107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ - ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ
Άρθρο 110 - Υποχρεώσεις συνεργασίας (άρθρο 117 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 110Υποχρεώσεις συνεργασίας (άρθρο 117 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώματα εποπτών και παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Στο πλαίσιο αυτό διαβιβάζει κατόπιν αιτήσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες και με ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ουσιώδεις θεωρούνται οι πληροφορίες οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας ενός ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ουσιώδεις πληροφορίες της προηγούμενης παραγράφου 2 περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής: α) τον προσδιορισμό της νομικής μορφής, του σχήματος εταιρικής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής διάρθρωσης, που καλύπτει όλες τις εποπτευόμενες και μη εποπτευόμενες οντότητες, τις μη ρυθμιζόμενες θυγατρικές και τα σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παράγραφο 2 του άρθρου 102 και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων οντοτήτων του ομίλου, β) διαδικασίες για τη συλλογή πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών, γ) αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα, δ) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που επιβλήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 96 του παρόντος νόμου και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Προσέγγισης Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχές ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών−μελών αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΤ τις περιπτώσεις που: α) μια αρμόδια αρχή δεν της έχει διαβιβάσει ουσιώδεις πληροφορίες, ή β) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ επικοινωνούν όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν χρειάζονται πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πριν λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών: α) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών, και β) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ ΕΕ, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 αυτής της Οδηγίας και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση των Εξελιγμένων Προσεγγίσεων Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τους σκοπούς της παρούσας περίπτωσης β΄, ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.