107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ - ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Άρθρο 50Αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής στην Ελλάδα ως κράτος−μέλος προέλευσης και ως κράτος − μέλος υποδοχής (άρθρο 49 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η αρμόδια αρχή άλλου κράτους−μέλους υπό την ιδιότητά της ως αρμοδίας κατά περίπτωση αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχείρησης του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ασκεί την προληπτική εποπτεία επ’ αυτού, περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων του στην αλλοδαπή, βάσει των άρθρων 33, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 38 και 42 του παρόντος νόμου ή των άρθρων 33 και 34 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή των άρθρων 31 και 33 του ν. 3606/2007 ή των άρθρων 31 και 32 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Η άσκηση της αρμοδιότητας του προηγούμενου εδαφίου δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή του ν. 3606/2007 ή της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ αρμοδιότητες του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν θίγουν τις αρμοδιότητες άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα μέτρα που λαμβάνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ως αρμόδιας αρχής κράτους − μέλους υποδοχής δεν πρέπει να συνιστούν διακριτική ή περιοριστική μεταχείριση εξαιτίας του γεγονότος ότι οι επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος.

Άρθρο 51Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία (άρθρο 50 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών όπου εδρεύουν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 50, οι οποίες υπόκεινται στην εποπτεία τους και διατηρούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών στα οποία πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα με έδρα στην Ελλάδα διατηρούν υποκαταστήματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει με τις εν λόγω αρμόδιες αρχές όλες τις πληροφορίες αναφορικά με τη διοίκηση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των επιχειρήσεων οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν την ασκούμενη εποπτεία, την εξέταση ως προς την εκπλήρωση των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την εποπτεία τους ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τη συγκέντρωση κινδύνων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν αυτές, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και το σύστημα εσωτερικού ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης κοινοποιεί αμελλητί στις αρμόδιες αρχές των κρατώνμελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση που αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 411 έως 428 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 104 έως 120 του παρόντος νόμου, των δραστηριοτήτων που ασκούνται από το ίδρυμα μέσω των υποκαταστημάτων του, στο βαθμό που οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις αυτές είναι σχετικές με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος−μέλος υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών−μελών υποδοχής σε περίπτωση που εκδηλώνεται ή πιθανολογείται ευλόγως να προκύψει σοβαρή πίεση ρευστότητας. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης και την εφαρμογή του, καθώς και σχετικά με τα προληπτικά εποπτικά μέτρα που ενδεχομένως λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης κοινοποιεί και εξηγεί στις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους υποδοχής, εφόσον ζητηθεί, την προσέγγιση βάσει της οποίας ελήφθησαν υπόψη οι κοινοποιηθείσες πληροφορίες και διαπιστώσεις. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαφωνεί με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές κράτουςμέλους υποδοχής, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής δικαιούται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης τις πληροφορίες των ανωτέρω παραγράφων. Αν μετά τη διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών και των διαπιστώσεων συνεχίζει να θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, μπορεί, αφού πρώτα ενημερώσει αυτές και την ΕΑΤ, να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις, να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών συναλλασσομένων, και να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΤ περιπτώσεις στις οποίες αίτημα αυτής για συνεργασία και ιδίως αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Άρθρο 52Σημαντικά υποκαταστήματα (άρθρο 51 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να υποβάλει αίτημα προς την αρχή ενοποιημένη εποπτείας στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105 ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης ώστε να θεωρηθεί σημαντικό το εγκατεστημένο στην Ελλάδα υποκατάστημα ιδρύματος. Από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. β) Στο παραπάνω αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, αναφορικά ιδίως με τις εξής παραμέτρους: αα) αν το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις στην Ελλάδα υπερβαίνει ποσοστό 2%, ββ) τις πιθανές επιπτώσεις από την αναστολή ή την παύση των εργασιών του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στην Ελλάδα, γγ) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος στο ελληνικό τραπεζικό ή χρηματοοικονομικό σύστημα με βάση τον αριθμό των πελατών του. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους υποδοχής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, καθώς και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού. δ) Αν εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή του αιτήματος της περίπτωσης α΄ δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής, λαμβάνει μονομερώς τη σχετική απόφαση εντός νέου χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης δίμηνης προθεσμίας. Κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης λαμβάνονται υπόψη η άποψη και οι τυχόν επιφυλάξεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους−μέλους προέλευσης. ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παρούσας παραγράφου διατυπώνονται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Οι αποφάσεις αυτές αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών−μελών. στ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών όπως καθορίζονται από τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί υπό την ιδιότητα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα ιδρύματος, τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 110 και εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105 σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους υποδοχής. β) Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 107, ειδοποιεί αμελλητί το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ και στην υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκομένων κρατών−μελών. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα ιδρυμάτων τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την αξιολόγηση των κινδύνων των ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 89 και, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 2 του άρθρου 106. Επίσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τα άρθρα 96 και 98 στο βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν τα συγκεκριμένα υποκαταστήματα. δ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, αναφορικά με τις κατά τις παραγράφους 14 και 15 του άρθρου 78 απαιτούμενες ενέργειες, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο εν σχέσει με τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους υποδοχής έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα και καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης δεν διαβουλεύθηκαν με αυτή ή εάν μετά τη διαβούλευση εκείνη έχει σχηματίσει τη θέση ότι οι απαιτούμενες ενέργειες βάσει της παραγράφου 14 του άρθρου 78 δεν είναι οι προσήκουσες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν εφαρμόζεται το άρθρο 109, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργώντας ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία ιδρύματος με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη−μέλη συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 51. Οι διατυπώσεις για τη σύσταση και λειτουργία του σώματος εποπτών καταρτίζονται εγγράφως από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ή τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών. β) Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνει υπόψη τη σημασία την οποία έχει για τις λοιπές εμπλεκόμενες αρχές η επιδιωκόμενη εποπτική δράση και ιδίως τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη−μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 7, καθώς και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων με πληρότητα όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων και τα προς εξέταση ζητήματα. Ενημερώνει, επίσης, εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών αναφορικά με τις δράσεις ή τα μέτρα που αποφασίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συνεδριάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μετέχει στις εργασίες των σωμάτων προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 53Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων (άρθρο 52 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μετά από προηγούμενη σχετική ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής κράτους−μέλους υποδοχής επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών που έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν ίδρυμα, το οποίο παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος, στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος νόμου, να προβαίνουν είτε οι ίδιες είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων σε επιτόπιο έλεγχο για επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων και πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 51 και σε επιθεωρήσεις των εν λόγω υποκαταστημάτων. Η κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών επιτρέπεται κατά τους όρους του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και των άρθρων 63 και 67 του ν. 3606/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα δικαιώματα της ανωτέρω παραγράφου μπορεί να ασκούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους προέλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τον επιτόπιο έλεγχο των υποκαταστημάτων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, μπορεί, επίσης, να ακολουθηθεί μια από τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 111.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν το δικαίωμα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της εποπτικής αρχής του κράτους−μέλους υποδοχής να διενεργεί, προς το σκοπό εποπτείας και σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος ενός ιδρύματος στην Ελλάδα και να απαιτεί πληροφόρηση σχετικά με τις δραστηριότητές του. Πριν από τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων και επιθεωρήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης. Μετά από τη διενέργεια των ελέγχων και των επιθεωρήσεων η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης τις πληροφορίες και τα ευρήματα που είναι σημαντικά για την αξιολόγηση κινδύνου του ιδρύματος ή για τη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αντίστοιχα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες και τα ευρήματα που διαβιβάζονται σε αυτή από τις αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών υποδοχής υποκαταστημάτων ιδρυμάτων, κατά τον προσδιορισμό του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του άρθρου 91 του παρόντος νόμου, όπως επίσης τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι επιτόπιοι έλεγχοι και οι επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων διεξάγονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους−μέλους στο οποίο διεξάγεται ο έλεγχος ή η επιθεώρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών, δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας για την άσκηση της εποπτείας των ιδρυμάτων, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.

