107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
Άρθρο 65Εσωτερικό κεφάλαιο (άρθρο 73 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των ιδίων κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν (εσωτερικό κεφάλαιο). Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση από τα ιδρύματα ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.

Άρθρο 66Πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης (άρθρο 74 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιο και αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές αναφοράς και κατανομής των αρμοδιοτήτων, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών οι οποίες είναι συνεπείς και προάγουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να είναι επαρκείς και ανάλογοι προς τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 68 έως 87.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα εκπονούν σχέδια ανάκαμψης με σκοπό την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς τους, έπειτα από σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης αυτών. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκπονεί κατά περίπτωση σχέδια εξυγίανσης. Η υποχρέωση για την εκπόνηση και την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και του σχεδίου εξυγίανσης μπορεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, να είναι μειωμένη εφόσον κριθεί, μεταξύ άλλων, ότι η ανάκληση της αδείας λειτουργίας και η θέση σε εκκαθάριση, ή, προκειμένου για επιχειρήσεις επενδύσεων, η πτώχευση, του συγκεκριμένου ιδρύματος δεν θα έχει, λόγω του μεγέθους, του επιχειρηματικού του μοντέλου ή της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοοικονομικό σύστημα εν γένει, ουσιώδεις επιπτώσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης. Επί επιχειρήσεων επενδύσεων η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Προς το σκοπό εκπόνησης και προετοιμασίας βιώσιμων σχεδίων εξυγίανσης, τα ιδρύματα συνεργάζονται στενά με την Τράπεζα της Ελλάδος ή, κατά περίπτωση, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, παρέχοντας κάθε αναγκαία πληροφορία και εκθέτοντας τις επιλογές για την ομαλή εξυγίανσή τους σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και θέση σε ειδική εκκαθάριση, ή, κατά περίπτωση, πτώχευση, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κατά την ανάπτυξη και το συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, η Τράπεζα της Ελλάδος ή, κατά περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Στο πλαίσιο αυτό, ενημερώνουν πλήρως και εκ των προτέρων την ΕΑΤ ως προς τη διεξαγωγή συνεδριάσεων ή δραστηριοτήτων με αντικείμενο την ανάπτυξη και το συντονισμό σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, οσάκις αυτές πραγματοποιούνται, καθώς και για τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση. Προς τούτο παρέχουν στην ΕΑΤ δικαίωμα συμμετοχής στις εν λόγω συνεδριάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου του σχεδίου ανάκαμψης, ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης και την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο κατά το άρθρο 137 ή να λάβει μέτρα εξυγίανσης κατά τα άρθρα 140, 141 και 142.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητήσει σχέδιο ανάκαμψης από τα πιστωτικά ιδρύματα και να καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης και σε ενοποιημένη βάση.

Άρθρο 67Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών (άρθρο 75 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες για τις αποδοχές του προσωπικού σύμφωνα με τα στοιχεία ζ΄, η΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 450 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιεί τις πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών των πολιτικών αποδοχών και τις διαβιβάζει στην ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης, συγκεντρώνει και διαβιβάζει στην ΕΑΤ τις, ανά ίδρυμα, πληροφορίες για τον αριθμό των φυσικών προσώπων με αποδοχές ύψους τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, ανά οικονομικό έτος, με κατηγοριοποίηση σε διαστήματα του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ και μνεία του τομέα απασχόλησής τους και των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων, καθώς και με ανάλυση των βασικών στοιχείων των αποδοχών, των πρόσθετων μεταβλητών αποδοχών, των μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και των συνταξιοδοτικών εισφορών.

Άρθρο 68Αντιμετώπιση κινδύνων (άρθρο 76 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το Διοικητικό Συμβούλιο των ιδρυμάτων εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, περιλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το Διοικητικό Συμβούλιο των ιδρυμάτων αφιερώνει επαρκή χρόνο στην αξιολόγηση των θεμάτων που αφορούν κινδύνους. Το Διοικητικό Συμβούλιο συμμετέχει ενεργά και διασφαλίζει ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων που εξετάζονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, τη χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και εσωτερικών υποδειγμάτων σε σχέση με τους εν λόγω κινδύνους. Το ίδρυμα διαμορφώνει γραμμές αναφοράς προς το Διοικητικό Συμβούλιο, που να καλύπτουν όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, καθώς και τις αλλαγές τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από απόψεως μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συστήνουν επιτροπή διαχείρισης κινδύνων, αποτελούμενη από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Τα μέλη της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση, για να κατανοούν και να παρακολουθούν τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων υποβάλλει εισήγηση στο Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με τη συνολική παρούσα και μελλοντική στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος, υποβοηθώντας το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο έχει την εν γένει αρμοδιότητα ως προς τους κινδύνους, στην επίβλεψη της υλοποίησης, από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, της εν λόγω στρατηγικής, από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων ελέγχει την τιμολόγηση των προσφερόμενων υπηρεσιών, λαμβάνοντας υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος. Όταν η τιμολόγηση δεν απηχεί με ακρίβεια τους κινδύνους σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων, η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων υποβάλλει διορθωτικό σχέδιο στο Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ίδρυμα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν θεωρείται σημαντικό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μπορεί να συνιστά επιτροπή επιφορτισμένη με τις αρμοδιότητες τόσο της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων όσο και της επιτροπής ελέγχου του άρθρου 37 του ν. 3693/2008 (Α΄ 174), κατόπιν απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Τα μέλη της ανωτέρω επιτροπής πρέπει να διαθέτουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εξειδίκευση που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους τόσο ως μελών σε επιτροπή διαχείρισης κινδύνων όσο και ως μελών σε επιτροπή ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση οι ως άνω επιτροπές στελεχώνονται από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα μέλη των ως άνω επιτροπών έχουν επαρκή πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς την κατάσταση κινδύνων του ιδρύματος και στο τμήμα διαχείρισης κινδύνων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σε ειδικούς εξωτερικούς συμβούλους. Οι ως άνω επιτροπές καθορίζουν το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με θέματα κινδύνων. Προκειμένου να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών και πρακτικών αποδοχών και με την επιφύλαξη των καθηκόντων της επιτροπής αποδοχών, εξετάζουν κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπει το σύστημα αποδοχών λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και τα προβλεπόμενα κέρδη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα ιδρύματα διαθέτουν λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας της παραγράφου 5 του άρθρου 7 της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αρ. 2/452/1.11.2007 (Β΄2137), προκειμένου για επιχειρήσεις επενδύσεων, και της ΠΔ/ΤΕ 2577/2006 (Α΄ 59), προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες του και έχει επαρκείς εξουσίες, κύρος, πόρους και πρόσβαση στο Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η λειτουργία διαχείρισης κινδύνων: α) διασφαλίζει τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη δέουσα αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνων, β) συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη της στρατηγικής κινδύνων του ιδρύματος και σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης κινδύνων και μπορεί να παρουσιάσει πλήρη εικόνα ολόκληρου του φάσματος των κινδύνων που αντιμετωπίζει το ίδρυμα, γ) αναφέρεται, μέσω της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων, στο Διοικητικό Συμβούλιο, ανεξάρτητα από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, και θέτει υπόψη του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και προειδοποιεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, για την εξέλιξη των αναλαμβανόμενων κινδύνων που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν το ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Ο επικεφαλής της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων είναι ανεξάρτητο ανώτερο διοικητικό στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα. Όπου η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος δεν δικαιολογούν την ύπαρξη προσώπου ειδικώς επιφορτισμένου με αυτό το καθήκον, οι εν λόγω αρμοδιότητες μπορούν να ανατεθούν σε άλλο ανώτερο διοικητικό στέλεχος του ιδρύματος παράλληλα με τις λοιπές αρμοδιότητές του, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργείται σύγκρουση συμφερόντων. Ο επικεφαλής της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων δεν απαλλάσσεται των καθηκόντων του χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων ή των μη εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και έχει απευθείας πρόσβαση στην Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων ή στα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου όποτε αυτό απαιτείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου δεν θίγει την εφαρμογή της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αρ. 2/452/1.11.2007 στις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Άρθρο 69Εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 77 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενθαρρύνει τα ιδρύματα που είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης, καθώς και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, να αναπτύσσουν την ικανότητα εσωτερικής αξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου και να αυξάνουν τη χρήση της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, όταν τα ανοίγματά τους είναι σημαντικά σε απόλυτες τιμές και όταν έχουν ταυτόχρονα ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών αντισυμβαλλομένων. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στα άρθρα 102 έως 106 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων, τα παρακολουθεί προκειμένου να διαπιστώνει ότι δεν βασίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις για την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενθαρρύνει τα ιδρύματα, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους να αναπτύσσουν διαδικασίες για την εσωτερική αξιολόγηση ειδικού κινδύνου και να αυξάνουν τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων των ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, καθώς και τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης σε περίπτωση που η έκθεσή τους σε ειδικό κίνδυνο είναι ουσιώδης σε απόλυτες τιμές και στην περίπτωση που έχουν μεγάλο αριθμό καθαρών θέσεων σε χρεωστικούς τίτλους διαφορετικών εκδοτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στα άρθρα 362 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 70Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των εσωτερικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 78 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων εξαιρουμένου του λειτουργικού κινδύνου γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών των εσωτερικών προσεγγίσεών τους για τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς. Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους μαζί με επεξήγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για τη διενέργειά τους σε κατάλληλη συχνότητα που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον δε ετησίως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με τα σχετικά εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην ΕΑΤ. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιλέγει να αναπτύσσει ειδικά χαρτοφυλάκια, διαβουλεύεται με την ΕΑΤ και διασφαλίζει ότι τα ιδρύματα γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών διακριτά από τα αποτελέσματα των υπολογισμών για τα χαρτοφυλάκια της ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει, βάσει των πληροφοριών που υποβάλλονται από τα ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το εύρος των σταθμισμένων ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, πέραν του λειτουργικού κινδύνου, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς, που απορρέουν από τις εσωτερικές προσεγγίσεις των εν λόγω ιδρυμάτων. Τουλάχιστον σε ετήσια βάση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί την ποιότητα των ανωτέρω προσεγγίσεων, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στις προσεγγίσεις: α) που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμα, β) με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή διαφοροποίηση, καθώς και σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν συγκεκριμένα ιδρύματα παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση σε σχέση με την πλειοψηφία των ομοειδών ιδρυμάτων ή υπάρχει μικρή ομοιότητα στην προσέγγιση η οποία οδηγεί σε μεγάλη διακύμανση των αποτελεσμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ερευνά τα σχετικά αίτια και, εφόσον διαπιστώνεται ότι η προσέγγιση ενός ιδρύματος οδηγεί σε υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές των υποκείμενων κινδύνων των ανοιγμάτων ή θέσεων, λαμβάνει διορθωτικά μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου τηρούν την αρχή σύμφωνα με την οποία τα μέτρα αυτά πρέπει να συνάδουν με τους στόχους μιας εσωτερικής προσέγγισης και συνεπώς: α) δεν συνεπάγονται τυποποίηση ή προτιμώμενες μεθόδους, β) δεν δημιουργούν εσφαλμένα κίνητρα ή γ) δεν προκαλούν αγελαία συμπεριφορά.

