107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ - ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Άρθρο 121Ορισμοί (άρθρο 128 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς των άρθρων 121 έως 132 ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί: 1) ως «απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 122, 2) ως «ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 123, 3) ως «απόθεμα ασφαλείας των παγκοσμίως συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (εφεξής G−SII)» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 124, 4) ως «απόθεμα ασφαλείας των λοιπών συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (εφεξής O−SII)» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 124, 5) ως «απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει ή ενδέχεται να υποχρεωθεί να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 125, 6) ως «συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας» νοείται το συνολικό κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο απαιτείται για την τήρηση αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, στο οποίο προστίθενται τα εξής, κατά περίπτωση: α) ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος, β) απόθεμα ασφαλείας G−SII, γ) απόθεμα ασφαλείας O−SII, δ) απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, 7) ως «ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας» νοείται ο συντελεστής που πρέπει να εφαρμόσουν τα ιδρύματα για να υπολογίσουν το ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος, όπως ορίζεται βάσει των άρθρων 127 και 128 ή από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, κατά περίπτωση, 8) ως «ίδρυμα με εγχώρια άδεια» νοείται ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και ως προς το οποίο η εντεταλμένη αρχή είναι αρμόδια για τον ορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, 9) ως «οδηγός αποθέματος ασφαλείας» νοείται το σημείο αναφοράς αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται με βάση τυχόν συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 135 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα άρθρα 121 έως 132 δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διαθέτουν άδεια για την παροχή των υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στις περιπτώσεις γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007.

Άρθρο 122Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου (άρθρο 129 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα τηρούν, εκτός από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ίσο με ποσοστό 2,5% επί του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 6 έως 24 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τις απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του εν λόγω κράτους−μέλους. Η απόφαση σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής είναι πλήρως αιτιολογημένη, εξηγεί για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους−μέλους και περιέχει τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επενδυτικών εταιρειών οι οποίες εξαιρούνται. Για την εξαίρεση αυτή ενημερώνονται σχετικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 96.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται σε αυτό οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 131.

Άρθρο 123Απαίτηση τήρησης ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος (άρθρο 130 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα τηρούν «ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος» ίσο με το γινόμενο του συνολικού ποσού των ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 επί το σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, σύμφωνα με το άρθρο 130 του παρόντος νόμου, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 6 έως 24 του ανωτέρω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τις απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του εν λόγω κράτους−μέλους. Η απόφαση σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής είναι πλήρως αιτιολογημένη, εξηγεί για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους−μέλους και περιέχει τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επενδυτικών εταιρειών οι οποίες εξαιρούνται. Για την εξαίρεση ενημερώνονται σχετικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές και μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα οφείλουν να πληρούν την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου χρησιμοποιώντας κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο θα είναι επιπρόσθετο του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται εν όψει: α) της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου του άρθρου 122 του παρόντος νόμου και γ) οποιασδήποτε απαίτησης βάσει του άρθρου 96 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται σε αυτό οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 131.

Άρθρο 124Παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα και λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα (άρθρο 131 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει σε ενοποιημένη βάση, τα παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα (G−SII) και, σε ατομική, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, τα λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα (O−SII), τα οποία αποτελούν ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα. Τα G−SII είναι μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ, μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή ιδρύματα. Τα G−SII δεν είναι ιδρύματα που αποτελούν θυγατρικές μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ, μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ ή μητρικών μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ. Τα Ο−SII μπορούν είτε να είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η μέθοδος προσδιορισμού των G−SII βασίζεται στα ακόλουθα κριτήρια: α) το μέγεθος του ομίλου, β) το βαθμό διασύνδεσης του ομίλου με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, γ) τη δυνατότητα υποκατάστασης των υπηρεσιών ή των σχετικών με τις υπηρεσίες υποδομών που παρέχει ο όμιλος, δ) την πολυπλοκότητα του ομίλου, ε) την έκταση διασυνοριακής δραστηριότητας του ομίλου. Όλα τα ως άνω κριτήρια έχουν την ίδια βαρύτητα και το καθένα από αυτά προσεγγίζεται με ποσοτικούς δείκτες. Από την ανωτέρω μεθοδολογία προκύπτει συνολική βαθμολογία για κάθε αξιολογούμενη οντότητα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, που επιτρέπει να προσδιορισθούν τα G−SII και να καταταγούν σε συγκεκριμένη υποκατηγορία σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα O−SII προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η συστημική σημασία τους εκτιμάται με βάση τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια: α) το μέγεθος, β) τη σημασία για την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ελλάδος, γ) τη σημασία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων, δ) το βαθμό διασύνδεσης του ιδρύματος ή του ομίλου με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε G−SII διατηρεί, σε ενοποιημένη βάση, απόθεμα ασφαλείας G−SII το οποίο αντιστοιχεί στην υποκατηγορία στην οποία έχει καταταγεί το G−SII. