107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄ - ΤΕΛΙΚΕΣ − ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄ΤΕΛΙΚΕΣ − ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 156Μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 151 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Οι διατάξεις των άρθρων 44, 45, 46, 50, 51 και 52 τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που θα εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 460 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μέχρι την ημερομηνία αυτή ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 157 έως 164.

Άρθρο 157Απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή αναφορών (άρθρο 152 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτεί, για στατιστικούς σκοπούς, την υποβολή περιοδικών αναφορών για τις πράξεις που πραγματοποιούν στην Ελλάδα τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 161, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτημέλη, τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που απαιτεί γι’ αυτό το σκοπό από τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα.

Άρθρο 158Μέτρα − Κυρώσεις σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη (άρθρο 153 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή κράτουςμέλους υποδοχής εφόσον διαπιστώσει ότι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος−μέλος που διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα, δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος νόμου απαιτεί την εκ μέρους του συμμόρφωση προς αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν το εμπλεκόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν, το πιστωτικό ίδρυμα, παρά τη λήψη των μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών ή διότι δεν ελήφθησαν καθόλου τέτοια μέτρα, εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οι οποίες ισχύουν στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί, αφού ενημερώσει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, να λαμβάνει τα κατάλληλα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα και, εφόσον κρίνει τούτο απαραίτητο, μπορεί να απαγορεύει στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να διενεργεί νέες πράξεις στην Ελλάδα. Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την επιβολή κυρώσεων κοινοποιείται και στο υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή κράτους−μέλους υποδοχής ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ότι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα την Ελλάδα που δραστηριοποιείται στο έδαφός του δεν τηρεί τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί το είδος των εν λόγω μέτρων στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής.

Άρθρο 159Προληπτικά μέτρα (άρθρο 154 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Προτού ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 158, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών ενημερώνονται αμελλητί για τα εν λόγω μέτρα.

Άρθρο 160Αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής στην Ελλάδα ως κράτος−μέλος προέλευσης και ως κράτος − μέλος υποδοχής (άρθρο 155 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η αρμόδια αρχή άλλου κράτους − μέλους υπό την ιδιότητά της ως αρμόδιας κατά περίπτωση αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχείρησης του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ασκεί την προληπτική εποπτεία επ’ αυτού περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων του στην αλλοδαπή, βάσει του άρθρου 33, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 38 και του άρθρου 42 του παρόντος νόμου ή των άρθρων 33 και 34 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή των άρθρων 31 και 33 του ν. 3606/2007 ή των άρθρων 31 και 32 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Η αρμοδιότητα του προηγούμενου εδαφίου τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ ή του ν. 3606/2007 ή της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ που αφορούν τις αρμοδιότητες του κράτους − μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις αρμοδιότητες άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της κατά τον παρόντα νόμο λαμβάνει υπόψη τυχόν αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των εμπλεκόμενων κρατώνμελών, ιδίως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 161Εποπτεία ρευστότητας υποκαταστήματος (άρθρο 156 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τη ρευστότητα των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών. β) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει για το σκοπό της παρούσας παραγράφου κανόνες γενικής εφαρμογής, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη και λειτουργούν στην Ελλάδα. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αίρει, κατά περίπτωση, την υποχρέωση τήρησης ορισμένων ή όλων των προαναφερθέντων κανόνων, προκειμένου περί υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεσμεύεται έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος ότι θα καλύπτει διαρκώς με ισοδύναμο τρόπο τις ανάγκες ρευστότητας των υποκαταστημάτων του στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής διατηρεί πλήρως την αρμοδιότητα των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της.

Άρθρο 162Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία (άρθρο 157 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών στις οποίες εδρεύουν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία της και διατηρούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών στα οποία ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα με έδρα στην Ελλάδα διατηρούν υποκαταστήματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει με τις εν λόγω αρμόδιες αρχές όλες τις πληροφορίες αναφορικά με τη διοίκηση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την ασκούμενη εποπτεία, την εξέταση ως προς την εκπλήρωση των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την εποπτεία των ιδρυμάτων ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τη συγκέντρωση κινδύνων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και το σύστημα εσωτερικού ελέγχου.

