13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΣΚΟΠΟΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ, ΚΛΑΔΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 1Σκοπός − πεδίο εφαρμογής (άρθρο 1 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Με τον παρόντα νόμο σκοπείται η θέσπιση κανόνων και η ρύθμιση: α) της ανάληψης και της άσκησης δραστηριοτήτων πρωτασφάλισης και αντασφάλισης από ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, β) της εποπτείας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών ομίλων και γ) της εξυγίανσης και εκκαθάρισης των επιχειρήσεων πρωτασφάλισης. Προς το σκοπό αυτόν ενσωματώνονται διά του παρόντος στην ελληνική νομοθεσία: α) οι διατάξεις της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), β) οι διατάξεις των άρθρων 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών και γ) οι διατάξεις του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων.

Άρθρο 2Πεδίο εφαρμογής − χρήση του όρου ασφαλιστής (άρθρο 2 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται: α) στις πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, ή που επιθυμούν να αποκτήσουν έδρα στην Ελλάδα, για το σύνολο των ασφαλίσεων ζημιών και ζωής, που αυτές ασκούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, β) στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι οποίες ασκούν μόνον αντασφαλιστικές δραστηριότητες, με έδρα στην Ελλάδα, ή που επιθυμούν να αποκτήσουν έδρα στην Ελλάδα, για το σύνολο των αντασφαλίσεων, που αυτές ασκούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, με εξαίρεση τις διατάξεις του Τετάρτου Μέρους του παρόντος, γ) στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν στην Ελλάδα, κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου Θ΄ του παρόντος Μέρους, δ) στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου Η’ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η χρήση των όρων «ασφαλιστική εταιρεία» ή «ασφαλιστική επιχείρηση» ή «ασφαλιστής», ή οποιασδήποτε ξενόγλωσσης απόδοσής του στην επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο επιχείρησης επιτρέπεται μόνο σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος δύνανται να χρησιμοποιούν, για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στην Ελλάδα, την ίδια επωνυμία και τον ίδιο διακριτικό τίτλο, που χρησιμοποιούν στο κράτος καταγωγής τους. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί την προσθήκη στην επωνυμία ή στο διακριτικό τίτλο μιας επεξηγήσεως σε περίπτωση ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης.

Άρθρο 3Ορισμοί (άρθρο 13 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου δίδονται οι ακόλουθοι ορισμοί:ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

«Ασφαλιστική Επιχείρηση»: η επιχείρηση πρωτασφάλισης ζωής ή κατά ζημιών η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 10 και 11 του παρόντος ή, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

«Εξαρτημένη Ασφαλιστική Επιχείρηση»: η ασφαλιστική επιχείρηση, ανήκουσα είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή όμιλο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου είναι μέλος η εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

«Ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας»: η ασφαλιστική επιχείρηση η οποία, αν είχε την καταστατική έδρα της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα χρειαζόταν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

«Αντασφαλιστική Επιχείρηση»: η επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας για την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 του παρόντος ή, εφόσον πρόκειται για αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

«Εξαρτημένη Αντασφαλιστική Επιχείρηση»: η αντασφαλιστική επιχείρηση, ανήκουσα είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ομίλου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου είναι μέλος η εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

«Αντασφαλιστική Επιχείρηση Τρίτης Χώρας»: η αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία, εάν είχε την καταστατική έδρα της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα χρειαζόταν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

«Αντασφάλιση»: η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή, στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών, που είναι γνωστή ως Lloyd’s, η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από οποιοδήποτε μέλος των Lloyd’s και αναλαμβάνονται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση άλλη από την ένωση ασφαλιστών Lloyd’s.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

«κράτος − μέλος Καταγωγής»: α) όσον αφορά στην ασφάλιση κατά ζημιών, το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει τον κίνδυνο, β) όσον αφορά στην ασφάλιση ζωής, το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που αναλαμβάνει την ασφαλιστική υποχρέωση, γ) όσον αφορά στην αντασφάλιση, το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί αντασφαλιστικές δραστηριότητες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

«κράτος − μέλος Υποδοχής»: α) όσον αφορά στα υποκαταστήματα, το κράτος − μέλος, εκτός από το κράτος − μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστημα, β) όσον αφορά στην παροχή υπηρεσιών, το κράτος − μέλος, εκτός από το κράτος − μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες. Για τις ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών, κράτος − μέλος παροχής υπηρεσιών θεωρείται αντίστοιχα το κράτος − μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης ή το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, τόσο όταν η ασφάλιση ασκείται από την έδρα της επιχείρησης, όσο και όταν ασκείται από άλλου κράτους − μέλους υποκατάστημα αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

«Εποπτικές Αρχές»: οι εθνικές αρχές οι οποίες, δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης, είναι αρμόδιες να εποπτεύουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Αρμόδια Ελληνική Εποπτική Αρχή είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία ανατίθεται το έργο της εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και της άσκησης των λοιπών αρμοδιοτήτων της βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Καταστατικού της. Οι αρμοδιότητες εποπτείας της ιδιωτικής ασφάλισης ασκούνται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το Καταστατικό της. Οι αρμοδιότητες αυτές μπορεί να εξειδικεύονται, ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, με περαιτέρω αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και του άρθρου 55Α του Καταστατικού της η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 256 του παρόντος. Η παράγραφος 9 του άρθρου 256 του παρόντος ισχύει και για τα ανωτέρω σχετικά εξουσιοδοτημένα όργανα της Τράπεζας Της Ελλάδος, όπως και για τα μέλη των συλλογικών οργάνων διοίκησης αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

«Υποκατάστημα»: το πρακτορείο ή υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο βρίσκεται σε άλλο κράτος − μέλος από το κράτος − μέλος καταγωγής της. Με υποκατάστημα εξομοιώνεται κάθε μόνιμη παρουσία ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα, που ασκείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης, ή από ανεξάρτητο πρόσωπο, εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε ένα πρακτορείο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

«Εγκατάσταση»: η καταστατική έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

«κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος» (για ασφαλίσεις κατά ζημιών): α) το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκονται τα ασφαλιζόμενα περιουσιακά στοιχεία, όταν η ασφάλιση αφορά ακίνητα ή ακίνητα και το περιεχόμενό τους, στο μέτρο που το περιεχόμενο αυτών καλύπτεται από το ίδιο ασφαλιστήριο, β) το κράτος − μέλος καταχώρισης των ασφαλιζομένων μεταφορικών μέσων, όταν η ασφάλιση αφορά κάθε είδους μεταφορικά μέσα, γ) το κράτος − μέλος στο οποίο ο αντισυμβαλλόμενος συνήψε τη σύμβαση, προκειμένου περί συμβάσεων διάρκειας μικρότερης ή ίσης των τεσσάρων μηνών οι οποίες αφορούν σε κινδύνους, οι οποίοι ανακύπτουν κατά τη διάρκεια ταξιδίου ή διακοπών, ανεξαρτήτως κλάδου ασφάλισης, δ) σε όλες τις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται στις ως άνω υπό α΄, β΄, και γ΄ περιπτώσεις το κράτος − μέλος όπου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλομένου ή, εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος − μέλος όπου βρίσκεται η αναφερόμενη στη σύμβαση εγκατάσταση του νομικού αυτού προσώπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

«κράτος − μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης» (για ασφαλίσεις ζωής): το κράτος − μέλος, στο οποίο βρίσκεται η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλομένου, ή εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται η αναφερόμενη στη σύμβαση εγκατάσταση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

«Μητρική Επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), ή, εφόσον πρόκειται για μητρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

«Θυγατρική Επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), ή, εφόσον πρόκειται για θυγατρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983). Η θυγατρική της θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

«Στενοί Δεσμοί»: η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με δεσμό ελέγχου, όπως ορίζεται στην περίπτωση (18) κατωτέρω ή μέσω συμμετοχής, όπως ορίζεται στην περίπτωση (20) κατωτέρω. Στενός δεσμός μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων δημιουργείται επίσης από μία κατάσταση όπου τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με το ίδιο πρόσωπο με δεσμό ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 18

«Έλεγχος»: η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983), ή οποιαδήποτε παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 19

«Συναλλαγή στο πλαίσιο Ομίλου (Ενδοομιλική)»: οποιαδήποτε συναλλαγή, συμβατική ή χωρίς σύμβαση, με τίμημα ή χωρίς, δυνάμει της οποίας μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αναμένει, άμεσα ή έμμεσα, την εκπλήρωση οποιασδήποτε παροχής ή υποχρέωσης από επιχείρηση του ιδίου ομίλου ή από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνδέεται με επιχείρηση του εν λόγω ομίλου με στενούς δεσμούς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 20

«Συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση μέσω δεσμού ελέγχου κατοχή τουλάχιστον του 20% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 21

«Ειδική Συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 10% του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης, ή κάθε άλλη δυνατότητα άσκησης ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής. Για τον υπολογισμό της ειδικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 43 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 22

«Οργανωμένη Αγορά»: α) στην Ελλάδα, η οριζόμενη στην παράγραφο 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/07 (Α΄ 195), β) σε άλλο κράτος − μέλος, η οριζόμενη στο σημείο 14 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και γ) σε τρίτη χώρα, η αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων η οποία πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις: γα) είναι αναγνωρισμένη από το κράτος − μέλος καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και πληροί προϋποθέσεις ανάλογες με εκείνες της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και γβ) τα διαπραγματεύσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι ανάλογης ποιότητας προς εκείνα που διαπραγματεύονται στις οργανωμένες αγορές του κράτους − μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και γγ) έχει οριστεί κατ’ εφαρμογή της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 59 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 23

«Εθνικό Γραφείο Ασφαλίσεως»: το εθνικό γραφείο ασφαλίσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ (L 103/24.4.1972) και για την Ελλάδα το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης του άρθρου 26 του κ.ν. 489/1976 (Α΄ 331).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 24

«Εθνικό Ταμείο Εγγυήσεως»: ο φορέας της παραγράφου 4 του άρθρου 1 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ και για την Ελλάδα το Επικουρικό Κεφάλαιο του άρθρου 16 του κ.ν. 489/1976 (Α΄ 331).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 25

«Χρηματοπιστωτική Επιχείρηση»: μία εκ των κάτωθι αναφερόμενων επιχείρηση ή οντότητα: α) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στα σημεία 1, 26 και 18 αντιστοίχως της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των σημείων 1, 22 και 17 αντιστοίχως της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107), β) ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, κατά την έννοια της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 212 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ή κατά την έννοια της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, γ) επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του σημείου 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή της ανώνυμης εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 (Α΄ 195), δ) μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών (ΜΧΕΣ), κατά την έννοια της παραγράφου 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ ή της παραγράφου 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 26

«Φορέας Ειδικού Σκοπού»: οποιαδήποτε επιχείρηση, με εταιρική μορφή ή χωρίς, η οποία, χωρίς να έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και χρηματοδοτεί πλήρως την έκθεσή της σε αυτούς με έσοδα από ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, όπου η επιστροφή κεφαλαίου, ήτοι η αποπληρωμή, των ομολογιούχων ή των εν γένει κατόχων των τίτλων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των χρηματοδοτικών αυτών μηχανισμών, έπεται της ικανοποίησης των υποχρεώσεων αντασφάλισης που φέρει ο φορέας ειδικού σκοπού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 27

«Μεγάλοι κίνδυνοι» θεωρούνται: α) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 4 «Σιδηροδρομικά οχήματα», 5 «Αεροσκάφη», 6 «Πλοία» (θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη)», 7 «Μεταφερόμενα εμπορεύματα», 11 «Αστική ευθύνη από αεροσκάφη» και 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, β) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 14 «Πιστώσεις» και 15 «Εγγυήσεις» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, όταν ο αντισυμβαλλόμενος ασκεί κατ’ επάγγελμα βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και ο κίνδυνος σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτή, γ) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 3 «Χερσαία οχήματα (εκτός σιδηροδρομικών)», 8 «Πυρκαϊά και στοιχεία της φύσεως», 9 «Λοιπές ζημίες αγαθών», 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», 13 «Γενική αστική ευθύνη», 16 «Διάφορες χρηματικές απώλειες» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος πληροί δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία αριθμητικά κριτήρια: γα) διαθέτει σύνολο ισολογισμού άνω των έξι εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων (6.200.000) ευρώ, γβ) διαθέτει καθαρό ποσό κύκλου εργασιών, κατά την έννοια της Οδηγίας78/660/ΕΟΚ ή του Παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251) άνω των δώδεκα εκατομμυρίων οχτακοσίων χιλιάδων (12.800.000) ευρώ, γγ) απασχολεί, κατά μέσο όρο, πάνω από 250 άτομα κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος μετέχει σε σύνολο επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την Οδηγία 83/349/ΕΟΚ ή του παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), η συνδρομή των κριτηρίων που παρατίθενται στην ανωτέρω περίπτωση γ΄ ελέγχεται βάσει των ενοποιημένων αυτών λογαριασμών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 28

«Εξωτερική Ανάθεση (Εξωπορισμός)»: συμφωνία, οποιασδήποτε μορφής, μεταξύ μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ενός παρόχου υπηρεσιών, υποκείμενου ή όχι σε εποπτεία, με την οποία ο εν λόγω πάροχος αναλαμβάνει, άμεσα ή ως υπεργολάβος, τη διεκπεραίωση διαδικασιών, την παροχή υπηρεσιών ή την εκτέλεση δραστηριοτήτων, που διαφορετικά θα είχαν διενεργηθεί από την ίδια την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση. Η έννοια της εξωτερικής ανάθεσης περιλαμβάνει και τις συμφωνίες ή διακανονισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 29

«Λειτουργία»: κάθε αρμοδιότητα διοίκησης, διαχείρισης, εκπροσώπησης ή ελέγχου συγκεκριμένων εργασιών μίας επιχείρησης εντός ενός ενιαίου συστήματος διακυβέρνησης. Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τις ακόλουθες βασικές λειτουργίες: α) τη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, β) τη λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης, γ) τη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και δ) την αναλογιστική λειτουργία. Ως κρίσιμες ή σημαντικές λειτουργίες θεωρούνται κατ’ ελάχιστον οι ως άνω βασικές λειτουργίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 30

«Κίνδυνος Ανάληψης Ασφαλίσεων» (Ασφαλιστικός Κίνδυνος): ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, λόγω ακατάλληλων παραδοχών κατά την τιμολόγηση και το σχηματισμό προβλέψεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 31

«Κίνδυνος Αγοράς»: ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς χρηματοοικονομικής μεταβολής, που απορρέει, άμεσα ή έμμεσα, από τις διακυμάνσεις στο επίπεδο και στη μεταβλητότητα των τιμών αγοράς των στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού και των χρηματοπιστωτικών μέσων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 32

