107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ - ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ
Άρθρο 104Δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας (άρθρο 111 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αν αυτή χορήγησε στο εν λόγω ίδρυμα την άδεια λειτουργίας. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε άλλο κράτος−μέλος ή μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση των θυγατρικών στην Ελλάδα ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε στην εν λόγω μητρική επιχείρηση την άδεια λειτουργίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η μητρική επιχείρηση ενός ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος−μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Στην περίπτωση κατά την οποία ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη−μέλη, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος, την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του θυγατρικού ιδρύματος στην Ελλάδα ασκείται από την αρμόδια αρχή του ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος−μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Αν η εν λόγω μητρική επιχείρηση έχει συσταθεί στην Ελλάδα η αρμοδιότητα της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. β) Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις ιδρυμάτων τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη−μέλη περιλαμβανομένης της Ελλάδας και εφόσον οι εν λόγω μητρικές επιχειρήσεις περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη−μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη−μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. Εάν το μεγαλύτερο ισολογισμό διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν πρόκειται για περισσότερα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβανομένης της Ελλάδας και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος−μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, θεωρείται ως το ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ. Όταν το ίδρυμα αυτό έχει έδρα στην Ελλάδα η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεσπίζει τις απαιτούμενες ρυθμίσεις για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ελέγχει τη συμμόρφωση των υποκείμενων σε αυτήν επιχειρήσεων προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κοινή συναινέσει με τις υπόλοιπες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, να παρεκκλίνει από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 αν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσει σε άλλη αρμόδια αρχή ή να αναλάβει η ίδια την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ, στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 105Συντονισμός εποπτικών δραστηριοτήτων από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας (άρθρο 112 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιπρόσθετα στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κατά περίπτωση αρχή ενοποιημένης εποπτείας: α) συντονίζει τη συγκέντρωση και τη γνωστοποίηση στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών−μελών των σχετικών ή ουσιωδών πληροφοριών σε περίοδο ομαλής λειτουργίας (going concern), καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις, β) προγραμματίζει και συντονίζει τις εποπτικές δραστηριότητες σε περίοδο ομαλής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 104 έως 120, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, γ) προγραμματίζει και συντονίζει τις εποπτικές δραστηριότητες σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, κατά το στάδιο προετοιμασίας για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων και κατά τη διάρκειά τους, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που σημειώνονται αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, κατά το δυνατόν, προκαθορισμένους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή αν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή στην πρώτη περίπτωση ή ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της δυνάμει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 110 και στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 110, τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.

Άρθρο 106Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα (άρθρο 113 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα εξής: α) την εφαρμογή των άρθρων 65 και 89 για να καθοριστεί η επάρκεια του ύψους των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων σχετικά με την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 σε κάθε επιχείρηση του ομίλου και σε ενοποιημένη βάση, β) μέτρα για την αντιμετώπιση σημαντικών ζητημάτων και ουσιωδών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 78 και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας για το συγκεκριμένο ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 98.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται: αα) για τους σκοπούς της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 89 και την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96, ββ) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 περίπτωση β΄, εντός ενός μηνός από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 98. β) Οι κοινές αποφάσεις λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 89. γ) Οι κοινές αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο με πλήρη αιτιολόγηση και χορηγούνται στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ, αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ αυτεπάγγελτα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν στο τέλος των προθεσμιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. β) Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οιασδήποτε από τις προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον Κανονισμό. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. γ) Οι αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο με πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνουν υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το εν λόγω έγγραφο υποβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ. δ) Αν έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της και αιτιολογεί τυχόν σημαντική απόκλιση από αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. β) Οι κοινές αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου αυτή να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 107Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (άρθρο 114 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη−μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 52 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα και με το άρθρο 54 του παρόντος νόμου και με τα άρθρα 63 και 67 του ν. 3606/2007, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄, ββ΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ και στην υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκόμενων κρατώνμελών, διαβιβάζοντας όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντιληφθεί επίσης κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 105. Στο μέτρο του δυνατού, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιούν υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.

Άρθρο 108Συμφωνίες συντονισμού και συνεργασίας (άρθρο 115 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνάπτει έγγραφες συμφωνίες με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατώνμελών για θέματα συντονισμού και συνεργασίας. Βάσει των συμφωνιών αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και την εν γένει συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων αρμόδιων αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε θυγατρική ιδρύματος, να εκχωρεί, με διμερή συμφωνία, και σύμφωνα με το άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους−μέλους που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν το μητρικό ίδρυμα με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί τις συμφωνίες που υπάγονται στην παρούσα παράγραφο στην ΕΑΤ.

