107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ - ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ − ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ − ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ − ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ − ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ
Άρθρο 136Αύξηση κεφαλαίουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για το σκοπό των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 52, της παραγράφου 5 του άρθρου 90 και του άρθρου 94, η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της μπορεί να ζητήσει από πιστωτικό ίδρυμα και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού να αυξήσει το κεφάλαιό του εντός προθεσμίας και κατά τους ειδικότερους όρους που ορίζονται στην ίδια απόφαση. Η απόφαση προσδιορίζει το ελάχιστο ποσό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει ίδια κεφάλαια ανταποκρινόμενα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Με την ίδια απόφαση είναι δυνατόν να προβλέπεται ότι οι μετοχές που εκδίδονται για την αύξηση του κεφαλαίου είναι προνομιούχες, να προσδιορίζεται το προνόμιο και να καθορίζονται οι όροι και διαδικασίες που υποχρεούνται να ακολουθήσουν το πιστωτικό ίδρυμα και οι μέτοχοί του για την πραγματοποίηση της αύξησης εντός της τασσόμενης προθεσμίας. Επίσης μπορεί να απαιτείται, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την επιτυχία της αύξησης, ταυτόχρονη με την αύξηση ονομαστική μείωση του κεφαλαίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το πιστωτικό ίδρυμα ανακοινώνει στην Τράπεζα της Ελλάδος τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει προς συμμόρφωση με την απόφαση αυτή, όπως και το σχετικό χρονοδιάγραμμα. Εάν το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση, όπως απαιτεί η απόφαση της παραγράφου 1, ή δεν αποφασίσει αύξηση κεφαλαίου αν και είχε εξουσιοδοτηθεί προς τούτο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει με απόφασή της σε κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, που δεν ενήργησε τα δέοντα για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή την αύξηση του κεφαλαίου, πρόστιμο από εκατό χιλιάδες έως τριακόσιες χιλιάδες (100.000 − 300.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν η αύξηση του κεφαλαίου στην περίπτωση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 29 και της παρ. 1 του άρθρου 31 του κ.ν. 2190/ 1920. Ως προς τον τυχόν αποκλεισμό ή περιορισμό του δικαιώματος προτίμησης ή την τυχόν μείωση του κεφαλαίου εφαρμόζονται οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 29 και της παρ. 2 του άρθρου 31 του κ.ν. 2190/1920. Τυχόν αυστηρότερες καταστατικές διατάξεις δεν ισχύουν. Η προθεσμία για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης και των επαναληπτικών γενικών συνελεύσεων, καθώς και για την υποβολή εγγράφων στις εποπτικές αρχές, συντέμνεται στο ήμισυ των προθεσμιών που προβλέπονται στον κ.ν. 2190/1920.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η απόφαση της γενικής συνέλευσης του πιστωτικού ιδρύματος που λαμβάνεται κατόπιν της αποφάσεως της παραγράφου 1 δεν ανακαλείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλεί τη γενική συνέλευση του πιστωτικού ιδρύματος, η οποία συνέρχεται εντός μηνός από την ως άνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, προκειμένου αυτή να εξουσιοδοτήσει, με εφαρμογή των απαιτήσεων απαρτίας και πλειοψη φίας των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 29 και της παρ. 2 του άρθρου 31 του κ.ν. 2190/1920, το Διοικητικό Συμβούλιο προς αύξηση κεφαλαίου σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920, καθώς και προς αποκλεισμό του δικαιώματος προτίμησης της παρ. 7 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920, για την περίπτωση που θα ζητηθεί αύξηση κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 140 του παρόντος νόμου. Η εξουσιοδότηση αυτή ανανεώνεται πριν από την εκάστοτε λήξη της. Η προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920 έκθεση συντάσσεται και υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας της παρ. 2 του άρθρου 26 του κ.ν. 2190/1920 πριν από τη διάθεση των νέων μετοχών με χρήση της εξουσιοδότησης. Εάν Διοικητικό Συμβούλιο πιστωτικού ιδρύματος δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση των μετόχων, όπως απαιτεί η παρούσα παράγραφος, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει σε κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, που δεν ενήργησε τα δέοντα για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης, πρόστιμο από εκατό χιλιάδες έως τριακόσιες χιλιάδες (100.000 − 300.000) ευρώ.

