθρα 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δ) οι θέσεις αυτές έχουν συμπτωματικό και προσωρινό χαρακτήρα και είναι αυστηρά περιορισμένες στο διάστημα που απαιτείται για τη διεκπεραίωση της εν λόγω συναλλαγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η κατοχή θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων δεν θεωρείται διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό.

Άρθρο 30Αρχικό κεφάλαιο τοπικών επιχειρήσεων (άρθρο 30 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Οι τοπικές επιχειρήσεις διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ εφόσον απολαμβάνουν του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 33 του ν. 3606/2007.

Άρθρο 31Κάλυψη για επιχειρήσεις που δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια ή τίτλους πελατών (άρθρο 31 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τις εταιρείες της περίπτωσης γ΄ του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κάλυψη λαμβάνει μία από τις ακόλουθες μορφές: α) αρχικό κεφάλαιο πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, β) ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση έναντι της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό ύψους ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, γ) συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης με τρόπο που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το προβλεπόμενο στις περιπτώσεις α΄ ή β΄.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν επιχείρηση της προηγούμενης παραγράφου είναι επίσης εγγεγραμμένη στο οικείο μητρώο βάσει του π.δ. 190/ 2006 (Α’ 196) ως ασφαλιστής ή ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, διαθέτει ως επιπλέον κάλυψη και ένα από τα παρακάτω: α) αρχικό κεφάλαιο είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, β) ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση έναντι της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000) ευρώ κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, γ) συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης με τρόπο που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το προβλεπόμενο στις περιπτώσεις α΄ ή β΄.

Άρθρο 32Διατηρησιμότητα ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 32 (4) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων και των επιχειρήσεων του άρθρου 30 δεν πρέπει να μειωθούν κάτω από τα επίπεδα που ορίζονται στο άρθρο 29 ή στο άρθρο 30 αντίστοιχα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ίδια κεφάλαια των ανωνύμων εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 31 που διαθέτουν ως κάλυψη αρχικό κεφάλαιο δεν υπολείπονται σε συνεχή βάση του κατά περίπτωση απαιτούμενου ύψους αρχικού κεφαλαίου.