231 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4303/2014

Κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Επείγουσα ρύθμιση για την αναπλήρωση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων λόγω πρόωρης λήξης της θητείας του» (Α΄ 136) και άλλες διατάξεις.

Άρθρο 2 - Έναρξη ισχύος
17 Οκτωβρίου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 231
17 Οκτωβρίου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4303
Κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Επείγουσα ρύθμιση για την αναπλήρωση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων λόγω πρόωρης λήξης της θητείας του» (Α΄ 136) και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 2Έναρξη ισχύος

Η ισχύς της παρούσας, η οποία θα κυρωθεί νομοθετικά κατά το άρθρο 44 παράγραφος 1 του Συντάγματος, αρχίζει από την 5η Ιουνίου 2014.

Αθήνα, 10 Ιουνίου 2014
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ Κ. ΣΑΜΑΡΑΣ
ΤΑ ΜΕΛΗ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, ΓΚΙΚΑΣ ΧΑΡΔΟΥΒΕΛΗΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ,
ΝΙΚΟΛΑΟΣ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΝΔΙΑΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΑΣΟΥΛΑΣ, ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ,
ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΑΡΑΣΜΑΝΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΙΚΙΛΙΑΣ, ΟΛΓΑ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗ,
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΡΦΑΝΟΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ, ΦΩΤΕΙΝΗ
ΓΕΝΝΗΜΑΤΑ, ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ
ΓΡΗΓΟΡΑΚΟΣ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΚΟΥΚΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ,
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΑΓΑΡΑΣ»
Άρθρο δεύτερο
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 2969/2001
Στο ν. 2969/2001 «Αιθυλική αλκοόλη και αλκοολούχα προϊόντα» (A΄ 281) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις:
1. Στο άρθρο 3 η παράγραφος 11 αντικαθίσταται και προστίθεται παράγραφος 12 ως εξής:
«11.α. Πλήρως μετουσιωμένη αιθυλική αλκοόλη με την εθνική μέθοδο (φωτιστικό οινόπνευμα):
Η αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης χαμηλής ποιότητας (κεφαλές και ουρές της απόσταξης, ακατέργαστη ή ακάθαρτη ή ακαθάριστη αιθυλική αλκοόλη) με κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 93% vol.
και όχι άνω των 96% vol., στην οποία προστίθενται οι ακόλουθες ουσίες ανά εκατόλιτρο ένυδρης αιθυλικής αλκοόλης 93% vol.:
α) Μεθυλική αλκοόλη: 2 λίτρα.
β) Τερεβινθέλαιο: 1 λίτρο.
γ) Φωτιστικό πετρέλαιο: 0,50 λίτρα.
δ) Κυανούν του μεθυλενίου: 0,40 γραμμάρια.
Το τελικό προϊόν πρέπει, ως έχει, να παρουσιάζει ένδειξη του εκατονταβάθμου αλκοολομέτρου 93% vol.
στους 20° C.
β. Πλήρως μετουσιωμένη αιθυλική αλκοόλη με την κοινή ευρωπαϊκή μέθοδο:
Η αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης (ουδέτερη ή ακατέργαστη), ως και η συνθετική αιθυλική αλκοόλη, στην οποία προστίθενται οι ουσίες που καθορίζονται, κατά το είδος και την αναλογία τους, στις εκάστοτε ισχύουσες ενωσιακές διατάξεις.
12. Ποτά από ζύμωση: Τα ποτά του κωδικού Σ.Ο. 22.06 που λαμβάνονται από αλκοολική ζύμωση καρπών, φρούτων και γενικά γεωργικών πρώτων υλών ή/και των χυμών αυτών και προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι παραγωγής και διάθεσης των εν λόγω προϊόντων.»
2. Η παράγραφος Β5 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Τα δοχεία συλλογής και αποθήκευσης, καθώς και οι σωληνώσεις μεταφοράς, πρέπει να είναι από υλικά κατάλληλα για την αποθήκευση αλκοολούχων υγρών.
Τα δοχεία συλλογής και αποθήκευσης πρέπει να είναι κανονικού γεωμετρικού σχήματος, εγκατεστημένα έτσι
ώστε να είναι ευχερής ο έλεγχος και η σφράγισή τους, πριν δε από την έναρξη λειτουργίας να έχουν ογκομετρηθεί και εγκριθεί αρμοδίως οι οικείοι ογκομετρικοί πίνακες, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.»
3. Στο άρθρο 7 η παράγραφος Γ3 αντικαθίσταται, ενώ προστίθεται και παράγραφος Γ4 ως εξής:
«Γ3. Τα αποσταγματοποιεία μπορούν να συστεγάζονται και συλλειτουργούν με οινοποιεία, στα οποία οι αρμόδιες κατά το άρθρο 2 του παρόντος νόμου Αρχές μπορούν να διενεργούν τους απαραίτητους ελέγχους σύμφωνα με όρους, προϋποθέσεις και διαδικασίες που καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Γ4. Προκειμένου για τα στέμφυλα που εισάγονται στα αποσταγματοποιεία προς παραγωγή αποστάγματος
στεμφύλων σταφυλής, μπορεί να αναγνωρίζεται, κατά τους σχετικούς ελέγχους, ανοχή έως 15% πλέον του ορίου της απόδοσής τους σε αιθυλική αλκοόλη που προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις της παραγράφου Ε2 του παρόντος άρθρου.»
4. Η παράγραφος Δ6 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:
«Δ6. Απαγορεύεται η συνύπαρξη και λειτουργία ποτοποιείου σε ενιαίο χώρο με άλλη επιχείρηση εκτός από αποσταγματοποιείο και οινοπνευματοποιείο Β΄ κατηγο
ρίας. Ωστόσο, η συνύπαρξη αυτή δεν επιτρέπεται στην περίπτωση συστέγασης και συλλειτουργίας οινοποιείου
και αποσταγματοποιείου.»
5. Η παράγραφος Δ10 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:
«Δ10.α. Απαγορεύεται η εμφιάλωση αλκοολούχων ποτών από άλλους επιτηδευματίες πλην των ποτοποιών.
β. Κατά παρέκκλιση προς τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, στις περιπτώσεις των αποσταγματοποιείων που συστεγάζονται και συλλειτουργούν
με οινοποιεία που διαθέτουν εμφιαλωτήριο οίνων, επιτρέπεται η εμφιάλωση στο υφιστάμενο εμφιαλωτήριο οίνων, αποκλειστικά και μόνον, των παραγομένων από το αποσταγματοποιείο αποσταγμάτων.
Στην περίπτωση αυτή, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ρυθμίζονται οι όροι και προϋποθέσεις για τη χρήση του εμφιαλωτηρίου για την εμφιάλωση των κατά τα ανωτέρω αποσταγμάτων, ενώ όσον αφορά τις διαδικασίες ελέγχου για την εμφιάλωση και τη διάθεση τούτων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου.»
6. Οι παράγραφοι 6 και 7, ως και η περίπτωση β΄ της παραγράφου 11 του άρθρου 8 αντικαθίστανται ως εξής:
«6. Επιτρέπεται η διάθεση στη λιανική πώληση εμφιαλωμένης της πλήρως μετουσιωμένης αιθυλικής αλκοόλης, είτε με την εθνική μέθοδο (φωτιστικού οινοπνεύματος) είτε με την κοινή μέθοδο σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ενωσιακές διατάξεις.
Η παρασκευή της πλήρως μετουσιωμένης αιθυλικής αλκοόλης, είτε με την εθνική μέθοδο (φωτιστικού οινοπνεύματος) είτε με την κοινή μέθοδο πραγματοποιείται, αποκλειστικά και μόνον, από τα οινοπνευματοποιεία Α΄ και Β΄ κατηγορίας ή από τους νεφτοποιούς της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 5, ως και από τις φορολογικές αποθήκες εμπορίας που διακινούν χύμα, παντός είδους αιθυλική αλκοόλη, αποστάγματα και προϊόντα απόσταξης γεωργικής προέλευσης.
Η εμφιάλωση της πλήρως μετουσιωμένης αιθυλικής αλκοόλης, είτε με την εθνική μέθοδο (φωτιστικού οινοπνεύματος) είτε με την κοινή μέθοδο, επιτρέπεται να γίνεται μόνο από επιτηδευματίες οι οποίοι κατέχουν ειδική, κατά περίπτωση, άδεια που εκδίδεται από την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, επί τη βάσει της οποίας και μόνον επιτρέπεται η εκ μέρους τους προμήθεια αυτής.
7.α. Προκειμένου για την κατά την παρ. 1β΄του άρθρου 83 του ν. 2960/2001 και την παράγραφο 10 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου μετουσιωμένη αιθυλική αλκοόλη, η μετουσίωση μπορεί να διενεργείται επ’ ονόματι των Οινοπνευματοποιών Β΄ κατηγορίας ή των φορολογικών αποθηκών εμπορίας χύμα, παντός είδους, αιθυλικής αλκοόλης, αποσταγμάτων και προϊόντων απόσταξης, με σκοπό την εν συνεχεία διάθεσή της τμηματικά στις δικαιούχες βιομηχανίες και βιοτεχνίες που κέκτηνται την προς τούτο σχετική έγκριση, υπό όρους, προϋποθέσεις και διαδικασίες που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
β. Δεν επιτρέπεται η καθ’ οιονδήποτε τύπο ή τρόπο διάθεση στη λιανική πώληση της, κατά το προηγούμενο εδάφιο, μετουσιωμένης αιθυλικής αλκοόλης, ταύτης προοριζομένης αποκλειστικά και μόνον για βιομηχανική χρήση.»