Άρθρο 137Διορισμός ΕπιτρόπουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν συντρέχει μία εκ των περιπτώσεων ζ΄ και η΄ του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, β) όταν το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει σε σοβαρές ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις διατάξεων νόμων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ή όταν η επιχειρηματική του πορεία δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για τη χρηστή και συνετή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων από τη διοίκησή του, με συνέπεια να τίθενται σε κίνδυνο η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος, τα συμφέροντα των καταθετών του ή εν γένει η διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και η προστασία της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, γ) όταν διαφαίνεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια ή ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να διασφαλίσει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες και οι λοιποί πιστωτές του, δ) όταν το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει σχετικό αίτημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει λάβει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 96 ή δεν έχει εφαρμόσει το σχέδιο ανάκαμψης ή το σχέδιο εξυγίανσης, παρότι αυτό του ζητήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 7 και 8 του άρθρου 66, β) όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τις παραγράφους 1 ή 5 του άρθρου 136, γ) όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 141 ή με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 142.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο επίτροπος αξιολογεί την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του, με σκοπό είτε την ανάκαμψη του πιστωτικού ιδρύματος είτε την προετοιμασία εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης των άρθρων 140 έως 142 ή θέσης του πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 145.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο επίτροπος επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε τραπεζικά θέματα, είναι πλήρους απασχόλησης και υπόκειται στους κανόνες περί απορρήτου της παραγράφου 1 του άρθρου 54.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για το διορισμό επιτρόπου κοινοποιείται αμελλητί στο πιστωτικό ίδρυμα και ισχύει από τη λήψη της ως άνω κοινοποίησης. Κοινοποιείται επίσης στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, τις εποπτικές αρχές άλλων κρατώνμελών και στην ΕΑΤ. Η απόφαση για το διορισμό επιτρόπου δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών − πελατών του ν. 3746/2009 (Α΄ 27) και του ν. 2533/1997 (Α΄ 228).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα του διορισμού του επιτρόπου, κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος είναι ανίσχυρη εάν δεν συνέπραξε και ο επίτροπος. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν σχετικής εισήγησης του επιτρόπου ή και από άλλα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει, κρίνει ότι οι εργασίες του πιστωτικού ιδρύματος δεν μπορούν να εξακολουθήσουν υπό την παρούσα διοίκηση, αποφασίζει την ανάθεση της διοίκησής του στον Επίτροπο. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ληφθεί παράλληλα με το διορισμό του επιτρόπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με την απόφαση διορισμού επιτρόπου μπορεί να καθορίζονται θέματα για τα οποία απαιτείται απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή σχετική εκ μέρους της έγκριση. Επιπλέον, με την ως άνω απόφαση μπορεί να απαιτείται από τον επίτροπο η λήψη συγκεκριμένων μέτρων ή η αποφυγή συγκεκριμένων ενεργειών προς ικανοποίηση του σκοπού της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Ο διορισμός επιτρόπου δεν συνεπάγεται την ακύρωση, καταγγελία ή τροποποίηση συμφωνιών, το ληξιπρόθεσμο οποιουδήποτε χρέους του πιστωτικού ιδρύματος ή την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Ο επίτροπος υποχρεούται να υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος τις ακόλουθες εκθέσεις: α) Το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης διορισμού του, έκθεση απογραφής των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του πιστωτικού ιδρύματος. Η ως άνω έκθεση κατατάσσει τα στοιχεία του ενεργητικού του πιστωτικού ιδρύματος σε κατηγορίες κινδύνου και ταξινομεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. β) Το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί άλλος χρόνος με την Τράπεζα της Ελλάδος, εντός εξήντα (60) ημερών από την έκδοση της απόφασης διορισμού του, έκθεση για: αα) την εν γένει οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές του πιστωτικού ιδρύματος, που περιλαμβάνει έναν αναθεωρημένο ισολογισμό και μια προκαταρκτική εκτίμηση της καταλληλότητας των μέτρων εξυγίανσης του άρθρου 139 και των ενδεχόμενων επιπτώσεων της θέσης των μετόχων και πιστωτών σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης, ββ) το προτεινόμενο σχέδιο δράσης που μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις: i) για την επιστροφή του πιστωτικού ιδρύματος σε ομαλή λειτουργία μέσω διορθωτικών μέτρων, καθώς και για την πολιτική διανομής μερισμάτων, ii) για τη λήψη τυχόν άλλων μέτρων προκειμένου να διασφαλισθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και να προστατευθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων εξυγίανσης κατά το άρθρο 139, και iii) για την προετοιμασία θέσης του πιστωτικού ιδρύματος υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης σε περίπτωση που δεν κρίνεται εφικτή η ανάκαμψη ή εξυγίανσή του. Ο επίτροπος υποχρεούται να παρέχει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή να υποβάλει οποιαδήποτε πρόσθετη έκθεση του ζητηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ο επίτροπος επιβλέπει την εφαρμογή ή εφαρμόζει ο ίδιος το σχέδιο δράσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στις περιπτώσεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου, είναι δυνατή η σφράγιση γραφείων και εγκαταστάσεων του πιστωτικού ιδρύματος από όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου. Η διοίκηση και οι εργαζόμενοι του πιστωτικού ιδρύματος υποχρεούνται να παρέχουν στον επίτροπο οποιοδήποτε στοιχείο ή πληροφορία τους ζητηθεί σχετικά με το πιστωτικό ίδρυμα και να διευκολύνουν την άσκηση των κατά το νόμο και την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθηκόντων του επιτρόπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Ο επίτροπος, είτε αναλαμβάνει είτε συμπράττει απλώς στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος, μπορεί: α) να προσλαμβάνει εξωτερικούς νομικούς ή οικονομικούς συμβούλους, καθώς και λοιπό βοηθητικό προσωπικό και β) να ασκεί στο όνομα του πιστωτικού ιδρύματος κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων του, συμπεριλαμβανομένων αγωγών αποζημίωσης κατά προσώπων της διοίκησης ή του προσωπικού, εφόσον με πράξεις ή παραλείψεις τους ζημίωσαν το πιστωτικό ίδρυμα. Τα σχετικά έξοδα βαρύνουν το πιστωτικό ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Εάν στο πιστωτικό ίδρυμα έχει διορισθεί επίτροπος, η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του άρθρου 136 λαμβάνεται με τη σύμπραξη του επιτρόπου, σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του ως άνω άρθρου, ή από τον ίδιο τον επίτροπο, σε περίπτωση εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 5 του ως άνω άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Ο επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρεία αμέλεια. Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται η άσκηση των καθηκόντων του επιτρόπου καλύπτεται από το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει διορισθεί επίτροπος, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε περίπτωση αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να προβεί στην καταβολή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Ο επίτροπος διορίζεται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες. Ο ως άνω διορισμός μπορεί να παρατείνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. Η συνολική περίοδος των παρατάσεων δεν μπορεί να υπερβεί τους δεκαοκτώ (18) μήνες. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να αντικαθίσταται ο επίτροπος ή να τερματίζεται το έργο του. Ο τερματισμός του έργου του επιτρόπου πριν από τη λήξη της κατά τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου ορισθείσας θητείας επιτρέπεται εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει ότι: α) οι λόγοι διορισμού κατά την παράγραφο 1 δεν υφίστανται πλέον ή β) το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να ανακάμψει ή να εξυγιανθεί. Στην τελευταία περίπτωση, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει την ανάκληση της άδειας του πιστωτικού ιδρύματος κατά το άρθρο 19 και το θέτει υπό ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 145. Σε περίπτωση τερματισμού του έργου του επιτρόπου που δεν σχετίζεται με τη θέση του πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση, ο επίτροπος εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι το διορισμό ή την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Όταν δυνάμει δικαστικής αποφάσεως προκύπτει άμεσα ή έμμεσα θέμα νομιμότητας ή εγκυρότητας της εκλογής, συγκρότησης, σύνθεσης ή λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει επίτροπο, ο οποίος ασκεί τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών που μπορεί να παρατείνεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρθρο 138Παράταση χρόνου εκπλήρωσης υποχρεώσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μετά το διορισμό επιτρόπου σε πιστωτικό ίδρυμα, όταν αυτό παρουσιάζει σημαντικά μειωμένη ρευστότητα με πιθανολογούμενη ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων, για λόγους προστασίας των καταθετών και άλλων πιστωτών του, μπορεί να δοθεί με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ορισμένων ή του συνόλου των υποχρεώσεών του για χρονικό διάστημα μέχρι είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, που μπορεί να παραταθεί άπαξ, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για δέκα (10) εργάσιμες ημέρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η παράταση του χρόνου εκπλήρωσης υποχρεώσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος που πηγάζουν από συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που συνάπτονται σε κεφαλαιαγορές ή / και αγορές χρήματος, καθώς και στη διατραπεζική αγορά, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι συμμετεχόντων σε οποιοδήποτε σύστημα, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 2789/2000 (Α΄ 21).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τη διάρκεια των ως άνω παρατάσεων αναστέλλονται οι προθεσμίες και η άσκηση των διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του πιστωτικού ιδρύματος. Το ίδιο ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και υπαγωγής του πιστωτικού ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παράταση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που είναι ή καθίστανται ληξιπρόθεσμες τερματίζεται αυτοδικαίως με τη λήξη της αναφερόμενης στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος προθεσμίας, μπορεί δε να αρθεί, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, και πριν από την πάροδο του χρόνου που ορίζεται στην προγενέστερη απόφαση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η παράταση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που είναι ή καθίστανται ληξιπρόθεσμες δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών − πελατών του ν. 3746/2009 και του ν. 2533/1997.

Άρθρο 139Προϋποθέσεις ενεργοποίησης των μέτρων εξυγίανσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να επιβληθούν, χάριν της προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε πιστωτικό ίδρυμα, τα μέτρα εξυγίανσης των άρθρων 140 έως 142. Τα μέτρα αυτά στοχεύουν στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής ευστάθειας, την ελαχιστοποίηση του κόστους της εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος και την προστασία των καταθετών και επενδυτών, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του ν. 3746/2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Λόγοι λήψης των μέτρων εξυγίανσης κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι ενδεικτικά, πέραν εκείνων που αποτελούν λόγο ορισμού επιτρόπου σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 137, και οι ακόλουθοι: α) η ανάγκη σταθεροποίησης πιστωτικού ιδρύματος ή αποτροπής κινδύνου οικονομικής αστάθειας σε πιστωτικό ίδρυμα χάριν της συστημικής ευστάθειας, β) η ανάγκη προστασίας της εμπιστοσύνης του κοινού, ιδίως των καταθετών, στη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γ) η πρόληψη δημιουργίας συστημικού κινδύνου ή καταστάσεων αποσταθεροποιητικών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που επικρατούν στην τραπεζική και διατραπεζική αγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τα κατάλληλα κατά την κρίση της μέτρα για την εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, εκτιμώντας τα ακόλουθα: α) Τη διαφαινόμενη αδυναμία του πιστωτικού ιδρύματος να ανακάμψει. β) Την αδυναμία λήψης εναλλακτικών μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος εντός κατάλληλου χρόνου για την αποτροπή κατάρρευσης του πιστωτικού ιδρύματος. γ) Τις εκτιμώμενες συνέπειες της αδυναμίας πληρωμών πιστωτικού ιδρύματος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη ιδίως: αα) του ύψους των καταθέσεων στο πιστωτικό ίδρυμα και των απαιτήσεων επενδυτών κατ’ αυτού, ββ) του είδους και εύρους των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος έναντι άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και γγ) των συμμετοχών του πιστωτικού ιδρύματος στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών που ανήκουν στις αναφερόμενες στην υποπερίπτωση ββ΄ της παρούσας περίπτωσης κατηγορίες, όπως και των συμμετοχών τέτοιων εταιριών στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος, δ) την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση ενός πιστωτικού ιδρύματος οι μέτοχοι, οι μη ενέγγυοι πιστωτές και με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οι καταθέτες που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του ν. 3746/2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, η λήψη των μέτρων εξυγίανσης δεν λογίζεται ως διαδικασία αφερεγγυότητας του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος που θα δικαιούνταν να επικαλεσθούν πιστωτές του. Τυχόν συμβατικές ρήτρες που ενεργοποιούνται σε περίπτωση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος που χαρακτηρίζεται ως «πιστωτικό γεγονός» ή ισοδύναμο της αφερεγγυότητας δεν ενεργοποιούνται από το γεγονός της λήψης μέτρων εξυγίανσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 139 έως 144 ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν αποφασίζει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, γνωστοποιεί την απόφασή της στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, όπως και κάθε άλλη πληροφορία που χρειάζεται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για να προετοιμάσει τη χρήση των κεφαλαίων του στη λήψη μέτρων εξυγίανσης ή την ανακεφαλαιοποίηση αυτού του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας συνάπτουν μνημόνιο συνεργασίας που θα προβλέπει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσουν και άλλες λεπτομέρειες της συνεργασίας τους σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, στα οποία εφαρμόζεται το παρόν.