«Πιστωτικός Κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς χρηματοοικονομικής μεταβολής, που απορρέει από διακυμάνσεις στην πιστοληπτική κατάσταση των εκδοτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ως και των εν γένει αντισυμβαλλομένων και οφειλετών προς τους οποίους οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες. Ο εν λόγω κίνδυνος εκδηλώνεται είτε ως κίνδυνος μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης από αντισυμβαλλόμενο (κίνδυνος αθέτησης) είτε ως κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου είτε ως κίνδυνος συγκέντρωσης κινδύνων αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 33

«Επιλέξιμος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (EΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201) είτε έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 34

«Λειτουργικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημίας, είτε λόγω ανεπαρκειών και ελλείψεων στις εσωτερικές διαδικασίες, στα μηχανογραφικά και λοιπά λειτουργικά συστήματα ή στο ανθρώπινο δυναμικό είτε λόγω δυσμενών εξωτερικών παραγόντων,

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 35

«Κίνδυνος Ρευστότητας»: ο κίνδυνος αδυναμίας της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης να εκποιήσει επενδύσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να προβεί στο διακανονισμό των οικονομικών της υποχρεώσεων όταν αυτές καταστούν απαιτητές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 36

«Κίνδυνος Συγκέντρωσης»: όλες οι εκθέσεις στον κίνδυνο με ενδεχόμενη ζημία αρκετά σημαντική, σε βαθμό που να απειλείται η φερεγγυότητα ή η χρηματοοικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 37

«Τεχνικές Μετριασμού του Κινδύνου»: όλες οι τεχνικές οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στην ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση να μεταβιβάζει τμήμα ή όλους τους κινδύνους της σε τρίτα μέρη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 38

«Αποτελέσματα Διαφοροποίησης»: η μείωση της έκθεσης στον κίνδυνο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων, που σχετίζεται με τη διαφοροποίηση των εργασιών τους και απορρέει από το γεγονός ότι το δυσμενές αποτέλεσμα από κάποιο κίνδυνο μπορεί να αντισταθμιστεί από το ευνοϊκότερο αποτέλεσμα ενός άλλου κινδύνου, όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι πλήρως συσχετισμένοι μεταξύ τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 39

«Προβλεπτική Πιθανοθεωρητική Κατανομή»: μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει μια πιθανότητα επέλευσης σε ένα εξαντλητικό σύνολο αμοιβαία αποκλειόμενων μελλοντικών γεγονότων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 40

«Μέτρο Κινδύνου»: μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει μία χρηματική τιμή σε μια δεδομένη προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή και αυξάνεται μονοτονικά με το επίπεδο έκθεσης στον κίνδυνο στον οποίο στηρίζεται η εν λόγω προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 41

«Εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων» ή «ECAI»: οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302), ή κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει πιστωτικές διαβαθμίσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 42

Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ή «ΕΑΑΕΣ»: η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που έχει συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 4Κλάδοι ασφαλίσεων κατά ζημιών (άρθρα 2, 197 και Παραρτήματα I και V της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλίσεις κατά ζημιών ταξινομούνται στους ακόλουθους κλάδους ανάλογα με τον κίνδυνο που καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση: α) Κλάδος 1 «Ατυχήματα» (συμπεριλαμβανομένων των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών). Περιλαμβάνει τα εξής: 1.1 κατ’ αποκοπήν παροχές 1.2 περιοδικές παροχές αποζημιώσεων 1.3 συνδυασμούς των ανωτέρω 1.4 μεταφερόμενα πρόσωπα. β) Κλάδος 2 «Ασθένειες»: Περιλαμβάνει τα εξής: 2.1. περιοδικές παροχές 2.2. κατ’ αποκοπήν παροχές 2.3. συνδυασμούς των ανωτέρω. γ) Κλάδος 3 «Χερσαία οχήματα» (εκτός σιδηροδρομικών): Καλύπτει κάθε ζημία, την οποία υφίστανται αυτοκινούμενα και μη, χερσαία οχήματα εκτός των σιδηροδρομικών. δ) Κλάδος 4 «Σιδηροδρομικά οχήματα»: Καλύπτει κάθε ζημία, την οποία υφίστανται τα σιδηροδρομικά οχήματα. ε) Κλάδος 5 «Αεροσκάφη»: Καλύπτει κάθε ζημία την οποία υφίστανται αεροσκάφη. στ) Κλάδος 6 «Πλοία» (θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη): Καλύπτει κάθε ζημία, την οποία υφίστανται: 6.1. ποτάμια σκάφη 6.2. λιμναία σκάφη 6.3. θαλάσσια σκάφη/ πλοία, ζ) Κλάδος 7 «Μεταφερόμενα εμπορεύματα» (συμπεριλαμβανομένων των εμπορευμάτων, αποσκευών και κάθε άλλου αγαθού): Καλύπτει κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, περιλαμβανομένων αποσκευών και κάθε άλλου αγαθού, ανεξαρτήτως του μεταφορικού μέσου. η) Κλάδος 8 «Πυρκαϊά και στοιχεία της φύσεως»: Καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται αγαθά, εξαιρουμένων των αγαθών που περιλαμβάνονται στους κλάδους 3, 4, 5, 6 και 7 ανωτέρω, εφόσον προξενείται από: 8.1. πυρκαϊά, 8.2. έκρηξη, 8.3. θύελλα, 8.4. στοιχεία της φύσεως άλλα εκτός θυέλλης, 8.5. πυρηνική ενέργεια και 8.6. καθίζηση του εδάφους. θ) Κλάδος 9 «Λοιπές ζημίες αγαθών»: Καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται αγαθά, εξαιρουμένων των αγαθών που περιλαμβάνονται στους κλάδους 3, 4, 5, 6 και 7 ανωτέρω, εφόσον προξενήθηκε από χαλάζι ή παγετό, καθώς και από κάθε άλλο συμβάν, όπως επί παραδείγματι κλοπή, εκτός των συμβάντων που υπάγονται στον κλάδο 8. ι) Κλάδος 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση χερσαίων αυτοκινήτων οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέως. ια) Κλάδος 11 «Αστική ευθύνη από αεροσκάφη»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέως. ιβ) Κλάδος 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση θαλάσσιων, λιμναίων ή ποτάμιων σκαφών, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέως. ιγ) Κλάδος 13 «Γενική αστική ευθύνη»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη που δεν εμπίπτει στους κλάδους 10 έως 12 ανωτέρω. ιδ) Κλάδος 14 «Πιστώσεις»: Στον ως άνω κλάδο, ο ασφαλιστής έναντι ασφαλίστρου καλύπτει τον ασφαλισμένο για ζημία την οποία αυτός πιθανόν να υποστεί ως αποτέλεσμα της αποτυχίας ενός ή περισσοτέρων οφειλετών του να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς αυτόν (ασφαλισμένο). Καλύπτει τα εξής: 14.1. γενική αφερεγγυότητα, 14.2. εξαγωγικές πιστώσεις (αφορά εξαγωγικές πιστώσεις που δεν γίνονται για λογαριασμό ή με την υποστήριξη του Κράτους), 14.3. πωλήσεις με δόσεις, 14.4. ενυπόθηκες πιστώσεις, 14.5. αγροτικές πιστώσεις. ιε) Κλάδος 15 «Εγγυήσεις»: Στον ως άνω κλάδο ο ασφαλιστής έναντι ασφαλίστρου εγγυάται για τον ασφαλισμένο την εκτέλεση από αυτόν των συμβατικών του υποχρεώσεων. Περιλαμβάνει: 15.1. άμεσες εγγυήσεις 15.2. έμμεσες εγγυήσεις. ιστ) Κλάδος 16 «Διάφορες χρηματικές απώλειες»: Καλύπτει διάφορες χρηματικές απώλειες που προκαλούνται από κινδύνους, όπως: 16.1. κίνδυνος απώλειας επαγγελματικής απασχόλησης, 16.2. γενική ανεπάρκεια εισοδήματος, 16.3. κακοκαιρία, 16.4. απώλεια κερδών, 16.5. τρέχοντα γενικά έξοδα, 16.6. απρόβλεπτες εμπορικές δαπάνες, 16.7. απώλεια / μείωση αγοραίας αξίας, 16.8. απώλεια μισθωμάτων ή εισοδημάτων, 16.9. έμμεσες εμπορικές απώλειες εκτός από αυτές που ήδη αναφέρθηκαν 16.10. μη εμπορικές οικονομικές απώλειες, 16.11. λοιπές οικονομικές απώλειες. ιζ) Κλάδος 17 «Νομική προστασία»: Περιλαμβάνει την ανάληψη δικαστικών εξόδων και την παροχή νομικής προστασίας. ιη) Κλάδος 18 «Βοήθεια»: Περιλαμβάνει την ανάληψη της υποχρέωσης άμεσης παροχής βοήθειας, στις περιπτώσεις και με τους όρους που προβλέπει σύμβαση, σε χρήμα ή σε είδος, έναντι προηγούμενης καταβολής ασφαλίστρου, προς πρόσωπα, που περιέρχονται σε δυσχερή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τον τόπο συνήθους διαμονής τους είτε υπό άλλες περιστάσεις ανεξάρτητα από μετακίνηση ή απουσία. Η σε είδος παροχή βοήθειας είναι δυνατόν να συνίσταται και στην χρησιμοποίηση του προσωπικού και του εξοπλισμού που ανήκουν σε αυτόν που παρέχει την βοήθεια. Δεν συνιστούν υπηρεσίες βοήθειας οι υπηρεσίες συντήρησης ή διατήρησης, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση, ούτε η απλή υπόδειξη ή πρόβλεψη παροχής βοήθειας ως μεσολάβηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η άδεια λειτουργίας παρέχεται συγχρόνως για περισσότερους από τους ακόλουθους κλάδους, φέρει τις εξής ονομασίες: α) για τους Κλάδους 1 και 2: «Ατυχήματα και Ασθένειες», β) για τους Κλάδους 1.4., 3, 7 και 10: «Ασφάλιση αυτοκινήτων», γ) για τους Κλάδους 1.4., 4, 6, 7 και 12: «Ασφάλιση θαλάσσης και μεταφορών», δ) για τους Κλάδους 1.4., 5, 7 και 11: «Ασφάλιση αεροσκαφών», ε) για τους Κλάδους 8 και 9: «Πυρκαϊές και λοιπές ζημίες σε αγαθά», στ) για τους Κλάδους 10, 11, 12 και 13: «Αστική ευθύνη», ζ) για τους Κλάδους 14 και 15: «Πιστώσεις και εγγυήσεις», η) για όλους τους Κλάδους: «Γενικών Ασφαλίσεων Ζημιών». Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει όλα τα κράτη μέλη, καθώς και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη χρήση της ονομασίας του σημείου η΄ της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 5Κλάδοι ασφαλίσεων ζωής

(άρθρο 2 και Παράρτημα II της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ) Οι ασφαλίσεις ζωής ταξινομούνται στους ακόλουθους κλάδους ασφαλιστικών εργασιών των περιπτώσεων α΄ ως δ΄ του παρόντος και εργασιών διαχείρισης των περιπτώσεων ε΄ ως θ΄ του παρόντος, ανάλογα με τα προβλεπόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση: α) Κλάδος Ι – «Ασφαλίσεις ζωής»: Περιλαμβάνει: Ι.1. ασφαλίσεις επιβίωσης ή θανάτου, μεικτές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις ζωής με επιστροφή του ασφαλίστρου, Ι.2. ασφαλίσεις προσόδων, Ι.3. επιπλέον ασφαλίσεις, όπως ιδίως σωματικών βλαβών, περιλαμβανομένης και της ανικανότητας για επαγγελματική εργασία, θανάτου συνεπεία ατυχήματος, αναπηρίας συνεπεία ατυχήματος ή ασθένειας, εφόσον συνάπτονται συμπληρωτικά στις ασφαλίσεις ζωής των κλάδων Ι.1, Ι.2, ΙΙ και ΙΙΙ, β) Κλάδος ΙΙ – «Ασφαλίσεις γάμου και γεννήσεως». γ) Κλάδος ΙΙΙ – «Ασφαλίσεις ζωής συνδεδεμένες με επενδύσεις»: Περιλαμβάνει ασφαλίσεις των Κλάδων Ι.1., Ι.2. και ΙΙ οι οποίες συνδέονται με επενδυτικά κεφάλαια. δ) Κλάδος ΙV – «Διαρκής ασφάλιση ασθένειας»: Αφορά σε τύπους διαρκούς ασφάλισης ασθενείας, μη υποκείμενης σε ακύρωση από τον ασφαλιστή. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται τα χαρακτηριστικά των ασφαλίσεων αυτών ανάλογα προς τα ισχύοντα για τις εν λόγω ασφαλίσεις στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. ε) Κλάδος V – «Τοντίνες»: Αφορά σε εργασίες, που συνεπάγονται τη δημιουργία ομάδων, στις οποίες συμμετέχουν τα μέλη με σκοπό την από κοινού κεφαλαιοποίηση των εισφορών τους και τη διανομή του συγκροτούμενου κεφαλαίου, είτε μεταξύ των επιζόντων, είτε των κληρονόμων των αποθανόντων. στ) Κλάδος VI – «Εργασίες κεφαλαιοποίησης»: Αφορά σε εργασίες με τις οποίες η επιχείρηση αναλαμβάνει, επί τη βάσει αναλογιστικών υπολογισμών, ασφαλιστικές υποχρεώσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένο ποσό έναντι προκαθορισμένων, εφάπαξ ή περιοδικών, καταβολών από τον αντισυμβαλλόμενο. ζ) Κλάδος VII – «Διαχείριση συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή οργανισμών»: Περιλαμβάνει: (1) εργασίες διαχειρίσεως συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή οργανισμών που καταβάλλουν παροχές σε περιπτώσεις θανάτου, επιβίωσης, διακοπής ή μείωσης της απασχόλησης, οι οποίες περιλαμβάνουν τη διαχείριση επενδύσεων και ειδικότερα όσων στοιχείων του ενεργητικού των κεφαλαίων ή οργανισμών αυτών αντιστοιχούν στα αποθεματικά τους, (2) οι εργασίες του σημείου (1) ανωτέρω, όταν συνοδεύονται με ασφαλιστική εγγύηση που περιλαμβάνει είτε τη διατήρηση του κεφαλαίου είτε καταβολή ελάχιστης απόδοσης. η) Κλάδος VIII – «Ασφαλίσεις του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα»: Περιλαμβάνει εργασίες ασφάλισης ζωής σύμφωνα με τον τίτλο 4 του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου IV του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα. θ) Κλάδος IX – «Εργασίες κοινωνικής ασφάλισης»: Περιλαμβάνει εργασίες που εξαρτώνται από τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, ορίζονται ή προβλέπονται από την περί κοινωνικής ασφάλισης εθνική νομοθεσία ή νομοθεσία άλλου κράτους − μέλους και ασκούνται ή τις διαχειρίζονται ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, οι οποίες αναλαμβάνουν πλήρως τον κίνδυνο των εν λόγω ασφαλίσεων.