«11.β. για την πλήρη μετουσίωση, την παρασκευή, διάθεση και εμφιάλωση της, κατά την παράγραφο 11 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, μετουσιωμένης αιθυλικής αλκοόλης, ως και για την εμφιάλωση της ουδέτερης αιθυλικής αλκοόλης γεωργικής προέλευσης και τη διάθεσή της στη λιανική πώληση.»
7. Η παράγραφος 6 του άρθρου 14 αντικαθίσταται
ως εξής:
«6. Οι διοικητικές παραβάσεις του νόμου αυτού παραγράφονται, εάν εντός τριετίας από την τέλεσή τους δεν κοινοποιηθεί στον ή στους υπαιτίους η καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας αρχής.
Προκειμένου περί μη κανονικών δειγμάτων, κάθε είδους, αιθυλικής αλκοόλης, αποσταγμάτων και προϊόντων απόσταξης, ως και αλκοολούχων ποτών, η τέλεση των κατά τα ανωτέρω διοικητικών παραβάσεων ανατρέχει από την ημερομηνία κατά την οποία τα αποτελέσματα των οικείων χημικών εξετάσεων κατέστησαν οριστικά ή από της εκδόσεως της σχετικής γνωμοδοτήσεως του ΑΧΣ.»
Άρθρο τρίτο
Αξιοποίηση της κινητής περιουσίας του ΕΟΜΜΕΧ Στο άρθρο 17 του ν. 4038/2012 (Α΄ 14) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να παραχωρείται κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, η χρήση της κινητής περιουσίας της εταιρείας ΕΟΜΜΕΧ ΑΕ, η οποία έχει περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο, βάσει της Απόφασης 4507/3.11.2011 (Β΄2542), της παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4038/2012 (Α΄14) και του με αριθμ.
18404/30.10.2012 Δημοσίου Συμβολαίου του συμβολαι
ογράφου Αθηνών Γεωργίου Παύλου Κουρνέτα, άνευ ανταλλάγματος και με σκοπό την αξιοποίησή της, σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., εποπτευόμενα από το Δημόσιο. Η απόφαση εκδίδεται κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας Επιτροπής Αξιολόγησης των Αιτημάτων, που λειτουργεί στο Υπουργείο Οικονομικών, έχοντας υπόψη τις καταγραφές που έχουν πραγματοποιηθεί από τις κατά τόπους Κτηματικές Υπηρεσίες, βάσει της αριθ. πρωτ Δ6Α1114957ΕΞ2012 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών.
Επί των ανωτέρω πράξεων μεταβιβάσεως ή παραχώρησης χρήσης εφαρμόζεται η παρ. 13 του άρθρου 14Α του ν. 3429/ 2005 (Α΄ 314), όπως ισχύει.» Άρθρο τέταρτο
Διαδικαστικά ζητήματα μεσολάβησης και διαιτησίας
συλλογικών διαφορών εργασίας
1. Η παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 1876/1990, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 του ν. 3899/2010 (A΄ 212), αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Ο μεσολαβητής καλεί τα μέρη σε κοινές συζητήσεις, προβαίνει σε κατ’ ιδίαν ακρόαση των μερών επί των αιτιολογημένων προτάσεων και αντιπροτάσεών
τους για την κατάρτιση συλλογικής σύμβασης εργασίας, που καταχωρούνται συνοπτικά σε Πρακτικό Μεσολάβησης, εξετάζει την οικονομική κατάσταση και εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής δραστηριό
τητας στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά και προβαίνει σε εξέταση προσώπων και σε οποιαδήποτε έρευνα σχετική με τους όρους εργασίας, συνεπικουρούμενος από έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες της επιλογής του.»
2. Το εδάφιο α΄ της παρ. 6 του άρθρου 15 του ν. 1876/ 1990, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 του ν. 3899/2010 (Α΄ 212), αντικαθίσταται ως εξής:
«6. α) Αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την επομένη της ημέρας ανάληψης των καθηκόντων του μεσολαβητή, προθεσμία η όποια δύναται να παραταθεί με συμφωνία των μερών, ο μεσολαβητής κοινοποιεί στα μέρη αιτιολογημένη πρόταση μεσολάβησης. Στην πρόταση μεσολάβησης αναφέρονται: i) τα μέρη που θα δεσμεύονται από την προτεινόμενη συλλογική σύμβαση εργασίας και οι εκπρόσωποι αυτών που μετείχαν στη διαδικασία μεσολάβησης, ii) ο τρόπος προσφυγής στη μεσολάβηση, iii) τα θέματα που τέθηκαν σε διαπραγμάτευση στη διαδικασία μεσολάβησης, iv) τα στοιχεία, υπομνήματα κ.λπ. με τα οποία τα μέρη τεκμηρίωσαν τις προτάσεις και αντιπροτάσεις τους, v) τα ζητήματα στα οποία επήλθε συμφωνία, vi) τα ζητήματα στα οποία διατηρήθηκε η διαφωνία και επί των οποίων αιτιολογεί την ουσιαστική κρίση της πρότασής του κατά τα οριζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 16 του παρόντος και vii) ρητή διατύπωση όλων των όρων της προτεινόμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας, χωρίς παραπομπές σε άλλες ρυθμίσεις.»
3. Το άρθρο του 16 του ν. 1876/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3899/2010, και τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 της με αριθμό 6 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου της 28.2.2012 (Α΄ 38), που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (Α΄ 28), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 16
Διαιτησία
(Πρώτος Βαθμός)
1. Η προσφυγή στη Διαιτησία μπορεί να γίνεται σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με συμφωνία των μερών.
2. Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς στις εξής περιπτώσεις: α) από οποιοδήποτε μέρος, εφόσον το άλλο μέρος αρνήθηκε τη μεσολάβηση, β) από οποιοδήποτε μέρος μετά την υποβολή της πρότασης μεσολάβησης.
3. Η διαιτησία διεξάγεται από έναν διαιτητή ή από Τριμελή Επιτροπή Διαιτησίας, αν το ζητήσει ένα εκ των μερών. Στην περίπτωση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, διεξάγεται από Τριμελή Επιτροπή Διαιτησίας.
4. Ο διαιτητής ή οι διαιτητές της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, ο ορισμός ενός εκ των διαιτητών ως προέδρου της Επιτροπής, καθώς και οι αναπληρωτές τους, επιλέγονται με συμφωνία των μερών από τον κατάλογο διαιτητών του Ο.ΜΕ.Δ. και σε περίπτωση ασυμφωνίας με κλήρωση. Εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την προσφυγή στη διαιτησία, η αρμόδια υπηρεσία του Ο.ΜΕ.Δ.
καλεί τα μέρη να προσέλθουν σε καθορισμένο τόπο και ώρα για την επιλογή διαιτητή ή Επιτροπής Διαιτησίας και του προέδρου της, καθώς και των αναπληρωτών τους. Η επιλογή ή η κλήρωση διεξάγεται ενώπιον του προέδρου του Ο.ΜΕ.Δ. ή του οριζομένου από αυτόν εκπροσώπου του. Κάθε μέρος έχει το δικαίωμα να εκφράσει μία φορά άρνηση για το κληρωθέν πρόσωπο. Ο διαιτητής και η Τριμελής Επιτροπή Διαιτησίας οφείλουν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από τον ορισμό τους.
5. Ο διαιτητής και η Επιτροπή Διαιτησίας έχουν τα ίδια δικαιώματα με τον μεσολαβητή. Μελετούν όλα τα στοιχεία και πορίσματα, που συγκεντρώθηκαν στο στάδιο της μεσολάβησης και τα πρόσθετα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διαδικασία της διαιτησίας και κυρίως τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά στοιχεία, την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας και την οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων επιχειρήσεων της παραγωγικής δραστηριότητας, στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά, την πρόοδο στη μείωση του κενού ανταγωνιστικότητας και στη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά τη διάρκεια του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας.
6. Η διαιτητική απόφαση πρέπει να περιέχει πλήρη και τεκμηριωμένη αιτιολογία σχετικά με τους όρους που τίθενται σε αυτή και οι οποίοι δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση ή να τροποποιούν προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας. Στη διαιτητική απόφαση διατυπώνονται
ρητώς όλοι οι κανονιστικοί όροι. Κανονιστικοί όροι άλλων εν ισχύι συλλογικών ρυθμίσεων εξακολουθούν να ισχύουν με τη διαιτητική απόφαση. Η πληρότητα της αιτιολογίας ελέγχεται δικαστικά, σύμφωνα με το άρθρο 16Β του παρόντος.
7. Η διαιτητική απόφαση εκδίδεται σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του διαιτητή ή της Επιτροπής Διαιτησίας, αν προηγήθηκε μεσολάβηση, και σε διάστημα τριάντα πέντε (35) ημερών, αν δεν προηγήθηκε. Η απόφαση της Επιτροπής Διαιτησίας λαμβάνεται ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία. Η διαιτητική απόφαση κοινοποιείται από την αρμόδια υπηρεσία του Ο.ΜΕ.Δ. εντός πέντε (5) ημερών από εκδόσεώς της στα δεσμευόμενα από αυτή μέρη.