Άρθρο 140Αύξηση κεφαλαίου ως μέτρο εξυγίανσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο επίτροπος που έχει διοριστεί σε πιστωτικό ίδρυμα, μετά από σχετική ρητή εντολή της Τράπεζας της Ελλάδος αποφασίζει την αύξηση κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην ως άνω απόφαση. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 136 εφαρμόζονται στην ως άνω αύξηση κεφαλαίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Δικαιώματα προτίμησης των παλαιών μετόχων δεν ισχύουν κατά την εφαρμογή του παρόντος.

Άρθρο 141Εντολή μεταβίβασηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να υποχρεώσει πιστωτικό ίδρυμα στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή προς άλλο πρόσωπο. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία προσδιορίζονται στην απόφαση του προηγούμενου εδαφίου και μπορούν να είναι δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να μεταβιβάσει τα προσδιοριζόμενα στην απόφαση μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία παραχρήμα και σε κάθε περίπτωση προ της έναρξης της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν μεταβιβάσει τα προσδιοριζόμενα στην απόφαση μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία εντός των χρονικών ορίων του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται επίτροπος σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 137, ο οποίος μεταβιβάζει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με την απόφαση μεταβίβασης χωρίς τη σύμπραξη του Διοικητικού Συμβουλίου και πριν από την έναρξη της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το προς η μεταβίβαση πρόσωπο συναινεί με πρότερη έγγραφη δήλωσή του προς την Τράπεζα της Ελλάδος στην προς αυτό μεταβίβαση και στο αντάλλαγμα που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Η δήλωση αυτή αποτελεί εκτελεστό τίτλο για την αξίωση του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος κατά του προς η μεταβίβαση προσώπου στο καθοριζόμενο αντάλλαγμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, που κατά την κρίση της και σύμφωνα με τις διαθέσιμες σε αυτήν κατά το χρόνο αυτόν πληροφορίες είναι κατάλληλα για την κτήση των υπό μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, σε άτυπη και εμπιστευτική διαδικασία υποβολής προσφορών για την απόκτησή τους. Τα κληθέντα σε υποβολή προσφορών πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, καθώς και οι διοικούντες, υπάλληλοι και συνεργάτες τους, τηρούν απόρρητο ως προς την ως άνω διαδικασία και κάθε πληροφορία που απέκτησαν με την ευκαιρία αυτής. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει κατά οποιουδήποτε προσώπου παραβιάζει το απόρρητο του προηγούμενου εδαφίου πρόστιμο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος, του ποσού της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, η οποία διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με συντηρητικές εκτιμήσεις των ως άνω στοιχείων επί τη βάσει της εύλογης αξίας αυτών. Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης. Εντός εξαμήνου από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει οριστικά το ποσό της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ή τις εκθέσεις αποτίμησης, τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο οριστικός καθορισμός του ποσού της διαφοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να τύχει περαιτέρω προσαρμογής κατά την παράγραφο 15 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που οι υποβαλλόμενες προσφορές κρίνονται μη συμφέρουσες, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων προς μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για το σκοπό αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 142 είτε προς υφιστάμενο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα είτε τη θέση σε ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 145. Σε επείγουσα περίπτωση η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αμέσως κατόπιν αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης. Εντός διμήνου από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει οριστικά το αντάλλαγμα λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην απόφαση μεταβίβασης καθορίζεται επίσης ο χρόνος, στον οποίο η αξίωση του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος σε αυτό το αντάλλαγμα, εφόσον αυτό υφίσταται, καθίσταται απαιτητή, και οι όροι καταβολής. Οι υποχρεώσεις απορρήτου της παραγράφου 3, καθώς και η περί προστίμου σχετική διάταξη εφαρμόζονται και στους νόμιμους ελεγκτές. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται υποχρεωτικά: α) Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις έως του ορίου του άρθρου 9 του ν. 3746/2009 και β) οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις του Δημοσίου και φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να μεταβιβάζονται περαιτέρω στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος, όταν αυτό απαιτείται για τους σκοπούς της εξυγίανσης. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subordinated debts). Η παρούσα παράγραφος καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις, στις οποίες ο προσωρινός καθορισμός του ποσού της διαφοράς είχε ήδη γίνει κατά τη θέση σε ισχύ του ν. 4093/2012 (Α΄ 222).