Άρθρο 71Πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένου (άρθρο 79 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα: α) βασίζουν τη χορήγηση πιστώσεων σε ορθά και σαφώς καθορισμένα κριτήρια και καθορίζουν με σαφήνεια τη διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων, β) χρησιμοποιούν εσωτερικές μεθοδολογίες που τους επιτρέπουν να αξιολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο των ανοιγμάτων σε μεμονωμένους οφειλέτες, σε τίτλους ή σε θέσεις τιτλοποίησης και τον πιστωτικό κίνδυνο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. Ειδικότερα, οι εσωτερικές μέθοδοι δεν στηρίζονται αποκλειστικά ή μηχανικά σε εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Στην περίπτωση που οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βασίζονται σε αξιολόγηση από Εξωτερικό Οργανισμό Πιστοληπτικών Αξιολογήσεων (ΕΟΠΑ) ή στο γεγονός ότι ένα άνοιγμα δεν έχει λάβει πιστοληπτική αξιολόγηση, τα ιδρύματα δεν απαλλάσσονται από την πρόσθετη εξέταση άλλων σχετικών πληροφοριών για την αξιολόγηση της κατανομής του εσωτερικού κεφαλαίου, γ) διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα για τη διαρκή διαχείριση και παρακολούθηση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και ανοιγμάτων που ενέχουν πιστωτικό κίνδυνο των ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων του εντοπισμού και της διαχείρισης προβληματικών πιστώσεων, της διενέργειας επαρκών προσαρμογών και προβλέψεων αξίας, δ) διαφοροποιούν επαρκώς τα χαρτοφυλάκια πιστώσεων, λαμβανομένων υπόψη των αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται ή σκοπεύει να δραστηριοποιηθεί το ίδρυμα και της συνολικής πιστοδοτικής στρατηγικής του ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση αίτησης χορήγησης δανείου ή λοιπών πιστώσεων από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, οι αιτούντες παρέχουν πλήρη και ακριβή πληροφόρηση για την αξιολόγηση από το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα της φερεγγυότητας και της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τους, κατά τη διαβάθμιση των σχετικών κινδύνων με βάση το άρθρο αυτό τυχόν μερική ή ολική άρνηση του αιτούντος να χορηγήσει τέτοιες πληροφορίες. Στις πληροφορίες αυτές δεν περιλαμβάνονται αυτές που σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

Άρθρο 72Υπολειπόμενος κίνδυνος (άρθρο 80 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα διασφαλίζουν και ελέγχουν με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες τον κίνδυνο να αποδειχθούν οι αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, που χρησιμοποιούν, λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμενόταν.

Άρθρο 73Κίνδυνος συγκέντρωσης (άρθρο 81 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν και ελέγχουν με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες τον κίνδυνο συγκέντρωσης που απορρέει από: α) ανοίγματα έναντι μεμονωμένων αντισυμβαλλόμενων, περιλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων ή αντισυμβαλλόμενων που εντάσσονται στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή ή β) την ίδια δραστηριότητα ή γ) το ίδιο βασικό εμπόρευμα ή δ) την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως του κινδύνου συγκέντρωσης που συνδέεται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως έναντι ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων.

Άρθρο 74Κίνδυνος τιτλοποίησης (άρθρο 82 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα αξιολογούν και αντιμετωπίζουν με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες τους κινδύνους που απορρέουν από συναλλαγές τιτλοποίησης, στις οποίες το ίδρυμα είναι ο επενδυτής, ο μεταβιβάζων, κατά την έννοια του σημείου 13 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή ο χρηματοδότης, περιλαμβανομένου του κινδύνου φήμης. Τέτοιοι κίνδυνοι μπορεί να απορρέουν από πολύπλοκες δομές ή προϊόντα. Τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής λαμβάνεται πλήρως υπόψη στις αποφάσεις αξιολόγησης και διαχείρισης των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που το μεταβιβάζον, κατά την έννοια του σημείου 13 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ίδρυμα έχει προβεί σε τιτλοποίηση ανακυκλούμενων συναλλαγών με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης προβλέπεται σχεδιασμός σχετικά με τη ρευστότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τόσο των προγραμματισμένων όσο και των πρόωρων εξοφλήσεων.