Άρθρο 54Υπηρεσιακό − Επαγγελματικό απόρρητο (άρθρα 53 έως 62 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος και οι εντεταλμένοι από την Τράπεζα της Ελλάδος ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο και την Ποινική Δικονομία, καθώς και των διατάξεων του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος, δεν αποκλείεται για τα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών ιδιωτικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο του πιστωτικού ιδρύματος. Ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών επιτρέπεται και σε εκπλήρωση ανειλημμένων υποχρεώσεων βάσει του Προγράμματος Οικονομικής Στήριξης της ελληνικής οικονομίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος επιτρέπεται να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος νόμου ή το άρθρο 32 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου ή να κοινοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην ΕΑΤ με σκοπό τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση από την ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανταλλάσσει με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατώνμελών ή να διαβιβάζει προς το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (εφεξής ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EE L 331), πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της κατά τον παρόντα νόμο, κατά τον Κανονισμό αριθ. 575/2013, κατά τη νομοθεσία μεταφοράς Οδηγιών της Ένωσης με αντικείμενο τα πιστωτικά ιδρύματα, κατά το άρθρο 15 του Κανονισμού αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά τα άρθρα 31, 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και κατά τα άρθρα 31 και 36 του Κανονισμού αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 που σύμφωνα με τις σχετικές ενωσιακές διατάξεις εφαρμόζεται και για τις αρμόδιες αρχές και δεν κοινοποιούνται περαιτέρω χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς: α) την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, β) τον έλεγχο συνδρομής των όρων ανάληψης και άσκησης δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος, γ) τη διευκόλυνση της εποπτείας, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, της συγκέντρωσης πιστωτικών κινδύνων και της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου, όπως επίσης και για την επιβολή κυρώσεων ή και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαφορών που σχετίζονται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, καθώς και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σχετικά με την άσκηση νομισματικής πολιτικής εντός του Ευρωσυστήματος και την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και δ) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί εναντίον αποφάσεων αυτής ή δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 6, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου: αα) του Υπουργού Οικονομικών κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 437/19 Σεπτεμβρίου 1985 (Α΄ 157) και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων της, ββ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους, γγ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ιδρυμάτων, δδ) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, για την εκπλήρωση της αποστολής τους, εε) του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του, καθώς και στστ) τoυ Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του. β) Επιπλέον, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου αα) των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων και οργάνων των υποπεριπτώσεων γγ΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου και ββ) προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κατά την ενάσκηση των καθηκόντων εποπτείας των ανωνύμων εταιρειών, με την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής των εν λόγω αρχών. Εάν ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του παρόντος εδαφίου ανταλλαγή πληροφο ριών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά. Η ανταλλαγή πληροφοριών λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους ίδιους όρους και αφού ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία διαβιβάζονται οι πληροφορίες. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών − μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένων αρχών ή οργάνων επιφορτισμένων με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη − μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας της παραγράφου 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού αριθ. 575/2013, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους. δ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου αα) των κεντρικών τραπεζών του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με παρόμοια αποστολή, όταν ενεργούν με την ιδιότητα νομισματικής αρχής, εφόσον αυτές οι πληροφορίες είναι σχετικές με την εκπλήρωση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής με αυτήν παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, ββ) τυχόν άλλων αρχών επιφορτισμένων με την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και γγ) του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (εφεξής ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EE L 331) ή της ΕΑΚΑΑ, όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει των Κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, αριθ. 1094/2010 και αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως. ε) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης ή άλλον παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά του κράτους−μέλους, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικής, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές. στ) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διαβίβαση από την Τράπεζα της Ελλάδος πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών επιτρέπεται μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση των αρχών αυτών και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Πληροφορίες που αποκτώνται από τις αρχές άλλων κρατών−μελών κατόπιν πραγματοποίησης επιτόπιων ελέγχων ή επιθεωρήσεων δεν αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους όπου διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος ή η επιθεώρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στο επαγγελματικό απόρρητο που θεσπίζεται με το παρόν άρθρο υπόκεινται και: α) οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών με βάση το άρθρο 49 του παρόντος νόμου και β) τα μέτρα που λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η συλλογή, επεξεργασία, διασύνδεση και δημιουργία αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων δεδομένων από την Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (Α΄ 50), όπως ισχύει. Οι ανωτέρω δραστηριότητες απαλλάσσονται της συναφούς υποχρέωσης κοινοποίησης και αδειοδότησης, εφόσον πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των εργασιών της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως προβλέπονται από το Καταστατικό της.