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εάν συντρέχει περίπτωση για ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, η μεταβίβαση σημειώνεται ατελώς στα οικεία δημόσια βιβλία και αρχεία με αίτηση του προς η μεταβίβαση προσώπου. Το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα δεν εφαρμόζεται. Για το κύρος της μεταβίβασης και το αντιτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταφέρονται στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεσή τους. Εκκρεμείς δίκες που σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία συνεχίζονται από το προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εάν η μεταβίβαση ορισμένων από τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αφορά η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε διατυπώσεις προβλεπόμενες από αλλοδαπό δίκαιο, το προς η μεταβίβαση πρόσωπο λαμβάνει αμελλητί μέριμνα για την τήρηση αυτών των διατυπώσεων. Έως την πλήρωση αυτών των διατυπώσεων το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα διαχειρίζεται αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για λογαριασμό του προς η μεταβίβαση προσώπου και σύμφωνα με τις οδηγίες του τελευταίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Αντισυμβαλλόμενοι του πιστωτικού ιδρύματος δικαιούνται να προτείνουν απαίτησή τους κατά του μεταβιβάσαντος πιστωτικού ιδρύματος προς συμψηφισμό κατά απαίτησης που περιήλθε στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου, εφόσον οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν πριν από το χρόνο μεταβίβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι αξιώσεις από εμπράγματη ασφάλεια επί περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου ασκούνται κατά του προς η μεταβίβαση προσώπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Εάν με την απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μεταβιβάζονται σύμφωνα συμψηφισμού και μετατροπής χρέους με την έννοια του ν. 3458/2006 (Α΄ 94) ή συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με την έννοια του ν. 3301/2004 (Α΄ 263), τότε οι συμφωνίες αυτές μεταβιβάζονται υποχρεωτικά στο σύνολό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα άρθρα 4 και 5 του π.δ. 178/2002 (Α΄ 162) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 141 και 142 και οι συμβάσεις εργασίας δεν μεταφέρονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται σε πτωχευτική ανάκληση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η έκδοση απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών − πελατών του ν. 3746/2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής: α) το Σκέλος Καταθέσεων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων καταβάλλει ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και β) το Σκέλος Εξυγίανσης του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων καταβάλλει το επιπλέον ποσό. Τα δύο τρίτα του ως άνω ποσού της διαφοράς καταβάλλονται με τον προσωρινό καθορισμό αυτού σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται με τον οριστικό καθορισμό του κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Το υποκείμενο σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να θέτει στη διάθεση του προς η μεταβίβαση ιδρύματος όλες τις υπηρεσίες του και να το διευκολύνει προκειμένου να εκτελέσει αποτελεσματικά τις εργασίες που μεταβιβάζονται σε αυτό δυνάμει της απόφασης μεταβίβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Εντός έξι (6) μηνών από την έκδοση της αποφάσεως της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο ή για την αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη των σκοπών που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 139. Με την ίδια απόφαση αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος, λαμβανομένης υπόψη στη μεν περίπτωση της μεταβίβασης περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά το χρόνο έκδοσης της ίδιας απόφασης, στη δε περίπτωση της αναμεταβίβασης ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Σε περίπτωση μεταβίβασης λογαριασμών καταθέσεων στο πλαίσιο μέτρων εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος κατά το παρόν άρθρο, η προθεσμία (οκταήμερη) εμφάνισης επιταγών συρόμενων επί των μεταβιβαζόμενων λογαριασμών, η οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 29 του ν. 5960/1933 (Α΄ 401) έληγε κατά ή μετά την ημερομηνία της ανάκλησης άδειας του πιστωτικού ιδρύματος, αρχίζει από την ημερομηνία γνωστοποίησης από το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα της έναρξης εξυπηρέτησης των μεταβιβαζόμενων λογαριασμών σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες πολιτικές εφημερίδες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Το άρθρο 9 του ν. 3959/2011 (Α΄ 93) δεν εφαρμόζεται σε συγκεντρώσεις επιχειρήσεων που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Το κύρος των δικαιοπραξιών που καταρτίζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου εξαρτάται από την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού που εκδίδεται κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, εντός τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίηση της συγκέντρωσης. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της παραπάνω προθεσμίας εφαρμόζεται αναλόγως το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ν. 3959/2011.