Άρθρο 75Κίνδυνος αγοράς (άρθρο 83 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση όλων των σημαντικών παραγόντων και επιπτώσεων των κινδύνων της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η αρνητική (short) θέση καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θετική (long) θέση, τα ιδρύματα λαμβάνουν επίσης μέτρα κατά του κινδύνου περιορισμένης ρευστότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το εσωτερικό κεφάλαιο είναι επαρκές για σημαντικούς κινδύνους της αγοράς που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα που, κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, σύμφωνα με τα άρθρα 326 έως 350 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχουν συμψηφίσει τις θέσεις που έχουν σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν έναν δείκτη μετοχών με αντίθετη θέση ή θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών ή σε άλλο προϊόν συνδεδεμένο με δείκτη μετοχών, έχουν επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο βάσης για τη ζημία που προκύπτει από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή του άλλου προϊόντος τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν. Τα ιδρύματα έχουν επίσης επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο όταν κατέχουν αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επί δείκτη μετοχών των οποίων η ληκτότητα, η σύνθεση ή και τα δύο δεν είναι πανομοιότυπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τα ιδρύματα, σε περίπτωση που κάνουν χρήση του άρθρου 345 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διατηρούν επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται μεταξύ του χρόνου της αρχικής δέσμευσης και της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 76Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών (άρθρο 84 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συστήματα για τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και τη διαχείριση του κινδύνου από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων στο μέτρο που επηρεάζουν τις δραστηριότητες του ιδρύματος οι οποίες δεν σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

Άρθρο 77Λειτουργικός κίνδυνος (άρθρο 85 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση της έκθεσης σε λειτουργικό κίνδυνο, περιλαμβανομένου του κινδύνου υποδείγματος, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα ορίζουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς αυτών των πολιτικών και διαδικασιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα καταρτίζουν σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας, τα οποία διασφαλίζουν την ικανότητά τους να συνεχίζουν τη λειτουργία τους και να περιορίζουν τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δραστηριότητάς τους.

Άρθρο 78Κίνδυνος ρευστότητας (άρθρο 86 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα διαθέτουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλων χρονικών διαστημάτων, μεταξύ άλλων εντός της ημέρας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας. Αυτές οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, τα νομίσματα, τους κλάδους και τις νομικές οντότητες και περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς κατανομής του κόστους ρευστότητας, ωφελειών και κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι ανάλογα με την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας των ιδρυμάτων και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο και απηχούν τη σημασία του ιδρύματος σε κάθε κράτος−μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Τα ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το επίπεδο ανοχής κινδύνου σε όλες τις σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, διαθέτουν προφίλ κινδύνου ρευστότητας που συνάδει και δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για ένα εύρυθμο και άρτιο σύστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά το προφίλ κινδύνου ρευστότητας, όπως τον σχεδιασμό των προϊόντων και τον όγκο των συναλλαγών τους, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τη συγκέντρωση των χρηματοδοτήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναλαμβάνει αποτελεσματική δράση όταν οι εξελίξεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο μπορεί να οδηγήσουν σε αστάθεια μεμονωμένου ιδρύματος ή συστημική αστάθεια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ για οποιεσδήποτε δράσεις αναλαμβάνουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα ιδρύματα αναπτύσσουν μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των θέσεων χρηματοδότησης. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν τρέχουσες και προβλεπόμενες χρηματορροές που προκύπτουν από στοιχεία του ενεργητικού, του παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα ιδρύματα διακρίνουν μεταξύ δεσμευμένων και μη δεσμευμένων στοιχείων του ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Τα ιδρύματα λαμβάνουν, επίσης, υπόψη την οντότητα στην οποία ανήκουν τα στοιχεία του ενεργητικού, τη χώρα όπου τα στοιχεία είναι είτε νομίμως εγγεγραμμένα σε μητρώο είτε σε λογαριασμό και την επιλεξιμότητά τους, και παρακολουθούν τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να μεταφέρονται εγκαίρως τα στοιχεία του ενεργητικού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ιδρύματα λαμβάνουν, επίσης, υπόψη τους υφιστάμενους νομικούς, κανονιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ οντοτήτων, εντός και εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα ιδρύματα εξετάζουν διάφορες τεχνικές μείωσης κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ενός συστήματος ορίων και αποθεμάτων ρευστότητας, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξουν σειρά διαφορετικών περιπτώσεων κρίσης, καθώς και μια επαρκώς διαφοροποιημένη χρηματοδοτική διάρθρωση και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Αυτές οι τεχνικές επανεξετάζονται τακτικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Τα ιδρύματα εξετάζουν εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τις τεχνικές μείωσης κινδύνου και επανεξετάζουν τουλάχιστον ετησίως τις παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη θέση χρηματοδότησης. Για τους σκοπούς αυτούς, τα εναλλακτικά σενάρια αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οντοτήτων ειδικού σκοπού τιτλοποίησης (SSPE) ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, όπως ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε σχέση με τις οποίες το ίδρυμα ενεργεί ως ανάδοχος ή παρέχει σημαντική υποστήριξη ρευστότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις εναλλακτικών σεναρίων τα οποία: α) εξειδικεύονται ανά ίδρυμα, β) καλύπτουν όλο το εύρος της αγοράς, και γ) συνδυάζουν τα ανωτέρω εξετάζοντας παράλληλα διαφορετικές χρονικές περιόδους και διάφορα επίπεδα ακραίων καταστάσεων των παραμέτρων κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Τα ιδρύματα προσαρμόζουν τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τα όρια κινδύνου ρευστότητας και αναπτύσσουν αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Τα ιδρύματα θεσπίζουν σχέδια αποκατάστασης ρευστότητας, τα οποία καθορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ελλειμμάτων που αφορούν υποκαταστήματα σε άλλα κράτη−μέλη. Τα σχέδια αυτά ελέγχονται από τα ιδρύματα τουλάχιστον ετησίως, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στην παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου, υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες να μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα. Τα ιδρύματα προβαίνουν στις απαραίτητες λειτουργικές ενέργειες εκ των προτέρων για να διασφαλίσουν ότι τα σχέδια αποκατάστασης ρευστότητας μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Για τα πιστωτικά ιδρύματα, αυτές οι λειτουργικές ενέργειες περιλαμβάνουν την τήρηση ενεχύρων που είναι άμεσα διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό περιλαμβάνει την τήρηση ενεχύρων, όπου απαιτείται, στο νόμισμα άλλου κράτουςμέλους ή στο νόμισμα τρίτης χώρας στην οποία είναι εκτεθειμένα τα πιστωτικά ιδρύματα και, όπου απαιτείται για λειτουργικούς λόγους, εντός της Επικράτειας ενός κράτους−μέλους υποδοχής ή τρίτης χώρας στο νόμισμα της οποίας είναι εκτεθειμένα.

Άρθρο 79Κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης (άρθρο 87 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα θεσπίζουν πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης. Οι δείκτες κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης περιλαμβάνουν το δείκτη μόχλευσης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις αναντιστοιχίες μεταξύ του ενεργητικού και των υποχρεώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν προληπτικά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης λαμβάνοντας υπόψη τις δυνητικές αυξήσεις του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης λόγω μειώσεων των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος συνεπεία αναμενόμενων ή πραγματοποιηθεισών ζημιών, ανάλογα με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες. Για αυτόν το σκοπό, πρέπει να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν σε σειρά διαφορετικών γεγονότων ακραίων καταστάσεων κρίσης όσον αφορά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης.