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, επιπροσθέτως: α) της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου του άρθρου 122, γ) οποιασδήποτε απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 96, και δ) οποιασδήποτε απαίτησης τήρησης ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος του άρθρου 123.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να υποχρεώνει κάθε O−SII, σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη ή ατομική βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να διατηρεί απόθεμα ασφαλείας O−SII ύψους έως 2% επί του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του O−SII. Το τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας O−SII, τηρεί τους ακόλουθους κανόνες: α) το απόθεμα ασφαλείας O−SII δεν πρέπει να προκαλεί δυσαναλόγως δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών−μελών ή της Ένωσης συνολικά, θέτοντας εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, β) το απόθεμα ασφαλείας O−SII πρέπει να επανεξετάζεται τουλάχιστον ετησίως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει απόθεμα ασφαλείας O−SII, ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών−μελών ένα (1) μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, περιγράφοντας αναλυτικά: α) τους λόγους για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας O−SII θεωρείται πιθανώς αποτελεσματικό και αναλογικό για την μείωση του κινδύνου, β) την εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας O−SII στην εσωτερική αγορά βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, γ) το επιθυμητό ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας O−SII.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με την επιφύλαξη του άρθρου 125 και της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, όταν ένα O−SII είναι θυγατρική G−SII ή O−SII που αποτελεί μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O−SII σε ενοποιημένη βάση, το απόθεμα ασφαλείας που εφαρμόζεται σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση στο εν λόγω O−SII δεν υπερβαίνει το υψηλότερο από τα κατωτέρω: α) το 1 % του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και β) το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας G−SII ή O−SII που εφαρμόζεται στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε υποκατηγορίες G−SII. Το κατώτατο όριο και τα όρια μεταξύ κάθε υποκατηγορίας καθορίζονται από τις βαθμολογίες που προκύπτουν βάσει της μεθοδολογίας προσδιορισμού. Οι οριακές βαθμολογίες μεταξύ γειτονικών υποκατηγοριών καθορίζονται σαφώς και ακολουθείται η αρχή ότι υπάρχει σταθερή γραμμική αύξηση της συστημικής σημασίας μεταξύ κάθε υποκατηγορίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη γραμμική αύξηση της απαίτησης πρόσθετου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, με εξαίρεση την ανώτατη υποκατηγορία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ως «συστημική σημασία» νοείται ο αναμενόμενος αντίκτυπος της ενδεχόμενης δυσχέρειας του G−SII στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά. Για την κατώτατη υποκατηγορία ισχύει απόθεμα ασφαλείας G−SII ίσο με το 1% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το απόθεμα ασφαλείας για κάθε υποκατηγορία αυξάνεται ανά βαθμίδα κατά 0,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 έως και την τέταρτη υποκατηγορία. Η ανώτατη υποκατηγορία του αποθέματος ασφαλείας G−SII υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας ίσο με το 3,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 9 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί: α) να ανακατατάσσει G−SII από κατώτερη υποκατηγορία σε ανώτερη υποκατηγορία, β) να κατατάσσει οντότητα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου που έχει συνολική βαθμολογία χαμηλότερη από την οριακή βαθμολογία της κατώτατης υποκατηγορίας σε αυτή την υποκατηγορία ή σε ανώτερη, προσδιορίζοντάς την κατ’ αυτόν τον τρόπο ως G−SII.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λάβει απόφαση σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 10 ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ αναφέροντας τους λόγους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί τις επωνυμίες των G−SII και των O−SII και την αντίστοιχη υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G−SII σε έκαστο εμπλεκόμενο ίδρυμα, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο ΕΣΣΚ και στην ΕΑΤ. Επίσης, δημοσιοποιεί τα ανωτέρω στοιχεία. Επίσης, επανεξετάζεται ετησίως ο προσδιορισμός των G−SII και O−SII και η κατάταξη των G−SII στις αντίστοιχες υποκατηγορίες. Το αποτέλεσμα γνωστοποιείται στο εμπλεκόμενο ίδρυμα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ. Δημοσιοποιείται εκ νέου ο ενημερωμένος κατάλογος των προσδιοριζόμενων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων, καθώς και η υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε προσδιοριζόμενο G−SII.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Τα συστημικά σημαντικά ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από το άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 94, 96, 122 και 123 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Όταν ένας όμιλος, σε ενοποιημένη βάση, υποχρεούται σε σχηματισμό: α) αποθέματος ασφαλείας G−SII και αποθέματος ασφαλείας O−SII, ή β) αποθέματος ασφαλείας G−SII, αποθέματος ασφαλείας O−SII και αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 125, σχηματίζεται σε κάθε περίπτωση το υψηλότερο εξ αυτών. Όταν ένας όμιλος, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, υπόκειται σε σχηματισμό αποθέματος ασφαλείας O−SII και αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 125, σχηματίζεται το υψηλότερο από τα δύο αποθέματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Με την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου, όταν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση του εγχώριου μακροπροληπτικού κινδύνου, αλλά δεν εφαρμόζεται στα ανοίγματα εκτός της Ελλάδος, το συγκεκριμένο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου είναι επιπρόσθετο στο απόθεμα ασφαλείας O−SII ή G−SII σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 14 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα ανήκει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G−SII ή O−SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνολική απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του υψηλότερου μεταξύ του αποθέματος ασφαλείας O−SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 15 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G−SII ή O−SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας O−SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.