Άρθρο 55Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων (άρθρο 63 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με το ίδρυμα που ελέγχουν, κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν: αα) να αποτελεί ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση δραστηριότητας των ιδρυμάτων, ββ) να θίγει τη συνέχιση της λειτουργίας του ιδρύματος ή να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών. β) Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου έργου τους σε οικονομική μονάδα που διατηρεί στενούς δεσμούς με το ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 38 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού αριθ. 575/2013, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με τον παρόντα νόμο και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όπως προσαρμόζονται κατά την εφαρμογή της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων: α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−λογιστών που διενεργούν τον τακτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων πιστωτικού ιδρύματος, μετά από σχετική πρόσκληση της Τράπεζας της Ελλάδος που απευθύνεται και στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, λαμβάνουν μέρος σε σύσκεψη με εκπροσώπους της Τράπεζας της Ελλάδος που πραγματοποιείται ετησίως. Αντικείμενο της σύσκεψης αποτελούν οι κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία: αα) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές−λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών του πιστωτικού ιδρύματος, ββ) αφορούν την αποτελεσματικότητα και επάρκεια του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου του πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, γγ) αφορούν στοιχεία που προέκυψαν από τον έλεγχο ενοποιούμενων στις οικονομικές καταστάσεις του πιστωτικού ιδρύματος επιχειρήσεων που επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές καταστάσεις του. β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, η σύσκεψη που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου, πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Τράπεζας της Ελλάδος και των ορκωτών ελεγκτών−λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση του πιστωτικού ιδρύματος που αφορά ο έλεγχος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η καλόπιστη γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 αυτού δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, και ουδεμία ευθύνη επιφέρει για τα πρόσωπα αυτά. Αυτή η κοινολόγηση διενεργείται ταυτόχρονα στο Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος, εφόσον δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για το αντίθετο.

Άρθρο 56Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων (άρθρο 64 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εποπτικές αρμοδιότητες και επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο παρόντα νόμο και στη λοιπή ισχύουσα νομοθεσία: α) άμεσα ή β) σε συνεργασία με άλλες αρχές ή γ) υπό την ευθύνη της, με ανάθεση καθηκόντων στις αρχές της περίπτωσης β΄ή δ) με τη συνδρομή των αρμόδιων δικαστικών αρχών.

Άρθρο 57Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα (άρθρο 65 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που αναφέρονται στην ισχύουσα νομοθεσία και των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει με απόφασή της διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα σε εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα για παραβάσεις των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστικών πράξεων και λαμβάνει όλα τα κατά την κρίση της απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επί παραβάσεων ιδρυμάτων, επιχειρήσεων του άρθρου 31, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει κυρώσεις, πέρα από το νομικό πρόσωπο και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση, πράξη ή παράλειψη, εφόσον αυτή έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της συγκεντρώνει στοιχεία, διενεργεί ελέγχους και προβαίνει στις αναγκαίες έρευνες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων που θεσπίζονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή απαιτεί, μεταξύ άλλων: α) τη χορήγηση όλων των στοιχείων και των πληροφοριών που είναι αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων της, στις οποίες περιλαμβάνονται οι πληροφορίες που παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και στατιστικούς σκοπούς από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα: αα) ιδρύματα και επιχειρήσεις του άρθρου 31 που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, ββ) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, γγ) μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, δδ) εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, εε) πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ έως δδ΄, στστ) τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ έως δδ΄ ανέθεσαν επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητες, β) τη διεξαγωγή όλων των αναγκαίων ερευνών για οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στις υποπεριπτώσεις αα΄ έως στ΄ της περίπτωσης α΄ με έδρα ή ευρισκόμενο στην Ελλάδα, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, συμπεριλαμβανομένων: αα) της υποβολής εγγράφων, ββ) της εξέτασης των βιβλίων και αρχείων των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ υποπεριπτώσεις αα΄ έως στστ΄ και της λήψης αντιγράφων ή αποσπασμάτων από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία, γγ) της λήψης προφορικών ή γραπτών εξηγήσεων από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ υποπεριπτώσεις αα΄ έως στστ΄ της παρούσας παραγράφου ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του και δδ) της εξέτασης κάθε άλλου προσώπου που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας, γ) με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο, τη διεξαγωγή όλων των αναγκαίων ελέγχων στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ υποπεριπτώσεις αα΄ έως στστ΄ της παρούσας παραγράφου και οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές θα έχουν ενημερωθεί προηγουμένως. Στις περιπτώσεις που για τον έλεγχο απαιτείται από την ισχύουσα νομοθεσία έγκριση δικαστικής αρχής, υποβάλλεται σχετική αίτηση.