Άρθρο 80Ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης (άρθρο 88 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει, επιβλέπει και λογοδοτεί για την υλοποίηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση ενός ιδρύματος, περιλαμβανομένου του διαχωρισμού αρμοδιοτήτων στον οργανισμό και την πρόληψη αντικρουόμενων συμφερόντων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης εφαρμόζονται οι εξής αρχές: α) το Διοικητικό Συμβούλιο φέρει τη γενική ευθύνη διοίκησης και λειτουργίας του ιδρύματος, εγκρίνει και επιβλέπει την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης του ιδρύματος, β) το Διοικητικό Συμβούλιο διασφαλίζει την αρτιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικών εκθέσεων, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ελέγχων και της συμμόρφωσης με το νόμο και τα συναφή πρότυπα, γ) το Διοικητικό Συμβούλιο επιβλέπει τη διαδικασία των, κατά νόμον, δημοσιοποιήσεων και τις ανακοινώσεις, δ) το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική επίβλεψη των ανωτέρων διοικητικών στελεχών, κατά την έννοια της περίπτωσης 9 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, ε) ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ενός ιδρύματος δεν ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στο ίδιο ίδρυμα, εκτός αν έχει λάβει έγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί και αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποτελούμενη από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων: α) εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο ή από τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για τις κενές θέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, αξιολογεί το συνδυασμό ευρύτητας γνώσεων ανά αντικείμενο, δεξιοτήτων, και εμπειρίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης, προβαίνει στην περιγραφή των επιμέρους δεξιοτήτων και προσόντων που κατά την κρίση της απαιτούνται για την πλήρωση των θέσεων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και εκτιμά τον χρόνο που πρέπει να αφιερώνεται στην αντίστοιχη θέση. Επιπροσθέτως, η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων θέτει στόχο για την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο Διοικητικό Συμβούλιο και εκπονεί πολιτική ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα αυξηθεί ο αριθμός των προσώπων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός. Ο στόχος, η πολιτική και η εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 435 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως αξιολογεί τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του Διοικητικού Συμβουλίου και απευθύνει συστάσεις προς αυτό σχετικά με τυχόν αλλαγές που κρίνει σκόπιμες, γ) περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως αξιολογεί τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρία ανά αντικείμενο μεμονωμένων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διοικητικού Συμβουλίου ως συνόλου και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο Διοικητικό Συμβούλιο, δ) επανεξετάζει περιοδικά την πολιτική που εφαρμόζει το Διοικητικό Συμβούλιο για την επιλογή και το διορισμό ανώτερων διοικητικών στελεχών, κατά την έννοια της περίπτωσης 9 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, και απευθύνει συστάσεις προς αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη, σε διαρκή βάση και στο βαθμό που είναι δυνατό, την ανάγκη να διασφαλισθεί ότι κατά τη λήψη των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου δεν βαρύνει ουσιωδώς η βούληση ενός ατόμου ή μιας μικρής ομάδας κατά τρόπο που θίγει τα συμφέροντα του ιδρύματος ως συνόλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιουσδήποτε πόρους κρίνει κατάλληλους, περιλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, της παρέχεται δε η δέουσα χρηματοδότηση για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι παράγραφοι 4 έως και 7 του παρόντος άρθρου δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί ιδρυμάτων οργανωμένων κατά το δυαδικό σύστημα διοίκησης.

Άρθρο 81Υποβολή εκθέσεων ανά χώρα (άρθρο 89 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από την 1η Ιανουαρίου 2015, κάθε ίδρυμα δημοσιοποιεί την 30ή Ιουνίου έκαστου ημερολογιακού έτους, εξειδικεύοντας ανά κράτος−μέλος και τρίτη χώρα στις οποίες διαθέτει έδρα, τις ακόλουθες πληροφορίες σε ενοποιημένη βάση για το οικονομικό έτος: α) επωνυμία ή επωνυμίες, φύση δραστηριοτήτων και γεωγραφική θέση, β) κύκλο εργασιών, γ) αριθμό εργαζομένων σε ισοδύναμο καθεστώς πλήρους απασχόλησης, δ) αποτελέσματα προ φόρων, ε) φόρους επί των αποτελεσμάτων, στ) εισπραττόμενες δημόσιες επιδοτήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 για πρώτη φορά την 1η Ιουλίου 2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Έως την 1η Ιουλίου 2014, όλα τα παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια εντός της Ένωσης, όπως προσδιορίζονται διεθνώς, υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμπιστευτικά τις πληροφορίες των περιπτώσεων δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ελέγχονται σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ (EE L 157) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 3693/2008 και δημοσιεύονται, εφόσον είναι δυνατόν, ως παράρτημα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή, όπου συντρέχει περίπτωση, των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του ενδιαφερόμενου ιδρύματος.

Άρθρο 82Δημοσιοποίηση της απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού (άρθρο 90 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους μεταξύ των βασικών δεικτών δημοσιοποιούν τη συνολική απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού τους, η οποία υπολογίζεται ως το καθαρό αποτέλεσμά τους διαιρούμενο προς το ύψος του ενεργητικού τους.

Άρθρο 83Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 91 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πρέπει να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ανά αντικείμενο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ως συνόλου αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα γνώσεων και εμπειριών ανά αντικείμενο των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Ειδικότερα, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο αριθμός των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος συναρτάται με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Εξαιρουμένων των εκπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος το οποίο είναι σημαντικό από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του δεν επιτρέπεται να κατέχουν, από την 1η Ιουλίου 2014, περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων σε Διοικητικά Συμβούλια ταυτόχρονα: α) μία θέση εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου, β) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως κατοχή μίας θέσης Διοικητικού Συμβουλίου: α) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου, β) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου στο πλαίσιο: αα) ιδρυμάτων που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον πληρούνται οι εκεί διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 7 του εν λόγω άρθρου, ή ββ) επιχειρήσεων (περιλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι θέσεις μέλους σε όργανα διοίκησης οντοτήτων που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπει σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρούν μια πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ, σε τακτική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το Διοικητικό Συμβούλιο κατέχει ως σύνολο επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ανά αντικείμενο ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και τη δέουσα ανεξαρτησία ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί και να επιχειρηματολογεί αναλόγως σχετικά με τις αποφάσεις των ανώτερων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων από τη διοίκηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ιδρύματα αφιερώνουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους προκειμένου να διευκολύνουν την ανάληψη και άσκηση των καθηκόντων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα ιδρύματα και οι αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την εκλογή μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο εφαρμόζοντας προς το σκοπό αυτό πολιτική που προωθεί το κατάλληλο επίπεδο διαφοροποίησης στο Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συλλέγουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 435 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις χρησιμοποιούν για τη συγκριτική αξιολόγηση των πολιτικών διαφοροποίησης στα Διοικητικά Συμβούλια και τις διαβιβάζουν στην ΕΑΤ.