Άρθρο 125Απαίτηση για τη διατήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου (άρθρο 133 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Είναι δυνατή η καθιέρωση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για το χρηματοπιστωτικό τομέα ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτού, ώστε να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπρόθεσμοι μη κυκλικώς συστημικοί ή μακροπροληπτικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η εντεταλμένη αρχή είναι αρμόδια για τον καθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και τον προσδιορισμό ιδρυμάτων στα οποία εφαρμόζεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να απαιτηθεί από τα ιδρύματα να τηρούν, εκτός από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ύψους τουλάχιστον 1% με βάση τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, σε ατομική, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 6 έως 24 του εν λόγω Κανονισμού. Η εντεταλμένη αρχή μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα να διατηρούν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις απορρέουν από το άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 94, 96, 122 και 123 του παρόντος νόμου. Όταν ένας όμιλος που έχει προσδιορισθεί ως συστημικά σημαντικό ίδρυμα υποκείμενο σε απόθεμα ασφαλείας G−SII ή σε απόθεμα ασφαλείας Ο−SII σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 124, υπόκειται επίσης σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το υψηλότερο από τα αποθέματα ασφαλείας. Όταν ένα ίδρυμα, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας Ο−SII σύμφωνα με το άρθρο 124 και σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το υψηλότερο από τα δύο αποθέματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τηρουμένης της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, όταν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση του εγχώριου μακροπροληπτικού κινδύνου, αλλά δεν εφαρμόζεται στα ανοίγματα εκτός της Ελλάδας, το συγκεκριμένο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου είναι επιπρόσθετο στο απόθεμα ασφαλείας O−SII ή G−SII που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 124.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G−SII ή O−SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνολική απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του υψηλότερου μεταξύ του αποθέματος ασφαλείας O−SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 5 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G−SII ή O−SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνολική απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας O−SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί να εφαρμόζεται σε ανοίγματα στην Ελλάδα, σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες και σε ανοίγματα σε άλλα κράτη−μέλη που υπόκεινται στην παράγραφο 17 του παρόντος άρθρου και τηρουμένης της διαδικασίας της παραγράφου 15 του άρθρου 133 της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ιδρύματα ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων, για την εποπτεία των οποίων είναι αρμόδια η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και ορίζεται και αναπροσαρμόζεται σε πολλαπλάσια του 0,5%. Είναι δυνατόν να εισαχθούν διαφορετικές απαιτήσεις για διαφορετικά υποσύνολα του χρηματοπιστωτικού τομέα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας κινδύνου συστημικού κινδύνου, λαμβάνει υπόψη τα παρακάτω: α) το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν πρέπει να προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών−μελών ή της Ένωσης συνολικά, εμποδίζοντας τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, β) το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου επανεξετάζεται τουλάχιστον ανά διετία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου έως και 3%, ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών−μελών ένα (1) μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 του παρόντος άρθρου. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και τις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά: α) ο συστημικός ή μακροπροληπτικός κίνδυνος στην Ελλάδα, β) οι λόγοι για τους οποίους η διάσταση του συστημικού ή του μακροπροληπτικού κινδύνου απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, γ) οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ως ενδεδειγμένο και αναλογικό για την μείωση του κινδύνου, δ) εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντίκτυπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ε) οι λόγοι για τους οποίους κανένα από τα ισχύοντα μέτρα που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των άρθρων 458 και 459 του εν λόγω Κανονισμού, μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα, δεν θα επαρκέσει για την αντιμετώπιση του εντοπισθέντος μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων εν σχέσει με τον επιδιωκόμενο στόχο, στ) το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που σκοπεύει να επιβάλει με απόφασή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Πριν από τον καθορισμό ή επανακαθορισμό ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 3%, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών−μελών. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και τις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά: α) ο συστημικός ή μακροπροληπτικός κίνδυνος στην Ελλάδα, β) οι λόγοι για τους οποίους η διάσταση του συστημικού ή του μακροπροληπτικού κινδύνου απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, γ) οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ως ενδεδειγμένο και αναλογικό για τη μείωση του κινδύνου, δ) εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντίκτυπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ε) οι λόγοι για τους οποίους κανένα από τα μέτρα που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των άρθρων 458 και 459 του εν λόγω Κανονισμού, μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα, δεν θα επαρκέσει για την αντιμετώπιση του εντοπισθέντος μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων εν σχέσει με τον επιδιωκόμενο στόχο, στ) το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που σκοπεύει να επιβάλει με απόφασή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η εντεταλμένη αρχή μπορεί από την 1η Ιανουαρίου 2015 να καθορίζει ή να επανακαθορίζει ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ισχύει για ανοίγματα στην Ελλάδα και σε τρίτες χώρες μέχρι ποσοστού 5% συνολικά και να ακολουθεί τις διαδικασίες της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου. Κατά τον καθορισμό ή επανακαθορισμό του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 5%, τηρούνται οι διαδικασίες της παραγράφου 12 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Όταν το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου ορίζεται μεταξύ 3% και 5% σύμφωνα με την παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου, η εντεταλμένη αρχή κοινοποιεί τούτο προηγουμένως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αναμένει τη γνώμη της. Όταν η γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αρνητική, η εντεταλμένη αρχή συμμορφώνεται με τη γνώμη αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει. Όταν η απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου αφορά ένα υποσύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνει θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος−μέλος, η εντεταλμένη αρχή κοινοποιεί την απόφαση αυτή στις αρχές του εν λόγω κράτους−μέλους, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΕΣΣΚ. Όταν οι αρχές αυτές διαφωνούν και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του αποθέματος για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου αποφασίσει σχετικά η ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Η εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει τον καθορισμό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου με δημοσίευση στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, β) τα ιδρύματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, γ) αιτιολόγηση της καθιέρωσης του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, δ) την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να τηρούν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου και ε) τις χώρες στις οποίες υφίστανται τα ανοίγματα που προσμετρώνται στο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου των ιδρυμάτων. Εάν η δημοσίευση που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι πληροφορίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται σε αυτό οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 131. Εφόσον η εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών της διανομής κερδών οδηγεί σε ανεπαρκή βελτίωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος βάσει του οικείου συστημικού κινδύνου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 56.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Μετά την ειδοποίηση της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου, το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα. Εφόσον η εντεταλμένη αρχή αποφασίσει να καθορίσει το απόθεμα έως 3% βάσει των ανοιγμάτων σε άλλα κράτη−μέλη, το απόθεμα καθορίζεται στο ίδιο ποσοστό σε όλα τα σχετικά ανοίγματα εντός της Ένωσης.

Άρθρο 126Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου (άρθρο 134 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εντεταλμένη αρχή μπορεί να αναγνωρίζει το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που καθορίζεται από άλλα κράτη−μέλη σύμφωνα με το άρθρο 125 και να εφαρμόζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας στα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα για τα ανοίγματά τους στο κράτος−μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εφόσον η εντεταλμένη αρχή αναγνωρίζει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και το κράτος−μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν η εντεταλμένη αρχή αποφασίζει την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες που έχει υποβάλει το κράτος−μέλος που έχει καθορίσει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με τις παραγράφους 11, 12 ή 13 του άρθρου 125.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν η εντεταλμένη αρχή καθορίζει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 125 μπορεί να ζητεί από το ΕΣΣΚ να εκδίδει σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 προς ένα ή περισσότερα κράτη−μέλη τα οποία ενδέχεται να αναγνωρίσουν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