8. Η απόφαση της διαιτησίας εξομοιώνεται με συλλογική σύμβαση εργασίας και ισχύει από την επομένη της υποβολής της αίτησης για μεσολάβηση, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.
9. Στις περιπτώσεις προσφυγής στη διαιτησία αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας για διάστημα δέκα (10) ημερών από την ημέρα προσφυγής του.»
4. Μετά το άρθρο 16 του ν. 1876/1990 προστίθενται άρθρα 16Α και 16Β ως εξής:
«Άρθρο 16A
Έφεση κατά απόφασης διαιτησίας
(Δεύτερος Βαθμός)
1. Κατά της απόφασης του διαιτητή ή της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας οποιοδήποτε από τα μέρη μπορεί να ασκήσει έφεση, που κατατίθεται στη γραμματεία του Ο.ΜΕ.Δ.. Η προθεσμία της έφεσης είναι δέκα (10) ήμερες από την κοινοποίηση της απόφασης. Η προθεσμία και η άσκηση της έφεσης αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της έφεσης.
2. Η έφεση εξετάζεται από Δευτεροβάθμια Πενταμελή Επιτροπή Διαιτησίας που απαρτίζεται από:
α) Δύο μέλη που προέρχονται από τον κατάλογο των διαιτητών του Ο.ΜΕ.Δ.
και
β) έναν Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας και έναν Αρεοπαγίτη, οι οποίοι επιλέγονται με τους αναπληρωτές τους από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για θητεία ενός (1) έτους, και έναν Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο οποίος επιλέγεται με τον αναπληρωτή του από την Ολομέλεια αυτού για θητεία ενός (1) έτους. Τα μέλη αυτά, όπως και οι διαιτητές, απολαμβάνουν πλήρους ανεξαρτησίας κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους.
3. Η αμοιβή των μελών της Δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας καθορίζεται με τον Κανονισμό Αμοιβών του Ο.ΜΕ.Δ., ο οποίος εκδίδεται κατά τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 1876/1990.
4. Η ανάδειξη των μελών της Δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, που θα επιληφθεί συγκεκριμένης έφεσης, εφόσον δεν πρόκειται για τα πρόσωπα της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2, γίνεται με κλήρωση, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ.
4 του άρθρου 16 αυτού του νόμου και προεδρεύει ο εκάστοτε αρχαιότερος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου
της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου.
5. Στη διαδικασία ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας και για την απόφαση που θα εκδοθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 16, όπως ισχύει. Η απόφαση εκδίδεται με βάση τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στον πρώτο βαθμό διαιτησίας.
6. Η διαιτητική απόφαση εκδίδεται εντός είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Διαιτησίας, ομόφωνα
ή κατά πλειοψηφία, και κοινοποιείται από την αρμόδια υπηρεσία του Ο.ΜΕ.Δ. εντός πέντε (5) ημερών από εκδόσεώς της στα δεσμευόμενα από αυτή μέρη.» «Άρθρο 16Β
Δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων
1. Σε περίπτωση που δεν ασκηθεί έφεση, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16Α, κατά απόφασης διαιτησίας που εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 16, τα μέρη, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας εφέσεως του άρθρου 16Α, μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 16 στοιχείο 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αγωγή αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 του ίδιου Κώδικα. Η σχετική αγωγή εγείρεται από συμμετέχοντα στη συλλογική διαφορά μέρη, η δε εκδοθησομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από τη διαιτητική απόφαση μέρη. Η δικάσιμος ορίζεται εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την κατάθεση της αγωγής ανεξάρτητα από τον αριθμό των υποθέσεων της δικασίμου. Η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης. Η δικάσιμος της έφεσης ορίζεται εντός τριάντα (30) ημερών από την άσκησή της. Η προθεσμία κλήτευσης είναι δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση.
2. Σε περίπτωση που ασκηθεί έφεση ενώπιον της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, κατά απόφασης διαιτησίας η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16, τα μέρη μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, ενώπιον του Εφετείου. Η αγωγή αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η σχετική αγωγή εγείρεται από συμμετέχοντα στη συλλογική διαφορά μέρη, η δε εκδοθησομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από την τελική διαιτητική απόφαση μέρη.
Η δικάσιμος ορίζεται εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, ανεξάρτητα τον αριθμό των υποθέσεων της δικασίμου. Στην περίπτωση αυτή το Εφετείο μπορεί να κρίνει και το κύρος της απόφασης διαιτησίας που εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 16.»
5. Η παρ. 4 του άρθρου 3 της ΠΥΣ 6/2012 (Α΄ 38), που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (Α΄ 28), καταργείται.
6. Η ισχύς του παρόντος άρχεται από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για τυχόν προσφυγές που έχουν κατατεθεί στον Ο.ΜΕ.Δ. και μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί απόφαση διαιτησίας εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο. Το ίδιο ισχύει για αποφάσεις διαιτησίας που έχουν κοινοποιηθεί στα μέρη μετά τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 2307/2014 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στις υποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, η προθεσμία προς άσκηση έφεσης ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας αρχίζει δέκα (10)
ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Άρθρο πέμπτο
Το άρθρο 27Α του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 23 του ν. 4302/ 2014 (Α΄ 225), αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«Μετά το άρθρο 27 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), όπως ισχύει, προστίθεται άρθρο 27Α ως εξής:
«Άρθρο 27Α
Αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση
1. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 11 του παρόντος άρθρου αφορούν στην προαιρετική μετατροπή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, επί προ
σωρινών διαφορών, σε οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Προς το σκοπό της ένταξης στις διατάξεις των παραγράφων αυτών και για την ανάληψη των σχετικών εταιρικών ενεργειών, απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων του νομικού προσώπου, κατόπιν ειδικής εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου. Η απόφαση αυτή αφορά στο σχηματισμό ειδικού αποθεματικού και στη δωρεάν έκδοση παραστατικών τίτλων δικαιωμάτων
κτήσεως κοινών μετοχών (δικαιώματα μετατροπής)
υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου κατά τις διατάξεις της παραγράφου 6, στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του νομικού προσώπου με κεφαλαιοποίηση του ειδικού αποθεματικού και στην εξουσιοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την υλοποίηση των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης.
Η ως άνω απόφαση γνωστοποιείται στη Φορολογική Διοίκηση και στην Εποπτική Αρχή.
Η ένταξη στο ειδικό πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος άρθρου λήγει με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων του νομικού προσώπου, κατόπιν εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται μέχρι το τέλος του προηγούμενου έτους εκείνου στο οποίο αφορά.
Οι αποφάσεις των προηγούμενων εδαφίων λαμβάνονται με την αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία που απαιτείται, κατά τις διατάξεις του ν. 2190/1920, για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.
Ειδικά, όσον αφορά στη λήξη της ένταξης, το νομικό πρόσωπο υποβάλλει προς την Εποπτική Αρχή σχετική αίτηση προς έγκριση τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης, την οποία αυτή εγκρίνει ή απορρίπτει εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της.
2. Ο φόρος εισοδήματος, ο οποίος αναλογεί σε προσωρινές διαφορές, που αφορούν:
α) στο υπολειπόμενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς της παρ. 2 του άρθρου 27, που έχει προκύψει σε βάρος των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 26 και β) στο ποσό των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών, λόγω πιστωτικού κινδύνου, αναφορικά με απαιτήσεις των προαναφερθέντων νομικών προσώπων, υφιστάμενες κατά την 31η Δεκεμβρίου 2014, για το οποίο έχει ή θα λογισθεί «αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση», σύμφωνα με τις διατάξεις των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) και
τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή τις αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος ν. 2238/1994, και εμφανίζεται στις τελευταίες εκάστοτε νομίμως ελεγμένες και εγκεκριμένες από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, ετήσιες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις
των ανωτέρω νομικών προσώπων, εφόσον έχουν συνταχθεί με βάση τα ΔΠΧΑ, μετατρέπεται, στο σύνολό του ή μερικά με τον τρόπο που περιγράφεται κατωτέρω, κατά περίπτωση, σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση αυτού έναντι του Δημοσίου, σε περίπτωση κατά την οποία το λογιστικό, μετά από φόρους, αποτέλεσμα χρήσης του νομικού προσώπου είναι ζημία, σύμφωνα με τις, κατά τα παραπάνω, νομίμως ελεγμένες και εγκεκριμένες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων.
Το ποσό της οριστικής και εκκαθαρισμένης απαίτησης προσδιορίζεται δια του πολλαπλασιασμού του συνολικού ποσού της, κατά τα παραπάνω, οριζόμενης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η λογιστική, μετά από φόρους, ζημία χρήσης στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτά εμφανίζονται στις εκάστοτε ετήσιες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις του νομικού προσώπου, οι οποίες έχουν συνταχθεί για το οικείο φορολογικό έτος, μη συμπεριλαμβανομένης σε αυτά της λογιστικής ζημίας χρήσης [Φορολογική Απαίτηση = Ποσό Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης οικονομικών καταστάσεων X
λογιστική, μετά από φόρους, ζημία χρήσης/(ίδια κεφάλαια − Λογιστική, μετά από φόρους, ζημία χρήσης)].