Άρθρο 58Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών επί πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 66 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει με απόφασή της τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα της παραγράφου 2 στις εξής περιπτώσεις: α) αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό χωρίς ο αποδέκτης να είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, β) έναρξη ή άσκηση δραστηριότητας χωρίς την απαιτούμενη κατά περίπτωση άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος, γ) απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του αποκτώντος ή αυξάνοντος τη συμμετοχή, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αυτός επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά το χρονικό διάστημα αξιολόγησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου, δ) παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 26 του παρόντος νόμου ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος. ε) μη τήρηση των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν περιλαμβάνουν, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ίδρυμα, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καθώς και η φύση της παράβασης, β) εντολή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον, γ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και προμήθειες ή αμοιβές εισπρακτέες, σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση, δ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ε) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο, στ) αναστολή του δικαιώματος ψήφου των μετόχων που ευθύνονται για τις παραβάσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που η προβλεπόμενη στην περίπτωση γ΄ της παρούσας παραγράφου επιχείρηση είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 27 στις υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, διαζευκτικά ή σωρευτικά: α) να επιβάλει με απόφασή της την απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, από το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στο πιστωτικό ίδρυμα, β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά ή τα νομικά πρόσωπα που αυτά ελέγχουν, γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή του πιστωτικού ιδρύματος με τα πρόσωπα αυτά ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά. Σε περίπτωση παράβασης της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος περί αναστολής των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου, η άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων ψήφου δεν έχει αποτελέσματα και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στους παραβάτες σωρευτικά ή διαζευκτικά: αα) πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών τους που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα και ββ) την κύρωση της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου, προκειμένου περί φυσικών προσώπων. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης της περίπτωσης γ΄ της παρούσας παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος, πέραν των κυρώσεων που μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στο πιστωτικό ίδρυμα, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της και στα κατά παράβαση των αποφάσεων της, συναλλασσόμενα με το πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα, πρόστιμο, ύψους μέχρι της αξίας της συναλλαγής ή εφόσον αυτή δεν είναι ευχερώς υπολογίσιμη, ποσού μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει την κύρωση της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 και στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου, εφόσον δεν διαθέτουν πλέον την απαραίτητη αξιοπιστία και δεν διασφαλίζουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 59Λοιπές περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 67 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις που πιστωτικό ίδρυμα: α) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο, β) αφού πληροφορήθηκε για αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό του, οι οποίες αυξάνουν τα ποσοστά συμμετοχής ή τα μειώνουν κάτω από ένα από τα όρια της παραγράφου 1 του άρθρου 23 ή του άρθρου 26 του παρόντος νόμου, δεν ενημέρωσε την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με αυτές τις αγορές ή εκχωρήσεις, όπως ο νόμος ορίζει, γ) το οποίο δεν κοινοποιεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, στην Τράπεζα της Ελλάδος τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως ο νόμος ορίζει, δ) δεν εφαρμόζει πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης όπως απαιτείται από το άρθρο 66 του παρόντος νόμου, ε) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του εν λόγω Κανονισμού, στ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ζ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 394 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με τη ρευστότητά του, κατά παράβαση των παραγράφων 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με το δείκτη μόχλευσης, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 430 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ι) δεν διατηρεί κατ’ εξακολούθηση και σε βάθος χρόνου ρευστά διαθέσιμα, κατά παράβαση του άρθρου 412 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ια) παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιβ) που είναι εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο μιας θέσης τιτλοποίησης που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 405 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιγ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες κατά παράβαση των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 431 ή της παραγράφου 1 του άρθρου 451 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιδ) προβαίνει σε πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος, κατά παράβαση του άρθρου 131 του παρόντος νόμου ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα άρθρα 28, 51 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια, ιε) διόρισε ή δεν αντικατέστησε αμελλητί τα πρόσωπα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 