Άρθρο 6Εξαιρούμενες επιχειρήσεις και οργανισμοί (άρθρα 3, 10 και 12 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Στις διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εντάσσονται: α) φορείς υπαγόμενοι στο εθνικό σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, β) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες από τις 10 Δεκεμβρίου του 2007, έχουν παύσει να συνάπτουν νέες συμβάσεις αντασφάλισης και ασχολούνται αποκλειστικά με τη διαχείριση του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου, με σκοπό την παύση των δραστηριοτήτων τους. Η Εποπτική Αρχή καταρτίζει κατάλογο των επιχειρήσεων αυτών και τον γνωστοποιεί στις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών − μελών, γ) οργανισμοί που εγγυώνται αποκλειστικά την καταβολή παροχών σε περίπτωση θανάτου, εφόσον το ύψος των παροχών αυτών δεν υπερβαίνει την μέση αξία των εξόδων κηδείας για κάθε θάνατο ή εφόσον οι παροχές αυτές καταβάλλονται σε είδος.

Άρθρο 7Ειδικές περιπτώσεις συνεταιρισμών Ειδικές περιπτώσεις λόγω μεγέθους (άρθρα 4 και 7 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών και έχουν συνάψει με άλλο αλληλασφαλιστικό συνεταιρισμό σύμβαση είτε για συνολική αντασφάλιση όλων των συναπτόμενων από αυτούς ασφαλίσεων είτε για υποκατάσταση του εκδοχέα συνεταιρισμού στον εκχωρητή συνεταιρισμό για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις εν λόγω ασφαλίσεις, υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος. Ο αντασφαλίζων ή ο εκδοχέας αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, εμπίπτουν στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επίσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος σε ασφαλιστική επιχείρηση που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις, εφεξής καλούμενη ως εξαιρουμένη λόγω μεγέθους: α) τα ακαθάριστα ετήσια εγγεγραμμένα ασφάλιστρά της δεν υπερβαίνουν τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, β) οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις της επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος, μη λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, δεν υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ, γ) αν η επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος, μη λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, δεν υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ, δ) οι δραστηριότητες της επιχείρησης δεν περιλαμβάνουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες που να καλύπτουν κινδύνους ασφάλισης αστικής ευθύνης ή πιστώσεων και εγγυήσεων, εκτός εάν συνιστούν παρεπόμενους κινδύνους κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος, ε) οι τυχόν αντασφαλιστικές εργασίες της επιχείρησης αντιστοιχούν σε ετήσιο έσοδο μικρότερο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και σε συνολική τεχνική πρόβλεψη μικρότερη των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (2.500.000) ευρώ και σε ποσοστό μικρότερο του 10% των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και σε ποσοστό μικρότερο του 10% του συνόλου των τεχνικών της προβλέψεων. Για τους υπολογισμούς της παρούσας περίπτωσης δεν λαμβάνονται υπόψη τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, στ) η ασφαλιστική επιχείρηση δεν παρέχει υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Η΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος υπερκαλυφθεί επί τρία συνεχή έτη, τότε η επιχείρηση υπάγεται στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου από το τέταρτο έτος (άρση εξαίρεσης λόγω μεγέθους).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου σε επιχειρήσεις (χαρακτηριζόμενες ως μη εξαιρούμενες λόγω μεγέθους) που ζητούν άδεια λειτουργίας για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα ή οι ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις, μη λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, αναμένεται να υπερβούν εντός των επόμενων πέντε ετών τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Μη εξαιρουμένη λόγω μεγέθους ασφαλιστική επιχείρηση που δεν παρέχει υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη, είτε με εγκατάσταση είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παύει να υπάγεται στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου, υπαγόμενη πλέον στις διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος (εξαιρείται λόγω μεγέθους), εφόσον η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της επαληθεύσει, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της επιχείρησης, ότι πληρούνται και οι δύο κατωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις: α) οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 δεν υπερκαλύπτεται κατά τα τρία τουλάχιστον τελευταία συνεχή έτη, και β) οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 δεν αναμένεται να υπερκαλυφθεί εντός των επόμενων πέντε ετών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εξαιρουμένη λόγω μεγέθους ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή αίτηση για εκούσια υπαγωγή της στο σύνολο των διατάξεων του νόμου αυτού (εκούσια άρση εξαίρεσης λόγω μεγέθους).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος και επιθυμούν να χαρακτηριστούν ως αρχικά εξαιρούμενες λόγω μεγέθους ασφαλιστικές επιχειρήσεις μέχρι την 31.12.2015, υποβάλλουν υποχρεωτικά σχετική αίτηση προς την Εποπτική Αρχή το αργότερο μέχρι την 31.3.2016. Η Εποπτική Αρχή αποφασίζει για την ανωτέρω αίτηση επί τη βάσει των κριτηρίων της παραγράφου 2 του παρόντος, θεωρώντας ως τεχνικές προβλέψεις του άρθρου 51 του παρόντος το σύνολο των τεχνικών αποθεμάτων που σχημάτισε η επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν.δ 400/1970 (Α΄ 10) κατά την 31.12.2014. Σε περίπτωση θετικής απόφασης ή σε περίπτωση έλλειψης απόφασης μέχρι την 31.5.2016 οι ανωτέρω επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται ως αρχικά εξαιρούμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις επί των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν υπέβαλλαν αίτηση μέχρι την 31.3.2016 ή η Εποπτική Αρχή αποφάσισε αρνητικά επί της σχετικής αίτησης μέχρι την 31.5.2016 χαρακτηρίζονται ως μη εξαιρούμενες λόγω μεγέθους και υπάγονται στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου. Αιτήσεις εξαίρεσης που υποβάλλονται μετά την 31.3.2016 ελέγχονται από την Εποπτική Αρχή ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 5 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα ετήσια προς αυτή υποβαλλόμενα οικονομικά και λοιπά στοιχεία για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος και το περιεχόμενο των αιτήσεων των παραγράφων 5, 6 και 7 παρόντος άρθρου.

Άρθρο 8Εξαιρούμενες ασφαλίσεις κατά ζημιών (άρθρα 5 και 6 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αναφορικά με τις ασφαλίσεις κατά ζημιών, ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες εργασίες: α) σε ειδικές εργασίες κεφαλαιοποιήσεως, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους, β) στις εργασίες των ιδρυμάτων προνοίας και αλληλοβοηθείας, οι παροχές των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται βάσει σταθερού ποσοστού, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους, γ) στις εργασίες που πραγματοποιούνται από οργανισμό ο οποίος δεν έχει νομική προσωπικότητα και του οποίου το αντικείμενο συνίσταται στην αλληλασφάλιση των μελών του, άνευ πληρωμής ασφαλίστρων και άνευ δημιουργίας τεχνικών προβλέψεων, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους, δ) στις εργασίες ασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων για λογαριασμό ή με την εγγύηση του Κράτους ή όταν το Κράτος είναι ο ασφαλιστής, ε) στις εργασίες βοήθειας, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: εα) η βοήθεια παρέχεται σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης οδικού οχήματος που συμβαίνει στην Ελλάδα, εβ) η παροχή περιορίζεται στις εξής εργασίες: εβα) στην επιτόπου επισκευή, για την οποία ο παρέχων τη βοήθεια χρησιμοποιεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, δικό του προσωπικό και υλικό, εββ) στη μεταφορά του οχήματος μέχρι τον πλησιέστερο ή καταλληλότερο τόπο διενέργειας της επισκευής, ενδεχομένως δε και στη μεταφορά, κατά κανόνα με το ίδιο μέσο βοήθειας, του οδηγού ή και των επιβατών, μέχρι τον πλησιέστερο τόπο απ’ όπου θα μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με άλλα μέσα, εβγ) στη μεταφορά του οχήματος, ενδεχομένως μαζί με τον οδηγό και τους επιβάτες, μέχρι την κατοικία τους, το σημείο εκκίνησης ή τον αρχικό τους προορισμό, εντός της Ελλάδας, εγ) η βοήθεια δεν παρέχεται από επιχείρηση που υπάγεται στον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στη δραστηριότητα βοήθειας ακόμη και εάν δεν συντρέχει η υποπερίπτωση εα΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος όσον αφορά στα εδάφια εβα΄ και εββ΄ της υποπερίπτωσης εβ΄ της ιδίας περίπτωσης, εφόσον ο δικαιούχος της βοήθειας είναι μέλος οργανισμού και η επισκευή ή η μεταφορά του οχήματος πραγματοποιείται μετά από απλή επίδειξη της ταυτότητας μέλους, χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση από ανάλογο οργανισμό του κράτους − μέλους όπου συνέβη το ατύχημα ή η βλάβη, βάσει συμφωνίας αμοιβαιότητας.

Άρθρο 9Εξαιρούμενες ασφαλίσεις ζωής και αντασφαλίσεις (άρθρα 9 και 11 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αναφορικά με τις ασφαλίσεις ζωής, ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες εργασίες και δραστηριότητες: α) στις εργασίες των ιδρυμάτων προνοίας και αλληλοβοηθείας, οι παροχές των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους, και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται με σταθερό ποσοστό, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους, β) στις εργασίες που διενεργούνται από άλλους οργανισμούς, εκτός των επιχειρήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του παρόντος, σκοπός των οποίων είναι η καταβολή παροχών σε εργαζομένους, μισθωτούς ή μη, που ανήκουν σε μια επιχείρηση ή σε έναν όμιλο επιχειρήσεων ή σε μία επαγγελματική κατηγορία ή σε ομάδα επαγγελματικών κατηγοριών, σε περίπτωση θανάτου, επιβιώσεως ή διακοπής ή μείωσης της απασχόλησης, είτε οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εργασίες αυτές καλύπτονται εξ ολοκλήρου και ανά πάσα στιγμή από τις μαθηματικές προβλέψεις είτε όχι, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους,

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες αντασφάλισης που ασκούνται ή τις οποίες εγγυάται πλήρως, η ελληνική κυβέρνηση ή κυβέρνηση άλλου κράτους − μέλους όταν αυτή ενεργεί, για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, με την ιδιότητα του αντασφαλιστή τελευταίου βαθμού, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ο ρόλος αυτός απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς, λόγω των οποίων καθίσταται ανέφικτη η ανάληψη του αντασφαλιστικού κινδύνου από ιδιωτικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 10Απαγόρευση άσκησης ασφάλισης και αντασφάλισης χωρίς προηγούμενη άδεια (άρθρα 14 και 15 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου Η’ του Πρώτου Μέρους του παρόντος «Ελευθερία Εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών», η άσκηση δραστηριότητας πρωτασφάλισης ή αντασφάλισης που εμπίπτει στον παρόντα νόμο υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή η οποία ισχύει για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενιαία άδεια) σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει τις δραστηριότητές της σε άλλο κράτος − μέλος, είτε με καθεστώς εγκατάστασης, είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των οριζομένων στα άρθρα 6, 8 και 9 του παρόντος, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα άσκηση εργασιών ασφάλισης ζωής ή κατά ζημιών ή αντασφάλισης στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος, κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και την άδεια λειτουργίας τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όποιος ασκεί ασφάλιση ή αντασφάλιση ή μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, πλέον των αναφερομένων στον παρόντα νόμο διοικητικών προστίμων, και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι δε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις είναι άκυρες. Σε περίπτωση που η ασφάλιση ή αντασφάλιση ασκείται από νομικό πρόσωπο, με την ποινή της παρούσας παραγράφου τιμωρείται όποιος ασκεί διοίκηση ή διαχείριση στο νομικό πρόσωπο. Η ακυρότητα δεν μπορεί να προταθεί εις βάρος των καλόπιστων συναλλασσομένων.

Άρθρο 11Άδεια λειτουργίας − Γενικά (άρθρα 14, 15, 25 και 73 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 3 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 48 του παρόντος, η ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνει άδεια λειτουργίας είτε για άσκηση ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε για άσκηση ασφαλίσεων ζωής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την άσκηση πρωτασφαλιστικών εργασιών, η άδεια λειτουργίας χορηγείται κατά κλάδο ασφάλισης, για όλους ή μερικούς από τους κινδύνους που υπάγονται σε αυτόν τον κλάδο, καθώς και κατά ομάδα δύο ή περισσότερων κλάδων ασφάλισης σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του παρόντος. Επιχείρηση που έλαβε άδεια για έναν κλάδο ή ομάδα κλάδων ασφαλίσεων κατά ζημιών δεν μπορεί να καλύπτει κινδύνους που περιλαμβάνονται σε άλλο κλάδο ασφάλισης, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση παρεπόμενων κινδύνων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του παρόντος. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι κίνδυνοι και οι κλάδοι ασφάλισης τους οποίους η επιχείρηση μπορεί να ασκεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η επέκταση των εργασιών ασφαλιστικής επιχείρησης για άσκηση κλάδων ή ασφάλιση κινδύνων που δεν περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας της υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών, η άδεια χορηγείται, είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες κατά ζημιών, είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες ζωής, είτε ενιαία για όλα τα είδη αντασφαλιστικών εργασιών. Η επέκταση των εργασιών αντασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες είτε μόνον κατά ζημιών είτε μόνον ζωής υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες (αναλήψεις) μόνο στους κινδύνους ή τους κλάδους για τους οποίους διαθέτουν άδεια άσκησης πρωτασφαλίσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η άδεια λειτουργίας των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος και τυχόν επέκταση αυτής χορηγείται από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την αίτηση και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να περιορίζει το πεδίο ισχύος της άδειας, που έχει ζητηθεί για έναν κλάδο, στις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της αιτούσας επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την παροχή υπηρεσιών βοήθειας, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υποχρεωτικά άδεια για άσκηση του Κλάδου 18 σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση ιη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, εκτός εάν η βοήθεια παρέχεται συμπληρωματικά σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, η παροχή υπηρεσιών βοήθειας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, εφόσον διενεργείται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, αλλοδαπών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που παρέχουν ασφάλιση ή αντασφάλιση είτε με εγκατάσταση είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής, ως και επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους ασκούμενους από κάθε επιχείρηση ασφαλιστικούς κινδύνους ή κλάδους ή τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα οφείλουν να συμμορφώνονται διαρκώς με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αιτούσα επιχείρηση εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης χορήγησης ή επέκτασης άδειας λειτουργίας, για τη σχετική χορήγηση ή την αιτιολογημένη απόρριψη της άδειας. Κατά της απορριπτικής απόφασης ή της τυχόν μη απάντησης της Εποπτικής Αρχής εντός της ως άνω αποκλειστικής προθεσμίας των έξι (6) μηνών χωρεί αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί αμελλητί στην ΕΑΑΕΣ κάθε χορήγηση και ανάκληση άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 12Ρυθμίσεις για τις ειδικές περιπτώσεις του άρθρου 7ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στις επιχειρήσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 του παρόντος δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των Ενοτήτων 1, 2 και 3 του Κεφαλαίου Δ΄, καθώς και του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται αναλόγως. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του παρόντος, η χορηγούμενη άδεια στις ως άνω επιχειρήσεις από την Εποπτική Αρχή ισχύει μόνον εντός της Ελλάδας, η άσκηση δε ασφαλιστικών εργασιών σε άλλες χώρες εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης διενεργείται συμφώνως προς τις εθνικές διατάξεις κάθε χώρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζει κάθε γενικότερο ή ειδικότερο θέμα για τη λειτουργία των επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος, ενδεικτικά ως τις ελάχιστες προϋποθέσεις διακυβέρνησης, τον τρόπο υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, τον τρόπο αποτίμησης των περιουσιακών τους στοιχείων, το ύψος και το είδος του κεφαλαίου φερεγγυότητας και της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης.