Η απαίτηση της παρούσας παραγράφου γεννάται κατά το χρόνο έγκρισης των εκάστοτε ετήσιων εταιρικών οικονομικών καταστάσεων από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων και συμψηφίζεται με τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος του νομικού προσώπου ή και εταιρειών του ιδίου εταιρικού ομίλου («συνδεδεμένων επιχειρήσεων» κατά την έννοια του παρόντος νόμου) του φορολογικού έτους το οποίο αφορούν οι εγκριθείσες οικονομικές καταστάσεις. Προκειμένου για
το συμψηφισμό με τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος, το νομικό πρόσωπο ή η συνδεδεμένη επιχείρηση μπορεί να υποβάλει εμπρόθεσμα συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία γέννησης της απαίτησης κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που ο αναλογών φόρος εισοδήματος του φορολογικού έτους στο οποίο προέκυψε η λογιστική ζημία δεν επαρκεί για τον ολοσχερή συμψηφισμό της απαίτησης και κατά το μέρος που αυτή δεν έχει συμψηφισθεί, το νομικό πρόσωπο έχει άμεσα εισπράξιμη απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για το υπόλοιπο (μη συμψηφισθέν) ποσό. Η απαίτηση αυτή καλύπτεται εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της (αρχικής ή συμπληρωματικής) δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Στην περίπτωση
του προηγούμενου εδαφίου, το νομικό πρόσωπο εκδίδει δωρεάν παραστατικούς τίτλους δικαιωμάτων κτήσεως
κοινών μετοχών (δικαιώματα μετατροπής), κατά τις διατάξεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο και αντιστοιχούν σε κοινές μετοχές συνολικής αγοραίας αξίας ίσης με το εκατόν δέκα τοις εκατό (110%) του ποσού της εισπρακτέας φορολογικής απαίτησης.
Ως αγοραία αξία των μετοχών νοείται: (α) εφόσον οι μετοχές του νομικού προσώπου είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ο μέσος όρος της χρηματιστηριακής τιμής τους σταθμισμένος με βάση τον όγκο συναλλαγών, κατά τις προηγούμενες τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία που καθίσταται εισπρακτέα η, κατά τα παραπάνω, φορολογική απαίτηση ή (β) εφόσον oι μετοχές δεν είναι εισηγμένες, η εσωτερική λογιστική αξία τους, όπως προκύπτει από τον νόμιμα συνταγμένο τελευταίο ισολογισμό του νομικού προσώπου, αφού ληφθούν υπόψη τυχόν παρατηρήσεις στην έκθεση ελέγχου του νόμιμου ελεγκτή. Η άσκηση των δικαιωμάτων μετατροπής πραγματοποιείται χωρίς
την καταβολή ανταλλάγματος, με την κεφαλαιοποίηση του ειδικού αποθεματικού.
3. Στην περίπτωση πτώχευσης, διαδικασίας εξυγίανσης, ειδικής εκκαθάρισης ή εκκαθάρισης του νομικού προσώπου, σε εφαρμογή διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας ή της ευρωπαϊκής, όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο, το υπολειπόμενο ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου, μετατρέπεται
σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση κατά τα οριζόμενα στην ίδια παράγραφο. Εάν η φορολογική απαίτηση δεν συμψηφισθεί ολοσχερώς με τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος του νομικού προσώπου, το μη συμψηφισθέν μέρος της ανωτέρω απαίτησης αποτελεί άμεσα εισπράξιμη απαίτησή του από το Δημόσιο.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εφαρμόζονται στο ποσό της αναβαλλομένης φορολογικής απαίτησης που έχει λογισθεί επί των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω πιστωτικού κινδύνου αναφορικά με απαιτήσεις κατά εταιρειών του ιδίου εταιρικού ομίλου, καθώς και μετόχων, εταίρων, μελών διοικητικών συμβουλίων, διευθυνόντων συμβούλων, γενικών
διευθυντών και διευθυντών αυτών. Ως εταιρεία του ιδίου εταιρικού ομίλου νοείται κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την έννοια του παρόντος νόμου.
5. Σε περίπτωση συμψηφισμού ή είσπραξης της απαίτησης, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 2, το σχετικό ποσό αφαιρείται από τη συνολική φορολογική απαίτηση του νομικού προσώπου,
6. Για το ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό εκατόν δέκα τοις εκατό (110%) του ποσού της ανωτέρω απαίτησης, που δεν έχει συμψηφισθεί με το φόρο εισοδήματος του νομικού προσώπου, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, το νομικό πρόσωπο σχηματίζει ισόποσο ειδικό αποθεματικό, το οποίο προορίζεται αποκλειστικά για την αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου και την έκδοση παραστατικών τίτλων δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών (δικαιώματα μετατροπής) προς το Ελληνικό Δημόσιο. Για το σκοπό αυτόν, κατά το χρόνο σχηματισμού του κατά τα ανωτέρω ειδικού αποθεματικού, το νομικό πρόσωπο εκδίδει προς το Ελληνικό Δημόσιο παραστατικούς τίτλους δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών (δικαιώματα μετατροπής) η συνολική αξία των οποίων προσδιορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι τίτλοι είναι μετατρέψιμοι σε κοινές μετοχές, οι οποίες μπορεί να εκδοθούν και υπέρ το άρτιο.
Οι, κατά τα παραπάνω, παραστατικοί τίτλοι είναι ελεύθερα μεταβιβάσιμοι από τους κατόχους. Εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την ημερομηνία έκδοσης των τίτλων, οι υφιστάμενοι μέτοχοι έχουν δικαίωμα εξαγοράς τους κατά την αναλογία συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο του νομικού προσώπου κατά το χρόνο έκδοσης των τίτλων. Η απόκτηση των τίτλων από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και η άσκηση των δικαιωμάτων μετατροπής από τους κατόχους τους πραγματοποιείται χωρίς αντάλλαγμα και δεν αποτελεί δημόσια προσφορά κατά την έννοια του ν. 3401/2005. Δεν αποτελεί, επίσης, δημόσια προσφορά η άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς των τίτλων από τους υπάρχοντες μετόχους.
Μετά την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς από τους υφιστάμενους μετόχους ή την παρέλευση του εύλογου χρονικού διαστήματος χωρίς να ασκηθεί το δικαίωμα αυτό οι, κατά τα παραπάνω, παραστατικοί τίτλοι είναι ελεύθερα μεταβιβάσιμοι έναντι ανταλλάγματος και διαπραγματεύσιμοι σε οργανωμένη αγορά.
7. Με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ορίζονται κάθε σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου θέμα και ιδίως η διαδικασία του φορολογικού ελέγχου, τα απαιτούμενα στοιχεία τεκμηρίωσης για την επαλήθευση του ποσού της οριστικής και εκκαθαρισμένης απαίτησης κατά του Δημοσίου, η παρακολούθηση και πιστοποίηση του μη συμψηφισθέντος ετήσιου υπόλοιπου της φορολογικής απαίτησης της παραγράφου 2, ο τρόπος αποπληρωμής της, ο οποίος είναι είτε μετρητοίς είτε με ταμειακά ισοδύναμα, όπως αυτά ορίζονται στο πρότυπο 7 των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, η πιστοποίηση της εξόφλησης της απαίτησης αυτής, οι βασικοί όροι που διέπουν τους εκδιδόμενους παραστατικούς τίτλους δικαιωμάτων κτήσεων κοινών μετοχών (δικαιώματα μετατροπής), η μεταβίβασή τους, η αξία μεταβίβασης, ο χρόνος και η διαδικασία άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς από τους μετόχους του νομικού προσώπου, ο χρόνος κατά τον οποίο αυτοί καθίστανται διαπραγματεύσιμοι σε οργανωμένη αγορά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια αναφορικά με το χρόνο και τη διαδικασία μετατροπής των δικαιωμάτων και την έκδοση (δωρεάν) κοινών μετοχών των νομικών προσώπων προς το Ελληνικό Δημόσιο.
8. Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος άρθρου, και για όσα νομικά πρόσωπα αποφασίσουν την ένταξή τους στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζεται ως προς τις σε αυτό αναφερόμενες φορολογικές απαιτήσεις κάθε άλλη διάταξη νόμου, η οποία τυχόν θέτει διαφορετικές προϋποθέσεις, αιρέσεις ή προθεσμίες στην επιστροφή από το Δημόσιο φόρου εισοδήματος. Η τυχόν μείωση του ποσού της φορολογικής απαίτησης, κατόπιν του ελέγχου της Φορολογικής Διοίκησης, συνεπάγεται την έκδοση πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου ή πράξης διόρθωσης αυτού, χωρίς αυτό να συνεπάγεται οποιαδήποτε αξίωση του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου σε βάρος οποιουδήποτε κατόχου, σχετικά με τους παραστατικούς τίτλους της παραγράφου 6 ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία.
9. Σε περίπτωση μετατροπής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης επί του ποσού των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω κάλυψης πιστωτικού κινδύνου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Δημοσίου, το δικαιούχο νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημά του το ποσό των προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω κάλυψης πιστωτικού κινδύνου, που αφορούν στο ποσό της κατά τα ανωτέρω μετατραπείσας φορολογικής απαίτησης σε οριστική. Το ως άνω ποσό εγγράφεται σε ειδικό λογαριασμό του νομικού προσώπου.
10. Το ποσό της χρεωστικής διαφοράς, για το οποίο έχει πραγματοποιηθεί μετατροπή της αναβαλλόμενης
φορολογικής απαίτησης σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Δημοσίου, αφαιρείται από το υπολειπόμενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής
διαφοράς, που εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα του νομικού προσώπου κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 παράγραφος 2.
11. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αφορούν φορολογικές απαιτήσεις που γεννώνται από το φορολογικό έτος 2016 και εφεξής και ανάγονται στο φορολογικό έτος 2015 και εφεξής. Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση πτώχευσης, διαδικασίας εξυγίανσης, ειδικής εκκαθάρι
σης ή εκκαθάρισης του νομικού προσώπου, η φορολογική απαίτηση γεννάται οποτεδήποτε συντρέξουν τα γεγονότα αυτά μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος.»
Άρθρο έκτο
Παραγωγή και διάθεση ξυδιού
Παράγραφος 1
Ορισμοί και κατηγορίες ξυδιού
1. Ως ξύδι (ή όξος) νοείται το προϊόν που παράγεται με οξική ζύμωση ή αλκοολική και οξική ζύμωση, κατά περίπτωση, οποιασδήποτε πρώτης ύλης, από τις ακόλουθες:
α) Οίνοι κάθε κατηγορίας, όπως ορίζονται από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 (EE L 347).
β) Ξηρή σταφίδα.
γ) Φρούτα και προϊόντα αλκοολικής ζύμωσης αυτών.
Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ως φρούτα νοούνται και τα τμήματα των φρούτων νωπών ή αποξηραμένων ή/και χυμοί αυτών.
δ) Αιθυλική αλκοόλη. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ως αιθυλική αλκοόλη νοείται η αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης, το απόσταγμα οίνου, το απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής, το απόσταγμα οινολασπών, το απόσταγμα σταφίδας, η ακατέργαστη αλκοόλη ως και το προϊόν απόσταξης γεωργικής προέλευσης, όπως ορίζονται στην ενωσιακή και εθνική νομοθεσία.
ε) Βύνη δημητριακών ή/και δημητριακά.
στ) Μέλι και βρώσιμα υπολείμματα μελισσοκομίας.
ζ) Μπύρα.
2. Ανάλογα με τις χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες, το ξύδι που παράγεται διακρίνεται στις κάτωθι κατηγορίες:
α) Ξύδι από οίνο: Το ξύδι όπως αυτό ορίζεται στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013, το οποίο παράγεται αποκλειστικά από την οξική ζύμωση οίνου.
β) Ξύδι από ξηρή σταφίδα: Το ξύδι που παράγεται αποκλειστικά από αλκοολική και οξική ζύμωση των υγρών εκχύλισης της ξηράς σταφίδας.
γ) Ξύδι από φρούτα: Το ξύδι που παράγεται από οξική ζύμωση ή αλκοολική και οξική ζύμωση των πρώτων υλών που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της υποπαραγράφου 1, καθώς και το ξύδι που προκύπτει από αλκοολική και οξική ζύμωση μη οινοποιήσιμων σταφυλιών, συμπεριλαμβανομένων των απορρόγων σταφυλιών
(απορρίμματα συσκευαστηρίων σταφυλιών) ή και των οινοποιήσιμων σταφυλιών σε ανάμιξη με εκχύλισμα ξηρής σταφίδας.
δ) Ξύδι από αλκοόλη: Το ξύδι που παράγεται από οξική ζύμωση της αιθυλικής αλκοόλης, όπως αυτή ορίζεται στην περίπτωση δ΄ της υποπαραγράφου 1.
ε) Ξύδι από δημητριακά: Το ξύδι που παράγεται από αλκοολική και οξική ζύμωση των πρώτων υλών που αναφέρονται στην περίπτωση ε΄ της υποπαραγράφου 1.
στ) Ξύδι από μέλι: Το ξύδι που παράγεται από αλκοολική και οξική ζύμωση των πρώτων υλών που αναφέρονται στην περίπτωση στ΄ της υποπαραγράφου 1.
ζ) Ξύδι από μπύρα: Το ξύδι που παράγεται από οξική ζύμωση της πρώτης ύλης που αναφέρεται στην περίπτωση ζ΄ της υποπαραγράφου 1.
η) Βαλσαμικό ξύδι: Το προϊόν που λαμβάνεται είτε με προσθήκη σε ξύδι αμπελοοινικής προέλευσης συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών ή/και ανακαθαρι
σμένου συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών, όπως
αυτά ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 είτε με μερική αλκοολική ζύμωση και στη συνέχεια με οξική ζύμωση του προϊόντος συμπύκνωσης των υγρών που λαμβάνονται από την εκχύλιση ξηράς σταφίδας.
Το βαλσαμικό ξύδι έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με την αριθμ. 90/2009 απόφαση του Ανώτατου Χημικού Συμβουλίου (ΑΧΣ), η οποία εγκρίθηκε με την αριθμ. 90/2009/ 17.2.2011 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών (Β΄ 270).
3. Επιτρέπεται η παρασκευή ξυδιού από περισσότερες της μίας πρώτες ύλες, με εξαίρεση την αιθυλική αλκοόλη, η οποία μπορεί να αποτελεί πρώτη ύλη για την παραγωγή αποκλειστικά και μόνο του ξυδιού από αλκοόλη. Επιτρέπεται η ανάμιξη ξυδιών μόνο των κατηγοριών που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄, ε΄, στ΄ και ζ΄ της υποπαραγράφου 2.
4. α) Η οξύτητα των ξυδιών που προορίζονται για κατανάλωση πρέπει να είναι τουλάχιστον πενήντα (50) γραμμάρια ανά λίτρο, εκφρασμένη σε οξικό οξύ, για όλες τις κατηγορίες ξυδιών, εκτός από τα ξύδια από οίνο τα οποία πρέπει να έχουν οξύτητα τουλάχιστον εξήντα (60) γραμμάρια ανά λίτρο.
β) Κάθε άλλο βρώσιμο προϊόν που παρασκευάζεται με διαδικασίες διαφορετικές από αυτές που περιγράφονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή των υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεών του και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του ξυδιού δεν θεωρείται ξύδι και χαρακτηρίζεται ως «αρτυματική ύλη» ή «άρτυμα» ή «αναπλήρωμα ξυδιού».
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μπορούν να καθορίζονται:
α) Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οι προδιαγραφές των διαφόρων κατηγοριών ξυδιού, καθώς και των πρώτων υλών παραγωγής του.
β) Οι τυχόν νέες κατηγορίες ξυδιού, οι πρώτες ύλες παραγωγής τους, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και προδιαγραφές αυτών.
Παράγραφος 2
Αρμόδιες αρχές
1. α) Αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου είναι:
αα) Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δια της Διεύθυνσης Μεταποίησης Τυποποίησης και Ποιοτικού Ελέγχου, ως αρμόδια κεντρική αρχή.
ββ) Οι Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων, σύμφωνα με τις παραγράφους 4, 5, 8 και 11.
γγ) Τα Περιφερειακά Κέντρα Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου (Π.Κ.Π.Φ. και Π.Ε.) του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τα οποία εποπτεύουν, συντονίζουν και συνεπικουρούν τις Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων στο ελεγκτικό τους έργο.
β) Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μπορεί να ανατίθενται πρόσθετες αρμοδιότητες στις Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας
και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων και να καθορίζεται κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας υποπαραγράφου.
2. Για τον έλεγχο της αιθυλικής αλκοόλης, η οποία παραλαμβάνεται, προς οξοποίηση, στα οξοποιεία αρμόδιες αρχές είναι οι Χημικές Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους (ΓΧΚ) και οι Τελωνειακές Υπηρεσίες υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των οποίων τελούν τα εν λόγω οξοποιεία εφαρμοζομένων και των σχετικών διατάξεων των ν. 2969/2001 «Αιθυλική αλκοόλη και Αλκοολούχα Προϊόντα» (Α΄ 281) και ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Α΄ 265).
Παράγραφος 3
Εγκαταστάσεις παραγωγής και εμφιάλωσης ξυδιού
1. Η παραγωγή ξυδιού κάθε κατηγορίας γίνεται από τα οξοποιεία, τα οποία διαθέτουν βεβαίωση συνδρομής νομίμων προϋποθέσεων λειτουργίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4. Το ξύδι διατίθεται προς εμπορία είτε προσυσκευασμένο είτε χύμα.
Η εμφιάλωση του ξυδιού γίνεται από τα οξοποιεία, καθώς και από εμφιαλωτήρια ξυδιού, τα οποία διαθέτουν βεβαίωση συνδρομής νομίμων προϋποθέσεων λειτουρ
γίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4.
2. Απαγορεύεται εντός των οξοποιείων η παραγωγή προς εμπορία οίνου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου γεωργικού προϊόντος και τροφίμου πλην του ξυδιού και αυτών που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της υποπαραγράφου 5.
3. Απαγορεύεται η συστέγαση οξοποιείου με οινοποιείο.
4. Οι δεξαμενές που προορίζονται για την αποθήκευση της παραλαμβανόμενης, προς οξοποίηση, αιθυλικής αλκοόλης πρέπει να είναι σύμφωνες με τις σχετικές διατάξεις του ν. 2969/2001 για τα δοχεία συλλογής και αποθήκευσης της αιθυλικής αλκοόλης, ενώ ο σχεδιασμός, η διαρρύθμιση, η κατασκευή και η χωροδιάταξή τους πρέπει να επιτρέπουν την εύκολη και ασφαλή πρόσβαση σε αυτές.
5. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων:
α) Καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες, σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται στα οξοποιεία που διαθέτουν τις κατάλληλες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, η παραγωγή σταφιδίνης, γλυκόζης, οπωροσακχάρου, σιροπιού σύκων, σταφιδομέλιτος, χαρουποσιροπίου, κα
θώς και η κατεργασία φρούτων, τομάτας και λαχανικών προς παρασκευή χυμών, συμπυκνωμένων ή μη, πολτών, πηκτών, μαρμελάδων και σαλτσών με βάση το ξύδι.
β) Καθορίζονται οι προδιαγραφές των δεξαμενών αποθήκευσης, των μηχανημάτων και των σωληνώσεων μεταφοράς ξυδιού, καθώς και τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία του ξυδιού.
γ) Ρυθμίζεται η διαδικασία, με την οποία είναι δυνατή η παραλαβή οινοποιήσιμων σταφυλιών προς αλκοολική ζύμωση και εν συνεχεία οξική ζύμωση για την παραγωγή ξυδιού από οίνο, καθώς και η διαδικασία με την οποία είναι δυνατή η παραλαβή μη οινοποιήσιμων σταφυλιών προς αλκοολική ζύμωση και εν συνεχεία οξική ζύμωση για την παραγωγή ξυδιού από σταφύλι.
δ) Μπορούν να καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες, σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται η συστέγαση οξοποιείου με μονάδα παραγωγής συμπυκνωμένου γλεύκους και η συμπύκνωση γλεύκους για παραγωγή βαλσαμικού ξυδιού.
Παράγραφος 4
Έναρξη λειτουργίας οξοποιείου
και εμφιαλωτηρίου ξυδιού
1. α) Τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν την έναρξη της λειτουργίας οξοποιείου ή/και εμφιαλωτηρίου ξυδιού, ο υπεύθυνος της επιχείρησης υποβάλλει, υποχρεωτικά,
αναγγελία έναρξης λειτουργίας, στην κατά τόπο αρμόδια Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας, όπου πρέπει να αναφέρονται οι πρώτες ύλες που θα παραλαμβάνονται προς κατεργασία, οι κατηγορίες ξυδιών που θα παράγονται ή/και θα εμφιαλώνονται και το σχετικό διάγραμμα ροής.
Στην περίπτωση που μεταξύ των κατά τα ανωτέρω πρώτων υλών περιλαμβάνεται και η αιθυλική αλκοόλη, ο υπεύθυνος της επιχείρησης υποχρεούται να υποβάλλει την κατά τα ανωτέρω αναγγελία έναρξης λειτουργίας και στις κατά την υποπαράγραφο 2, της παραγράφου 2, του παρόντος άρθρου αρμόδιες Αρχές οι οποίες, δια των αρμοδίων οργάνων τους, προβαίνουν στον έλεγχοεπιθεώρηση των οικείων εγκαταστάσεων συντασσο
μένης σχετικής έκθεσης επί τη βάσει της οποίας και αναλόγως του αποτελέσματος αυτής επιτρέπεται και μόνον, ύστερα από σχετική έγκριση, η παραλαβή αιθυλικής αλκοόλης, προς κατεργασία, από το οξοποιείο.
Η αναγγελία έναρξης λειτουργίας συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση, με την οποία ο αναγγέλων δεσμεύεται να τηρεί τις υποχρεώσεις της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας.
β) Η λειτουργία του οξοποιείου ή/και του εμφιαλωτηρίου ξυδιού αρχίζει μετά την πάροδο ενός (1) μηνός από την αναγγελία έναρξης λειτουργίας του, καθώς και νωρίτερα, εφόσον η κατά τόπον αρμόδια αρχή βεβαιώσει εγγράφως για τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων λειτουργίας του, κατόπιν επιτόπιου ελέγχου στην εγκατάσταση.
Αν δεν τηρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις λειτουργίας του οξοποιείου ή/και του εμφιαλωτηρίου ξυδιού, η κατά τόπον αρμόδια αρχή δύναται, μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήψη της αναγγελίας, να απαγορεύσει την έναρξη λειτουργίας του.
Η βεβαίωση συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων λειτουργίας του οξοποιείου ή/και εμφιαλωτηρίου ξυδιού ή η απαγόρευση λειτουργίας του, κοινοποιείται άμεσα από τη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της οικείας Περιφερειακής Ενότητας στη Διεύθυνση Μεταποίησης, Τυποποίησης και Ποιοτικού Ελέγχου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Στην περίπτωση των οξοποιείων, μεταξύ των πρώτων υλών των οποίων περιλαμβάνεται και η αιθυλική αλκοόλη, οι διατάξεις της παρούσας περιπτώσεως τελούν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παρούσας υποπαραγράφου.
2. Η Διεύθυνση Μεταποίησης, Τυποποίησης και Ποιοτικού Ελέγχου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καταρτίζει και τηρεί «Μητρώο Επιχειρήσεων ξυδιού» για την παραγωγή/εμφιάλωση ξυδιού όλων των κατηγοριών, σε εθνικό επίπεδο, το οποίο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και στο οποίο εγγράφονται όλες οι επιχειρήσεις ξυδιού που διαθέτουν βεβαίωση συνδρομής νομίμων προϋποθέσεων λειτουργίας.
3. α) Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγγελία έναρξης λειτουργίας οξοποιείου ή/ και εμφιαλωτηρίου ξυδιού, η διαδικασία ελέγχου αυτών, τα υποδείγματα με βάση τα οποία γίνεται η αναγγελία, τα περί μεταβολής στοιχείων υφιστάμενης αναγγελίας λειτουργίας
και υποβολής ενστάσεων και κάθε σχετικό θέμα.
β) Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζεται κάθε σχετικό θέμα που αφορά την τήρηση, οργάνωση και λειτουργία του «Μητρώου Επιχειρήσεων ξυδιού», καθώς και την τήρηση από τις Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων αντίστοιχου μητρώου για τις επιχειρήσεις της περιοχής αρμοδιότητάς τους.
Παράγραφος 5
Διακίνηση προϊόντων οξοποιίας
1. Οι οξοποιοί ή/και οι εμφιαλωτές ξυδιού υποχρεώνονται να τηρούν βιβλίο, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, στο οποίο να καταχωρίζουν κάθε μήνα τις εισαχθείσες πρώτες ύλες κατά κατηγορία, τις κατεργασθείσες ποσότητες πρώτων υλών και την περιεκτικότητα αυτών σε σάκχαρα ή/και αλκοόλη, τις παραχθείσες και διακινηθείσες ποσότητες ξυδιού κατά κατηγορία, καθώς και την περιεκτικότητα αυτών σε οξικό οξύ.
2. α) Οι οξοποιοί οφείλουν να υποβάλλουν στη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία ανήκουν, ετήσια δήλωση παραγωγής.
β) Αν οι οξοποιοί χρησιμοποιούν αιθυλική αλκοόλη ως πρώτη ύλη, επιπλέον της ετήσιας δήλωσης παραγωγής της περίπτωσης α΄, οφείλουν να υποβάλλουν και μηνιαία δήλωση παραγωγής και διακίνησης στην κατά τόπον αρμόδια Χημική Υπηρεσία του ΓΧΚ, εντός δεκαημέρου από της λήξεως εκάστου μηνός.
Στην περίπτωση αυτή, στο τέλος εκάστου μηνός, διενεργείται από την κατά τόπον αρμόδια Χημική Υπηρεσία του ΓΧΚ καταμέτρηση υπολοίπων των πάσης φύσεως πρώτων υλών, αυτουσίων ή υπό κατεργασία, ως και των ημιετοίμων ή ετοίμων προϊόντων, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου.
Στις δηλώσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ περιλαμβάνονται υποχρεωτικά τα στοιχεία που καταχωρίζονται στα βιβλία, σύμφωνα με την υποπαράγραφο 1.
3. Η αρμόδια Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας και η Χημική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, κατά περίπτωση, προβαίνουν στον έλεγχο της δήλωσης παραγωγής αφού προβούν στον έλεγχο των βιβλίων, καθώς και σε κάθε άλλο σχετικό έλεγχο, τον οποίο κρίνουν απαραίτητο.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται οι λεπτομέρειες που αφορούν στις δηλώσεις, στα βιβλία που πρέπει να τηρούν τα οξοποιεία, καθώς και στη διακίνηση των προϊόντων οξοποιίας.
Παράγραφος 6
Επισήμανση
1. Η επισήμανση του ξυδιού πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας και επιπλέον τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) Η ονομασία πώλησης του ξυδιού πρέπει να είναι αυτή της ονομασίας της κατηγορίας στην οποία ανήκει το ξύδι. Στην περίπτωση συμμετοχής περισσοτέρων της μίας πρώτων υλών, η ονομασία πώλησης του ξυδιού πρέπει να φέρει την ένδειξη «ξύδι από…», η οποία συμπληρώνεται από τις ονομασίες των αντίστοιχων κατηγοριών κατά σειρά φθίνουσας συμμετοχής στο τελικό προϊόν.
Στην περίπτωση ξυδιού που παρασκευάζεται από ένα είδος φρούτου ο όρος «φρούτα» αντικαθίσταται από την ονομασία του συγκεκριμένου φρούτου που χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή του. Ειδικά για την περίπτωση του ξυδιού από μήλα μπορεί, αντί της ονομασίας πώλησης «ξύδι από μήλα», να χρησιμοποιείται, εναλλακτικά, η ονομασία «μηλόξυδο».
Το ξύδι που παράγεται από σταφύλια, μη οινοποιήσιμα, συμπεριλαμβανομένων των απορρόγων συσκευαστη
ρίων ή με ανάμιξη οινοποιήσιμων ή μη σταφυλιών ή προϊόντων αυτών μεταξύ τους ή/και με εκχύλισμα ξηρής σταφίδας πρέπει να φέρει την ονομασία πώλησης «ξύδι από σταφύλια» ή «γνήσιο ξύδι» ή «ξύδι αμπελοοινικής προέλευσης».
β) «Ξύδι αμπελοοινικής προέλευσης» μπορεί να ονομάζεται το ξύδι που προέρχεται από προϊόντα του αμπελοοινικού τομέα.
γ) Η ένδειξη της επί τοις εκατό περιεκτικότητας σε οξικό οξύ αναγράφεται υποχρεωτικά στην επισήμανση του ξυδιού.
2. Ξύδια τα οποία έχουν παρασκευαστεί νομίμως ή έχουν διατεθεί στο εμπόριο σε άλλα κράτη−μέλη της Ε.Ε. ή σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ.) που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) ή στην Τουρκία, μπορούν να διατεθούν στην ελληνική αγορά, εφόσον έχουν παρασκευασθεί σύμφωνα με πρότυπα, προδιαγραφές ή και διαδικασίες παραγωγής και ελέγχου ώστε να εγγυώνται ισοδύναμο επίπεδο ποιότητας και ασφάλειας για την ανθρώπινη υγεία.
3. Το βαλσαμικό ξύδι, το οποίο παράγεται με εκχύλιση ξηρής σταφίδας μπορεί να φέρει στην επισήμανσή του την ένδειξη «βαλσαμικό ξύδι από εκχύλιση ξηρής σταφίδας» ή «βαλσαμικό ξύδι από ξηρή σταφίδα».
4. Στο ξύδι από οίνο, μπορεί να αναγράφεται η οινοποιήσιμη ποικιλία του, αν αυτή μπορεί να αποδειχθεί από τον οξοποιό με την τήρηση των κανόνων ιχνηλασιμότητας.
5. Αν οι πρώτες ύλες παραγωγής είναι ελληνικής προέλευσης, μπορεί στην επισήμανση του ξυδιού να αναγράφεται ο όρος «από ελληνικές πρώτες ύλες» ή ο όρος «από ελληνικά/ους», ο οποίος συμπληρώνεται με την κατηγορία των πρώτων υλών.
6. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δύναται να καθορίζονται ειδικές ενδείξεις της επισήμανσης των ξυδιών και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Παράγραφος 7
Διάλυμα οξικού οξέος
1. Κάθε προϊόν που παράγεται κατόπιν αραίωσης σε νερό οξικού οξέος, κατάλληλου για ανθρώπινη κατανάλωση, το οποίο χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο ξυδιού, καθώς και οποιοδήποτε μίγμα αυτού του προϊόντος με ξύδι, δεν θεωρείται ως ξύδι, αλλά χαρακτηρίζεται ως διάλυμα οξικού οξέος. Τα προϊόντα, στα οποία περιέχεται διάλυμα οξικού οξέος αναγράφεται υποχρεωτικά η ένδειξη «Διάλυμα οξικού οξέος/ή τεχνητό ξύδι».
2. Απαγορεύεται η παραγωγή ή η εμφιάλωση διαλύματος οξικού οξέος από οξοποιούς ή εμφιαλωτές ξυδιού και γενικά η παρουσία, για οποιονδήποτε λόγο, στα οξοποιεία και στα εμφιαλωτήρια ξυδιού των προϊόντων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο 1, καθώς και κάθε είδους βιομηχανικού οξικού οξέος.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μπορεί να καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
Παράγραφος 8
Έλεγχοι
1. Οι έλεγχοι των οξοποιείων και των εμφιαλωτηρίων ξυδιού διακρίνονται σε διοικητικούς και επιτόπιους και διενεργούνται είτε από τους αρμόδιους για τα αμπελοοινικά προϊόντα υπάλληλους των Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής είτε από κλιμάκια ελεγκτών, τα οποία συγκροτούνται με απόφαση των Προϊσταμένων των Π.Κ.Π.Φ. και Π.Ε. και τα οποία αποτελούνται από:
α) δύο (2) υπάλληλους των Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής, εκ των οποίων ο ένας αρμόδιος για τα αμπελοοινικά προϊόντα και ο δεύτερος αρμόδιος ποιοτικός ελεγκτής και
β) έναν (1) υπάλληλο των Π.Κ.Π.Φ. και Π.Ε..
2. Τα Π.Κ.Π.Φ. και Π.Ε.:
α) Εποπτεύουν, συντονίζουν και συνεπικουρούν τις Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής
στο ελεγκτικό τους έργο.
β) Σε κάθε εισαγωγή από τρίτη χώρα ή από κράτος − μέλος της Ε.Ε. πρώτων υλών, οι οποίες προορίζονται για οξοποίηση, ενημερώνουν άμεσα τη Διεύθυνση Μεταποίησης, Τυποποίησης και Ποιοτικού Ελέγχου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθώς και την αρμόδια Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας του τόπου προορισμού, η οποία μεριμνά για την παρακολούθηση του προϊόντος και την ορθή επισήμανσή του.
Στην περίπτωση οξοποιείων που κατεργάζονται, μεταξύ των άλλων πρώτων υλών, και αιθυλική αλκοόλη, ενημερώνουν άμεσα και τις κατά την υποπαράγραφο 2 της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου αρμόδιες Αρχές, οι οποίες ενεργούν για τον έλεγχο και τη δειγματοληψία, προς χημική εξέταση, της εισαγόμενης κατά τα ανωτέρω πρώτης ύλης.
3. Ο έλεγχος και η εποπτεία των οξοποιείων που κατεργάζονται, μεταξύ των άλλων πρώτων υλών, και αιθυλική αλκοόλη διενεργείται, από τις κατά την υποπαράγραφο 2 της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου αρμόδιες αρχές, ιδίως όσον αφορά τους χώρους, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό, την παραλαβή και χρήση της αιθυλικής αλκοόλης, καθώς και των λοιπών πρώτων υλών, τον τρόπο για τη βεβαίωση της κατεργασίας των πρώτων υλών ως και την πίστωσή τους, σύμφωνα με όρους, προϋποθέσεις και διαδικασίες που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ενώ μπορεί να επιβάλλονται απαγορεύσεις, περιορισμοί και υποχρεώσεις προκειμένου για την κατεργασία ή τη συγκατεργασία των διαφόρων πρώτων υλών.
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγουμένης υποπαραγράφου, με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίζεται η διαδικασία ελέγχου των οξοποιείων και των εμφιαλωτηρίων ξυδιού και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Παράγραφος 9
Μέτρα συμμόρφωσης
1. Οι αρμόδιες αρχές, αν κατά την άσκηση του ελεγκτικού τους έργου διαπιστώσουν μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις ή τις διαδικασίες που προβλέπει η ενωσιακή νομοθεσία, η κατ’ εφαρμογή αυτής εθνική νομοθεσία, καθώς και οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, επιβάλλουν, κατά περίπτωση, και στο βαθμό που απαιτείται και κατά λόγο αρμοδιότητας, τα μέτρα συμμόρφωσης που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 12 του ν. 4235/2014 (Α΄ 32), στις σχετικές διατάξεις του ν.
2969/2001
, καθώς και τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου.
2. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μπορεί να καθορίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής των μέτρων συμμόρφωσης.
Παράγραφος 10
Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
1. α) Στους οξοποιούς και εμφιαλωτές ξυδιού που παρασκευάζουν ή εμφιαλώνουν διάλυμα οξικού οξέος και σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις της παραγράφου 7, εκτός εκείνων της υποπαραγράφου 3 αυτής, επιβάλλεται πρόστιμο από τρεις χιλιάδες (3.000) έως έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.
β) Σε περίπτωση υποτροπής το κατά τα ανωτέρω πρόστιμο τριπλασιάζεται.
2. Σε όποιους υποπίπτουν σε οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή των υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και με την επιφύλαξη των διατάξεων της υποπαραγράφου 5 ή παράβαση η οποία προβλέπεται στις περιπτώσεις α΄ «Γενικά» και β΄ «Τομέας Τροφίμων» της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 4235/2014, συμπεριλαμβανομένου και του «Υποτομέα κανόνων παραγωγής και διάθεσης τροφίμων μη ζωικής προέλευσης», οι παραβάσεις του οποίου μπορούν να εξειδικεύονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 36 του ίδιου νόμου, επιβάλλονται, κατά περίπτωση, τα διοικητικά πρόστιμα που προβλέπονται για τις παραβάσεις αυτές.
3. Όποιος παράγει, εισάγει, αποθηκεύει, διακινεί ή διαθέτει στην κατανάλωση ξύδι όλων των κατηγοριών ή διάλυμα οξικού οξέος, το οποίο κατά διαπίστωση των αρμοδίων αρχών είναι επιβλαβές για την υγεία του ανθρώπου, τιμωρείται με την ποινική κύρωση της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4235/2014. Για τον προσδιορισμό της έννοιας του επιβλαβούς για την υγεία προϊόντος εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 1 του ν. 4235/2014.
4. Οι διοικητικές και ποινικές κυρώσεις του παρόντος άρθρου, εξαιρουμένων αυτών που προβλέπονται στην υποπαράγραφο 5, επιβάλλονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 3 του ν. 4235/2014.