83 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τηρουμένων των διατάξεων του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου κανονιστικών πράξεων, η Τράπεζα της Ελλάδος στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση παράβασης του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων, επιβάλλει με απόφασή της, διαζευκτικά ή σωρευτικά, διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής: α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ίδρυμα, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καθώς και η φύση της παράβασης, β) εντολή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον, γ) στην περίπτωση ιδρύματος, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του κατά την ισχύουσα νομοθεσία, δ) προσωρινή απαγόρευση κατά των προσώπων της παραγράφου 2 του άρθρου 57 του παρόντος νόμου να ασκούν καθήκοντα σε ιδρύματα, ε) στην περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των ακαθάριστων εσόδων που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση, στ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ζ) χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν. Σε περίπτωση που επιχείρηση της περίπτωσης ε΄ της παρούσας παραγράφου είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, τα σχετικά ακαθάριστα έσοδα θα είναι τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο Διοικητής ή ο Πρόεδρος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι ελεγκτές, οι αρμόδιοι διευθυντές και οι υπάλληλοι, κάθε πιστωτικού ιδρύματος τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή, εφόσον: α) παραλείπουν ή παραποιούν εκ προθέσεως την εγγραφή σημαντικής συναλλαγής στα βιβλία του, β) υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ψευδείς ή ανακριβείς εκθέσεις ή παρέχουν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα αρνούνται ή παρακωλύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο, που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Όποιος προβαίνει, κατά παράβαση του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, σε κατ’ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων ή σε κατ` επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων ή σε παροχή υπηρεσιών πληρωμών, προς το κοινό ή στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή. Υπεύθυνοι για την παράβαση και υποκείμενοι στις ποινές αυτές θεωρούνται και οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι ασκούντες τη διοίκηση του νομικού προσώπου. β) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην ανωτέρω περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου και στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η σφράγιση των γρα φείων και εγκαταστάσεων του παραβάτη από όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου, ανεξαρτήτως της επιβολής των παραπάνω ή τυχόν άλλων, προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία, κυρώσεων.

Άρθρο 60Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων (άρθρο 68 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις που επιβάλλει για παραβάσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των λοιπών κανονιστικών πράξεων που αυτή εκδίδει στον επίσημο δικτυακό της τόπο τουλάχιστον στις περιπτώσεις που έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής τους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας χωρίς να έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ή έχει εκδοθεί επ’ αυτής δικαστική απόφαση. Στην κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίηση περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση, μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις ανωνύμως, κατά τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και αφού κριθεί ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι δυσανάλογη προς τη βαρύτητα της παράβασης, β) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευνα, γ) όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στο βαθμό που μπορεί να προσδιορισθεί αυτό, δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα ή φυσικά πρόσωπα. Εναλλακτικά, όταν οι περιστάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ είναι πιθανόν να εκλείψουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δημοσιοποίηση μπορεί να αναβληθεί για το εν λόγω χρονικό διάστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος άρθρου παραμένουν στον επίσημο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος για τουλάχιστον πέντε (5) έτη. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στον επίσημο δικτυακό τόπο της μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 61Ανταλλαγή πληροφοριών για τις κυρώσεις και τήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ΕΑΤ (άρθρο 69 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και στο άρθρο 63 του ν. 3606/2007, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ για όλες τις επιβαλλόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 57 έως 59 και 154 του παρόντος νόμου διοικητικές κυρώσεις, περιλαμβανομένων των διαρκών απαγορεύσεων, καθώς και για κάθε σχετική προσφυγή και την έκβαση αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την αξιολόγηση της καλής φήμης για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του άρθρου 13, της παραγράφου 3 του άρθρου 17, της παραγράφου 1 του άρθρου 83 και του άρθρου 114 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμβουλεύεται την ανωτέρω βάση δεδομένων. Σε περίπτωση που υπάρχει μεταβολή στην εξέλιξη των κυρώσεων ή των ένδικων μέσων που ασκήθηκαν κατά των αποφάσεων των αρμόδιων αρχών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποβάλλει αίτημα στην ΕΑΤ για διαγραφή ή επικαιροποίηση των σχετικών καταχωρίσεων στη βάση δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ελέγχει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία, την ύπαρξη σχετικής καταδίκης, όπως προκύπτει από το ποινικό μητρώο του εμπλεκόμενου φυσικού προσώπου. Για το σκοπό αυτόν ανταλλάσσονται πληροφορίες σύμφωνα με την Απόφαση 2009/316/ΔΕΥ και την Απόφαση πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ, όπως αυτές εφαρμόζονται.