Άρθρο 109Σώματα εποπτών (άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που αναφέρονται στα άρθρα 105 και 106 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 107 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων απορρήτου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και του ενωσιακού δικαίου, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, της ΕΑΤ και των άλλων ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών: α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, σε περιπτώσεις που αυτή ενδείκνυται, γ) καθορισμό προγραμμάτων εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 91 που βασίζονται σε εκτίμηση των κινδύνων του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 89, δ) βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με αποφυγή των περιττών επικαλύψεων των εποπτικών απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των αιτημάτων πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 107 και στην παράγραφο 7 του άρθρου 110, ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νόμου και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο ενωσιακό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών, στ) εφαρμογή της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ και τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώμα εποπτών. Οι απαιτήσεις απορρήτου βάσει του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και των άρθρων 63 και 67 του ν. 3606/2007 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΑΤ και των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο λειτουργίας των σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η σύσταση και η λειτουργία των σωμάτων εποπτών βασίζεται σε συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 108, οι οποίες καθορίζονται εγγράφως έπειτα από διαβούλευση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους−μέλους υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 52, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το Κεφάλαιο 1 Τμήμα ΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, όπου συντρέχει περίπτωση, τα άρθρα 54 και 58 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας: α) προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μία δραστηριότητα του σώματος, β) ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση, γ) ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται ή με τα μέτρα που λαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Στην απόφαση που λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον αυτή ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συνεκτιμάται η σημασία που η εποπτική δραστηριότητα που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί επέχει για τις λοιπές αρμόδιες αρχές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη−μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 7, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η παράγραφος 3 του άρθρου 52.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των άρθρων 54 του παρόντος νόμου και των άρθρων 63 και 67 του ν. 3606/2007, όπου συντρέχει περίπτωση, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010.

Άρθρο 110Υποχρεώσεις συνεργασίας (άρθρο 117 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώματα εποπτών και παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Στο πλαίσιο αυτό διαβιβάζει κατόπιν αιτήσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες και με ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ουσιώδεις θεωρούνται οι πληροφορίες οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας ενός ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ουσιώδεις πληροφορίες της προηγούμενης παραγράφου 2 περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής: α) τον προσδιορισμό της νομικής μορφής, του σχήματος εταιρικής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής διάρθρωσης, που καλύπτει όλες τις εποπτευόμενες και μη εποπτευόμενες οντότητες, τις μη ρυθμιζόμενες θυγατρικές και τα σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παράγραφο 2 του άρθρου 102 και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων οντοτήτων του ομίλου, β) διαδικασίες για τη συλλογή πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών, γ) αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα, δ) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που επιβλήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 96 του παρόντος νόμου και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Προσέγγισης Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχές ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών−μελών αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΤ τις περιπτώσεις που: α) μια αρμόδια αρχή δεν της έχει διαβιβάσει ουσιώδεις πληροφορίες, ή β) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ επικοινωνούν όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν χρειάζονται πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πριν λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών: α) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών, και β) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ ΕΕ, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 αυτής της Οδηγίας και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση των Εξελιγμένων Προσεγγίσεων Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τους σκοπούς της παρούσας περίπτωσης β΄, ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.

Άρθρο 111Έλεγχος πληροφοριών σχετικά με οντότητες σε άλλα κράτη−μέλη (άρθρο 118 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν, στο πλαίσιο του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους−μέλους επιθυμούν να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, εταιρεία συμμετοχής μικτών δραστηριοτήτων ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 118 ή στην παράγραφο 3 του άρθρου 112 του παρόντος νόμου που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οφείλει να ανταποκριθεί στο αίτημα των εν λόγω αρχών είτε διενεργώντας η ίδια το σχετικό έλεγχο είτε επιτρέποντας στις αρμόδιες αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να τον διενεργήσουν οι ίδιες ή εξουσιοδοτημένος από αυτές εμπειρογνώμονας ή ελεγκτής. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές που έχουν υποβάλει το αίτημα να συμμετάσχουν στον έλεγχο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ανωτέρω διαδικασία μπορεί να ακολουθηθεί και από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την κατ’ αντιστοιχία επαλήθευση εκ μέρους της πληροφοριών που αφορούν τις πιο πάνω επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη−μέλη.

Άρθρο 112Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση (άρθρο 119 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην ενοποίηση που πραγματοποιείται για εποπτικούς σκοπούς επί των ιδρυμάτων περιλαμβάνονται οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες, εφόσον συνιστούν θυγατρικές τους ή εφόσον υφίσταται συμμετοχή των ιδρυμάτων σε αυτές, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν θυγατρική που αποτελεί ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση κατ’ εφαρμογή μιας των περιπτώσεων του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 τότε η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητά από τη μητρική της επιχείρηση πληροφορίες που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας της εν λόγω θυγατρικής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν έχει αναλάβει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην Ελλάδα επιτρέπεται να ζητά από τις θυγατρικές ενός ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 115. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και ελέγχου των πληροφοριών.

Άρθρο 113Εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών (άρθρο 120 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε διατάξεις ισοδύναμες με τις Οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία βάσει κινδύνου η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση μπορεί, ύστερα από διαβούλευση με τις άλλες αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των θυγατρικών επιχειρήσεων, να εφαρμόζει στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποκλειστικά τη σχετική διάταξη του ν. 3455/2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε διατάξεις ισοδύναμες με τις Οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία βάσει κινδύνου η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα εφόσον πρόκειται για άλλη αρχή, μπορεί να εφαρμόζει στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνο τις διατάξεις του παρόντος νόμου σχετικά με τον πλέον σημαντικό χρηματοοικονομικό τομέα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν. 3455/2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1 και 2.