Άρθρο 13Παρεπόμενοι κίνδυνοι (άρθρο 16 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια για κυρίως κίνδυνο συγκεκριμένου κλάδου ή ομάδα κλάδων κατά ζημιών του άρθρου 4 του παρόντος, μπορεί να καλύπτει συμπληρωματικά κινδύνους που περιλαμβάνονται σε άλλον κλάδο ασφάλισης ζημιών του άρθρου αυτού (παρεπόμενους κινδύνους), χωρίς να απαιτείται άδεια και για τον κλάδο στον οποίο υπάγονται οι κίνδυνοι αυτοί, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Οι εν λόγω κίνδυνοι συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο, β) αφορούν στο αντικείμενο που είναι ασφαλισμένο κατά του κυρίως κινδύνου και γ) καλύπτονται με το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο με το οποίο καλύπτεται ο κυρίως κίνδυνος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος, οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στους Κλάδους 14 «Πιστώσεις», 15 «Εγγυήσεις» και 17 «Νομική Προστασία» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος δεν θεωρούνται παρεπόμενοι άλλων κλάδων και απαιτείται πάντοτε χωριστή άδεια, με εξαίρεση τον Κλάδο 17 «Νομική Προστασία», ο οποίος μπορεί να καλυφθεί συμπληρωματικά προς τον κυρίως ασκούμενο Κλάδο 18 «Βοήθεια», εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 του παρόντος και οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους όρους: α) ο κυρίως κίνδυνος αφορά μόνον στη βοήθεια που παρέχεται στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία ή τον τόπο συνήθους διαμονής ή β) η ασφάλιση αφορά διαφορές ή κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

Άρθρο 14Κεντρική διοίκηση, νομική μορφή, όροι χορήγησης άδειας (άρθρα 17, 18, 20, 21 και Παράρτημα ΙΙΙ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον: α) η επιχείρηση έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική της διοίκηση στην Ελλάδα. β) Η επιχείρηση έχει τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση ασφάλισης κατά ζημιών ή αντασφαλιστική επιχείρηση, και τη μορφή του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού. Η επιχείρηση μπορεί να έχει επίσης τη μορφή ευρωπαϊκής εταιρείας όπως ορίζεται στον Κανονισμό Νο 2157/2001 (L.294/10.11.2011). Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνονται οι μορφές του παρόντος, και καθορίζονται όροι και προϋποθέσεις για την άσκηση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εργασιών από επιχειρήσεις του δημοσίου, ώστε να διασφαλίζεται η ισοδυναμία των όρων και προϋποθέσεων αυτών με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο. γ) Η ασφαλιστική επιχείρηση έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες ασφάλισης, καθώς και εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτές, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης εμπορικής δραστηριότητας. Η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες αντασφάλισης και σχετιζόμενες εργασίες, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης συμμετοχών σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χρηματοοικονομικό τομέα κατά την έννοια της παραγράφου 8 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (L. 35/11.2.2003) ή της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84). Κατά παρέκκλιση του προηγουμένου εδαφίου, η αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να περιλαμβάνει στον σκοπό της επιπρόσθετες σχετικές της αντασφάλισης εργασίες, ενδεικτικά η παροχή στατιστικών ή αναλογιστικών συμβουλών, ανάλυση κινδύνων ή έρευνα για τους πελάτες της. δ) Η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή το καταστατικό της και πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος. ε) Η επιχείρηση παρέχει αποδείξεις στην Εποπτική Αρχή ότι: εα) Διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως προβλέπεται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος. εβ) Είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν πλήρως την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 76 ως 100 του παρόντος. εγ) Είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 101 ως 103 του παρόντος. στ) Η επιχείρηση αποδεικνύει ότι είναι σε θέση να συμμορφώνεται προς το σύστημα διακυβέρνησης κατά τα οριζόμενα στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους. ζ) Στην περίπτωση που η επιχείρηση καλύπτει κινδύνους του Κλάδου 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» (εξαιρουμένης της ασφάλισης ευθύνης του μεταφορέα), ενημερώνει την Εποπτική Αρχή για το όνομα και τη διεύθυνση όλων των αντιπροσώπων για τον διακανονισμό των ζημιών, που χρησιμοποιεί σε κάθε ένα από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι οποίοι έχουν τις προϋποθέσεις και τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 255 του παρόντος. η) Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την επέκταση αδείας ασφαλιστικής επιχείρησης σε νέους κλάδους ή σε κινδύνους ενός κλάδου, ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε νέες εργασίες, η επιχείρηση υποβάλλει προς την Εποπτική Αρχή πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 16 και αποδεικνύει ότι διαθέτει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 76 και 101 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης ζωής δύναται να ζητήσει τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της στους κινδύνους που ταξινομούνται στους Κλάδους 1 «Ατυχήματα» ή 2 «Ασθένειες» του άρθρου 4 του παρόντος, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος, εφόσον αποδεικνύει, επιπλέον των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, στην Εποπτική Αρχή ότι: α) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, καθώς και το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, όπως ορίζονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος, β) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 του παρόντος και εντεύθεν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί μόνο δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών για τους κινδύνους που ταξινομούνται στους Κλάδους 1 «Ατυχήματα» ή 2 «Ασθένειες» του άρθρου 4 του παρόντος δύναται να ζητήσει τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε κινδύνους ασφάλισης ζωής, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος, εφόσον αποδεικνύει, επιπλέον των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, στην Εποπτική Αρχή ότι: α) Διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, καθώς και το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, όπως αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος, β) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 του παρόντος και εντεύθεν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι ιδρυτές ή οι μέτοχοι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης παρέχουν όλες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Εποπτική Αρχή να αξιολογήσει ότι η επιχείρηση κατά το χρόνο που θα λάβει την άδεια λειτουργίας θα πληροί τις προϋποθέσεις για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και κάθε επέκταση αυτής παρέχονται με αποφάσεις της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διαδικασία για την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων διέπεται από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Απαιτείται έγκριση της Εποπτικής Αρχής για την τροποποίηση που αφορά στο είδος των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και σε κάθε περίπτωση μείωσης ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, ή των αλληλασφαλιστικών μερίδων σε περίπτωση αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών, η οποία δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά είτε οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων είτε όχι. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην εποπτική αρχή τις τροποποιήσεις που δεν υπόκεινται σε έγκρισή της μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και καθορίζονται τα έγγραφα που η επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 15Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές Στενοί δεσμοί (άρθρα 19, 22 και 24 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι μετοχές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών ή οι αλληλασφαλιστικές μερίδες προκειμένου περί αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού είναι ονομαστικές. Η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μόνο εφόσον γνωρίζει την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών. Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλιστεί η χρηστή και συνετή διαχείριση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να της παρέχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητά επιπροσθέτως αυτών της παραγράφου 14 του άρθρου 43 του παρόντος ώστε να μπορεί να βεβαιώνεται ότι πληρούνται σε συνεχή βάση οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, καθώς και εάν η λειτουργία της επιχείρησης προσκρούει στις διατάξεις του παρόντος ή τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή προς τα χρηστά ήθη ή την δημόσια τάξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η Εποπτική Αρχή δεν εξετάζει την σχετική αίτηση υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται ο χρόνος υποβολής των στοιχείων της παραγράφου 3 του παρόντος.

Άρθρο 16Πρόγραμμα δραστηριοτήτων (άρθρο 23 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος, προκειμένου η επιχείρηση να πάρει άδεια λειτουργίας ή άδεια επέκτασης των εργασιών της και σε άλλους κλάδους ασφάλισης, περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία που αφορούν ενδεικτικά στα εξής: α) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύψει η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, β) το είδος των αντασφαλιστικών συμβάσεων που η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να παρέχει στις εκχωρούσες επιχειρήσεις, γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση και την αντεκχώρηση, δ) τα περιουσιακά στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων που συγκροτούν το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, ε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον Κλάδο 18 «Βοήθεια», τα μέσα που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση για την παροχή βοηθείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της επιχείρησης περιλαμβάνει πέραν των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος τα εξής: α) προβλεπόμενο ισολογισμό, β) τις προβλέψεις για την μελλοντική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 1 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, επί τη βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού της περίπτωσης α΄ ανωτέρω, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις, γ) τις προβλέψεις για την μελλοντική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 101 και 102 του παρόντος, επί τη βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού της περίπτωσης α΄ ανωτέρω, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις, δ) Τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ε) σε περίπτωση άσκησης ασφάλισης κατά ζημιών και αντασφάλισης, επιπλέον τα εξής: εα) Τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες, εβ) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές που θα πραγματοποιηθούν και τις προβλέψεις για αποζημιώσεις. στ) Σε περίπτωση άσκησης ασφάλισης ζωής, επιπλέον προϋπολογιστική κατάσταση στην οποία να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, αναφορικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης, τις αποδοχές αντασφάλισης, καθώς και τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος δραστηριότητας επιχειρήσεων προς αδειοδότηση ή επέκταση δραστηριοτήτων, όπως ενδεικτικά αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών, αποτελέσματα ανά κλάδο ασφάλισης ή κατηγορία δραστηριοτήτων και αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών.

Άρθρο 17Διαδικασία διαβουλεύσεων (άρθρο 26 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση: α) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του εμπλεκόμενου κράτους − μέλους, όταν η αιτούσα: αα) είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή αβ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή αγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος − μέλος. β) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιριών επενδύσεων του άλλου εμπλεκόμενου κράτους − μέλους, όταν η αιτούσα: βα) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή ββ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή βγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος − μέλος. γ) τη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όταν η αιτούσα είναι θυγατρική ή ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα επιχείρησης που έχει αδειοδοτηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές της προηγούμενης παραγράφου, τόσο για τη χορήγηση της άδειας όσο και σε κάθε επόμενο στάδιο διαρκούς ελέγχου της εφαρμογής των όρων λειτουργίας, κάθε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών, καθώς και με τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας όλων των μελών της διοίκησης της επιχείρησης ή ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες και που εμπλέκονται με τη διοίκηση ή διαχείριση άλλης επιχείρησης του ιδίου ομίλου. Η διαβούλευση της παραγράφου 1 του παρόντος είναι υποχρεωτική για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και των μελών της διοίκησης ή ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, τόσο κατά τη διαδικασία αδειοδότησης όσο και σε κάθε μεταγενέστερη περίπτωση.