Άρθρο 84Πολιτικές αποδοχών (άρθρο 92 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 85, 86 και 87 εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου, μητρικής εταιρείας και θυγατρικών, περιλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια οικονομικά κέντρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών αποδοχών, συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους: α) η πολιτική αποδοχών συνάδει με και προάγει την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του ιδρύματος, β) η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος και περιλαμβάνει μέτρα για την αποφυγή αντικρουόμενων συμφερόντων, γ) τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, υιοθετούν και περιοδικά αναθεωρούν τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνα για την επίβλεψη της υλοποίησής της, δ) η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο, όπως ασκείται από τη Μονάδα Εσωτερικής Επιθεώρησης ή τη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου για τις ΑΕΠΕΥ ως προς τη συμμόρφωση προς την πολιτική και τις διαδικασίες αποδοχών που έχουν εγκριθεί από τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ε) τα μέλη του προσωπικού που έχουν επιφορτισθεί με καθήκοντα ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν, στ) οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στις λειτουργίες διαχείρισης κινδύνου και κανονιστικής συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 87 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ζ) στην πολιτική αποδοχών γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των κριτηρίων όσον αφορά τον καθορισμό: αα) των σταθερών βασικών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν κυρίως τη συναφή επαγγελματική εμπειρία και την ευθύνη της θέσης, όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του εργαζόμενου ως μέρος των όρων της σύμβασης, και ββ) των μεταβλητών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν επιδόσεις μακροπρόθεσμες και προσαρμοσμένες στον κίνδυνο, καθώς και επιδόσεις που υπερβαίνουν τις απαιτούμενες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του εργαζόμενου ως μέρος των όρων της σύμβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο σύνολο των αποδοχών περιλαμβάνονται οι μισθοί και οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές, για τις κατηγορίες εργαζομένων που περιλαμβάνουν ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, καθώς και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αποδοχών με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 86 εκτός της περίπτωσης στ΄ και 87 κατωτέρω, καθορίζονται κριτήρια και θεσπίζονται κανόνες σχετικά με την πολιτική αποδοχών των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων. Η απόφαση αυτή λαμβάνει υπ’ όψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εν θέματι επιχειρήσεων, το μέγεθός τους, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τους σκοπούς της παραγράφου της παραγράφου 4 οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

Άρθρο 85Ιδρύματα που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κρατική ενίσχυση (άρθρο 93 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Στην περίπτωση ιδρυμάτων που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κρατική ενίσχυση, ισχύουν επιπρόσθετα σε αυτές της παραγράφου 2 του άρθρου 84 οι εξής αρχές: α) οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται αυστηρά ως ποσοστό επί των καθαρών εσόδων, όταν δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης και την έγκαιρη έξοδο από την κρατική ενίσχυση, β) η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από τα ιδρύματα να αναδιαρθρώνουν τις αποδοχές κατά τρόπο που να ευθυγραμμίζονται με τη χρηστή διαχείριση των κινδύνων και τη μακροπρόθεσμη πορεία, περιλαμβανομένης, όπου συντρέχει περίπτωση, της θέσπισης ορίων στις αποδοχές των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, γ) δεν καταβάλλονται μεταβλητές αποδοχές στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, εκτός αν αυτό δικαιολογείται δεόντως.

Άρθρο 86Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών (άρθρο 94 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Στην περίπτωση μεταβλητών στοιχείων αποδοχών, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα και βάσει των ιδίων προϋποθέσεων με εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 84, τηρουμένων των ειδικότερων διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας: α) στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της εμπλεκόμενης υπηρεσιακής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του ιδρύματος, και, κατά την αξιολόγηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια, β) η αξιολόγηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε χρονική περίοδο εντός της οποίας είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη ο υποκείμενος κύκλος της οικονομικής δραστηριότητας του ιδρύματος και οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι, γ) το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα των ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους, δ) οι εγγυημένες μεταβλητές αμοιβές δεν συνάδουν με την υγιή διαχείριση κινδύνων ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων και δεν περιλαμβάνονται στα μελλοντικά σχέδια αποδοχών και ως εκ τούτου αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα διαθέτει υγιή και ισχυρή κεφαλαιακή βάση, και μόνο για το πρώτο έτος απασχόλησης, ε) οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα. Το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να επιτρέπει την εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών αποδοχών, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθούν μεταβλητές αποδοχές, στ) τα ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, εφαρμόζοντας τις ακόλουθες αρχές: αα) η μεταβλητή συνιστώσα δεν υπερβαίνει το 100% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο, ββ) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος μπορεί να εγκρίνει υψηλότερη μέγιστη αναλογία μεταξύ σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το 200% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε πρόσωπο. Τυχόν έγκριση υψηλότερης αναλογίας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου πραγματοποιείται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία: i) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος αποφασίζει βάσει λεπτομερούς εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος στην οποία αναφέρονται οι λόγοι και η έκταση εφαρμογής της επιδιωκόμενης έγκρισης, περιλαμβανομένων του αριθμού των απασχολούμενων το οποίο αφορά, των καθηκόντων τους και του αναμενόμενου αντίκτυπου ως προς την απαίτηση διατήρησης υγιούς κεφαλαιακής βάσης, ii) η Γενική Συνέλευση αποφασίζει με πλειοψηφία 66% τουλάχιστον εφόσον παρίσταται ή εκπροσωπείται το 50% τουλάχιστον των μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή, σε αντίθετη περίπτωση, αποφασίζουν με πλειοψηφία 75% των παρόντων ή εκπροσωπούμενων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, iii) το ίδρυμα γνωστοποιεί σε όλους τους μετόχους ή τους συνεταίρους, παρέχοντας προηγουμένως εύλογη περίοδο προειδοποίησης, ότι θα επιδιωχθεί έγκριση δυνάμει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου, iv) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τη γνωστοποίηση προς τους μετόχους, περιλαμβανομένης της προτεινόμενης υψηλότερης μέγιστης αναλογίας και του σχετικού σκεπτικού, είναι δε σε θέση να αποδείξει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η προτεινόμενη υψηλότερη αναλογία δεν αντιβαίνει στις υποχρεώσεις του ιδρύματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχοντας ιδίως υπόψη τις υποχρεώσεις περί ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, v) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, περιλαμβανομένης τυχόν έγκρισης υψηλότερης αναλογίας βάσει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου, η δε Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιούν τις λαμβανόμενες πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των σχετικών πρακτικών των ιδρυμάτων. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζουν τις εν λόγω πληροφορίες στην ΕΑΤ οι οποίες δημοσιεύονται συνολικά στη βάση κράτους−μέλους προέλευσης σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων, vi) τα μέλη του προσωπικού τα οποία αφορούν άμεσα τα αναφερόμενα στο παρόν σημείο υψηλότερα μέγιστα επίπεδα μεταβλητών αποδοχών δεν επιτρέπεται, κατά περίπτωση, να ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, τυχόν δικαιώματα ψήφου που μπορεί να έχουν ως μέτοχοι του ιδρύματος, ζ) οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και δεν ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτων, η) τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση πρέπει να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί διακράτησης, αναβολής, αναστολής, επιδόσεων και ανάκτησης, θ) η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται, ι) η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός του ιδρύματος λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων, ια) αα) σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50% των μεταβλητών αποδοχών, αποτελείται από αναλογία των παρακάτω: i) μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική μορφή του ιδρύματος ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, σε περίπτωση μη εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ιδρυμάτων, ii) κατά περίπτωση, άλλα μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 52 ή 63 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή άλλα μέσα πλήρως μετατρέψιμα σε μέσα του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ή που έχουν επανεκτιμηθεί, τα οποία σε κάθε περίπτωση αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών. ββ) Τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα περίπτωση αα΄ υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης, η οποία έχει καταρτιστεί με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θέτει περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύει ορισμένα μέσα σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο. Η παρούσα περίπτωση αα΄ εφαρμόζεται τόσο στην αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών σύμφωνα με την περίπτωση ιβ΄ όσο και στη μη αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών, ιβ) αα) η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον σε ποσοστό ύψους 40% της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για χρονική περίοδο η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρία (3) έως πέντε (5) έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση των δραστηριοτήτων και, τους κινδύνους του ιδρύματος, καθώς και τα καθήκοντα του μέλους του προσωπικού τον οποίο αφορούν. ββ) οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής δεν καθίστανται καταβλητέες ταχύτερα απ’ ότι προβλέπεται σε αναλογική βάση (prorata). Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους 60%. Η χρονική διάρκεια της περιόδου αναβολής καθορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού τα οποία αφορά, ιγ) αα) οι μεταβλητές αποδοχές, περιλαμβανομένου του αναβαλλόμενου μέρους, καταβάλλονται ή κατοχυρώνονται μόνον εφόσον είναι αποδεκτές βάσει της συνολικής χρηματοοικονομικής κατάστασης του ιδρύματος και δικαιολογούνται βάσει των επιδόσεων του ιδρύματος, της εμπλεκόμενης επιχειρησιακής μονάδας και του μέλους του προσωπικού το οποίο αφορούν. ββ) Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών, κατά κανόνα, μειώνεται σημαντικά όταν το ίδρυμα παρουσιάζει φθίνουσες ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις. Στην περίπτωση αυτή, λαμβάνονται υπόψη τόσο οι τρέχουσες αποδοχές όσο και οι μειώσεις στις αποδοχές που είχαν κατοχυρωθεί στο παρελθόν, μεταξύ άλλων, μέσω ρυθμίσεων malus, επιστροφής αποδοχών (clawback) ή μέσω άλλων ρυθμίσεων. γγ) Ποσοστό έως και 100% του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών υπόκειται σε ρυθμίσεις malus ή ρυθμίσεις περί επιστροφής αποδοχών. Τα ιδρύματα θεσπίζουν συγκεκριμένα κριτήρια για την εφαρμογή των ρυθμίσεων malus ή επιστροφής αποδοχών. Τα εν λόγω κριτήρια καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το μέλος του προσωπικού, το οποίο αφορούν: i) συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στο ίδρυμα, ii) δεν πληρούσε τα προσήκοντα πρότυπα καταλληλότητας, ιδ) η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Εάν ο απασχολούμενος αποχωρήσει από το ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διακρατούνται από το ίδρυμα για χρονικό διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση ια΄ του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση απασχολούμενου, ο οποίος συνταξιο δοτείται, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση ια΄ του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης, ιε) τα μέλη του προσωπικού δεν χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη (ασφάλιση αστικής ευθύνης) με τις οποίες καταστρατηγούνται οι ενσωματωμένοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο, ιστ) οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που εμποδίζουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 87Επιτροπή αποδοχών (άρθρο 95 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν επιτροπή αποδοχών. Η επιτροπή αποδοχών συγκροτείται κατά τρόπο, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει εξειδικευμένη και ανεξάρτητη γνώμη για τις πολιτικές αποδοχών και την εφαρμογή τους, καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται κατά τη διαχείριση των κινδύνων, των κεφαλαίων και της ρευστότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η επιτροπή αποδοχών είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των αποφάσεων σχετικά με τις αποδοχές, περιλαμβανομένων όσων έχουν επιπτώσεις στους αναλαμβανόμενους κινδύνους και τη διαχείρισή τους. Οι εν λόγω αποφάσεις λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος. Κατά την προετοιμασία των ως άνω αποφάσεων, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων μερών σε σχέση με το ίδρυμα, καθώς και το δημόσιο συμφέρον.