Άρθρο 62Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 70 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και την επιμέτρηση των διοικητικών χρηματικών προστίμων που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνονται κατά περίπτωση υπόψη, ιδίως: α) το είδος, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης, β) ο βαθμός ευθύνης του νομικού ή φυσικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, γ) η οικονομική επιφάνεια του φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπου, δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, στ) τυχόν αρνητικές επιπτώσεις της παράβασης επί των συναλλασσομένων με το πιστωτικό ίδρυμα, ζ) ο βαθμός συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση φυσικού ή νομικού προσώπου με την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η) τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων ή προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, θ) οι τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης, ι) η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος, καθώς και ια) η ανάγκη πρόληψης παρόμοιων παραβάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος καταβάλλονται εντός προθεσμίας οριζόμενης με γενικής ισχύος απόφασή της, αποτελούν έσοδα του Δημοσίου, βεβαιώνονται από τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες και εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδίδονται με βάση τα άρθρα 137, 138, 140, 141, 142 και 145 του παρόντος νόμου, δημοσιεύονται αυθημερόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο Διοικητής, οι Υποδιοικητές, τα μέλη συλλογικών οργάνων και το εν γένει προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ευθύνονται αστικά έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός των κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιοτήτων τους, καθώς επίσης και εντός των λοιπών αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ ανάθεση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με δόλο.

Άρθρο 63Καταγγελίες παραβάσεων (άρθρο 71 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θεσπίζει αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση υποβολής καταγγελιών προς αυτήν σχετικά με επαπειλούμενες ή υπάρχουσες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ανωτέρω μηχανισμοί περιλαμβάνουν ιδίως: β) κατάλληλη προστασία τουλάχιστον από αντίποινα, διακρίσεις ή άλλες μορφές αθέμιτης μεταχείρισης για εργαζομένους ιδρυμάτων, οι οποίοι κοινοποιούν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του ιδρύματος, γ) προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του καταγγέλλοντος όσο και του προσώπου το οποίο φέρεται ότι διέπραξε παράβαση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 2472/1997, δ) σαφείς κανόνες διασφάλισης της εμπιστευτικότητας σχετικά με το πρόσωπο του καταγγέλλοντος σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από την κείμενη νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης ποινικής διαδικασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες οι οποίες διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι, στους οποίους παρέχεται η προστασία των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, έχουν τη δυνατότητα να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικής, ανεξάρτητης και αυτόνομης γραμμής αναφοράς η οποία μπορεί επίσης να παρέχεται με ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους.

Άρθρο 64Δικαίωμα προσφυγής (άρθρο 72 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κανονιστικών πράξεων αυτής υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με κοινοποιούμενη στον αιτούντα απόφασή της, χορηγεί ή αρνείται αιτιολογημένα την έγκρισή της, εντός εξαμήνου από την κατάθεση αίτησης για έγκριση, εφόσον αυτή περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον παρόντα νόμο, τις κανονιστικές πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος ή τα κατά την κρίση της αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες. Η κατά τα ανωτέρω παράλειψη της Τράπεζας της Ελλάδος να αποφασίσει εντός της εξάμηνης προθεσμίας ισοδυναμεί με άρνηση.