Άρθρο 18Όροι ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τιμολόγια ασφαλίστρων (άρθρο 21 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κατάρτιση των τιμολογίων που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είναι ελεύθερη και γίνεται σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων και αντασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων, και τυχόν άλλων εγγράφων που η επιχείρηση χρησιμοποιεί κατά την παροχή ασφαλίσεων ή την άσκηση ή λήψη αντασφαλίσεων δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε καμία διοικητική αρχή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος: α) Στοιχεία επί των τιμολογίων και των αυξήσεων επ’ αυτών μπορούν να κοινοποιούνται αποκλειστικά στην Εποπτική Αρχή, κατόπιν απόφασής της, που εκδίδεται επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει ρητά ότι η κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο γενικού ελέγχου τιμών. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι λοιπές αρμόδιες διοικητικές αρχές, που μπορούν να λαμβάνουν την σχετική πληροφορία στο πλαίσιο τυχόν αρμοδιότητάς τους επί του γενικού ελέγχου τιμών και εξειδικεύονται η μορφή, ο χρόνος παροχής και εν γένει κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή της ως άνω πληροφορίας και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Διάταξη που επιβάλλει ή κατ’ αποτέλεσμα καθιερώνει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, β) η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, μετά την σε αυτές χορήγηση άδειας λειτουργίας, με μόνο σκοπό τον έλεγχο της τήρησης διατάξεων σχετικά με τις αναλογιστικές αρχές, τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των σχετικών τεχνικών προβλέψεων και γ) η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά κάθε στοιχείο που κρίνει απαραίτητο για τον έλεγχο του προσωπικού και του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται άμεσα και έμμεσα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την άσκηση του Κλάδου 18 «Βοήθεια». Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται τα επαγγελματικά προσόντα των ιατρικών ομάδων και η πιστοποίηση του εξοπλισμού που διατίθεται από την επιχείρηση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από την άσκηση του εν λόγω κλάδου. 5. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι, προϋποθέσεις και τεχνικές προδιαγραφές, οι οποίοι δύναται να είναι κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 3651/2008 (Α΄ 44) για την άσκηση του Κλάδου 18 «Βοήθεια» από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τα έγγραφα που είναι αναγκαίο να κοινοποιούνται σε αυτή για την ομαλή άσκηση του εποπτικού ελέγχου της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ
Άρθρο 19Σκοπός και γενικές αρχές της εποπτείας (άρθρα 27, 28 και 29 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την ορθή λειτουργία της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και διασφαλίζει τη διαρκή συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία τους έως και την εκκαθάρισή τους, αλλά και κατά την παροχή υπηρεσιών από αυτές και από τους συνεργαζόμενους με αυτές ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και κατά την εφαρμογή της περί υποχρεωτικής ασφάλισης και της περί ασφάλισης οχημάτων νομοθεσίας. Η εποπτεία ασκείται επί τη βάσει διερευνητικής και βασισμένης στον κίνδυνο προσέγγισης και περιλαμβάνει κατάλληλο συνδυασμό εποπτικής δράσης εντός και εκτός των χώρων της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης και είναι ανάλογη προς τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των κινδύνων, που κάθε επιχείρηση αναλαμβάνει σύμφωνα με τις δραστηριότητές της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σκοπός της εποπτείας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι η προστασία των ληπτών της ασφάλισης, των ασφαλισμένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει επιπροσθέτως, για την άσκηση της εποπτείας, υπόψη: α) την ενδεχόμενη επίπτωση κάθε εποπτικής πράξης στην σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών συστημάτων, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει εκείνη την χρονική στιγμή και β) το ενδεχόμενο της κάθε εποπτικής πράξης να εντείνει περαιτέρω τον οικονομικό κύκλο, ιδιαίτερα σε περιόδους ασυνήθιστων κινήσεων στις χρηματοοικονομικές αγορές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή μεριμνά να διαθέτει σε συνεχή βάση επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η εισφορά των εποπτευομένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, για την εξασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την επιτέλεση του σκοπού της σύμφωνα με το παρόν άρθρο, σε ποσοστό μέχρι 1,5 τοις χιλίοις επί των ακαθάριστων ετήσιων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή εισηγείται προς τον Υπουργό Οικονομικών την υιοθέτηση νομοθετικών ρυθμίσεων του πλαισίου της ιδιωτικής ασφάλισης, συνοδεύει την εισήγηση αυτή υποχρεωτικά από σχετική γνωμοδότησή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 256 του παρόντος νόμου, τόσο στην ίδια την επιχείρηση και στους νόμιμους εκπροσώπους της, όσο και στα μέλη διοίκησης και ελέγχου αυτής της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Επίσης, δύναται να επιβάλλει τα προβλεπόμενα από την εν γένει κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία πρόστιμα, πειθαρχικές ποινές και λοιπές διοικητικές κυρώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δεδομένα με τα οποία διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος, ιδιαίτερα όσον αφορά στις μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης και εποπτικής δράσης των περιπτώσεων της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 20Περιεχόμενο της εποπτείας (άρθρα 30 και 33 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 6 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ασκεί χρηματοοικονομική εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) επί των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων που αυτές ασκούν μέσω υποκαταστημάτων ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην αλλοδαπή, β) επί των εγκατεστημένων στην Ελλάδα υποκαταστημάτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος υπάγονται στη χρηματοοικονομική εποπτεία των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η χρηματοοικονομική εποπτεία της παραγράφου 1 του παρόντος περιλαμβάνει την εξακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή των υποκαταστημάτων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, της κατάστασης της φερεγγυότητάς της, της σύστασης τεχνικών προβλέψεων, των στοιχείων του ενεργητικού της και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος νόμου και του ευρωπαϊκού δικαίου. Ειδικά για επιχειρήσεις που ασκούν τον Κλάδο 18 «Βοήθεια» κατά ζημιών, η εποπτεία εκτείνεται και στον έλεγχο των τεχνικών μέσων που διαθέτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αυτές για την καλή εκτέλεση των εργασιών βοήθειας που έχουν αναλάβει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος ή η ασφαλιστική υποχρέωση βρίσκεται στην Ελλάδα ή η Ελλάδα είναι κράτος υποδοχής μίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και η Εποπτική Αρχή έχει λόγους να θεωρεί ότι οι δραστηριότητες μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους − μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης. Σε περίπτωση υποκαταστήματος ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος, εκπρόσωποι των αρμοδίων αρχών του κράτους καταγωγής της επιχείρησης ή άτομα εξουσιοδοτημένα από τις αρχές για το σκοπό αυτό, δύνανται, αφού ενημερώσουν την Εποπτική Αρχή, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους εντός της Ελλάδος με σκοπό την επαλήθευση των αναγκαίων πληροφοριών ώστε να διασφαλίσουν τη χρηματοοικονομική εποπτεία της επιχείρησης. Η Εποπτική Αρχή και η ΕΑΑΕΣ δύναται να συμμετέχουν στους ανωτέρω επιτόπιους ελέγχους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή, ως εποπτική αρχή καταγωγής, εξακριβώνει, με κάθε πρόσφορο μέσο και με επιτόπιο έλεγχο, εφόσον απαιτείται, εάν η επιχείρηση τηρεί τις αρχές της συνετούς διαχείρισης, όπως ορίζονται στον παρόντα νόμο, ή εφόσον λάβει αντίστοιχα ειδοποίηση από αρμόδια εποπτική αρχή κράτους υποδοχής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζόμενης. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για κάθε περίπτωση κατά την οποία, ενώ έχει ενημερώσει τις εποπτικές αρχές ενός κράτους υποδοχής ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με το ανωτέρω εδάφιο, της απαγορεύεται να ασκήσει το δικαίωμά της για διενέργεια αυτών των επιτόπιων ελέγχων ή για κάθε περίπτωση κατά την οποία η εποπτική αρχή του κράτους μέλος υποδοχής αδυνατεί να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της για συμμετοχή στους ανωτέρω επιτόπιους ελέγχους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτές διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 21Διαφάνεια και ευθύνη της εποπτικής αρχής (άρθρο 31 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ασκεί την εποπτεία σύμφωνα με τις αρχές της εμπιστευτικότητας, της διαφάνειας και της ευθύνης, όπως αυτές προβλέπονται στις οικείες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο διαδικτυακό τόπο της Εποπτικής Αρχής δημοσιεύονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) όλες οι διατάξεις της κείμενης περί ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων νομοθεσίας, συμπεριλαμβανόμενου του παρόντος νόμου, των οικείων αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και των ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, ως και κάθε εγκύκλιος, οδηγία ή γενική σύσταση στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων αυτών, β) τα γενικά κριτήρια και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, περιλαμβανομένων των εποπτικών εργαλείων της παραγράφου 4 του άρθρου 23 του παρόντος, γ) συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για βασικές παραμέτρους εφαρμογής του πλαισίου της προληπτικής εποπτείας, δ) ο τρόπος χρήσης των εθνικών διακριτικών ευχερειών της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ε) οι στόχοι, οι βασικές λειτουργίες και οι δραστηριότητες εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή συντάσσει και υποβάλλει στη Βουλή ετήσια έκθεση σχετικά με τις εποπτικές της δραστηριότητες και υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

Άρθρο 22Συμβάσεις αντασφάλισης και αντεκχώρησης (άρθρο 32 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η Εποπτική Αρχή δεν δύναται να απορρίπτει σύμβαση αντασφάλισης ή αντεκχώρησης, ανάμεσα σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης που δέχεται την αντεκχώρηση ή αναλαμβάνει την αντασφάλιση, εφόσον η επιχείρηση αυτή είναι αδειοδοτημένη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του παρόντος ή του άρθρου 14 της Οδηγίας 2009/ 138/ΕΚ.

Άρθρο 23Γενικές εποπτικές εξουσίες (άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σχετικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και αντασφάλισης, η Εποπτική Αρχή ασκεί την εποπτεία σε προληπτική, διορθωτική και κατασταλτική βάση. Δύναται να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε αφ’ ενός οι δραστηριότητες των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να είναι σύμφωνες με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη − μέλη και αφετέρου να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων. Σχετικά με τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την τήρηση της νομοθεσίας για την ασφαλιστική και αντασφαλιστική διαμεσολάβηση, ιδίως όσον αφορά την τήρηση και το περιεχόμενο του οικείου μητρώου κατά κατηγορία διαμεσολαβούντος. Μπορεί να καθορίζει συγκεκριμένες υποχρεώσεις εσωτερικής οργάνωσης των επιχειρήσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, καθώς και την υποβολή και το περιεχόμενο οικονομικών καταστάσεων ή άλλων οικονομικών και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την άσκηση της εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί, η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και στα εποπτευόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή, κατά την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της, διά των εντεταλμένων οργάνων της: α) Έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο, βιβλίο ή άλλο στοιχείο υπό οποιαδήποτε μορφή, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης εντός και εκτός της Ελλάδας και που τηρούνται είτε στις εποπτευόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή και σε άλλες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, ενδεικτικά που εκτελούν χρέη θεματοφύλακα της περιουσίας, και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφό του, ακόμη και εάν αυτό περιέχει απλά ή ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του ν. 2472/1997 (Α΄ 50). β) Μπορεί να ζητά πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή δημόσια αρχή. γ) Μπορεί να απαιτεί τη διακοπή της πώλησης συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος ή τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το νόμο αυτόν, την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή ασφαλιστική νομοθεσία ή τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του. δ) Μπορεί να απαγορεύει προσωρινά, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, σε πρόσωπα την εξακολούθηση της άσκησης ή την ανάληψη καθηκόντων του άρθρου 31 του παρόντος σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. ε) Μπορεί να λαμβάνει πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, ενδεικτικά αναλογιστές και ελεγκτές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και να αναθέτει εξακριβώσεις, μελέτες ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές, αναλογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες. στ) Μπορεί να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με συμβάσεις που βρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών ή έχουν συναφθεί με τρίτους. ζ) Πέραν των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, έλεγχοι μπορεί να διενεργούνται και: ζα) Σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου αλλά, είτε του έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 37 του παρόντος, είτε είναι τρίτος με τον οποίον η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει συναλλαγή, ο έλεγχος του οποίου είναι αναγκαίος για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος. ζβ) Σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μόνο όμως στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και εφόσον ο έλεγχος δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί, εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, να αναπτύσσει, επιπροσθέτως του υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, πρόσθετα ποσοτικά εποπτικά εργαλεία (ενδεικτικά διαγνωστικές ασκήσεις και ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων), με τα οποία θα εξετάζεται η δυνατότητα των επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται σε πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές αλλαγές της οικονομικής συγκυρίας τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική χρηματοοικονομική τους θέση. Η εφαρμογή των ως άνω εποπτικών εργαλείων και ασκήσεων από τις επιχειρήσεις είναι υποχρεωτική.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Εποπτική Αρχή ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών − μελών, δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας περί άσκησης της εποπτείας, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι εν γένει ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την εγγραφή του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στο οικείο Επιμελητήριο, κατ’ άρθρο 4 π.δ. 190/2006, το ελάχιστο όριο κάλυψης και το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό απαλλαγής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων επαγγελματικής αστικής ευθύνης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών, και ο καθορισμός των εν γένει προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5 του π.δ. 190/06, όπως ενδεικτικά η προθεσμία για την ανανέωση εγγραφής στο οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτική Αρχή, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια ως προς τη συνεργασία ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που διαμεσολαβούν στην ιδιωτική ασφάλιση με νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές εργασίες κυρίως ως προς τη διάθεση ασφαλιστικών προϊόντων, χωρίς να παραβιάζονται οι κείμενες διατάξεις περί ανταγωνισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζονται τα ελάχιστα κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που εντάσσονται στις σχετικές πολιτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ώστε να διασφαλίζεται ότι οι συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι προστηθέντες τους ενεργούν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και λαμβάνουν μέτρα ώστε να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις συγκρούσεις συμφερόντων.

Άρθρο 24Παρεχόμενη πληροφόρηση για εποπτικούς σκοπούς (άρθρο 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 7 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη για την άσκηση της εποπτείας, χωρίς οι επιχειρήσεις να δικαιούνται να αντιτάξουν οποιοδήποτε απόρρητο έναντι της Εποπτικής Αρχής. Η εν λόγω πληροφόρηση περιλαμβάνει: α) ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους, β) στοιχεία που αφορούν στο ιστορικό, στην εκάστοτε τρέχουσα κατάσταση ή μελλοντική κατάσταση ή σε κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους, γ) δεδομένα από εσωτερικές ή εξωτερικές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πηγές, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 του παρόντος πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες αρχές: α) να αντικατοπτρίζουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης επιχείρησης, και ιδίως τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε αυτές, β) να είναι προσβάσιμες, πλήρεις από κάθε ουσιώδη άποψη, συγκρίσιμες και με χρονική συνέπεια, και γ) να είναι συναφείς με το θέμα, αξιόπιστες και κατανοητές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και δομές, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, καθώς και τεκμηριωμένη έγγραφη πολιτική, που έχει λάβει την έγκριση του Διοικητικού τους Συμβούλιου, ώστε να εξασφαλίζεται σε συνεχή βάση η καταλληλότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή, έχοντας υπόψη της τους σκοπούς της εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος, ζητά και λαμβάνει τις πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, που κατ’ ελάχιστον της επιτρέπουν να εφαρμόσει επιτυχώς τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, και ειδικότερα: α) να αξιολογεί, για κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση που εποπτεύει, το σύστημα διακυβέρνησης που εφαρμόζει, τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές δραστηριότητες που ασκεί, τους κανόνες αποτίμησης που ακολουθεί για τον υπολογισμό των εποπτικών της κεφαλαίων, τους κινδύνους που αντιμετωπίζει και τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων αυτών, την κεφαλαιακή της δομή, τις κεφαλαιακές της ανάγκες και τον τρόπο άσκησης της διοίκησής τους, β) να λαμβάνει τις κατάλληλες αποφάσεις και να προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να απαιτείται ο έλεγχος του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών του παρόντος άρθρου από εξωτερικούς ελεγκτές και να καθορίζονται η φύση, η έκταση και η μορφή των πληροφοριών, ο χρόνος υποβολής τους, είτε σε προκαθορισμένες περιόδους, είτε κατά τον χρόνο προκαθορισμένων γεγονότων, είτε κατά την διάρκεια ερευνών σχετικά με την κατάσταση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 102 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή με απόφασή της, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί να περιορίζει, αναφορικά με την συγκεκριμένη επιχείρηση, τη συχνότητα υποβολής των πληροφοριών του παρόντος άρθρου. Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται τουλάχιστον μία φορά ετησίως. Για την λήψη της απόφασης του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή εξετάζει αν η συχνότητα υποβολής των πληροφοριών αυτών από την επιχείρηση θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ανήκει σε όμιλο υπό την έννοια της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, η επιχείρηση αποδεικνύει στην Εποπτική Αρχή ότι η συχνότερη από μια φορά το έτος εποπτική αναφορά αντενδείκνυται δεδομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που απολαμβάνουν ετησίως τα ωφελήματα της παρούσας παραγράφου δεν υπερβαίνουν το 20% της αγοράς ασφαλίσεων ζωής και ζημιών, όπου το μερίδιο του κλάδου ζημιών προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και το μερίδιο του κλάδου ζωής προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις διαθέτουν προτεραιότητα κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τη λήψη των ωφελημάτων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί, αναφορικά με την συγκεκριμένη επιχείρηση, να περιορίζει τη συχνότητα ή και να την εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών. Για την λήψη της απόφασης του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή εξετάζει αν πληρούνται σωρευτικά τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών από την επιχείρηση θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης, και β) η υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών από την επιχείρηση δεν είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτεία επί της επιχείρησης, και γ) η εξαίρεση δεν υπονομεύει τη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση, και δ) η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είναι σε θέση να παρέχει πληροφορίες άμεσα, όποτε της ζητείται από την Εποπτική Αρχή. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ανήκει σε όμιλο υπό την έννοια της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, η επιχείρηση αποδεικνύει στην Εποπτική Αρχή ότι η εξαίρεση από την υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών αντενδείκνυται δεδομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου και ότι δεν υπονομεύει τον εποπτικό στόχο του άρθρου 19 του παρόντος, περί σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών δεν υπερβαίνουν το 20% της αγοράς ασφαλίσεων ζωής και ζημιών, όπου το μερίδιο του κλάδου ζημιών προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και το μερίδιο του κλάδου ζωής προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις διαθέτουν προτεραιότητα κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τις εξαιρέσεις αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τους σκοπούς των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος, όταν η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, εξετάζει αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τον όγκο των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, β) τη διακύμανση των απαιτήσεων αποζημιώσεων και παροχών που καλύπτει η επιχείρηση, γ) τους κινδύνους αγοράς που συνεπάγονται οι επενδύσεις της επιχείρησης, δ) το επίπεδο συγκεντρώσεων κινδύνου, ε) τον συνολικό αριθμό των κλάδων ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών για τις οποίες έχει δοθεί άδεια λειτουργίας, στ) τις πιθανές επιπτώσεις από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ζ) τα συστήματα και τις δομές της επιχείρησης για την παροχή πληροφοριών για σκοπούς εποπτείας, καθώς και την τεκμηριωμένη έγγραφη πολιτική της παραγράφου 3 του παρόντος, η) την καταλληλότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης, θ) το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, ι) το γεγονός αν η επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία καλύπτει μόνο κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκει.