Άρθρο 127Καθορισμός ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας (άρθρο 136 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως η εντεταλμένη αρχή, επιφορτισμένη με τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας στην Ελλάδα. Οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ως εντεταλμένης αρχής ασκούνται από την Εκτελεστική Επιτροπή του άρθρου 55Α του Καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου που λαμβάνει τις σχετικές αποφάσεις κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο διμερούς διαβούλευσης, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα σε Πρωτόκολλο Συνεργασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η εντεταλμένη αρχή υπολογίζει για κάθε τρίμηνο έναν οδηγό αποθέματος ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Ο οδηγός αποθέματος αντανακλά, κατά ουσιαστικό τρόπο, τον κύκλο της πίστωσης και τους κινδύνους που οφείλονται στην υπέρμετρη ανάπτυξη της πίστωσης στην Ελλάδα και λαμβάνει υπόψη ιδιομορφίες της εθνικής οικονομίας. Βασίζεται στην απόκλιση της σχέσης της πίστωσης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν από τη μακροπρόθεσμη τάση της, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων: α) δείκτη πιστωτικής επέκτασης που να αντανακλά τις αλλαγές στη σχέση της πίστωσης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, β) οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση του ΕΣΣΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η εντεταλμένη αρχή αξιολογεί και ορίζει το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα ανά τρίμηνο, λαμβάνοντας υπόψη: α) τον οδηγό αποθέματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, β) οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση του ΕΣΣΚ συμπεριλαμβανομένων τυχόν συστάσεων αυτού, γ) άλλες μεταβλητές τις οποίες η εντεταλμένη αρχή θεωρεί σχετικές για την αντιμετώπιση του κυκλικού συστημικού κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο στην Ελλάδα, κυμαίνεται μεταξύ 0% και 2,5%, βαθμονομημένο σε βήματα 0,25% ή πολλαπλάσια του 0,25%. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του άρθρου 130 του παρόντος νόμου, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να καθορίζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας σε ύψος άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον τούτο δικαιολογείται κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν η εντεταλμένη αρχή ορίζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας σε ύψος άνω του μηδενός για πρώτη φορά ή όπου, μετά την πρώτη φορά, αυξάνει την τιμή του ισχύοντος ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, αποφασίζει επίσης την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόζουν το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος. Η ημερομηνία αυτή δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης του αυξημένου ποσοστού αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Αν η εν λόγω ημερομηνία απέχει λιγότερο από δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης της αυξημένης τιμής αποθέματος ασφαλείας, η συντομότερη προθεσμία εφαρμογής δικαιολογείται στη βάση εξαιρετικών συνθηκών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αν η εντεταλμένη αρχή μειώσει το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας ορίζει και ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του εν λόγω αποθέματος. Η ενδεικτική περίοδος αυτή δε δεσμεύει την εντεταλμένη αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει το τριμηνιαίο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας δημοσιεύοντάς το στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, β) το σχετικό λόγο πίστωσης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και την απόκλισή του από τη μακροπρόθεσμη τάση, γ) τον οδηγό αποθέματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, δ) αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, ε) στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν το εν λόγω ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος, στ) αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής της περίπτωσης ε΄ εφόσον τούτη είναι μικρότερη των δώδεκα (12) μηνών από την ανακοίνωση του σχετικού ποσοστού αποθέματος ασφαλείας ζ) αν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας μειώνεται, την ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του ποσοστού αποθέματος, καθώς και αιτιολόγηση αυτής της περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η εντεταλμένη αρχή προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες ώστε να συντονιστεί ο χρόνος αυτής της ανακοίνωσης με τις αντίστοιχες ανακοινώσεις των άλλων εντεταλμένων αρχών και κοινοποιεί στο ΕΣΣΚ κάθε τριμηνιαία τιμή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τις πληροφορίες των στοιχείων α΄ έως ζ΄ της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 128Αναγνώριση των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% (άρθρο 137 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όπου εντεταλμένη αρχή κράτους−μέλους, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 136 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή σχετική αρχή τρίτης χώρας έχει καθορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας σε ύψος άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να αναγνωρίσει αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η αναγνώριση της προηγούμενης παραγράφου ανακοινώνεται στον ιστότοπο της εντεταλμένης αρχής. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, β) το κράτος−μέλος ή τις τρίτες χώρες για τις οποίες ισχύει, γ) στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, δ) αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής της περίπτωσης γ΄ εφόσον τούτη είναι μικρότερη των δώδεκα (12) μηνών από την ανακοίνωση του σχετικού ποσοστού αποθέματος ασφαλείας.