Άρθρο 142Μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να συσταθεί μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα, προς το οποίο μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 141 παράγραφοι 5 έως 12. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται ο τρόπος καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, ο αριθμός και η αξία των νέων μετοχών, διορίζεται το πρώτο διοικητικό συμβούλιο, καθορίζεται το περιεχόμενο του καταστατικού και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη βιώσιμη λειτουργία του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο. Με την καταχώριση αυτή, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα αποκτά νομική προσωπικότητα. Κοινοποιείται αυθημερόν στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων και στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα τελεί υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3864/2010 (Α΄ 119). Σε περίπτωση που παύσει να υφίσταται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα εφεξής τελεί υπό τον έλεγχο του Δημοσίου. Σκοπός του είναι η διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων τραπεζικών εργασιών και υπηρεσιών πληρωμών του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να εξασφαλιστεί η προστασία των καταθετών και επενδυτών υπό την έννοια του ν. 3746/2009, η διαφύλαξη της αξίας της εισφερόμενης σε αυτό περιουσίας και η ομαλή λειτουργία του προς μεγιστοποίηση της αξίας του μέχρι την εντός ευλόγου χρόνου πώληση των μετοχών του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 143 του παρόντος νόμου. Προς εκπλήρωση αυτών των σκοπών το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αναδιοργανωθεί με κάθε κατάλληλο μέσο, περιλαμβανομένων ενδεικτικά της μετατροπής, εντολής μεταβίβασης, συγχώνευσης, απόσχισης κλάδου και διάσπασης σύμφωνα με το δίκαιο του ανταγωνισμού και με την επιφύλαξη των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με τη σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, η άδεια λειτουργίας του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος ανακαλείται και αυτό τίθεται σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 145. Στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα χορηγείται νέα άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 10. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 εκπληρώνονται από το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα σε ρητή προθεσμία που ορίζεται για το σκοπό αυτόν με την απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται στο σύνολό του από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τη διοίκηση του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ασκεί το Διοικητικό του Συμβούλιο. Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται από πέντε μέλη. Εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλεί γενική συνέλευση για την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 ισχύει και για μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία ορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, αφού προηγηθεί η κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 141 προσωρινή αποτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 4 του άρθρου 141 εφαρμόζεται ανάλογα. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται υποχρεωτικά: α) Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις έως του ορίου του άρθρου 9 του ν. 3746/2009. β) Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις του Δημοσίου και των φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να αυξάνεται το όριο των αναδεχομένων υποχρεώσεων που αφορούν καταθέσεις, όταν αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση των σκοπών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subordinated debts). Εντός έξι (6) μηνών από την έκδοση της αποφάσεως της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα ή για την αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη των σκοπών της παραγράφου 1 του άρθρου 139. Με την ίδια απόφαση αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος, λαμβανομένης υπόψη στη μεν περίπτωση της μεταβίβασης περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά το χρόνο έκδοσης της ίδιας απόφασης, στη δε περίπτωση της αναμεταβίβασης ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης της παραγράφου 1. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 5 έως 12 του άρθρου 141.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής: α) το Σκέλος κάλυψης Καταθέσεων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων καταβάλλει ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων, αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και β) το Σκέλος Εξυγίανσης του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων καταβάλλει το επιπλέον ποσό. Τα δύο τρίτα του ως άνω ποσού της διαφοράς καταβάλλονται με τον προσωρινό καθορισμό του σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 141, ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται με τον οριστικό καθορισμό του κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 141. Στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα παρέχεται κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, προκειμένου να διαθέτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Στη συνέχεια, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα εκπονεί επιχειρησιακό σχέδιο, στο οποίο περιγράφει τη στρατηγική του για τη βιώσιμη λειτουργία, τη διασφάλιση και ενίσχυση της φερεγγυότητας και την εν γένει εκπλήρωση των σκοπών του, το οποίο εγκρίνεται από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το σχέδιο αυτό υπέχει θέση προγράμματος δραστηριοτήτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ενεργοποιεί καθ’ εαυτήν τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών − πελατών του ν. 3746/2009 και δεν λογίζεται ως διαδικασία αφερεγγυότητας του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος που θα δικαιούνταν να επικαλεσθούν πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων μεταφέρονται στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα. Τυχόν συμβατικές ρήτρες που ενεργοποιούνται σε περίπτωση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος που χαρακτηρίζεται ως «πιστωτικό γεγονός» ή ισοδύναμο της αφερεγγυότητας δεν ενεργοποιούνται ως προς το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα και η συνδρομή των σχετικών όρων κρίνεται στο πρόσωπο του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και όχι του υπό ειδική εκκαθάριση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να λειτουργήσει για διάστημα πέραν των δύο (2) ετών. Για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, το διάστημα αυτό μπορεί να παρατείνεται για δύο (2) ακόμη έτη.

Άρθρο 143Πώληση μετοχών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η πώληση του συνόλου των μετοχών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος γίνεται με πλειστηριασμό, που προκηρύσσει το Διοικητικό Συμβούλιο, ύστερα από εκτίμηση που διενεργεί ανεξάρτητος οίκος, οριζόμενος από το Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα κριτήρια επιλογής του πλειοδότη είναι το προσφερόμενο τίμημα, η αξιολόγηση του προγράμματος επιχειρηματικής δραστηριότητας, η καταλληλότητα και οικονομική φερεγγυότητα των υποψήφιων αγοραστών και η διατήρηση θέσεων εργασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να επαναλαμβάνει τον πλειστηριασμό, εάν αυτός αποβεί άκαρπος. Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία πώλησης των μετοχών του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ολοκληρώνεται εντός διετίας από την έκδοση της απόφασης μεταβίβασης και σε κάθε περίπτωση εντός της ενδεχόμενης παράτασης λειτουργίας του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με την απόφαση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 142. Σε περίπτωση αποτυχίας του πλειστηριασμού ή την πάροδο άπρακτης της ως άνω προθεσμίας ή με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μπορεί να ληφθεί κατά πάντα χρόνο εφόσον έχει καταστεί αδύνατη η πραγματοποίηση του σκοπού του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα λύεται αυτοδικαίως και εκκαθαρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 145. Το προϊόν της εκκαθάρισης που αντιστοιχεί σε εισφερθέντα περιουσιακά στοιχεία του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος περιέρχεται σε αυτό, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί κάθε ποσό κρατικής ενίσχυσης που έλαβε το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά τη διάρκεια λειτουργίας του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η εξειδίκευση των κριτηρίων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η διαδικασία και οι λοιποί όροι του διαγωνισμού και της κατακύρωσης καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε μεταβατικά πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Άρθρο 144Αποζημίωση

Αν κάποιος μέτοχος ή πιστωτής πιστωτικού ιδρύματος θεωρήσει ότι, ως συνέπεια της εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 139 έως 142, η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί σε σχέση με αυτή στην οποία θα βρισκόταν εάν το πιστωτικό ίδρυμα ετίθετο άμεσα σε ειδική εκκαθάριση πριν από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, ο εν λόγω μέτοχος ή πιστωτής δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση από το Δημόσιο ύψους τέτοιου που να τον αποκαθιστά στη θέση που θα είχε αν γινόταν απευθείας ειδική εκκαθάριση. Για την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος πριν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, προκειμένου να αξιολογηθεί εάν υπήρξε πράγματι χειροτέρευση θέσης, λαμβάνονται υπόψη η έκθεση ή οι εκθέσεις αποτίμησης της παραγράφου 4 του άρθρου 141 και αφαιρείται κάθε ποσό κρατικής ενίσχυσης ή ενίσχυσης από κεντρική τράπεζα που τυχόν έχει λάβει το πιστωτικό ίδρυμα.

