107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ - ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 147Δαπάνες εποπτείας

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει ότι, κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του Καταστατικού της, οι σχετικές με τον έλεγχο δαπάνες βαρύνουν τα εποπτευόμενα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα. Στην περίπτωση αυτή προσδιορίζει επίσης το κατά περίπτωση ύψος των δαπανών, τα κριτήρια βάσει των οποίων αυτές μπορεί να διαφοροποιούνται κατά κατηγορία εποπτευόμενων ιδρυμάτων ή ελεγχόμενων δραστηριοτήτων, τον τρόπο είσπραξης των δαπανών και κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 148Τροποποίηση του καταστατικού των πιστωτικών ιδρυμάτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η διαδικασία για την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού των πιστωτικών ιδρυμάτων διέπεται από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Απαιτείται έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για την τροποποίηση που αφορά το είδος των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και σε κάθε περίπτωση μείωσης ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου η οποία δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά είτε οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων είτε όχι.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986, όπως ισχύει, απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για κάθε τροποποίηση του καταστατικού τους. Η έγκριση αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την καταχώριση του περιλαμβάνοντος την τροποποίηση καταστατικού στο κατά νόμο προβλεπόμενο μητρώο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος τις τροποποιήσεις που δεν υπόκεινται σε έγκρισή της μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης.

Άρθρο 149Εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων

Για την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων αποχώρησης ή αποκλεισμού συνεταίρων, η οποία συνεπάγεται μείωση, εντός της οικονομικής χρήσης, μεγαλύτερη του 2% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος που έχει μορφή συνεταιρισμού του ν. 1667/1986, όπως ορίζονται στο άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου, απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαγορεύει την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, εάν τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί με τη μορφή του πιστωτικού συνεταιρισμού.

Άρθρο 150Εκτοκισμός δανείων ή λοιπών πιστώσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986 (Α΄ 194), μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου να χορηγεί νέα δάνεια για την πληρωμή οφειλόμενων σε αυτό ληξιπρόθεσμων τόκων με αποτέλεσμα την αναστολή εφαρμογής της διάταξης της εν λόγω παραγράφου, καθώς και να προβαίνει σε ρύθμιση οφειλών ισοδύναμου αποτελέσματος εκτός εάν πρόκειται για σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών του δανειολήπτη, που θα στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη μελέτη από το πιστωτικό ίδρυμα της δυνατότητας εξυπηρέτησης των ρυθμιζόμενων οφειλών με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Απαγορεύεται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών, κατά το αμέσως προηγούμενο εδάφιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εξουσιοδοτείται η Τράπεζα της Ελλάδος να παρέχει διευκρινιστικές οδηγίες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα για τα πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 151Παροχή ασφάλειας υπέρ της Τράπεζας της ΕλλάδοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επί των κατατιθέμενων υποχρεωτικά ή προαιρετικά εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος περιουσιακών στοιχείων η Τράπεζα της Ελλάδος έχει νόμιμο ενέχυρο για την κάλυψη των κάθε είδους απαιτήσεών της στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής και από συναλλαγές μέσω συστημάτων πληρωμών και εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών. Εφόσον οι ανωτέρω απαιτήσεις δεν καλύπτονται μέσω του ενεχύρου, οι οφειλέτες υποχρεούνται να το συμπληρώνουν αμέσως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι συνιστώμενες από πιστωτικό ίδρυμα ασφάλειες επί κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος ή υπέρ άλλης κεντρικής τράπεζας μέλους του ευρωσυστήματος ασφαλίζουν ως ομάδα με κυμαινόμενη σύνθεση όλες τις απαιτήσεις τους στο πλαίσιο πράξεων νομισματικής πολιτικής και παροχής ενδοημερήσιας ρευστότητας σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος. Στην περίπτωση αυτή το πιστωτικό ίδρυμα δεν επιτρέπεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της ασφαλειολήπτριας κεντρικής τράπεζας να αποσύρει ή/και να διαθέτει περαιτέρω τα δοθέντα ως ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αναγγελία προς τον οφειλέτη της σύστασης ασφάλειας από πιστωτικό ίδρυμα υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος ή άλλης κεντρικής τράπεζας μέλους του ευρωσυστήματος, στο πλαίσιο πράξεων νομισματικής πολιτικής ή παροχής ενδοημερήσιας ρευστότητας, επί απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος από χορηγηθέν προς τον οφειλέτη δάνειο ή πίστωση οποιασδήποτε μορφής, δημιουργεί προτεραιότητα έναντι κάθε μεταγενέστερης αναγγελίας σύστασης ασφάλειας επί απαιτήσεων από το ίδιο δάνειο ή πίστωση, καθ’ οιονδήποτε τρόπο γενομένης, περιλαμβανομένης της δημοσίευσης βάσει των διατάξεων του ν. 2844/2000 (Α΄ 220).

Άρθρο 152Καλυμμένες ομολογίεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά του ν. 3156/2003 (Α΄ 157), άρθρα 1 έως και 9, 12 και 14.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα καθήκοντα εκπροσώπου των ομολογιούχων ασκεί θεματοφύλακας (trustee) που μπορεί να είναι πιστωτικό ίδρυμα ή συνδεδεμένη εταιρεία πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παράγραφος 5 του κ.ν. 2190/1920 ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι των ομολογιούχων για δόλο και βαρεία αμέλεια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών μπορεί να συνίσταται σε απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως και συμπληρωματικά σε απαιτήσεις από παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (όπως ενδεικτικά απαιτήσεις από συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων), σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και σε κινητές αξίες, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο λόγος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα προς την αξία των καλυμμένων ομολογιών κατά την έκδοση, ο τρόπος αποτίμησης των περιουσιακών αυτών στοιχείων, καθώς και ο έλεγχος για τη διασφάλιση της επάρκειας του καλύμματος καθ’ όλη τη διάρκεια της έκδοσης. Ο λόγος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων προς την αξία των ομολογιών μπορεί να ορίζεται διαφορετικός ανάλογα με το είδος των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα, ιδίως ανάλογα με το είδος των δανείων ή πιστώσεων οι απαιτήσεις από τα οποία συγκαταλέγονται στο κάλυμμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Επί του καλύμματος συνιστάται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών (όπως ενδεικτικά απαιτήσεων από χρηματοοικονομικά παράγωγα συνδεόμενα με την έκδοση των ομολογιών, απαιτήσεων του θεματοφύλακα για συμφωνηθείσες αμοιβές και δαπάνες του, απαιτήσεων τυχόν εγγυητών, απαιτήσεων τυχόν διαχειριστή των δανείων) και οι οποίοι αναφέρονται ως εξασφαλιζόμενοι δανειστές στο πρόγραμμα των ομολογιών. Σε περίπτωση που ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών διέπονται από ξένο δίκαιο, θα συστήνεται εμπράγματη εξασφάλιση επ’ αυτών υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων δανειστών σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου δικαίου. Με το πρόγραμμα μπορεί να ορίζεται η εξασφάλιση από το ίδιο νόμιμο ενέχυρο ομολογιούχων ή και άλλων δανειστών οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με ομολογίες διαφορετικής έκδοσης ή σειράς, καθώς και κάθε σχετικό ζήτημα όπως ενδεικτικώς η μεταξύ τους σχέση, ο τρόπος και η προτεραιότητα ικανοποίησης και ο τρόπος οργάνωσής τους σε ομάδα και εκπροσώπησής τους κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 του ν. 3156/2003, εφόσον δεν επιλεγεί σχετικώς η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου. Ο διορισμός περισσότερων θεματοφυλάκων κοινών ή ανά σειρά ή έκδοση δεν αποκλείεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι απαιτήσεις που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα των ομολογιών αναφέρονται ονομαστικά σε έγγραφο που υπογράφεται από τον εκδότη και τον θεματοφύλακα και καταχωρείται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη σημεία του, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000. Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να αντικαθίστανται απαιτήσεις που συνιστούν μέρος του καλύμματος με άλλες ή να προστίθενται απαιτήσεις στο κάλυμμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΑ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου. Σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη, οι ομολογιούχοι και λοιποί δανειστές που εξασφαλίζονται με το νόμιμο ενέχυρο ικανοποιούνται ως προς το μη εξοφλούμενο από το κάλυμμα μέρος των απαιτήσεών τους, όπως και οι ανέγγυοι πιστωτές από τη λοιπή περιουσία του εκδότη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Από την καταχώριση του εγγράφου της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου το κύρος της έκδοσης του ομολογιακού δανείου, της σύστασης του νομίμου ενεχύρου και της τυχόν διεπόμενης από ξένο δίκαιο εμπράγματης ασφάλειας, των πληρωμών προς τους ομολογιούχους και τους λοιπούς δανειστές που εξασφαλίζονται με το νόμιμο ενέχυρο, καθώς και της σύναψης κάθε σχετικής με την έκδοση των καλυμμένων ομολογιών σύμβασης δεν θίγεται από την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζονται στο ν. 3458/2006, σε σχέση με τον εκδότη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Απαγορεύεται η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου, οποιαδήποτε διάθεσή τους από τον εκδότη χωρίς την έγγραφη συναίνεση του θεματοφύλακα είναι άκυρη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Με το πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου μπορεί να ορίζεται ότι είτε εξ αρχής είτε αν επέλθουν ορισμένα γεγονότα, όπως ενδεικτικά έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας σε σχέση με τον εκδότη, ο θεματοφύλακας θα μπορεί να αναθέτει ή να αναλαμβάνει την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών κατ’ ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 14 έως και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. Ο θεματοφύλακας θα μπορεί επίσης, κατά τους όρους του προγράμματος και τους όρους της σχέσης που τον συνδέει με τους ομολογιούχους, να πωλεί και μεταβιβάζει τα περιουσιακά στοιχεία του καλύμματος είτε κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων είτε κατά τις γενικές διατάξεις και να χρησιμοποιεί το καθαρό προϊόν της πώλησης σε εξόφληση των εξασφαλισμένων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων, κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 1239 και 1254 του Αστικού Κώδικα και κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου και κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 δεν απαιτείται ο μεταβιβάζων να έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ορίσει διαχειριστή, ανεξάρτητα από τις εξουσίες που τυχόν αναθέτει σε επίτροπο ή εκκαθαριστή με βάση τα ανωτέρω άρθρα 137 και 145 του παρόντος, αν δεν το πράξει ο θεματοφύλακας. Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεων που συγκαταλέγονται στο νόμιμο ενέχυρο και τη ρευστοποίηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε αυτό διατίθενται για την εξόφληση των ομολογιών και των λοιπών εξασφαλιζόμενων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του ομολογιακού δανείου. Οι διατάξεις των παραγράφων 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 εφαρμόζονται αναλόγως για την πώληση, τη μεταβίβαση, την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Με καλυμμένες ομολογίες μπορούν να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλο κράτος−μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα εγγυάται ευθυνόμενο ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών. Επιπλέον, προκειμένου να εξομοιωθούν οι εκδιδόμενες από το νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού ομολογίες με καλυμμένες ομολογίες πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος που προβλέπεται να εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε σχέση με την αξία των ομολογιών και την αξία και το είδος των περιουσιακών στοιχείων του νομικού προσώπου ειδικού σκοπού. Οι λοιπές παράγραφοι του παρόντος άρθρου ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Οι καλυμμένες ομολογίες μπορούν να εισάγονται σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 και της παρ. 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ, καθώς και να διατίθενται με δημόσια προσφορά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Σε περίπτωση έκδοσης σύμφωνα με ξένο δίκαιο ομολογιών, οι οποίες χαρακτηρίζονται κατά το οικείο δίκαιο ως καλυμμένες, από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε κράτος−μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ο εκδότης μπορεί να συνιστά νόμιμο ενέχυρο επί απαιτήσεων που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο υπέρ των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών κατ’ ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 5, 6 και 8 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 14 του ν. 3156/2003.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, του άρθρου 14 του ν. 3156/2003 και με ανάλογη εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου. Οι καλυμμένες ομολογίες της παρούσας παραγράφου εξασφαλίζονται με εγγύηση που παρέχεται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος−μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, το οποίο ευθύνεται ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών. Ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών έχει ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση απαιτήσεων και κινητών αξιών που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και την παροχή της εγγύησης προς εξασφάλιση των πάσης φύσεως απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος των καλυμμένων ομολογιών. Η απόκτηση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών, η οποία γίνεται λόγω πωλήσεως, η εν γένει διαχείριση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών και η είσπραξη των απαιτήσεων του νομικού προσώπου ειδικού σκοπού διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 2 εδάφια α΄ και β΄ και 6 έως 17 και 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά. Αν το νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού του προηγούμενου εδαφίου εδρεύει στην Ελλάδα πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία διεπόμενη από τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. Οι πάσης φύσεως απαιτήσεις, που απορρέουν από την εγγύηση των καλυμμένων ομολογιών, εξασφαλίζονται με νόμιμο ενέχυρο, το οποίο συνιστάται επί του συνόλου των απαιτήσεων που αποκτά ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών. Οι απαιτήσεις επί των οποίων υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο αποτελούν το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών. Η σύσταση και η λειτουργία του νομίμου ενεχύρου διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 18 και 19 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. Στο κάλυμμα μπορούν να περιλαμβάνονται επίσης και περιουσιακά στοιχεία διεπόμενα από ξένο δίκαιο κατά τους όρους του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος μπορούν να εξομοιούνται με καλυμμένες ομολογίες και άλλες κατηγορίες ομολογιών, εφόσον διασφαλίζεται η εποπτεία των εκδοτών τους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων. Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ορίζονται επίσης τα καθήκοντα του θεματοφύλακα, τα καλύμματα των ομολογιών του παρόντος άρθρου και οι λοιπές εξασφαλίσεις κατά παρέκκλιση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού.

Άρθρο 153Μέτρα, κυρώσεις, απόρρητο και λοιπές διατάξεις για χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της ΕλλάδοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας περί λειτουργίας της οικείας κατηγορίας χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, οι διατάξεις του άρθρου 19, των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 27, του άρθρου 54, της παραγράφου 3 του άρθρου 55, των παραγράφων 3, 4, 6 και 8 του άρθρου 66, της παραγράφου 5 του άρθρου 90, του άρθρου 94, του άρθρου 96, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 137, των άρθρων 56 έως 60 και 145 εφαρμόζονται και επί χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε ατομική βάση στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επιπλέον η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, σε περίπτωση παράβασης από τα χρηματοδοτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, να επιβάλει την αναστολή της άδειας λειτουργίας τους ή την ανάκληση αυτής, η οποία επιφέρει τη θέση τους σε εκκαθάριση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και οι όροι αναστολής ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας χρηματοδοτικού ιδρύματος του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι εταιρίες παροχής πιστώσεων επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας ή Ευρωπαϊκής Εταιρίας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 με πραγματική και καταστατική έδρα στην Ελλάδα. Οι εταιρίες παροχής πιστώσεων έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή πιστώσεων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη καταναλωτικών και προσωπικών αναγκών, με βάση τα ισχύοντα αντιστοίχως για τις παρεχόμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα πιστώσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω εταιρείες μπορούν να ασκούν συμπληρωματικές ή παρεμφερείς δραστηριότητες παράλληλα με την ως άνω κύρια δραστηριότητα της παροχής πιστώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τη σύσταση και λειτουργία στην Ελλάδα εταιρειών παροχής πιστώσεων απαιτείται ειδική άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στο οικείο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Το ίδιο ισχύει και για τη μετατροπή υφιστάμενης ανώνυμης εταιρείας σε εταιρεία παροχής πιστώσεων. Για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας, η Τράπεζα της Ελλάδος ζητεί και αξιολογεί τα αντίστοιχα στοιχεία και πληροφορίες που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο για την παροχή άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύει περαιτέρω τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας και να καθορίζει το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο που απαιτείται να καταβληθεί για τη σύσταση και τη λειτουργία των εταιριών παροχής πιστώσεων, καθώς επίσης το ύψος των ιδίων κεφαλαίων. Το συγκεκριμένο ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να είναι ολόκληρο καταβεβλημένο σε μετρητά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι μετοχές των εταιριών παροχής πιστώσεων είναι ονομαστικές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί εποπτεία και έλεγχο στις επιχειρήσεις του παρόντος άρθρου και ρυθμίζει με πράξεις της τα σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τα συστήματα Εσωτερικού Ελέγχου. Επίσης αξιολογεί τους εταίρους, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τους επικεφαλής των λειτουργιών των εν λόγω εταιριών κατ’ αναλογία προς τα ισχύοντα για τα πιστωτικά ιδρύματα και περαιτέρω μπορεί να ζητεί οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία και πληροφορίες. Για την έννοια και το περιεχόμενο της εποπτείας, περιλαμβανομένης της δυνατότητας της Τράπεζας της Ελλάδος να θέτει γενικούς ή ειδικούς ανά επιχείρηση κανόνες, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του παρόντος νόμου, που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλεί άδεια λειτουργίας που έχει χορηγήσει σε εταιρεία παροχής πιστώσεων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.