Άρθρο 129Αντικυκλικό απόθεμα ασφαλείας τρίτης χώρας (άρθρο 139 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της έκδοσης σύστασης του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 138 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που δεν έχει καθορισθεί και δημοσιευθεί ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας για την εν λόγω τρίτη χώρα στην οποία τουλάχιστον ένα ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να καθορίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας το οποίο εφαρμόζουν τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια για τον υπολογισμό του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όπου έχει καθορισθεί και δημοσιευθεί ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να καθορίσει διαφορετικό ποσοστό αποθέματος ασφαλείας για την εν λόγω τρίτη χώρα για τους σκοπούς υπολογισμού από τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, αν κρίνει αιτιολογημένα ότι το ποσοστό που καθόρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας δεν επαρκεί για να προστατεύει κατάλληλα τα ιδρύματα αυτά από τους κινδύνους υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης στην εν λόγω χώρα. Κατά την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητας, η εντεταλμένη αρχή δεν καθορίζει ποσοστό αντικυκλικού περιθωρίου ασφαλείας χαμηλότερο από εκείνο που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας, εκτός αν το τελευταίο υπερβαίνει το 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο στην εν λόγω τρίτη χώρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν η εντεταλμένη αρχή καθορίζει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου αυξάνοντας το υπάρχον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, αποφασίζει και την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματά της με εγχώρια άδεια εφαρμόζουν αυτό το ποσοστό για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος. Η ημερομηνία αυτή δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου. Αν η εν λόγω ημερομηνία απέχει λιγότερο από δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης της τιμής αποθέματος ασφαλείας, η συντομότερη προθεσμία εφαρμογής δικαιολογείται στη βάση εξαιρετικών συνθηκών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η εντεταλμένη αρχή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της τα ποσοστά αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τρίτης χώρας σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, μαζί με τα εξής στοιχεία: α) το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας και την τρίτη χώρα για την οποία ισχύει, β) αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, γ) στις περιπτώσεις που το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας είτε ορίζεται για πρώτη φορά είτε αυξάνεται, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος, δ) αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής της περίπτωσης γ΄ εφόσον τούτη είναι μικρότερη των δώδεκα (12) μηνών από την ανακοίνωση του σχετικού ποσοστού αποθέματος ασφαλείας.

Άρθρο 130Υπολογισμός ποσοστού ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος (άρθρο 140 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το ποσοστό ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που ισχύουν στα κράτη όπου εντοπίζονται τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο του εν λόγω ιδρύματος ή εφαρμόζονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δυνάμει των παραγράφων 2 ή 3 του άρθρου 129. Για τον υπολογισμό του σταθμισμένου μέσου όρου τα ιδρύματα εφαρμόζουν σε κάθε ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με τα άρθρα 107 έως 311 και 325 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που αφορά τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο στο αντίστοιχο κράτος, διαιρεμένο με τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο που αφορούν όλα τα σχετικά ανοίγματα του ιδρύματος σε πιστωτικό κίνδυνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 136 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μια εντεταλμένη αρχή ορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ισχύουν τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ως προς τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο εντός του κράτους−μέλους της αντίστοιχης εντεταλμένης αρχής («κράτος−μέλος Α») για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού του στοιχείου του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα: α) τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο «κράτος−μέλος Α» θα εφαρμόσουν αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο, β) τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος εφαρμόζουν ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας ύψους 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο όταν η εντεταλμένη αρχή τους δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 128 του παρόντος νόμου και την παράγραφο 1 του άρθρου 137 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, γ) τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος εφαρμόζουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η εντεταλμένη αρχή στο «κράτος−μέλος Α» όταν η εντεταλμένη αρχή τους έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 128 του παρόντος νόμου και το άρθρο 137 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που έχει ορίσει η σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα είναι ύψους άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ισχύουν τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ως προς τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο εντός της τρίτης χώρας για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1, περιλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού της περίπτωσης του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα: α) ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας ύψους 2,5% του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο όταν η εντεταλμένη αρχή δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας ύψους άνω του 2,5% σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 128, β) το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας όταν η εντεταλμένη αρχή έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 128.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα σχετικά ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο περιλαμβάνουν όλες εκείνες τις κατηγορίες ανοιγμάτων, εκτός από όσες αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως στ΄ του άρθρου 112 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για τα οποία ισχύουν: α) οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο βάσει των άρθρων 107 έως 311 του εν λόγω Κανονισμού, β) όπου το άνοιγμα τηρείται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ειδικό κίνδυνο βάσει των άρθρων 326 έως 350 του εν λόγω Κανονισμού ή για αυξημένους κινδύνους αθέτησης και μεταβολής της διαβάθμισης βάσει των άρθρων 362 έως 377 του εν λόγω Κανονισμού, γ) όπου το άνοιγμα σε κίνδυνο είναι τιτλοποίηση, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τα άρθρα 242 έως 270 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τα ιδρύματα εξακριβώνουν τη γεωγραφική θέση ενός σχετικού ανοίγματος σε πιστωτικό κίνδυνο σύμφωνα με τα σχετικά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου: α) ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για κάθε κράτος−μέλος ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που έχουν ανακοινωθεί σύμφωνα με την περίπτωση ε΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 136 ή την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 137 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, β) με την επιφύλαξη της περίπτωσης γ΄, ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα ισχύει 12 μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική αρχή τρίτης χώρας ανακοίνωσε αλλαγή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, ανεξάρτητα από το αν η αρχή αυτή απαιτεί από τα ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί στην εν λόγω τρίτη χώρα να θέσουν σε ισχύ την αλλαγή εντός συντομότερης προθεσμίας, αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, γ) αν η εντεταλμένη αρχή ορίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 του άρθρου 129 ή αναγνωρίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 128, αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 129 ή την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 128, αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, δ) το ποσοστό του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τίθεται αμέσως σε ισχύ, αν το αποτέλεσμα της απόφασης είναι η μείωση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας. Για τους σκοπούς της περίπτωσης β΄, τυχόν αλλαγή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα θα θεωρείται ότι ανακοινώθηκε την ημερομηνία δημοσίευσής της από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας σύμφωνα με την εκεί ισχύουσα νομοθεσία.