Άρθρο 145Ειδική Εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 και του άρθρου 142 του παρόντος νόμου: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 19, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ειδικός εκκαθαριστής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ίδιο πρόσωπο μπορεί να αναλάβει την ειδική εκκαθάριση περισσοτέρων του ενός υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των σκοπών της ειδικής εκκαθάρισης. Στην περίπτωση αυτή μπορούν να ενοποιούνται λειτουργικά οι ειδικές εκκαθαρίσεις, χωρίς να θίγεται η αυτοτέλεια των υπό εκκαθάριση νομικών προσώπων ούτε η έννομη θέση των πιστωτών. Σε περίπτωση πρόσκαιρου κωλύματος του ειδικού εκκαθαριστή, εάν είναι φυσικό πρόσωπο, αυτός μπορεί να αναπληρώνεται προσωρινά με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μπορεί να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο. Ο έλεγχος και η εποπτεία αποσκοπούν ενδεικτικά: α) στην αποτελεσματική διαχείριση και ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης στο πλαίσιο της στρατηγικής που έχει καταρτιστεί από τον ειδικό εκκαθαριστή και έχει εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, β) στην τήρηση του νόμου και των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος και γ) στην παρακολούθηση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης μέσω της υποβολής στοιχείων και αναφορών, όπως ειδικότερα ορίζεται με απόφαση κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. ε) Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα της απόφασης περί ειδικής εκκαθάρισης, το πιστωτικό ίδρυμα απαγορεύεται να δέχεται καταθέσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να περιορίζει και άλλες εργασίες του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. στ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης και χάριν προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υποχρεωθεί ο ειδικός εκκαθαριστής στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά το άρθρο 142. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 141 εφαρμόζονται ανάλογα. ζ) Ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρεία αμέλεια. Δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη για χρέη του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος που γεννήθηκαν πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Ο ίδιος και, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, οι νόμιμοι εκπρόσωποί του δεν προσωποκρατούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη για χρέη του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος που γεννήθηκαν πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους. Τα προηγούμενα εδάφια εφαρμόζονται και στα μέλη της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων του άρθρου 146. η) Η αμοιβή του εκκαθαριστή και τα έξοδα διαδικασίας καταβάλλονται από το υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα. Σε περίπτωση αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναλάβει τη σχετική υποχρέωση. θ) Οι διατάξεις για τις εποπτικές αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του πιστωτικού ιδρύματος και τις αντιστοιχούσες σε αυτές υποχρεώσεις του τελευταίου δεν παραβλάπτονται εκ της υπαγωγής του σε ειδική εκκαθάριση, του εποπτικού ρόλου της Τράπεζας της Ελλάδος και των αρμοδιοτήτων, εποπτικών και κυρωτικών, προσαρμοζόμενων καταλλήλως στους σκοπούς και τις ανάγκες της ειδικής εκκαθάρισης. ι) Τα στελέχη και οι απασχολούμενοι στο πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούνται να συμπράττουν με τον ειδικό εκκαθαριστή, τα όργανα της ειδικής εκκαθάρισης και το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων και να ακολουθούν τις οδηγίες και υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διασφάλιση της ομαλής εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος και την ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει στους παραβάτες, πέραν των κυρώσεων που μπορεί να επιβάλει στο πιστωτικό ίδρυμα κατά την ισχύουσα νομοθεσία, και πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ποσού μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, το οποίο διπλασιάζεται σε περίπτωση υποτροπής. ια) Από την έναρξη ισχύος του ν. 4021/2011 κατ’ εξαίρεση δύναται ο ισολογισμός της πρώτης χρήσης του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος να αφορά διάστημα μεγαλύτερο των δώδεκα μηνών, το οποίο να μην υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο παρόν άρθρο όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ανήκοντα στους πελάτες του πιστωτικού ιδρύματος χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το πιστωτικό ίδρυμα, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, καθώς και το περιεχόμενο των τραπεζικών θυρίδων, αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός εάν: (α) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή (β) υφίσταται απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος υπάρχουν απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων, εφαρμόζεται το άρθρο 156 του Πτωχευτικού Κώδικα, εκτός αν πρόκειται για δικαιώματα από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004, οπότε ο ασφαλειολήπτης ικανοποιείται από την ασφάλεια κατ’ αποκλεισμό, μέχρι πλήρους ικανοποίησής του, των απαιτήσεων του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, της παραγράφου 4 του άρθρου 13Α του ν. 3746/2009 και της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αν ο αριθμός των πιστωτών του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, στους οποίους πρέπει να γίνει κοινοποίηση, υπερβαίνει τους εκατό (100), η κοινοποίηση εισαγωγικών δικογράφων σε αυτούς αντικαθίσταται, με ανακοίνωση από τον ειδικό εκκαθαριστή, με δαπάνες του, της ημερομηνίας, της ώρας και του τόπου εκδίκασης που αναρτάται στην ιστοσελίδα του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος και στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και με δημοσίευση των ανωτέρω πληροφοριών μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, τουλάχιστον μία από τις οποίες εκδίδεται στην έδρα του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. Κάθε πιστωτής δικαιούται να λάβει αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου από τον ειδικό εκκαθαριστή σε ηλεκτρονική μορφή και, κατόπιν αίτησής του με έξοδα του ιδίου, σε έγχαρτη μορφή.