5. α) Επιβάλλεται πρόστιμο από χίλια (1.000) έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ:
αα) Στους οξοποιούς που εναποθέτουν σε μη ογκομετρημένες δεξαμενές την παραλαμβανόμενη αιθυλική
αλκοόλη που προορίζεται για την παραγωγή ξυδιού από αλκοόλη.
ββ) Στους οξοποιούς που παραλαμβάνουν αιθυλική αλκοόλη προς οξοποίηση, οι οποίοι παραλείπουν να υποβάλλουν, υποβάλλουν εκπρόθεσμα ή συντάσσουν
ανακριβώς την κατά τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της υποπαραγράφου 2 της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, μηνιαία δήλωση.
γγ) Επιφυλασσομένων των σχετικών διατάξεων των νόμων 2960/2001 και 2969/2001, οι οξοποιοί που παραλαμβάνουν αιθυλική αλκοόλη προς οξοποίηση, οι οποίοι υποπίπτουν σε οποιαδήποτε άλλη παράβαση του παρόντος, ως και των υπουργικών αποφάσεων που θα εκδοθούν για την εφαρμογή του, αρμοδιότητας των κατά την υποπαράγραφο 2 της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου αρμοδίων αρχών, που δεν προβλέπεται στην παρούσα υποπαράγραφο.
β) Επιβάλλεται πρόστιμο από τρεις χιλιάδες (3.000) έως έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ:
αα) Στους οξοποιούς που παραλαμβάνουν αιθυλική αλκοόλη προς οξοποίηση, οι οποίοι δεν τηρούν ή τηρούν ανακριβώς το προβλεπόμενο βιβλίο, καθώς και στους εξ αυτών αρνουμένους να παραδώσουν για έλεγχο, στους αρμοδίους υπαλλήλους των κατά την υποπαράγραφο 2 της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου αρμοδίων αρχών, το βιβλίο αυτό ως και τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
ββ) Στους οξοποιούς που παραλαμβάνουν αιθυλική αλκοόλη προς οξοποίηση, οι οποίοι αρνούνται να επιτρέψουν την είσοδο στο εργοστάσιο των αρμοδίων για τον έλεγχο υπαλλήλων των κατά την υποπαράγραφο 2 της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου αρμοδίων αρχών ή παρακωλύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη διενέργεια του ελέγχου.
γ) Επιφυλασσομένων των σχετικών διατάξεων των νόμων 2960/2001 και 2969/2001, στους οξοποιούς που χρησιμοποιούν την παραλαμβανόμενη αιθυλική αλκο
όλη ως πρώτη ύλη για την παραγωγή οποιουδήποτε άλλου προϊόντος εκτός από το ξύδι από αλκοόλη, ως και στους οξοποιούς που γενικά δεν αποδεικνύουν τη νόμιμη χρησιμοποίηση της παραλαμβανόμενης προς
οξοποίηση αιθυλικής αλκοόλης, επιβάλλεται πρόστιμο
έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.
δ) Επιφυλασσομένων των σχετικών διατάξεων των νόμων 2960/2001 και 2969/2001, στους οξοποιούς που παραλαμβάνουν αιθυλική αλκοόλη προς οξοποίηση οι οποίοι δεν αναφέρουν, αναφέρουν ανακριβώς τις εισαγόμενες στο οξοποιείο τους πρώτες ύλες ή γενικά δεν τηρούν τους όρους, διατυπώσεις και διαδικασίες, ως και τους περιορισμούς και απαγορεύσεις που καθορίζονται σχετικά με την παραλαβή και κατεργασία των πρώτων υλών, επιβάλλεται πρόστιμο έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.
ε) Σε περίπτωση υποτροπής, τα προβλεπόμενα από τις κατά τα ανωτέρω περιπτώσεις της παρούσας υποπαραγράφου τριπλασιάζονται.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα πρόστιμα που προβλέπονται στην υποπαράγραφο 1, ενώ με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα πρόστιμα που προβλέπονται στην υποπαράγραφο 5.
Παράγραφος 11
Διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων
Οι διοικητικές κυρώσεις της παραγράφου 10 επιβάλλονται, εισπράττονται και αποδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 έως και 25 του ν. 4235/2014, εκτός των περιπτώσεων της υποπαραγράφου 5 αυτής για τις οποίες εφαρμόζονται οι διαδικασίες και διατυπώσεις που προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις των νόμων 2960/2001 και 2969/2001.
Παράγραφος 12
Μεταβατικές διατάξεις
1. α) Μέχρι την εξάντληση των αποθεμάτων ήδη συσκευασμένων ξυδιών, επιτρέπεται η χρήση στην επισήμανση και στα συνοδευτικά έγγραφα αυτών των ονομασιών πώλησης που ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και στο ξύδι που πρόκειται να συσκευαστεί εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, β) Μέχρι την εξάντληση των αποθεμάτων και για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους, επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά ξυδιού, του οποίου η οξύτητα δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται τα όρια οξύτητας που ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου.
2. Στα οξοποιεία και εμφιαλωτήρια ξυδιού που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου λειτουργούν, δίνεται προθεσμία έξι (6) μηνών να καταθέσουν στην κατά τόπον αρμόδια Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής αναγγελία έναρξης λειτουργίας, σύμφωνα με την υποπαράγραφο 1 της παραγράφου 4.
Παράγραφος 13
Καταργούμενες διατάξεις
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου καταργούνται, όπως ισχύουν:
α) Ο ν. 4586/1930 «Περί προστασίας της παραγωγής φυσικού όξους και εμπορίας αυτού» (Α΄ 45).
β) Η αριθμ. 11795/30.6.1930 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας «Περί καθορισμού των βιομηχανικών εργοστασίων εις τα οποία επιτρέπεται η εισαγωγή οξικού οξέος και περί των όρων και διατυπώσεων υπό τους οποίους επιτρέπεται αυτή» (Β΄ 82), καθώς και οι κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 1ε του άρθρου 1 αυτής.
γ) Η αριθ. 1733/1973/10.7.1973 απόφαση του Ανώτατου Χημικού Συμβουλίου του Γενικού Χημείου του Κράτους «Περί των όρων και υποχρεώσεων υφ’ ους επιτρέπεται η παραγωγή και διάθεσις εις την κατανάλωσιν αναπληρωμάτων όξους εκ μήλων» (Β΄ 329/1974), καθώς και η αριθ. 2122/1962 όμοια απόφαση.
δ) Η αριθ. 2056/1961/31.12.1961 απόφαση του Ανώτατου Χημικού Συμβουλίου του Γενικού Χημείου του Κράτους «Περί των όρων συσκευασίας, ους δέον να πληροί το εις την λιανικήν πώλησιν προσφερόμενον εμφιαλωμένον όξος» (Β΄ 74/1962).
ε) Κάθε άλλη, γενική ή ειδική, διάταξη, η οποία έρχεται σε αντίθεση ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2. Μέχρι την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων, για τις οποίες χορηγείται εξουσιοδότηση με τις περιπτώσεις α΄ έως και δ΄ της υποπαραγράφου 4 της παραγράφου 3, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των κάτωθι κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί βάσει της κείμενης νομοθεσίας:
α) Του διατάγματος της 5.5.1928 «Περί των όρων και διατυπώσεων, βάσει του οποίου επιτρέπεται η κατεργασία ξηράς σταφίδας εν γένει, για την παρασκευή όξους» (Α΄ 87), όπως συμπληρώθηκε με τα βασιλικά διατάγματα της 29.7.1938 (Α΄ 321) και 23/30.3.1932 (Α΄ 96).
β) Της αριθ. 3020343/2573/0029/26.9.2005 απόφασης
του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Καθορισμός των αναγκαίων όρων και περιορισμών ως και των τηρητέων διατυπώσεων και διαδικασιών ελέγχου για την παραγωγή σταφιδομέλιτος από τα εργοστάσια παραγωγής σταφιδίνης» (Β΄ 1392).
γ) Της αριθ. 34252/10.12.1948 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Περί των όρων και περιορισμών καθ’ ους επιτρέπεται η εν εργοστασίοις παρασκευής σταφιδίνης, γλυκόζης, οπωροσακχάρου και χαρουποσιροπίου κατερ
γασία οπωρών, τομάτας και διαφόρων άλλων λαχανικών προς παρασκευήν οπών, χυμών συμπυκνωμένων ή μη, πολτών, ως και πηκτών και μαρμελάδων» (Β΄ 219).
3. Μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με την εξουσιοδοτική διάταξη της υποπαραγράφου 3 της παραγράφου 8 εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της αριθ. 218/97/21.5.1997 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Αντικατάστα
ση των 1170/1991, 1492/1991 και 91/1966 αποφάσεων του Ανώτατου Χημικού Συμβουλίου του Γενικού Χημείου του Κράτους, με τις οποίες έχει εγκριθεί η παραγωγή και κυκλοφορία αναπληρώματος ξυδιού από αλκοόλη» (Β΄ 453), εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Άρθρο έβδομο
Έναρξη ισχύος
1. Οι διατάξεις του άρθρου πρώτου ισχύουν από την 5η Ιουνίου 2014.
2. Οι λοιπές διατάξεις του νόμου αυτού ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του.
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2014
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟI ΥΠΟΥΡΓΟI
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΓΚΙΚΑΣ ΧΑΡΔΟΥΒΕΛΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΣΜΑΝΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2014
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