Άρθρο 88Τήρηση ιστοτόπου σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τις αποδοχές (άρθρο 96 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα που τηρούν ιστότοπο εξηγούν σε ειδικό χώρο αυτού με ποιο τρόπο συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις των διατάξεων άρθρων 80 έως 87.

Άρθρο 89Εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης (άρθρο 97 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 90, εξετάζει τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη συμμόρφωσή τους προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013. Προς το σκοπό αυτόν αξιολογεί: α) κινδύνους τους οποίους τα ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν, β) κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξ αιτίας του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου δυνάμει του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 ή των συστάσεων του ΕΣΣΚ όπου απαιτείται, και γ) κινδύνους που εντοπίζονται κατά τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης και αξιολόγησης της προηγούμενης παραγράφου θα καλύπτει όλες τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Βάσει της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους και η ρευστότητά τους εξασφαλίζουν τη συνετή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει με απόφασή της τη συχνότητα και το εύρος της εξέτασης και αξιολόγησης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συνεκτιμώντας το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τα ιδρύματα που καλύπτονται από το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης της παραγράφου 2 του άρθρου 91.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση που ίδρυμα ενέχει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμελλητί την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα της εποπτικής διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης.

Άρθρο 90Τεχνικά κριτήρια για την εποπτική εξέταση και αξιολόγηση (άρθρο 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης που πραγματοποιείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δυνάμει του άρθρου 89, επιπλέον του πιστωτικού, του λειτουργικού και του κινδύνου αγοράς καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 177 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 που πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων, β) το βαθμό έκθεσης των ιδρυμάτων, καθώς και τη διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις των άρθρων 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και του άρθρου 73 του παρόντος νόμου, γ) την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, δ) το βαθμό επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του βαθμού κατά τον οποίο έχει επιτευχθεί η μεταφορά του κινδύνου, ε) την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, περιλαμβανομένων των αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης τεχνικών μείωσης του κινδύνου (ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης, στ) τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων, ζ) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει των άρθρων 362 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η) τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων των ιδρυμάτων, θ) το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος, ι) την αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 89 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διεξάγει σε τακτά διαστήματα συνολική εκτίμηση της γενικής διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα ιδρύματα και προάγει την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθοδολογιών. Κατά τη διενέργεια αυτών των αξιολογήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεκτιμά το ρόλο που διαδραματίζουν τα ιδρύματα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει το βαθμό κατά τον οποίο ένα ίδρυμα έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση. Αν διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη σε τιτλοποίηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίζει την αυξημένη προσδοκία ότι το ίδρυμα θα παράσχει και μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και ως εκ τούτου δεν θα μπορέσει να επιτύχει ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τους σκοπούς της εποπτικής αξιολόγησης που πρέπει να γίνει βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 89, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει εάν οι αναπροσαρμογές της αξίας που έχουν πραγματοποιηθεί για θέσεις ή χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, επιτρέπουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η εποπτική αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και ο οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους. Μέτρα θα απαιτηθούν τουλάχιστον στην περίπτωση ιδρυμάτων που η μείωση είναι μεγαλύτερη του 20% των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης ή μεταβολής των επιτοκίων κατά τα οριζόμενα σε κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η εποπτική αξιολόγηση που διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης όπως αυτός προσεγγίζεται από δείκτες υπερβολικής μόχλευσης, περιλαμβανομένου του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τον προσδιορισμό του αποδεκτού επιπέδου του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων και των στρατηγικών, διαδικασιών και μηχανισμών που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η εποπτική αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης των ιδρυμάτων, την εταιρική τους φιλοσοφία και αξίες, καθώς και την ικανότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Κατά την εποπτική αξιολόγηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τουλάχιστον πρόσβαση στα θέματα προς συζήτηση και στα συνοδευτικά έγγραφα των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού, καθώς και στα αποτελέσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης της επίδοσης του Διοικητικού Συμβουλίου.