Άρθρο 146Επιτροπή Ειδικών ΕκκαθαρίσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων που συνεστήθη με την παρ. 11 του άρθρου 74 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) είναι πενταμελής. Τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για τριετή θητεία, που μπορεί να ανανεωθεί άπαξ για ίδιο διάστημα, είναι εγνωσμένου κύρους και έχουν τουλάχιστον δεκαετή εμπειρία σε θέματα πιστοδοτήσεων και διαχείρισης χρηματοδοτικών εμπλοκών, εταιρικής και λιανικής τραπεζικής. Τα μέλη της Επιτροπής μπορούν να ανακληθούν πριν από τη λήξη της θητείας τους με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στην Επιτροπή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο ειδικός εκκαθαριστής υποχρεούται να ζητά, με αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο αίτημά του, τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, για τις ακόλουθες συναλλαγές: α) Συμβιβασμούς, όταν η απαίτηση, στην οποία αφορά ο συμβιβασμός, υπερβαίνει, κατά το δανειστή, τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, περιλαμβανομένων κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Ως συμβιβασμοί νοούνται συμβάσεις που έχουν στοιχείο μερικής άφεσης χρέους ως προς το κεφάλαιο του δανείου. β) Ρυθμίσεις δανείων, όταν η απαίτηση κατά του οφειλέτη υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ, περιλαμβανομένων κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Ως ρυθμίσεις νοούνται ιδίως συμβάσεις, με τις οποίες παρατείνεται ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου ή μειώνεται το επιτόκιό του. Οι ρυθμίσεις μπορούν να αναφέρονται και σε δάνεια που έχουν καταγγελθεί. γ) Εκποιήσεις ακινήτων, οι οποίες γίνονται πάντοτε με πλειστηριασμό, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα από την Τράπεζα της Ελλάδος βάσει της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, η δε έγκριση παρέχεται πριν από τον πλειστηριασμό και έχει ως αντικείμενο και την τιμή πρώτης προσφοράς. Σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής δεν απαιτείται, εάν η αντικειμενική αξία του ακινήτου είναι μικρότερη των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η τιμή πρώτης προσφοράς ισούται τουλάχιστον με τα επτά δέκατα (7/10) της λογιστικής αξίας του ακινήτου. δ) Εκποιήσεις απαιτήσεων από δάνεια, συμμετοχών, μετοχών, εταιρικών μεριδίων και ομολόγων. Σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής δεν απαιτείται, εάν η λογιστική αξία του εκποιούμενου στοιχείου είναι μικρότερη των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η τιμή πρώτης προσφοράς ισούται τουλάχιστον με τα επτά δέκατα (7/10) της λογιστικής αξίας ή όταν πρόκειται για εισηγμένους τίτλους σε οργανωμένη αγορά. Όταν απαιτείται σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, η εκποίηση γίνεται με πλειστηριασμό, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα από την Τράπεζα της Ελλάδος βάσει της παραγράφου 5, η δε έγκριση παρέχεται πριν από τον πλειστηριασμό και έχει ως αντικείμενο και την τιμή πρώτης προσφοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Επιτροπή συνεδριάζει και αποφασίζει με πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της. Ομόφωνη απόφαση απαιτείται: α) όταν οι απαιτήσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου υπερβαίνουν το ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ και β) όταν η λογιστική αξία του προς εκποίηση περιουσιακού στοιχείου των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα μέλη της Επιτροπής έχουν υποχρέωση τήρησης απορρήτου των εργασιών της, ισχύουσας και της παραγράφου 8 του άρθρου 54. Οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 54 εφαρμόζονται αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της μπορεί να καθορίζει θέματα σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων, τα προσόντα των μελών της, την καταβολή αποζημίωσης από την Τράπεζα της Ελλάδος, περαιτέρω όρους και διατυπώσεις για τις συναλλαγές που συνάπτονται με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής και άλλα ειδικότερα θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Διατηρείται η ευχέρεια της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 145 να καθορίζει όρους και διατυπώσεις για συναλλαγές, για τις οποίες δεν απαιτείται σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής.