107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Β΄ - ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ - ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Άρθρο 167Τροποποιήσεις του ν. 1667/1986ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 1667/1986 (Α΄ 196) διαγράφονται οι λέξεις «ο αριθμός των χιλίων πεντακοσίων και μίας προαιρετικών μερίδων μπορεί να ανέλθει μέχρι το 2% του συνόλου των συνεταιριστικών μερίδων» και αντικαθίστανται ως εξής «το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την απόκτηση από κάθε συνεταίρο απεριόριστου αριθμού προαιρετικών μερίδων».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 1667/1986 προστίθεται νέα περίπτωση γ΄ ως εξής: «γ) Επιτρέπεται η έκδοση προαιρετικών μερίδων χωρίς δικαίωμα ψήφου με προνόμιο, το οποίο θα συνίσταται σε δικαίωμα απόληψης μερίσματος πολλαπλασίου εκείνου που αντιστοιχεί σε κάθε κοινή συνεταιριστική μερίδα. Κατά τη διανομή των καθαρών κερδών και του προϊόντος της εκκαθάρισης όλες ανεξαιρέτως οι συνεταιριστικές μερίδες ικανοποιούνται στην ίδια σειρά. Για τη λήψη απόφασης που αφορά την έκδοση των ανωτέρω προνομιούχων προαιρετικών συνεταιριστικών μερίδων και τον καθορισμό του ως άνω πολλαπλασιαστή του μερίσματος, η γενική συνέλευση των μελών του συνεταιρισμού βρίσκεται σε απαρτία σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 και απαιτείται η προβλεπόμενη στην παράγραφο 6 του άρθρου 5 πλειοψηφία.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα εδάφια που προστέθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 3867/2010 (Α΄ 128) στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 1667/1986, καταργούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1667/1986, μετά τις λέξεις «προς τον αριθμό των μερίδων» προστίθενται οι λέξεις «με δικαίωμα ψήφου».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Μετά το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 1667/1986, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια: «Τα πλήρους απασχόλησης εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που όντως διευθύνουν τη δραστηριότητα των πιστωτικών συνεταιρισμών, που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, δεν είναι απαραίτητο να είναι μέλη του συνεταιρισμού.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στο άρθρο 8 του ν. 1667/1986 προστίθενται νέες παράγραφοι 4 και 5 ως ακολούθως: «4. Στους πιστωτικούς συνεταιρισμούς που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα συγκροτείται Επιτροπή Ανάδειξης Υποψηφίων αποτελούμενη από τρία μέλη που εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση. Η διάρκεια της θητείας των μελών της Επιτροπής Ανάδειξης Υποψηφίων είναι μεγαλύτερη κατά ένα έτος από τη διάρκεια της θητείας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Το ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να κατέχει θέση με εκτελεστικές αρμοδιότητες στον πιστωτικό συνεταιρισμό που λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα και να μετέχει συγχρόνως στην Επιτροπή Ανάδειξης Υποψηφίων. 5. Έργο της Επιτροπής Ανάδειξης Υποψηφίων είναι η κατάρτιση καταλόγου των υποψηφίων εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, που όντως θα διευθύνουν τη δραστηριότητα του συνεταιρισμού. Τα υποψήφια μέλη πρέπει να πληρούν τα εκάστοτε ισχύοντα κριτήρια καταλληλότητας, όπως αυτά καθορίζονται στο νόμο και στις σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Τουλάχιστον δύο (2) μήνες πριν από τη Γενική Συνέλευση των μελών του συνεταιρισμού κατά την οποία πρόκειται να εκλεγούν ένα ή περισσότερα εκ των ανωτέρω μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, ο κατάλογος υποβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος προς προληπτική εποπτική αξιολόγηση και έγκριση της καταλληλότητας των υποψηφίων. Ο κατάλογος περιέχει τουλάχιστον διπλάσιο αριθμό υποψηφίων από τον αριθμό των προσώπων που πρόκειται να εκλεγούν. Αν κάποιο ή κάποια από τα υποψήφια πρόσωπα κριθούν ακατάλληλα από την Τράπεζα της Ελλάδος και ο αριθμός των υποψηφίων που κρίθηκαν κατάλληλοι υπολείπεται του διπλασίου του αριθμού των προσώπων που πρόκειται να εκλεγούν, η Επιτροπή Ανάδειξης Υποψηφίων, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της αρνητικής αξιολόγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, υποβάλλει συμπληρωματικό κατάλογο. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται μέχρι να κριθούν κατάλληλοι τουλάχιστον διπλάσιοι υποψήφιοι από τον αριθμό των προσώπων που πρόκειται να εκλεγούν.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, τα Διοικητικά Συμβούλια των πιστωτικών συνεταιρισμών, που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, συγκαλούν Έκτακτη Γενική Συνέλευση των μελών του συνεταιρισμού για την ανάδειξη των μελών της Επιτροπής Ανάδειξης Υποψηφίων.

Άρθρο 168Συμπλήρωση διατάξεων σχετικά με πιστωτικά ιδρύματαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το άρθρο 68 του ν. 4150/2013 (Α΄ 102) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής: «Σε περίπτωση μεταβίβασης, και ανεξαρτήτως του χρόνου συντέλεσης αυτής, στοιχείων ενεργητικού και παθητικού υποκαταστημάτων στην Ελλάδα, τα οποία ανήκουν σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της Ελλάδας, προς ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, στο πλαίσιο απόφασης εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας μέλους, στην οποία έχουν την έδρα τους τα πιστωτικά ιδρύματα, για τη μεταβίβαση αρκεί η κατάρτιση ιδιωτικού εγγράφου και αυτή σημειώνεται, σε όσες περιπτώσεις απαιτείται, ατελώς στα οικεία δημόσια βιβλία και αρχεία, με αίτηση του προς ον η μεταβίβαση προσώπου. Στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση μεταβίβασης που καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο, αποτελεί το νόμιμο τίτλο κτήσης των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, χωρίς την τήρηση οποιασδήποτε άλλης διατύπωσης. Δεν οφείλεται, επίσης, οποιοδήποτε τέλος ή φόρος, εάν απαιτηθεί η κατάρτιση χωριστής πράξης για τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία. Στη συγκεκριμένη μεταβίβαση δεν εφαρμόζεται το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα. Για το κύρος της μεταβίβασης και το αντιτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταφέρονται στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεσή τους. Σε περίπτωση παροχής κεφαλαιακής ενίσχυσης από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στο πλαίσιο της ως άνω μεταβίβασης, δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 7α του ν. 3864/2010 (Α΄ 119), ούτε οι διατάξεις περί τίτλων παραστατικών δικαιωμάτων κτήσης μετοχών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση διανομής μερίσματος για τη χρήση 2013, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 3723/2008 (Α΄ 250), η διανομή περιορίζεται αποκλειστικά στη διανομή μετοχών. Οι μετοχές αυτές δεν πρέπει να προέρχονται από επαναγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ποσό φόρου (κύριου και προσαυξήσεων), που βεβαιώνεται μετά από φορολογικό έλεγχο σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος το οποίο έχει τεθεί σε ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και αφορά σε ανέλεγκτες διαχειριστικές χρήσεις μέχρι και τη θέση του σε ειδική εκκαθάριση, δύναται να συμψηφισθεί με πιστωτικό υπόλοιπο φόρου εισοδήματος που έχει προκύψει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 109 του μέχρι 31.12.2013 ισχύσαντος ν. 2238/1994 και αντιστοιχεί στον φόρο που παρακρατήθηκε επί εισοδημάτων φορολογηθέντων κατά ειδικό τρόπο, (ενδεικτικά και όχι περιοριστικά) εισοδημάτων από τόκους αλλοδαπής προέλευσης, καθώς και από τόκους ομολόγων ημεδαπών επιχειρήσεων χωρίς την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3310/2005 (Α΄ 107) προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής: «Ειδικά για τα Πιστωτικά Ιδρύματα που εκάστοτε ανακεφαλαιοποιούνται σύμφωνα με το ν. 3864/2010 (Α΄ 119) και συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις, την ανωτέρω υποχρέωση έχουν τα φυσικά πρόσωπα που φέρουν τις ιδιότητες του πρώτου εδαφίου και έχουν μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα.»

Άρθρο 169Τροποποιήσεις του π.δ. 237/1986ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το άρθρο 5 παρ. 2 του π.δ. 237/1986 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «2. Η κατά το άρθρο 2 ασφαλιστική κάλυψη: Α. Αρχίζει μόνον με την καταβολή ολόκληρου του οφειλομένου ασφαλίστρου στον ασφαλιστή, πριν από την οποία απαγορεύεται η παράδοση του ασφαλιστηρίου στον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης, Β. ισχύει για όσο χρόνο ορίζεται στο ασφαλιστήριο, και Γ. αποδεικνύεται, έναντι των οργάνων που είναι αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου 4 του παρόντος, από την κατοχή του ασφαλιστηρίου, το οποίο αποστέλλει ο ασφαλιστής στον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης εντός πέντε (5) ημερών από την είσπραξη του ασφαλίστρου. Δ. Σε περίπτωση ελέγχου από όργανα, που είναι αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων, εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος των πέντε (5) ημερολογιακών ημερών αρκεί η προσκόμιση της απόδειξης πληρωμής του απαιτούμενου ποσού ασφάλισης του οχήματος.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο άρθρο 5 του π.δ. 237/1986 μετά το τέλος της παραγράφου 2, προστίθενται παράγραφοι 2.α, 2.β και 2.γ ως εξής: «2.α. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αντιτάξει τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης έναντι του ζημιωθέντος τρίτου, μετά την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από την επομένη της ημερομηνίας που ορίζεται με το ασφαλιστήριο ότι λήγει η ισχύς της, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης ή/και του ασφαλισμένου. 2.β. Ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης επιτρέπεται μόνον μετά την εμπρόθεσμη καταβολή του ασφαλίστρου της επόμενης ασφαλιστικής περιόδου, το αργότερο έως την λήξη της ισχύουσας ασφαλιστικής σύμβασης. 2.γ. Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε πραγματικό χρόνο το Κέντρο Πληροφοριών για την έναρξη και τη διάρκεια ισχύος κάθε νέας ασφαλιστικής σύμβασης και κάθε ανανέωση αυτής.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το στοιχείο α΄ της παρ. 4 του άρθρου 5 του π.δ. 237/ 1986 αντικαθίσταται ως εξής: «α) Αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού και της άδειας κυκλοφορίας μετά των κρατικών πινακίδων του οχήματος για έξι (6) μήνες με πράξη της Αστυνομικής Αρχής. Επί εμπλοκής οχήματος σε ατύχημα επί τόπου αφαίρεση πινακίδων και άδειας κυκλοφορίας για δύο (2) χρόνια και επί υποτροπής για τρία (3) χρόνια. Για την επιστροφή των πινακίδων και της άδειας κυκλοφορίας μετά την παρέλευση των ανωτέρω περιόδων απαιτείται η προσκόμιση από τον ενδιαφερόμενο του σχετικού συμβολαίου ασφάλισης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στο στοιχείο α΄ της παρ. 6 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986 πριν από τις λέξεις «αιτιολογημένη προσφορά» προστίθεται η λέξη «έγγραφη».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στο στοιχείο β΄ της παρ. 6 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986 πριν από τις λέξεις «αιτιολογημένη απάντηση» προστίθεται η λέξη «έγγραφη».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στο στοιχείο α΄ της παρ. 7 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986 πριν από τις λέξεις «αιτιολογημένη προσφορά» προστίθεται η λέξη «έγγραφη».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Στο στοιχείο β΄ της παρ. 7 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986 πριν από τις λέξεις «αιτιολογημένη απάντηση» προστίθεται η λέξη «έγγραφη».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Στο άρθρο 6 του π.δ. 237/1986 προστίθεται όγδοη παράγραφος ως εξής: «8. Ο χρόνος πληρωμής που αναφέρει η προσφορά αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις δέκα (10) ημέρες από την προσφορά, εκτός αντίθετης ειδικής συμφωνίας των μερών. Αν συμφωνηθεί αυτούσια αποκατάσταση της ζημιάς, ο χρόνος αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες από τη συμφωνία, εκτός αντίθετης ειδικής συμφωνίας των μερών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στο άρθρο 6 του π.δ. 237/1986 προστίθεται ένατη παράγραφος ως εξής: «9. Για την εφαρμογή των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος, με την αίτηση αποζημίωσης εξομοιώνονται οι δηλώσεις ατυχήματος που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος, η τυχόν φιλική δήλωση τροχαίου ατυχήματος του Συστήματος Άμεσης Πληρωμής (Σ.Α.Π.), και κάθε εν γένει έγγραφη με επιστολή είτε με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή τηλεομοιοτυπία ενημέρωση προς τον ασφαλιστή είτε από τον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης είτε από τον τρίτο δικαιούχο αποζημίωσης, ότι επήλθε ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986 αντικαθίσταται η φράση «μετά τη λήξη του διμήνου», σε «μετά τη λήξη του τριμήνου».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η παρ. 4 του άρθρου 6α του π.δ. 237/1986 διαγράφεται από το άρθρο 6α και προστίθεται αυτούσια στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η παρ. 1 του άρθρου 6α του π.δ. 237/1986 καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η παρ. 2 του άρθρου 6α του π.δ. 237/1986 αναριθμείται σε παράγραφο 1 και η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Όπου προβλέπεται έγγραφη επικοινωνία του ασφαλιστή με τον λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο ή τον δικαιούχο αποζημίωσης, η επικοινωνία αυτή μπορεί να γίνεται είτε με επιστολή είτε με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή τηλεομοιοτυπία ή με αποστολή μηνύματος σε συσκευή κινητής τηλεφωνίας, σε στοιχεία επικοινωνίας που οι τελευταίοι έχουν δηλώσει εγγράφως ή με νόμιμα ηχογραφημένη συνομιλία ότι επιθυμούν μέσω αυτών να συναλλάσσονται με τον ασφαλιστή.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Η παρ. 2 του άρθρου 11 του π.δ. 237/1986 καταργείται και οι παράγραφοι 3 και 4 αναριθμούνται σε 2 και 3 αντιστοίχως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Το άρθρο 11α του π.δ. 237/1986 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 11α Πρόωρη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης 1. Τα μέρη που συμβάλλονται στην ασφαλιστική σύμβαση μπορούν να λύουν αυτήν, οποτεδήποτε, με έγγραφη συμφωνία. 2. Ο λήπτης της ασφάλισης ή/και ο ασφαλισμένος μπορούν να καταγγέλλουν την ασφαλιστική σύμβαση οποτεδήποτε, με επιστολή που αποστέλλεται είτε με μορφή τηλεομοιοτυπίας είτε ηλεκτρονικά, στα στοιχεία επικοινωνίας που αναγράφει η ασφαλιστική επιχείρηση στην επίσημη ιστοσελίδα της και στα κάθε είδους έντυπά της. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας ως προς τα συμβαλλόμενα μέρη επέρχονται άμεσα από την ημερομηνία περιέλευσης αυτής στην ασφαλιστική επιχείρηση. 3. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί, με επιστολή, να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση μόνο για παράβαση ουσιώδους όρου αυτής από τον λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο και βαρύνεται με την απόδειξη της παράβασης. Με τη δήλωση της καταγγελίας, η οποία απευθύνεται στο λήπτη της ασφάλισης ή/και τον ασφαλισμένο, γνωστοποιείται ότι, η μη συμμόρφωσή τους με τον παραβιασθέντα ουσιώδη όρο εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της καταγγελίας, επιφέρει τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης. 4. Η επιστολή της προηγούμενης παραγράφου αποστέλλεται στη διεύθυνση της κατοικίας ή διαμονής του λήπτη της ασφάλισης ή/και του ασφαλισμένου που αναγράφεται στο ασφαλιστήριο. Ως κατοικία ή διαμονή, θεωρείται και η τελευταία διεύθυνση που ο λήπτης της ασφάλισης ή/και ο ασφαλισμένος δήλωσε εγγράφως στην ασφαλιστική επιχείρηση. Τα αποτελέσματα της επιστολής επέρχονται ανεξάρτητα από την άρνηση του λήπτη της ασφάλισης ή/και του ασφαλισμένου να παραλάβουν αυτή ή τη μη ανεύρεσή τους στις διευθύνσεις κατοικίας, ή διαμονής ή τη μη προσέλευσή τους στο ταχυδρομείο για την παραλαβή της. 5. Σε κάθε περίπτωση πρόωρης λήξης της ισχύος της σύμβασης ασφάλισης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σχετικά το Κέντρο Πληροφοριών του Επικουρικού Κεφαλαίου. Ειδικά στην περίπτωση της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η ενημέρωση δεν μπορεί να γίνει νωρίτερα από την 30ή ημέρα από την αποστολή της σχετικής επιστολής. Η ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να αντιτάξει έναντι του τρίτου ζημιωθέντος τη λύση της σύμβασης ασφάλισης μόνον μετά την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από την ενημέρωση των προηγούμενων εδαφίων.» 6. Στην παρ. 1 του άρθρου 15 του π.δ. 237/1986, μετά τις λέξεις «αρμόδια αρχή», προστίθενται οι λέξεις «κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 παρ. 2γ του ν. 2696/1999 (Α΄ 57).» 7. Η παρ. 4 του άρθρου 38 του π.δ. 237/1986 καταργείται. 8. Εισάγεται τελική διάταξη με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Τελικές Διατάξεις Καταργείται η υπ’ αριθμ. Κ4/2674/14.12.1977 (Β΄ 1291) Απόφαση του Υπουργού Εμπορίου.»

Άρθρο 170Τροποποιήσεις του ν. 3867/2010 και του ν.δ. 400/1970ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3867/2010 προστίθεται νέo εδάφιo με το εξής περιεχόμενο: «Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ακολουθεί, με την έκδοση σχετικών κανονιστικών της πράξεων, τις κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και τα πρότυπα που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων στο πλαίσιο εφαρμογής της παρ. 1α΄ του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/ 2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 331, 15.12.2010).»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η περίπτωση λγ΄ του άρθρου 2Α του ν.δ. 400/1970 τροποποιείται ως εξής: «λγ. «Εκκαθαριστής» είναι κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, διοριζόμενο από τις αρμόδιες αρχές ή κατά περίπτωση από τα διοικητικά όργανα ασφαλιστικής επιχείρησης, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης.»