Άρθρο 91Πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης (άρθρο 99 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης τουλάχιστον μία φορά το χρόνο για τα ιδρύματα που εποπτεύει. Το εν λόγω πρόγραμμα λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 89. Το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνει τα εξής: α) ένδειξη του τρόπου με τον οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σκοπεύει να ασκήσει τα εποπτικά καθήκοντά της και να κατανείμει τους πόρους της, β) προσδιορισμό των ιδρυμάτων που πρόκειται να τεθούν σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και τα μέτρα που λαμβάνονται για τους σκοπούς άσκησης αυτής όπως καθορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, γ) σχέδιο επιτόπιων ελέγχων των ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών αυτών που βρίσκονται σε άλλα κράτη−μέλη, σύμφωνα με τα άρθρα 53, 112 και 115, δ) στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στο άρθρο 47, τον επιτόπιο έλεγχο των θυγατρικών επιχειρήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στην εποπτεία της σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα προγράμματα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ιδρύματα: α) ιδρύματα για τα οποία τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των περιπτώσεων α΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 90 και του άρθρου 92 ή τα αποτελέσματα της εποπτικής αξιολόγησης βάσει του άρθρου 89 παρέχουν ενδείξεις για την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων ως προς την απαιτούμενη σε διαρκή βάση χρηματοοικονομική τους ευρωστία ή για την μη συμμόρφωση προς τον παρόντα νόμο τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) ιδρύματα που ενέχουν συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, γ) οποιαδήποτε άλλα ιδρύματα για τα οποία η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το κρίνει αναγκαίο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όποτε κρίνεται απαραίτητο, σύμφωνα με το άρθρο 89, λαμβάνονται ειδικότερα τα ακόλουθα μέτρα: α) αύξηση του αριθμού ή της συχνότητας των επιτόπιων ελέγχων του ιδρύματος, β) μόνιμη παρουσία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο ίδρυμα, γ) υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων εποπτικών αναφορών από το ίδρυμα, δ) πρόσθετες ή συχνότερες αξιολογήσεις του λειτουργικού, στρατηγικού ή επιχειρηματικού σχεδίου του ιδρύματος, ε) θεματικές εξετάσεις για την παρακολούθηση συγκεκριμένων κινδύνων που ενδέχεται να παρουσιαστούν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η υιοθέτηση προγράμματος εποπτικής εξέτασης από την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής να διενεργούν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που ασκούν τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων στο έδαφός τους σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53.

Άρθρο 92Εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (άρθρο 100 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διενεργεί τις ενδεδειγμένες, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στα ιδρύματα που εποπτεύει, για τη διευκόλυνση της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 89.

Άρθρο 93Αξιολόγηση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων σε διαρκή βάση (άρθρο 101 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναθεωρεί τακτικά και τουλάχιστον κάθε τρία (3) έτη τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων προς τις απαιτήσεις αναφορικά με τις εσωτερικές προσεγγίσεις που απαιτούν τη χορήγηση άδειας από την αρμόδια αρχή προτού χρησιμοποιηθούν οι εν λόγω προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τα άρθρα 92 έως 386 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται σε αλλαγές στην επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος και στην εφαρμογή αυτών των προσεγγίσεων σε νέα προϊόντα. Όταν εντοπίζονται σημαντικές ελλείψεις στην αποτύπωση των κινδύνων του ιδρύματος με την εσωτερική προσέγγιση που χρησιμοποιείται, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι αυτές διορθώνονται ή λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεών τους, περιλαμβανομένης της επιβολής υψηλότερων πολλαπλασιαστικών συντελεστών ή της επιβολής κεφαλαιακών προσαυξήσεων ή της λήψης άλλων κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδικότερα εξετάζει και αξιολογεί κατά πόσο το ίδρυμα χρησιμοποιεί άρτια αναπτυγμένες και επικαιροποιημένες τεχνικές και πρακτικές για τις εν λόγω προσεγγίσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν σε εσωτερικό υπόδειγμα για τον κίνδυνο αγοράς, παρουσιάζεται πλήθος υπερβάσεων όπως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 366 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που υποδηλώνουν ότι το υπόδειγμα δεν είναι ή δεν είναι πλέον επαρκώς ακριβές, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια χρήσης του εσωτερικού μοντέλου ή επιβάλλει με απόφασή της κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το μοντέλο θα βελτιωθεί άμεσα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εφόσον ένα ίδρυμα έχει λάβει άδεια να εφαρμόζει προσέγγιση που απαιτεί την άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς πριν από τη χρήση της εν λόγω προσέγγισης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τα άρθρα 92 έως 386 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αλλά δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της προσέγγισης αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά από το ίδρυμα είτε να της αποδείξει ότι η μη συμμόρφωσή του δεν είναι ουσιώδης κατά περίπτωση σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είτε να καταθέσει σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις και να ορίσει προθεσμία εφαρμογής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί να γίνουν βελτιώσεις στο σχέδιο αν αυτό δεν αναμένεται να φέρει πλήρη συμμόρφωση ή αν η προθεσμία είναι ακατάλληλη. Αν το ίδρυμα δεν πιθανολογείται ότι θα συμμορφωθεί εντός καθορισμένης προθεσμίας και, κατά περίπτωση, δεν έχει αποδείξει επαρκώς ότι οι επιπτώσεις από τη μη συμμόρφωση είναι επουσιώδεις, η άδεια χρήσης της προσέγγισης ανακαλείται ή περιορίζεται στα τμήματα στα οποία υπάρχει συμμόρφωση ή αυτή είναι εφικτή εντός εύλογης προθεσμίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την ανάλυση και τα συγκριτικά κριτήρια της ΕΑΤ για την αξιολόγηση των αδειών χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων.

Άρθρο 94Προληπτικά εποπτικά μέτρα (άρθρο 102 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από κάθε ίδρυμα να λαμβάνει εγκαίρως τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσει προβλήματα στις εξής καταστάσεις: α) όταν το ίδρυμα δεν τηρεί τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει επαρκείς ενδείξεις ότι το ίδρυμα δεν θα συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, στις εξουσίες της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνονται εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 96.

Άρθρο 95Εφαρμογή προληπτικών εποπτικών μέτρων σε ιδρύματα με παρόμοια προφίλ κινδύνου (άρθρο 103 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει δυνάμει του άρθρου 89 ότι τα ιδρύματα με παρόμοια προφίλ κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων, εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν σε παρόμοιους κινδύνους ή μπορεί να ενέχουν παρόμοιους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μπορεί να εφαρμόζει κατά πανομοιότυπο ή παρόμοιο τρόπο τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 89 στα εν λόγω ιδρύματα. Για το σκοπό αυτόν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στα εν λόγω ιδρύματα απαιτήσεις δυνάμει του παρόντος νόμου και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κατά πανομοιότυπο ή παρόμοιο τρόπο, περιλαμβανομένων ειδικότερα των εποπτικών εξουσιών δυνάμει των άρθρων 96, 98 και 99. Οι κατηγορίες ιδρυμάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να καθορίζονται ειδικότερα σύμφωνα με τα κριτήρια της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 90.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ όταν θέτει σε εφαρμογή την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 96Εποπτικές εξουσίες (άρθρο 104 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς του άρθρου 89 της παραγράφου 4 του άρθρου 90, της παραγράφου 4 του άρθρου 93, των άρθρων 94 και 95 του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την τήρηση ιδίων κεφαλαίων καθ’ υπέρβαση των ελαχίστων όπως ορίζονται στα άρθρα 121 έως 132 του παρόντος νόμου και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αφορούν στοιχεία κινδύνων και κινδύνους που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού, β) τη βελτίωση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που εφαρμόζονται με βάση τα άρθρα 65 και 66, γ) την υποβολή σχεδίου για τη συμμόρφωση με τις εποπτικές απαιτήσεις εκ του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και με ορισμό προθεσμίας για την εφαρμογή του, καθώς επίσης την υποβολή βελτιώσεων του εν λόγω σχεδίου όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία εφαρμογής του, δ) την εφαρμογή ειδικής, από απόψεως κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή διαχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού, ε) τον περιορισμό ή την τήρηση ορίων ως προς το είδος και την έκταση των δραστηριοτήτων τους ή το δίκτυό τους ή την εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού τους ή την παύση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την ευρωστία ενός ιδρύματος, στ) τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων, ζ) τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών αποτελεσμάτων σε περιπτώσεις όπου το ύψος των ως άνω αποδοχών δεν συμβάλει στη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης, η) την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων μέσω αποθεματοποίησης κερδών, θ) τον περιορισμό ή την απαγόρευση της διανομής κερδών από ένα ίδρυμα στους μετόχους ή καταβολής τόκων στους κατόχους πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά γεγονός αφερεγγυότητας του ιδρύματος, ι) την υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα ίδια κεφάλαια και τη ρευστότητα, ια) την πρόβλεψη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, περιλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού, ιβ) την υποβολή πρόσθετων πληροφοριών, ιγ) τη λήψη προηγούμενης έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος για τη διενέργεια συναλλαγών που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Η δυνατότητα αυτή ασκείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, ιδ) την αύξηση κεφαλαίου πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 136.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πρόσθετες απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατ’ ελάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 65 και 66 του παρόντος νόμου ή του άρθρου 393 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) οι κίνδυνοι ή στοιχεία κινδύνων δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στα άρθρα 121 έως 132 του παρόντος νόμου ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, γ) όταν η εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων μόνο δεν πιθανολογείται ότι θα βελτιώσει επαρκώς τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές του ιδρύματος εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, δ) η επανεξέταση, που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 90 ή την παράγραφο 4 του άρθρου 93, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πλημμελής συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των οικείων διατάξεων ενδέχεται να οδηγήσει σε υποεκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ε) οι κίνδυνοι ενδέχεται να υποεκτιμηθούν παρά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στ) το ίδρυμα υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ότι τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του άρθρου υπερβαίνουν κατά πολύ τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων (correlation trading portfolio).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων στο πλαίσιο της εξέτασης και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 89 έως 93, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί κατά πόσον, για την κάλυψη των κινδύνων τους οποίους ένα ίδρυμα έχει αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβει, απαιτείται η τήρηση ιδίων κεφαλαίων υψηλότερων του ελάχιστου ύψους το οποίο ορίζεται με τις εκάστοτε γενικής ισχύος αποφάσεις περί κεφαλαιακής επάρκειας. Για την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα: α) τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της διαδικασίας αξιολόγησης του ιδρύματος, όπως ορίζονται στο άρθρο 65, β) οι εσωτερικές ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί του ιδρύματος όπως ορίζονται στο άρθρο 66, γ) το αποτέλεσμα της εποπτικής αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 89 ή 93, δ) η αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου.

Άρθρο 97Ορισμός αρμόδιας αρχής για την εφαρμογή των άρθρων 412 και 413 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Τηρουμένων των προβλέψεων των άρθρων 412 και 413 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θεσπίζει γενικούς κανόνες για τις απαιτήσεις κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας και τις απαιτήσεις σταθερής χρηματοδότησης.

Άρθρο 98Ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας (άρθρο 105 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου των απαιτήσεων ρευστότητας στο πλαίσιο της εξέτασης και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 89 έως 93, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκτιμά κατά πόσον είναι αναγκαία οποιαδήποτε επιβολή ειδικής απαίτησης ρευστότητας, για την κάλυψη των κινδύνων ρευστότητας στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ένα ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα: α) το συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος, β) τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς του ιδρύματος που αναφέρονται στα άρθρα 66 έως 88 και ειδικότερα στο άρθρο 78, γ) το αποτέλεσμα της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 89, δ) το συστημικό κίνδυνο ρευστότητας που απειλεί τις χρηματοοικονομικές αγορές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ειδικότερα, με την επιφύλαξη του άρθρου 59, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει την ανάγκη εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, που περιλαμβάνουν οικονομικές επιβαρύνσεις το ύψος των οποίων σε γενικές γραμμές σχετίζεται με τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης ρευστότητας του ιδρύματος και των απαιτήσεων ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης που θεσπίζονται σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο.

Άρθρο 99Ειδικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης (άρθρο 106 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 431 έως 455 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφασή της η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί: α) να απαιτεί μεγαλύτερη συχνότητα για μία ή περισσότερες από τις ως άνω πληροφορίες, β) να θέτει προθεσμίες δημοσιοποίησης, γ) να ορίζει μέσα και τόπους δημοσιοποίησης, διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι μητρικές επιχειρήσεις ιδρυμάτων που υπόκεινται στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, είτε ως πλήρες κείμενο είτε με αναφορές σε αντίστοιχα στοιχεία, περιγραφή της νομικής δομής καθώς και της εταιρικής διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παράγραφο 2 του άρθρου 102.

Άρθρο 100Συνέπεια μεταξύ των εποπτικών εξετάσεων, αξιολογήσεων και των εποπτικών μέτρων (άρθρο 107 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ για: α) τη λειτουργία της εποπτικής διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 89, β) τη μεθοδολογία που ακολουθεί για τη λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 90, 92, 93, 94, 96 και 98 του παρόντος νόμου σχετικά με τη διαδικασία της περίπτωσης α΄.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πλαίσιο αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταποκρίνεται σε αιτήματα της ΕΑΤ περί παροχής πρόσθετων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.

Άρθρο 101Διαδικασία Αξιολόγησης Επάρκειας Εσωτερικού Κεφαλαίου (άρθρο 108 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε ίδρυμα που δεν είναι ούτε θυγατρική στην Ελλάδα ούτε μητρική επιχείρηση, και κάθε ίδρυμα που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου σε ατομική βάση. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εξαιρεί από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 73 του παρόντος νόμου πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Αν γίνει χρήση της εξαίρεσης του άρθρου 15 του ως άνω Κανονισμού οι απαιτήσεις του άρθρου 65 του παρόντος νόμου ισχύουν σε ατομική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα μητρικά ιδρύματα τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στα άρθρα 18 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα που είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος−μέλος τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου στη βάση της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στα άρθρα 18 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Όπου περισσότερα από ένα ιδρύματα είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος−μέλος, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο για το ίδρυμα για το οποίο η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 104.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα θυγατρικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 65 σε υποενοποιημένη βάση εφόσον τα εν λόγω ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση αυτών, όταν αυτή είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, έχουν ως θυγατρική τους σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006.

Άρθρο 102Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων (άρθρο 109 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 66 έως 88 του παρόντος νόμου σε ατομική βάση, εκτός αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάνει χρήση της εξαίρεσης του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 66 έως 88 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από τα άρθρα 66 έως 88 είναι συνεπείς και ορθά ενσωματωμένες και ότι οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία που σχετίζονται με το σκοπό της εποπτείας μπορούν να παρασχεθούν. Ιδίως, θεσπίζουν στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στον παρόντα νόμο τις οικείες ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που είναι συνεπείς και κατάλληλα ενσωματωμένοι. Οι εν λόγω θυγατρικές είναι σε θέση να παρέχουν όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που αφορούν την εποπτεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι απορρέουσες από τα άρθρα 66 έως 88 υποχρεώσεις που αφορούν θυγατρικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν υπόκεινται οι ίδιες στον παρόντα νόμο, δεν ισχύουν αν το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή τα ιδρύματα υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ αποδεικνύουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων αντίκειται στη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.

Άρθρο 103Εποπτική Διαδικασία Εξέτασης και Αξιολόγησης και εποπτικά μέτρα (άρθρο 110 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει την εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των άρθρων 89 έως 93, καθώς και τα εποπτικά μέτρα των άρθρων 94 έως 100 του παρόντος νόμου σύμφωνα με το επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 6 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιτρέψει την εξαίρεση από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, οι απαιτήσεις του άρθρου 89 του παρόντος νόμου ισχύουν για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε ατομική βάση.