Άρθρο 25Διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης (άρθρο 36 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή εξετάζει και αξιολογεί, σε τακτική βάση, τις στρατηγικές, τις διεργασίες και τις διαδικασίες πληροφόρησης που εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για την συμμόρφωσή τους στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και στις υποδείξεις και σχετικές συστάσεις της Εποπτικής Αρχής. Η αξιολόγηση που διενεργείται περιλαμβάνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης, τη διαπίστωση των πιθανών κινδύνων στους οποίους αυτή εκτίθεται ή μπορεί να εκτεθεί και η ικανότητα της επιχείρησης να διαγνώσει την έκθεσή της ή την πιθανή έκθεσή της στους εν λόγω κινδύνους λαμβανομένου υπόψη και του περιβάλλοντος στο οποίο η επιχείρηση αυτή λειτουργεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή εξετάζει, σε κάθε περίπτωση, και αξιολογεί: α) για το σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2, του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους, β) για τις τεχνικές προβλέψεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, γ) για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις των Ενοτήτων 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, δ) για τους επενδυτικούς κανόνες, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 6 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, ε) για την ποιότητα και την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, στ) για το τυχόν εφαρμοζόμενο από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πλήρες ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, τη συνεχή συμμόρφωσή της προς τις διατάξεις του Τμήματος 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης του παρόντος άρθρου: α) αναπτύσσει και διατηρεί κατάλληλα εργαλεία, ενδεικτικά ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στατιστικούς δείκτες, διαγνωστικές ασκήσεις, δείκτες επιμέτρησης επικινδυνότητας, τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνει την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να παρακολουθεί τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης, β) αξιολογεί την επάρκεια των μεθόδων και πρακτικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επισημαίνουν τα πιθανά γεγονότα ή τις μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική τους κατάσταση, γ) αξιολογεί την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται στην περίπτωση τέτοιων πιθανών γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες, δ) απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα απαραίτητα εργαλεία της παραγράφου 3 του παρόντος, οι διοικητικές ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβαίνει η Εποπτική Αρχή για την εφαρμογή της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, η ελάχιστη συχνότητα και το αντικείμενο των εν λόγω εξετάσεων και αξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 26Πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις (άρθρο 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 8 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, μετά την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 του παρόντος διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, να επιβάλλει με αιτιολογημένη απόφασή της σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με την τυποποιημένη μέθοδο του Τμήματος 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας – τυποποιημένη μέθοδος», και: αα) η απαίτηση για χρήση εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος κρίνεται ακατάλληλη ή έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική, ή αβ) η επιχείρηση βρίσκεται σε διαδικασία ανάπτυξης πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος, β) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, που διενεργείται με βάση το από την επιχείρηση χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, πλήρες ή μερικό, διότι ορισμένοι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη από το εν λόγω υπόδειγμα ενώ η προσαρμογή του, ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το δεδομένο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, δεν έχει πραγματοποιηθεί σε χρόνο που είχε προγενέστερα τεθεί από την Εποπτική Αρχή, γ) όταν διαπιστώνει ότι το σύστημα διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις διατάξεις της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους «Σύστημα Διακυβέρνησης», ότι οι εν λόγω αποκλίσεις εμποδίζουν την επιχείρηση να αναγνωρίσει, να αποτιμήσει, να παρακολουθήσει, να διαχειρισθεί ή να αναφέρει ορθά τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, και ότι η επιβολή στην επιχείρηση άλλων εποπτικών μέτρων δεν εκτιμάται ως πιθανό ότι θα αποκαταστήσει επαρκώς τις ελλείψεις μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, δ) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος ή τα μεταβατικά μέτρα των άρθρων 274 και 275 του παρόντος, στις περιπτώσεις που η επιχείρηση κάνει χρήση κάποιας από τις προσαρμογές και τα μεταβατικά αυτά μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται από την Εποπτική Αρχή κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος, στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις ελλείψεις που οδηγούν την Εποπτική Αρχή στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, ενώ στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις αποκλίσεις που αναφέρονται στην εν λόγω περίπτωση δ΄. Στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μεριμνά ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο την απόφασή της για επιβολή κεφαλαιακής προσαύξησης και αίρει το σχετικό μέτρο, όταν η επιχείρηση έχει αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η προσαυξημένη, λόγω πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, αντικαθιστά την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που κρίθηκε ανεπαρκής. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο προηγούμενο εδάφιο, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου της παραγράφου 5 του άρθρου 52 του παρόντος δεν περιλαμβάνει την πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση που έχει επιβληθεί σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 27Εποπτεία λειτουργιών και δραστηριοτήτων που έχουν ανατεθεί εξωτερικά (άρθρο 38 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 9 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 37 του παρόντος, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να αναθέτουν λειτουργία ή δραστηριότητα ασφάλισης ή αντασφάλισης σε τρίτο πάροχο, εφόσον διασφαλίζουν ότι: α) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο (πάροχος υπηρεσιών) στο οποίον γίνεται η ανάθεση συνεργάζεται με την Εποπτική Αρχή όσον αφορά στην εκτέλεση των λειτουργιών και των δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, λαμβάνοντας υπόψη και τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 47 του παρόντος, β) οι ίδιες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ελεγκτές τους και η Εποπτική Αρχή έχουν ουσιαστική και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν στις λειτουργίες και στις δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί εξωτερικά, γ) η Εποπτική Αρχή διαθέτει ουσιαστική και άμεση πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών και είναι σε θέση να ασκεί αυτό το δικαίωμα πρόσβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τη διενέργεια ή τη διατήρηση της εξωτερικής ανάθεσης, εφόσον κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι της προηγούμενης παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αρμοδίως εξουσιοδοτημένα στελέχη ή εκπρόσωποι αρχών εποπτείας ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύνανται, αφού ενημερώσουν την Εποπτική Αρχή, καθώς και την αρμόδια κατά περίπτωση ελληνική εποπτική αρχή, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους εντός της Ελλάδος σε παρόχους υπηρεσιών που εμπίπτουν στην εποπτική αρμοδιότητα της αρχής αυτής. Η Εποπτική Αρχή αναλαμβάνει την ευθύνη του συντονισμού των εμπλεκόμενων αρμόδιων ελληνικών εποπτικών αρχών σε συνεργασία με τις αρχές εποπτείας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η Εποπτική Αρχή και η ΕΑΑΕΣ δύναται να συμμετέχει στους ανωτέρω ελέγχους. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί η ίδια ελέγχους σε παρόχους υπηρεσιών, που εμπίπτουν στην εποπτική της αρμοδιότητα, κατόπιν σχετικής ανάθεσης από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, κατόπιν ενημέρωσης της αρμόδιας ευρωπαϊκής εποπτικής αρχής, ή να αναθέτει στην αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή την διενέργεια επιτόπιων ελέγχων, σε παρόχους υπηρεσιών εκτός Ελλάδας, στους οποίους έχει γίνει εξωτερική ανάθεση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα. Εάν ο πάροχος των υπηρεσιών είναι μη εποπτευόμενη επιχείρηση εντός της Ελλάδας, αρμόδια εποπτική αρχή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι η Εποπτική Αρχή, η οποία μπορεί να διενεργεί απευθείας προς αυτόν επιτόπιο ή άλλο έλεγχο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού ΕΕ 1094/2010 για κάθε περίπτωση κατά την οποία, ενώ είτε έχει ενημερώσει την αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή του παρόχου υπηρεσιών ότι προτίθεται να διενεργήσει είτε ήδη διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, αδυνατεί να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της για την διενέργεια των ανωτέρω επιτόπιων ελέγχων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτοί διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 28Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου (άρθρο 39 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα διενεργείται κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, δύναται δε να αφορά μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων συμβολαίων της είτε αυτά έχουν συναφθεί με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλη ή άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η μεταβίβαση εγκρίνεται κατά την προηγούμενη παράγραφο εφόσον η επιχείρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση έχει κατάλληλη άδεια λειτουργίας των κλάδων στους οποίους κατατάσσονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου και κατέχει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 76 του παρόντος, αφού ληφθεί υπόψη η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου. Εφόσον η μεταβίβαση διενεργείται προς ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος, η απαίτηση του προηγουμένου εδαφίου πιστοποιείται αποκλειστικά από την εποπτική αρχή του κράτους καταγωγής της επιχείρησης προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση εφόσον έχει λάβει τη συγκατάθεση της εποπτικής αρχής του κράτους − μέλους στον οποίο βρίσκονται οι κίνδυνοι ή οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που έχουν αναληφθεί από την εκχωρούσα ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Σε περίπτωση μη απάντησης εποπτικής αρχής κράτους − μέλους εντός τριών μηνών από τη λήψη του αιτήματος διαβούλευσης από την Εποπτική Αρχή, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή συγκατάθεση της εν λόγω εποπτικής αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 2 του παρόντος, σε περιπτώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων η μεταβίβαση της παραγράφου 1 του παρόντος εγκρίνεται εφόσον κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, και αφού ληφθούν υπόψη και αξιολογηθούν τυχόν ενστάσεις ή εναντιώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος, δεν θίγονται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή άλλων προσώπων που έχουν δικαιώματα ή υπέχουν υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εκχωρούμενες συμβάσεις. Η μεταβίβαση μπορεί να εγκρίνεται με όρο που θέτει η Εποπτική Αρχή ότι οι αντισυμβαλλόμενοι στις μεταβιβαζόμενες ασφαλιστικές συμβάσεις μπορούν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους εντός προθεσμίας μετά τη μεταφορά οριζόμενης από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, που προτίθεται να μεταβιβάσει σε άλλη επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος, το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως τη συγκατάθεση της Εποπτικής Αρχής. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που προτίθεται να μεταβιβάσει σε ελληνική επιχείρηση, το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως την έγκριση της Εποπτικής Αρχής. Η Εποπτική Αρχή δίδει την ανωτέρω έγκριση μόνον εφόσον πιστοποιεί την απαίτηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση μεταβίβασης χαρτοφυλακίου που έχει συναφθεί με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για την κάλυψη κινδύνων ή υποχρεώσεων στην Ελλάδα η εποπτική αρχή του κράτους καταγωγής της εκχωρούσας ασφαλιστικής επιχείρησης, επιτρέπει τη μεταβίβαση μόνον αφού λάβει τη συγκατάθεση της Εποπτικής Αρχής. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας είναι ευρωπαϊκή επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ελλάδα, τα συμβόλαια αυτά θεωρούνται ότι έχουν συνομολογηθεί υπό καθεστώς εγκατάστασης. Για τα συμβόλαια αυτά ισχύει ότι είχε συμφωνηθεί εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος θελήσει να ακολουθήσει το ελληνικό δίκαιο και γλώσσα. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας είναι ελληνική επιχείρηση υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως την έγκριση της Εποπτικής Αρχής. Η Εποπτική Αρχή δίδει την ανωτέρω έγκριση μόνον εφόσον πιστοποιεί την απαίτηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι εποπτικές αρχές όλων των κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των οποίων ζητείται η γνώμη για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων, ανακοινώνουν τη γνώμη ή τη συγκατάθεσή τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους − μέλους καταγωγής της εκχωρούσας επιχείρησης, εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή της σχετικής αίτησης. Σε περίπτωση που δεν έχει δοθεί απάντηση μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει ευνοϊκή γνώμη ή σιωπηρή συγκατάθεση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα πραγματοποιείται, όσον αφορά στα ασφαλιστήρια συμβόλαια εν ισχύι είτε με τη διαδικασία της περίπτωσης α΄ είτε της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου, και αναφορικά με εκκρεμείς υποχρεώσεις και λοιπές ασφαλιστικές υποχρεώσεις με τη διαδικασία της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου. α) αα) Ο εκχωρητής ενημερώνει εγγράφως κάθε αντισυμβαλλόμενο ξεχωριστά για την πρόθεση μεταφοράς του συμβολαίου του, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, από τον ίδιο στον εκδοχέα, καθώς και μια σειρά στοιχείων του εκδοχέα, όπως την επωνυμία του, το σκοπό, τη νομική μορφή και τον τρόπο λειτουργίας του στην Ελλάδα (εγκατάσταση, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών), το κράτος − μέλος καταγωγής του, στοιχεία για την οικονομική ευρωστία του εκδοχέα και την δέσμευσή του να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση, για το δικαίωμα εναντίωσης της μεταφοράς που διαθέτει ο αντισυμβαλλόμενος, την ακολουθούμενη διαδικασία και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να ασκηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. αβ) Η Εποπτική Αρχή θέτει προθεσμία εναντίωσης που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρείς (3) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής. αγ) Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση περιλαμβάνει τη μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων στον εκδοχέα, οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων δεν εναντιώθηκαν στη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας. αδ) Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής της ανωτέρω υποπερίπτωσης αγ΄ μπορεί να περιλαμβάνει τη μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων στον εκδοχέα, οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων εναντιώθηκαν στη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν το 15% του συνολικού πλήθους των υπό μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων. αε) Εντός εξήντα (60) ημερών από την έγκριση της Εποπτικής Αρχής, ο εκδοχέας ενημερώνει εγγράφως τους αντισυμβαλλόμενους για τη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης και εκδίδει για κάθε μία ασφαλιστική σύμβαση πιστοποιητικό ανάληψης της υποχρέωσης, το οποίο περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, την επωνυμία, το σκοπό, τη νομική μορφή και τον τρόπο λειτουργίας του εκδοχέα στην Ελλάδα, το κράτος − μέλος καταγωγής του εκδοχέα, τη διεύθυνση της έδρας και αναλυτικά στοιχεία επικοινωνίας του εκδοχέα. β) Με ανακοίνωση που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και σε μια ημερήσια εφημερίδα και μια ημερήσια ή εβδομαδιαία οικονομική εφημερίδα της έδρας της επιχείρησης, τάσσεται, κατόπιν εγκρίσεως της Εποπτικής Αρχής, από την επιχείρηση για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων προθεσμία μέχρι τριών (3) μηνών προς υποβολή ενστάσεων υπό των ενδιαφερομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών − μελών όπου βρίσκονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις που ενδεχόμενα κάλυπτε η εκχωρούσα ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση. Οι ενημερώσεις και ανακοινώσεις αδειών μεταβίβασης σε επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος οι οποίες καλύπτουν κινδύνους ή υποχρεώσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα, δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Μετά την έγκριση της μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο δεν δύναται να αντιταχθούν κατά της μεταβίβασης αυτής οι ασφαλισμένοι, οι συμβαλλόμενοι στην ασφαλιστική σύμβαση, οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οι πιστωτές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Σε κάθε ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων αναφέρεται ρητά ποιος φέρει το βάρος της κάλυψης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Η μεταβίβαση ολοκληρώνεται με τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής του μεταβιβαζομένου χαρτοφυλακίου στο οποίο αναφέρεται το τίμημα της μεταβίβασης και αναλυτικά το είδος και το ύψος των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων κατά την ημερομηνία συντάξεως του πρωτοκόλλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Διασπάσεις ή συγχωνεύσεις ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν έδρα στην Ελλάδα επιτρέπονται μόνο μετά από εγκριτική απόφαση της Εποπτικής Αρχής και εφόσον η αίτηση της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης συνοδεύεται και από ολοκληρωμένη μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας (πρόγραμμα δραστηριότητας) της νέας επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καθορίζονται διαφορετικές ή επιπρόσθετες απαιτήσεις ή διαδικασίες ενημέρωσης, συναίνεσης, εναντίωσης ή ένστασης, να καθορίζονται οι διαδικασίες μεταφοράς χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και να ρυθμίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο του πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι γενικότεροι και ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων προς υποκαταστήματα τρίτων χωρών που λειτουργούν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣΕΝΟΤΗΤΑ 1ΕΥΘΥΝΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Άρθρο 29Ευθύνη διοικητικού συμβουλίου – μέλη διοίκησης (άρθρο 40 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων, καθώς και ευρωπαϊκών αντιστοίχων αποτελεί ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ως μέλη διοίκησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης νοούνται κατ’ ελάχιστον τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα στην επιχείρηση και το οποίο είναι υπεύθυνο και λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο για την καθημερινή διοίκηση της επιχείρησης, περιλαμβανομένων των προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη δρατηριότητα της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το διοικητικό συμβούλιο κάθε ελληνικής ασφαλιστικής επιχείρησης αποτελείται κατά πλειοψηφία από Έλληνες πολίτες ή πολίτες άλλων κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 30Γενικές απαιτήσεις διακυβέρνησης (άρθρο 41 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης που διασφαλίζει τη χρηστή και συνετή διοίκησή τους. Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον επαρκή και διαφανή οργανωτική δομή (οργανόγραμμα) με σαφή κατανομή και κατάλληλο διαχωρισμό καθηκόντων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό με τον οποίο διασφαλίζεται η μετάδοση των πληροφοριών εντός της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση το σύστημα διακυβέρνησης εγγυάται την τήρηση των οριζομένων στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος. Το σύστημα διακυβέρνησης υπόκειται σε περιοδικό εσωτερικό έλεγχο και ανασκόπηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σύστημα διακυβέρνησης είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του τρόπου λειτουργίας και διοίκησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν έγγραφες πολιτικές, που εγκρίνονται με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων και οι οποίες κατ’ ελάχιστον αφορούν στη διαχείριση των κινδύνων, στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου, στη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και, όπου υπάρχει, στην εξωτερική ανάθεση. Για τις μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις, οι πολιτικές αυτές μπορεί να προβλέπουν τη σώρευση των εργασιών που περιλαμβάνονται σε περισσότερες από μία βασικές λειτουργίες σε ένα μόνο πρόσωπο ή μία μόνη οργανωτική μονάδα. Οι πολιτικές επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται ή αναθεωρούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση, προσαρμόζονται δε σε κάθε εσωτερική ή εξωτερική επιχειρησιακή ή επιχειρηματική μεταβολή. Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές εφαρμόζονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης σχεδίων έκτακτης ανάγκης. Για το σκοπό αυτόν, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν και χρησιμοποιούν κατά τρόπο κατάλληλο και αναλογικό, συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή επαληθεύει το εφαρμοζόμενο από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύστημα διακυβέρνησης και αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί από τις ίδιες τις επιχειρήσεις και που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη χρηματοοικονομική τους ευρωστία. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κατονομάζει μια λειτουργία ως σημαντική ή κρίσιμη, να απαιτεί την ανάληψη από την επιχείρηση συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση του συγκεκριμένου μέρους ή του συνόλου του συστήματος διακυβέρνησης εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, να κατονομάζει ή να απαιτεί την αλλαγή ή αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων εκ των μελών διοίκησης και των υπευθύνων για μία ή περισσότερες εργασίες που περιλαμβάνονται στις σημαντικές και κρίσιμες λειτουργίες ή εργασίες, να απαιτεί την άμεση απαλλαγή της επιχείρησης από έναν ή περισσότερους κινδύνους ή κατηγορίες κινδύνων, να απαγορεύει την ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου για ορισμένο χρόνο, να απαιτεί την άμεση ή σε συχνότερη βάση διεξαγωγή της αξιολόγησης του άρθρου 33 του παρόντος και να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις υποχρεώσεις διακυβέρνησής της, όπως αυτές ορίζονται ειδικότερα στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τίθενται κριτήρια ανεξαρτησίας και αποδεκτών σωρεύσεων αρμοδιοτήτων ή εργασιών σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή οργανωτικές μονάδες και καθορίζονται οι μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις.

Άρθρο 31Καταλληλότητα και αξιοπιστία των μελών της διοίκησης ή των ατόμων που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης (άρθρα 42 και 43 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε όλα τα μέλη της διοίκησης, καθώς και όλα τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, να πληρούν διαρκώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι διαθέτουν επαρκή επαγγελματικά προσόντα, γνώσεις και εμπειρία, ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση και διοίκησή τους (καταλληλότητα), β) ότι διαθέτουν καλή φήμη και ακεραιότητα (αξιοπιστία),

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν στην Εποπτική Αρχή την ταυτότητα των μελών διοίκησης και των προσώπων που είναι υπεύθυνοι για εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης. Η κοινοποίηση συνοδεύεται με όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εξακριβωθεί η καταλληλότητα και αξιοπιστία των εν λόγω προσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν αμελλητί στην Εποπτική Αρχή κάθε μεταβολή στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου μαζί με όλα τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο στοιχεία. Περαιτέρω ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή εάν κάποιο από τα εν λόγω πρόσωπα έπαψε να πληροί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας της παραγράφου 1 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι λειτουργούσες στην Ελλάδα ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου προβαίνουν σε κοινοποίηση προς την Εποπτική Αρχή των προσώπων της παραγράφου 2 του παρόντος το αργότερο μέχρι τις 15.2.2016.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ως απόδειξη καλής φήμη των προσώπων της παραγράφου 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή δέχεται κατ’ ελάχιστον επικυρωμένα αντίγραφα ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης, καθώς και του πιστοποιητικού πτωχευτικής αποκατάστασης με τα οποία να αποδεικνύεται ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καταδικασθεί για κλοπή, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, χρεωκοπία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς επίσης δεν έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση πολιτών κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Εποπτική Αρχή δέχεται ως απόδειξη καλής φήμης δικαστικά πιστοποιητικά ή διοικητικά έγγραφα, που εκδίδονται από δικαστικές ή διοικητικές αρχές κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έχουν περιεχόμενο αντίστοιχο του ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης ή πτωχευτικής αποκατάστασης. Όταν στο κράτος − μέλος του οποίου το πρόσωπο είναι υπήκοος δεν εκδίδονται τα προβλεπόμενα ως άνω έγγραφα, αρκεί ένορκη βεβαίωση ή, εφόσον ούτε ένορκη βεβαίωση προβλέπεται από το εν λόγω κράτος − μέλος, υπεύθυνη δήλωση του προς αξιολόγηση προσώπου ενώπιον αρμοδίας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή, κατά περίπτωση, ενώπιον συμβολαιογράφου του κράτους μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος. Η εν λόγω αρχή ή ο συμβολαιογράφος εκδίδει πιστοποιητικό που βεβαιώνει τη γνησιότητα αυτής της ενόρκου βεβαιώσεως ή της υπευθύνου δηλώσεως. Ένορκη βεβαίωση ή υπεύθυνη δήλωση περί μη πτωχεύσεως ή περί πτωχευτικής αποκατάστασης μπορεί να γίνει και ενώπιον τυχόν αρμόδιου επαγγελματικού ή εμπορικού οργανισμού του κράτους − μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα εν γένει έγγραφα και πιστοποιητικά του παρόντος άρθρου θα πρέπει να είναι πρόσφατα και να έχουν εκδοθεί το πολύ εντός του προηγουμένου της υποβολής τριμήνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται επιπρόσθετα αποδεικτικά ή κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που θα ζητούνται ή θα εξετάζονται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, οι δικαστικές, διοικητικές ή λοιπές αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των εγγράφων αξιοπιστίας και ο τρόπος υποβολής τους στην Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Εποπτική Αρχή εντός έξι (6) μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών − μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αρμοδιότητά της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, να λαμβάνει τα έγγραφα καταλληλότητας και αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου, καθώς και κατάλογο των ελληνικών δικαστικών, διοικητικών ή λοιπών αρχών που είναι αρμόδιες για την έκδοση κάθε ενός από τα έγγραφα αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου. Επίσης, κοινοποιεί κάθε μεταγενέστερη μεταβολή τους.

Άρθρο 32Διαχείριση κινδύνων (άρθρο 44 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 10 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τη, σε συνεχή βάση, αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά των κινδύνων, μεμονωμένα και συγκεντρωτικά, στους οποίους είναι ή θα μπορούσαν να είναι εκτεθειμένες, ως και τις αλληλεξαρτήσεις των εν λόγω κινδύνων. Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και κατάλληλα εντεταγμένο στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα μέλη της διοίκησης της επιχείρησης ή των ατόμων που ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τόσο τους κινδύνους της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας όσο και εκείνους που λαμβάνονται μερικώς ή δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της εν λόγω απαίτησης. Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τουλάχιστον τις ακόλουθες περιοχές: α) την ανάληψη των ασφαλιστικών κινδύνων και το σχηματισμό των τεχνικών προβλέψεων, β) τη διαχείριση του ενεργητικού και του παθητικού, γ) τις επενδύσεις, ιδίως σε παράγωγα και παρόμοιες συναλλαγές, δ) τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης, ε) την διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου, στ) την αντασφάλιση και τις λοιπές τεχνικές μετριασμού του κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνων που θεσπίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 30 του παρόντος, περιλαμβάνει επιμέρους πολιτικές για όλα τα ζητήματα των περιπτώσεων α΄ έως και στ΄ της προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά, όσον αφορά στον κίνδυνο επενδύσεων, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται συνεχώς προς τις διατάξεις της Ενότητας 6 «Επενδύσεις» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού − υποχρεώσεων, αξιολογούν, σε τακτική βάση την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου του άρθρου 53 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού−υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος, καθώς και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική και ταχεία πώληση περιουσιακών στοιχείων, β) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της σε αλλαγές στη σύνθεση του υπό αντιστοίχιση χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού, και γ) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού−υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση, τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων, και β) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων μεριμνώντας για την επαρκή και κατάλληλη οργανωτική και λειτουργική διάρθρωση της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος, η λειτουργία της διαχείρισης κινδύνων καλύπτει επιπλέον των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος εργασίες, όπως: α) να σχεδιάζει και να εφαρμόζει το εσωτερικό υπόδειγμα, β) να ελέγχει και να επικυρώνει το εσωτερικό υπόδειγμα, γ) να τεκμηριώνει το εσωτερικό υπόδειγμα και τις τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, δ) να αναλύει την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος και να συντάσσει συνοπτικές εκθέσεις επίδοσης, ε) να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, με υπόδειξη των περιοχών που χρήζουν βελτιώσεως και ενημέρωσή του σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης αδυναμιών, που είχαν προηγουμένως επισημανθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή, τουλάχιστον ετησίως, τις αξιολογήσεις των παραγράφων 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου, ως μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που σε μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η μείωση στο μηδέν της προσαρμογής αντιστοίχισης ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση της με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η εν λόγω επιχείρηση υποβάλλει επιπλέον ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε μια τέτοια περίπτωση ώστε να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή ώστε να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, εντάσσει στη έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνου της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του παρόντος πολιτική σχετικά με τα κριτήρια εφαρμογής της εν λόγω προσαρμογής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά τις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας. Με σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε αυτόματης εξάρτησης από εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν και εφαρμόζουν στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρησιμοποιούμενων εξωτερικών αξιολογήσεων χρησιμοποιώντας πρόσθετες αξιολογήσεις, όπου αυτό είναι πρακτικά δυνατόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των σχεδίων ρευστότητας των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος, καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενο των πληροφοριών και αξιολογήσεων που υποβάλλονται στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος.