Άρθρο 114Επάρκεια διευθυντικών στελεχών (άρθρο 121 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών πρέπει να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 83, προς το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού ρόλου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Άρθρο 115Αιτήματα για πληροφορίες και επιτόπιους ελέγχους (άρθρο 122 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η μητρική ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως κατά περίπτωση αρμόδια αρχή του άρθρου 4 για τη χορήγηση αδείας και την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών απαιτεί από τη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών που αποτελούν ιδρύματα, την παροχή κάθε πληροφορίας που μπορεί να σχετίζεται με την άσκηση εποπτείας επί των εν λόγω θυγατρικών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να προβεί η ίδια ή να αναθέσει σε εξωτερικούς ελεγκτές τον επιτόπιο έλεγχό για την επαλήθευση των πληροφοριών που απέστειλαν οι μικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους. Αν η μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της είναι ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία του άρθρου 118. Αν μια μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της βρίσκεται σε κράτος−μέλος άλλο από αυτό της θυγατρικής που αποτελεί ίδρυμα, ο επιτόπιος έλεγχος των πληροφοριών γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 111.

Άρθρο 116Εποπτεία (άρθρο 123 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αν μια μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του ιδρύματος και της μικτής εταιρείας συμμετοχών και των θυγατρικών της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη μητρική τους μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της. Τα ιδρύματα κοινοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή πραγματοποιείται με τις εν λόγω οντότητες, με την εξαίρεση της συναλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 394 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι διαδικασίες αυτές και οι προαναφερόμενες σημαντικές συναλλαγές αποτελούν αντικείμενο ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Άρθρο 117Ανταλλαγή πληροφοριών (άρθρο 124 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, οι μικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους ή οι αναφερόμενες στην παράγραφο 3 του άρθρου 112 θυγατρικές επιχειρήσεις, μπορούν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες χρήσιμες για τη διευκόλυνση της άσκησης της εποπτείας σύμφωνα με τα άρθρα 103 έως 120, μη εφαρμοζόμενων στις περιπτώσεις αυτές τυχόν ισχυόντων περιορισμών ως προς την κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η μητρική επιχείρηση και οποιοδήποτε από τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές της είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη−μέλη, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών όλες τις σχετικές πληροφορίες που μπορούν να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση δεν ασκεί η ίδια την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 104, εφόσον κληθεί από τις αρμόδιες για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση αρχές, ζητά από τη μητρική επιχείρηση πληροφορίες που αφορούν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και τις διαβιβάζει στις αρχές αυτές. Αντιστοίχως, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία μπορεί να ζητήσει σχετική πληροφόρηση για μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσουν μεταξύ τους και με τις άλλες αρμόδιες αρχές τα στοιχεία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι στην περίπτωση χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται την υποχρέωση εποπτείας σε ατομική βάση αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Επίσης επιτρέπεται η ανταλλαγή μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των άλλων αρμόδιων αρχών, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 105, υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγεται την άσκηση εποπτείας στη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα ή στις θυγατρικές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 112.

Άρθρο 118Συνεργασία (άρθρο 125 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή επιχειρήσεις του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ή άλλου είδους επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται στενά. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους ανταλλάσσουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της οικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ιδιαίτερα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στον παρόντα νόμο, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου για τα πιστωτικά ιδρύματα ή του άρθρου 63 του ν. 3606/2007 για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει καταλόγους των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι κατάλογοι αυτοί κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών−μελών, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Άρθρο 119Κυρώσεις (άρθρο 126 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σύμφωνα με τα άρθρα 56 έως 64 και 154, διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα μπορούν να επιβληθούν σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών ή στα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους που έχουν παραβεί τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικές διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι κυρώσεις ή τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Άρθρο 120Εκτίμηση της ισοδυναμίας της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση τρίτων χωρών (άρθρο 127 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 104 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί κατά πόσον το ίδρυμα υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση από αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας και αν η εποπτεία αυτή είναι ισοδύναμη και υπόκειται στις αρχές της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 11 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ως άνω αξιολόγηση πραγματοποιείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Ένωση ή με δική της πρωτοβουλία. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την αξιολόγηση της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνει υπόψη της τυχόν κατευθυντήριες οδηγίες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών. Για το σκοπό αυτόν, συμβουλεύεται την ΕΑΤ προτού λάβει απόφαση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εφαρμόζει κατ’ αναλογία στο ίδρυμα τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που, ύστερα από διαβούλευση με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, κρίνει ότι επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση. Οι εν λόγω εποπτικές τεχνικές συμφωνούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, έπειτα από διαβούλευση με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί ιδίως να ζητά τη δημιουργία χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της σε κράτος−μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εφαρμόζει τις διατάξεις για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή στην ενοποιημένη θέση των ιδρυμάτων της εν λόγω μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όπως καθορίζονται στα άρθρα 104 έως 120, και κοινοποιούνται στις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.