Άρθρο 131Περιορισμοί διανομής κερδών (άρθρο 141 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α) καταβολή μερισμάτων σε μετρητά, β) διανομή μετοχών που πληρώθηκαν πλήρως ή μερικώς και διανέμονται με ευνοϊκούς όρους ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, γ) εξαργύρωση ή αγορά από ένα ίδρυμα ιδίων μετοχών του ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του εν λόγω Κανονισμού, δ) ανάκτηση ποσών που καταβλήθηκαν για κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του εν λόγω Κανονισμού, ε) διανομή στοιχείων που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ίδρυμα που πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε διανομή κερδών όταν μια τέτοια διανομή οδηγεί το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μην πληρούται πλέον η συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ίδρυμα που δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό («ΜΔΠ») σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και κοινοποιεί το εν λόγω ΜΔΠ στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε αυτή την περίπτωση δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες προτού υπολογίσει το ΜΔΠ: α) διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, β) ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εφόσον η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο το ίδρυμα δεν πληρούσε τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, γ) πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για όσο χρόνο ένα ίδρυμα δεν πληροί ή δεν υπερβαίνει τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας του δεν προβαίνει, μέσω κάθε ενέργειας που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, σε διανομή ποσών υψηλότερων από το ΜΔΠ που έχει υπολογισθεί σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το ίδρυμα υπολογίζει το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που προκύπτει βάσει της παραγράφου 6 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου. Από το ΜΔΠ αφαιρείται οποιοδήποτε ποσό προκύπτει από τις ενέργειες της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το ποσό που θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον υπολογισμό της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνει: α) τα προσωρινά κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και δημιουργήθηκαν μετά την τελευταία απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή οποιαδήποτε εκ των ενεργειών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, πλέον β) τα κέρδη στο τέλος της χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σημειώθηκαν μετά την τελευταία απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή οποιαδήποτε εκ των ενεργειών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, μείον γ) τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος στην περίπτωση που διατηρηθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής: α) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει της περίπτωσης γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, όπως αυτό υπολογίζεται παρακάτω, ο συντελεστής είναι 0, β) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2, γ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του βάσει της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4, δ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6. Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής: Κατώτατο όριο τεταρτημορίου = Συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας x (Qn – 1) Ανώτατο όριο τεταρτημορίου = Συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας x Qn όπου Qn είναι ο αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι περιορισμοί του παρόντος άρθρου ισχύουν μόνο για πληρωμές που συνεπάγονται μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας ή πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που περιγράφεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και υποβάλλει τα εξής στοιχεία: α) το ποσό του κεφαλαίου που τηρεί το ίδρυμα, χωρισμένο ως εξής: αα) κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ββ) πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1, γγ) κεφάλαιο της Κατηγορίας 2, β) το ποσό των προσωρινών κερδών του και των κερδών του στο τέλος της χρήσης, γ) το ΜΔΠ που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, δ) το ποσό των διανεμητέων κερδών που σκοπεύει να μοιράσει και την κατανομή του στα εξής: αα) πληρωμή μερισμάτων, ββ) εξαγορές ιδίων μετοχών, γγ) πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1, δδ) καταβολή μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, με τη δημιουργία νέας υποχρέωσης καταβολής ή βάσει υποχρέωσης καταβολής που δημιουργήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο το ίδρυμα δεν πληρούσε τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και είναι σε θέση να το αποδείξουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφόσον τους ζητηθεί.

Άρθρο 132Σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου (άρθρο 142 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν ένα ίδρυμα αδυνατεί να εκπληρώσει τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που διαπίστωσε ότι δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εγκρίνει κατά περίπτωση μεγαλύτερη προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα (10) ημέρες λαμβάνοντας υπόψη το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του εκάστοτε ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) εκτιμήσεις των εσόδων και των εξόδων και εκτιμώμενο ισολογισμό, β) μέτρα για την αύξηση των δεικτών κεφαλαίων του ιδρύματος, γ) σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, δ) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει απαραίτητη για να προβεί στην εκτίμηση βάσει της επόμενης παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το εγκρίνει μόνο αν θεωρεί ότι η εφαρμογή του είναι πιθανό να επιτύχει τη διατήρηση ή αύξηση επαρκών κεφαλαίων ώστε το ίδρυμα να πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας εντός χρονικής περιόδου που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρεί κατάλληλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επιβάλλει με απόφασή της ένα ή αμφότερα τα ακόλουθα: α) απαιτεί από το ίδρυμα να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του σε συγκεκριμένα επίπεδα εντός ορισμένης προθεσμίας, β) ασκεί την προβλεπόμενη στο άρθρο 94 εξουσία επιβάλλοντας αυστηρότερους περιορισμούς στη διανομή σε σχέση με εκείνους που απαιτούνται βάσει του άρθρου 131.

Άρθρο 133

Ορισμός αρμόδιας αρχής για την εφαρμογή του άρθρου 458 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 Η εντεταλμένη αρχή του άρθρου 127 είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή του άρθρου 458 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 134Γενικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές (άρθρο 143 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τους νόμους, τις, γενικής ισχύος, αποφάσεις και τις εγκυκλίους που εκδίδονται για την εφαρμογή του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) τον τρόπο άσκησης εκ μέρους τους των παρεχόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δυνατοτήτων και διακριτικών ευχερειών, γ) τα γενικά κριτήρια και τις μεθόδους που θεσπίζουν για την εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 89, δ) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και των άρθρων 63 και 67 του ν.  606/2007, τα βασικά στατιστικά στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή που αφορούν την εφαρμογή του πλαισίου προληπτικής εποπτείας στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου του είδους των εποπτικών μέτρων και του αριθμού των περιπτώσεων που αυτά ελήφθησαν σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 94 του παρόντος νόμου και των διοικητικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να επιτρέπουν την αξιόπιστη σύγκριση του τρόπου εφαρμογής του πλαισίου προληπτικής εποπτείας μεταξύ των κρατών−μελών. Οι πληροφορίες, οι οποίες είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα κάθε αρμόδιας αρχής, δημοσιοποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση σύμφωνα με το μορφότυπο που καταρτίζει η ΕΑΤ και επικαιροποιούνται τακτικά.

Άρθρο 135Ειδικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές (άρθρο 144 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς των άρθρων 404 έως 410 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τα γενικά κριτήρια και τις μεθοδολογίες που ακολουθούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τα άρθρα 405 έως 409 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 54 του παρόντος νόμου, συνοπτική περιγραφή του αποτελέσματος της εποπτικής διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης, καθώς και περιγραφή των μέτρων και των κυρώσεων που επιβάλλονται σε ετήσια βάση σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τα άρθρα 405 έως 409 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δημοσιοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε ενδέχεται να υπάρξει ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την αποπληρωμή υποχρεώσεων προς το μητρικό ίδρυμα, β) τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων τα οποία αφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τον αριθμό αυτών που διαθέτουν θυγατρικές με έδρα σε τρίτες χώρες, γ) συγκεντρωτικά, για τα μητρικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και τα οποία αφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: αα) το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση που τηρούνται στις θυγατρικές με έδρα σε τρίτες χώρες, ββ) το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα ίδια κεφάλαια της υποπερίπτωσης αα΄ επί του συνολικού ύψους των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση, γγ) το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα ίδια κεφάλαια της υποπερίπτωσης αα΄ επί των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δημοσιοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε ενδέχεται να υπάρξει ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την αποπληρωμή υποχρεώσεων προς το μητρικό ίδρυμα, β) τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων τα οποία αφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 9 παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τον αριθμό αυτών που διαθέτουν θυγατρικές με έδρα σε τρίτες χώρες, γ) συγκεντρωτικά, για τα μητρικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και τα οποία αφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αα) το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων που τηρούνται στις θυγατρικές με έδρα σε τρίτες χώρες, ββ) το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα ίδια κεφάλαια της υποπερίπτωσης αα΄ επί του συνολικού ύψους των ιδίων κεφαλαίων, γγ) το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα ίδια κεφάλαια της υποπερίπτωσης αα΄ επί των κεφαλαιακών απαιτήσεων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.