Άρθρο 163Σημαντικά υποκαταστήματα (άρθρο 158 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Η Τράπεζα Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να υποβάλει αίτημα προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105, ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, ώστε να θεωρηθεί σημαντικό το εγκατεστημένο στην Ελλάδα υποκατάστημα ιδρύματος. Από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. β) Σε αυτό το αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, αναφορικά ιδίως με τις εξής παραμέτρους: αα) αν το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις στην Ελλάδα υπερβαίνει το 2%, ββ) τις πιθανές επιπτώσεις από την αναστολή ή την παύση των εργασιών του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στην Ελλάδα, γγ) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος στο ελληνικό τραπεζικό ή χρηματοπιστωτικό σύστημα με βάση τον αριθμό των πελατών του. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους υποδοχής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, καθώς και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού. δ) Αν εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής λαμβάνει μονομερώς τη σχετική απόφαση εντός νέου χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης δίμηνης προθεσμίας. Κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης λαμβάνονται υπόψη η άποψη και οι τυχόν επιφυλάξεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους−μέλους προέλευσης. ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου διατυπώνονται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Οι αποφάσεις αυτές αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών−μελών. στ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών όπως καθορίζονται από τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί υπό την ιδιότητα αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα ιδρύματος τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 110 και εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105 σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους υποδοχής. β) Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 107, ειδοποιεί αμελλητί το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ και στην υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκομένων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται το άρθρο 109, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργώντας ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία ιδρύματος με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη−μέλη συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη λήψη κοινής απόφασης για το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού που προβλέπεται στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και την ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 54. Οι διατυπώσεις για τη σύσταση και τη λειτουργία του σώματος εποπτών καταρτίζονται εγγράφως από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος εποπτών. β) Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνει υπόψη τη σημασία την οποία έχει για τις λοιπές εμπλεκόμενες αρχές η επιδιωκόμενη εποπτική δράση που αποτελεί αντικείμενο προγραμματισμού ή συντονισμού. Ιδιαιτέρως, λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη−μέλη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 160, καθώς και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων με πληρότητα όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων και τα προς εξέταση ζητήματα. Ενημερώνει, επίσης, εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών αναφορικά με τις δράσεις ή τα μέτρα που αποφασίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συνεδριάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μετέχει στις εργασίες των σωμάτων της προηγούμενης παραγράφου 4.

Άρθρο 164Επιτόπιοι έλεγχοι (άρθρο 159 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μετά από προηγούμενη σχετική ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής κράτους−μέλους υποδοχής επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών που έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν ίδρυμα, το οποίο παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος, στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος νόμου, να προβαίνουν είτε οι ίδιες είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων σε επιτόπιο έλεγχο για επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων και πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 51. Η κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών επιτρέπεται κατά τους όρους του άρθρου 54.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα δικαιώματα της ανωτέρω παραγράφου μπορεί να ασκούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους προέλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τον επιτόπιο έλεγχο των υποκαταστημάτων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 ανωτέρω, μπορεί, επίσης, να ακολουθηθεί μια από τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 111.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν το δικαίωμα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της εποπτικής αρχής του κράτους−μέλους υποδοχής να διενεργεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου επιτόπιους ελέγχους των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος ενός ιδρύματος στην Ελλάδα.

Άρθρο 165Μεταβατικές διατάξεις περί κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας (άρθρο 160 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με το παρόν άρθρο ρυθμίζονται οι απαιτήσεις των άρθρων 122 και 123 για μεταβατική περίοδο που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2016 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2018.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016: α) το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 0,625% του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) το ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος δεν υπερβαίνει το 0,625% του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017: α) το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1,25% του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) το ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος δεν υπερβαίνει το 1,25% αυτού του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018: α) το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1,875% του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) το ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος δεν υπερβαίνει το 1,875% αυτού του συνόλου των σταθμισμένων ανοιγμάτων του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η απαίτηση για σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και οι περιορισμοί διανομής κερδών σύμφωνα με τα άρθρα 131 και 132 ισχύουν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018 για τα ιδρύματα που δεν πληρούν τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Επιτρέπεται στην εντεταλμένη αρχή να επιβάλει συντομότερη μεταβατική περίοδο από αυτήν που προβλέπεται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου και ως εκ τούτου να καθιερώσει το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας από την 1η Ιανουαρίου 2014. Στην περίπτωση επιβολής συντομότερης μεταβατικής περιόδου, ενημερώνονται σχετικά τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ και τα εμπλεκόμενα σώματα εποπτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Επιτρέπεται στην εντεταλμένη αρχή να αναγνωρίζει τυχόν συντομότερη μεταβατική περίοδο του παρόντος άρθρου που καθιερώνεται από άλλα κράτη−μέλη. Στην εν λόγω περίπτωση, ενημερώνονται σχετικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ και τα εμπλεκόμενα σώματα εποπτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Εφόσον επιβληθεί συντομότερη μεταβατική περίοδος για το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, η εν λόγω περίοδος ισχύει μόνο για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα.

Άρθρο 166Καταργούμενες και τροποποιούμενες διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται ο ν. 3601/2007 (Α΄ 178), και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτόν, και στον παρόντα νόμο, νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου, σύμφωνα με την αντιστοίχιση, όπως αυτή φαίνεται στο παράρτημα 1 του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι κανονιστικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 10 του ν. 3606/ 2007 αντικαθίστανται ως εξής: «1.Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ. 2. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ η οποία προβαίνει σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ανέρχεται τουλάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ. 3. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ που παρέχουν μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες των περιπτώσεων α΄, β΄, δ΄ και ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 και δεν είναι αδειοδοτημένες να παρέχουν την παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, και οι οποίες δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια ή τίτλους πελατών τους και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούν σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζουν οφειλές έναντι αυτών των πελατών, ανέρχεται τουλάχιστον σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η φράση «− τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων» του στοιχείου α΄ της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166) αντικαθίσταται ως εξής: «−τα ιδρύματα πληρωμών».