Άρθρο 33Ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας (άρθρο 45 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 11 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας. Η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου, τα εγκεκριμένα όρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης, β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις διατάξεις για τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στις Ενότητες 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ’ και της Ενότητας 2 «Κανόνες σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, γ) το εύρος της απόκλισης του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος, η οποία προσδιορίζεται είτε με την τυποποιημένη μέθοδο του Τμήματος 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ είτε με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα της εν λόγω επιχείρησης σύμφωνα με το Τμήμα 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, η επιχείρηση διαθέτει και εφαρμόζει διαδικασίες οι οποίες είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενυπάρχουν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα, και οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να αξιολογεί καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί. Η επιχείρηση παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ώστε να προβαίνει στην ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αξιολόγηση συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, διεξάγεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος και τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος. Στη περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει κάποια από τις προσαρμογές ή μεταβατικά μέτρα της παρούσας παραγράφου, η αξιολόγηση της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται επιπροσθέτως της απαίτησης του πρώτου εδαφίου της παρούσας, και λαμβάνοντας υπόψη την επίπτωση των εφαρμοζόμενων προσαρμογών και μεταβατικών μέτρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναβαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος η οποία μετατρέπει τα εσωτερικά αποτιμώμενα μεγέθη κινδύνου στο μέτρο κινδύνου και στη βαθμονόμηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της επιχείρησης και λαμβάνεται υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές της αποφάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται από τις επιχειρήσεις τακτικά, καθώς και αμελλητί, μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ του κινδύνου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή για τα αποτελέσματα της ίδιας αξιολόγησης του κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας δεν χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί κεφαλαιακή απαίτηση. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας προσαυξάνεται μόνο σύμφωνα με τα άρθρα 26, 189 ως 191 και 195 του παρόντος.

Άρθρο 34Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου (άρθρο 46 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες ρυθμίσεις πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης και λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών προς το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και του ισχύοντος ευρωπαϊκού δικαίου. Περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση της πιθανής επίπτωσης, που τυχόν μεταβολές του υφιστάμενου νομικού ή θεσμικού πλαισίου, θα είχαν επί των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και την αναγνώριση και εκτίμηση του κινδύνου κανονιστικής συμμόρφωσης.

Άρθρο 35Εσωτερικός Έλεγχος (άρθρο 47 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου. Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου περιλαμβάνει αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, καθώς και των λοιπών στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και την άσκηση της διοίκησης της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου αναφέρονται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο καθορίζει ποιές ενέργειες θα αναλαμβάνονται σε σχέση με κάθε ένα από τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου και διασφαλίζει την εκτέλεση των ενεργειών αυτών.

Άρθρο 36Αναλογιστική λειτουργία (άρθρο 48 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, ώστε να: α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, β) διασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις, ε) ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης σχετικά με την αξιοπιστία και επάρκεια του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 63 του παρόντος, ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών κινδύνων, η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητας των συμφωνιών αντασφάλισης ή επανεκχώρησης της επιχείρησης, θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 32 του παρόντος, ιδίως σε σχέση με την μαθηματική προτυποποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων των Ενοτήτων 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 33 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην αναλογιστική λειτουργία εκτελούνται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία αποδεικνύουν την εμπειρία τους σχετικά με τα ισχύοντα επαγγελματικά και λοιπά πρότυπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα πρότυπα της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 37Εξωτερική ανάθεση (Εξωπορισμός) (άρθρο 49 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

H εξωτερική ανάθεση (εξωπορισμός) οποιασδήποτε λειτουργίας ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εργασίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκτός επιχείρησης, δεν απαλλάσσει την επιχείρηση αυτή από τις αστικές, ποινικές και διοικητικές ευθύνες και υποχρεώσεις της, που πηγάζουν από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων, την ευρωπαϊκή αντίστοιχη αλλά και από την εν γένει κείμενη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Απαγορεύεται η εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, όταν προκαλείται ή μπορεί να προκληθεί οποιοδήποτε από τα εξής: α) ουσιώδης μείωση ή υποβάθμιση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης της σχετικής επιχείρησης, β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου, γ) μείωση της ικανότητας της Εποπτικής Αρχής ή άλλης εποπτικής αρχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρακολουθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αναθέτουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δ) υπονόμευση της αδιάλειπτης και πλήρους εξυπηρέτησης των εν γένει ασφαλισμένων της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν, εγκαίρως, την Εποπτική Αρχή πριν από την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, καθώς και για τυχόν μεταγενέστερες σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις λειτουργίες ή τις εργασίες αυτές. Η Εποπτική Αρχή απαγορεύει την εξωτερική ανάθεση εφόσον, κατά την άποψή της, συντρέχει οποιοσδήποτε εκ των λόγων της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Άρθρο 38Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: περιεχόμενα (άρθρο 51 και 53 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 13 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση επί τη βάσει των στοιχείων της παραγράφου 3 του παρόντος και των αρχών της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του παρόντος. Η έκθεση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες: α) περιγραφή της δραστηριότητας και των επιδόσεων της επιχείρησης, β) περιγραφή του συστήματος διακυβέρνησης και εκτίμηση για την καταλληλότητα αυτού σε σχέση με το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, γ) περιγραφή, χωριστά για κάθε κατηγορία κινδύνου, του βαθμού έκθεσης, συγκέντρωσης, μείωσης και ευαισθησίας στους κινδύνους, δ) περιγραφή, χωριστά για τα στοιχεία του ενεργητικού, τις τεχνικές προβλέψεις, και τις λοιπές υποχρεώσεις, των τεχνικών βάσεων και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους, με επεξήγηση τυχόν σημαντικών αποκλίσεων από τις αντίστοιχες τεχνικές βάσεις και μεθόδους που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων, ε) περιγραφή της διαχείρισης των κεφαλαίων, και κατ’ ελάχιστον περιγραφή: εα) της διάρθρωσης και του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και της ποιότητάς τους, εβ) των ποσών της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, εγ) της χρήσης της κατ’ άρθρο 254 του παρόντος επιλογής για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, εδ) των πληροφοριών που επιτρέπουν την ορθή κατανόηση των κυριότερων διαφορών μεταξύ των παραδοχών στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος και εκείνων του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται από την επιχείρηση για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, εε) του ποσού της τυχόν απόκλισης από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση ή της τυχόν σημαντικής απόκλισης από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς ανεξαρτήτως του εάν η απόκλιση αυτή έχει πλέον καλυφθεί, με πλήρη επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων της απόκλισης, των ενδεχομένων ληφθέντων μέτρων αποκατάστασης, καθώς και του βαθμού κάλυψης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν στην περιγραφή της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δήλωση εάν εφαρμόζουν ή όχι την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, και σε περίπτωση που την εφαρμόζουν, εντάσσουν περαιτέρω στην ανωτέρω περιγραφή την ποσοτικοποίηση της επίπτωσης που θα είχε στην χρηματοοικονομική τους κατάσταση μια μείωση της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν. Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, εντάσσει στην περιγραφή περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος τα ακόλουθα: α) περιγραφή της προσαρμογής αντιστοίχισης, β) περιγραφή του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεων και των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού στα οποία η προσαρμογή αυτή εφαρμόζεται, και γ) ποσοτικοποίηση της επίπτωσης που θα είχε στην χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχείρησης μια μείωση της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για στοιχεία των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος που έχουν δημοσιοποιηθεί βάσει άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, επιτρέπεται να συμπεριληφθούν στην έκθεση της παρούσας παραγράφου με απλή παραπομπή στα οικεία δημοσιευμένα έγγραφα, κατόπιν έγκρισης από την Εποπτική Αρχή. Η έγκριση του προηγούμενου εδαφίου δίνεται μόνον εφόσον διασφαλίζεται ότι οι δημοσιοποιημένες πληροφορίες καλύπτουν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, τόσο ως προς την φύση, όσο και ως προς την έκταση των πληροφοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η περιγραφή της υποπερίπτωσης εα΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος περιλαμβάνει ανάλυση οποιωνδήποτε σημαντικών αλλαγών σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς, επεξήγηση ενδεχόμενων σοβαρών διαφορών σε σχέση με την αξία των στοιχείων αυτών στις οικονομικές καταστάσεις της τρέχουσας περιόδου αναφοράς, και σύντομη περιγραφή της δυνατότητας μεταφοράς των κεφαλαίων. Η δημοσιοποίηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που αναφέρεται στην υποπερίπτωση εβ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος εμφανίζει χωριστά το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τα Τμήματα 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους σχετικά με τις μεθόδους υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και τις οποιεσδήποτε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος ή την επίπτωση τυχόν ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος, παράλληλα με συνοπτική πληροφόρηση σχετικά με την αιτιολόγησή τους από την Εποπτική Αρχή. Έως την 31 Δεκεμβρίου 2020, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να δημοσιοποιούν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τους περιλαμβάνοντας μόνο το συνολικό ποσό συμπεριλαμβανομένων των τυχόν πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων ή και την επίπτωση τυχόν ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εφόσον εκκρεμεί σχετικός έλεγχος από την Εποπτική Αρχή, στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης αναφέρεται ρητά ότι το τελικό ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας εξακολουθεί να υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση.

Άρθρο 39Πληροφορίες προς την Ευρωπαϊκή Αρχή

Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (άρθρο 52 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 14 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Με την επιφύλαξη για παροχή επιπρόσθετων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η Εποπτική Αρχή παρέχει σε ετήσια βάση στην ΕΑΑΕΣ τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τη μέση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ανά επιχείρηση και την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβλήθηκαν από την Εποπτική Αρχή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, υπολογιζόμενη ως ποσοστό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που εμφανίζονται χωριστά ως εξής: αα) για όλες μαζί τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, αβ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, αγ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών, αδ) για τις μεικτές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αε) για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, β) για κάθε μία από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄, το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ αντίστοιχα της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του παρόντος, γ) αναφορικά με τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επωφελούνται από τον περιορισμό της συχνότητας υποβολής των πληροφοριών της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, δ) αναφορικά με τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την υποβολή αναλυτικών, για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο, πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 24 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ε) αναφορικά με τους ομίλους που επωφελούνται από τον περιορισμό της συχνότητας υποβολής των πληροφοριών της παραγράφου 2 του άρθρου 209 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ομίλων, στ) αναφορικά με τους ομίλους που εξαιρούνται από την υποβολή αναλυτικών, για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο, πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ομίλων.

Άρθρο 40Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: εφαρμοστέες αρχές (άρθρο 53 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με έγκριση της Εποπτικής Αρχής, κατόπιν αίτησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να μη δημοσιεύει πληροφορίες στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εάν με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών οι ανταγωνιστές της επιχείρησης αποκτούν σημαντικό αδικαιολόγητο πλεονέκτημα, β) εάν με τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις ή με άλλες συμβάσεις της επιχείρησης έχουν επιβληθεί σε αυτήν όροι απορρήτου ή εμπιστευτικότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση της παραγράφου 1, η επιχείρηση αναφέρει την αιτιολογία της μη δημοσιοποίησης των πληροφοριών στην έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση του άρθρου 38 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες που εμπίπτουν στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του παρόντος.

Άρθρο 41Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: επικαιροποιήσεις και εκούσια παροχή πρόσθετων πληροφοριών (άρθρο 54 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση σοβαρών εξελίξεων που επηρεάζουν σημαντικά τη συνάφεια των πληροφοριών που έχουν δημοσιοποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 40 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φύση και τις συνέπειες της εν λόγω εξέλιξης. Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, σοβαρές εξελίξεις θεωρούνται τουλάχιστον οι παρακάτω περιπτώσεις: α) οσάκις παρατηρείται απόκλιση από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και η Εποπτική Αρχή είτε θεωρεί ότι η επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να υποβάλει εφαρμόσιμο πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης είτε δεν λαμβάνει η Εποπτική Αρχή τέτοιου είδους σχέδιο εντός μηνός από την ημέρα που δημιουργήθηκε η απόκλιση, β) οσάκις παρατηρείται σημαντική απόκλιση από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και η Εποπτική Αρχή δεν λαμβάνει εντός δύο μηνών από την ημέρα που δημιουργήθηκε η απόκλιση εφαρμόσιμο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης. Στην περίπτωση α΄ ανωτέρω, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της απόκλισης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το γεγονός ότι το υποβληθέν πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης είχε θεωρηθεί αρχικά εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της απόκλισης από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση τρεις μήνες μετά τη στιγμή που ανέκυψε η απόκλιση, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος του τριμήνου μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί, καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί. Στην περίπτωση β΄ ανωτέρω, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της απόκλισης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης που είχε αρχικά θεωρηθεί εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της απόκλισης από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας έξι μήνες μετά τη στιγμή που παρατηρήθηκε η απόκλιση, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος του εξαμήνου μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων, καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να δημοσιοποιούν, σε εθελοντική βάση, οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση συνδεόμενη με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η δημοσιοποίηση της οποίας δεν απαιτείται ήδη σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 40 και την παράγραφο 1 του παρόντος.

Άρθρο 42Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: πολιτική και έγκριση (άρθρο 55 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και υποδομές προκειμένου να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους που πηγάζουν από τα άρθρα 38 και 40 και της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του παρόντος. Επίσης, διαθέτουν έγγραφη πολιτική, με την οποία διασφαλίζεται η διαρκής ορθότητα και καταλληλότητα των δημοσιοποιούμενων πληροφοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης και δημοσιεύεται μετά την έγκριση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί την τροποποίηση ή αναμόρφωση δημοσιευμένων εκθέσεων, τη δημοσίευση επιπρόσθετων πληροφοριών ή την ανάληψη από την επιχείρηση συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση των πολιτικών, συστημάτων και υποδομών της παραγράφου 1 του παρόντος εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να απαιτείται ο έλεγχος του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών του παρόντος άρθρου από εξωτερικούς ελεγκτές, και να ορίζονται μέσα και τόποι δημοσιοποίησης διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
Άρθρο 43Ειδικές συμμετοχές (άρθρα 57, 58, 59, 60, 61, 62 και 63 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής: «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο μεμονωμένα ή μέσω κοινής δράσης με άλλα πρόσωπα, υπό την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης (στο εξής: «προτεινόμενη εξαγορά»), αρχικά απευθύνεται εγγράφως στην Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές απαιτούμενες πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος. β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει ομοίως να ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή για την απόφαση του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή προκειμένου να παύσει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. γ) (γα) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την προέλευση των χρηματικών μέσων των εν λόγω προσώπων και να απαιτεί από τα φυσικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής. (γβ) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται: γβα) να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που άμεσα η έμμεσα, μέχρι και τον τελικό μέτοχο, ελέγχουν τα νομικά αυτά πρόσωπα, γββ) να επιβάλλει την υποχρέωση να της γνωστοποιείται οποιαδήποτε μεταγενέστερη μεταβολή στην ταυτότητα των φυσικών αυτών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), που άμεσα ή έμμεσα τα ελέγχουν, γβγ) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών στοιχείων (οικονομικές καταστάσεις τους), για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης, τα οποία μπορεί να ζητούνται και σε κάθε μεταγενέστερο στάδιο και γβδ) να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής. (γγ) Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η Εποπτική Αρχή δύναται: γγα) να επιβάλλει την υποχρέωση στα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου, γγβ) να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα η περισσότερα φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της Εποπτικής Αρχής. δ) Εάν τις ειδικές συμμετοχές των περιπτώσεων α΄ και β΄ ανωτέρω προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Για το σκοπό υπολογισμού του ποσοστού συμμετοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12 και 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007 (Α΄ 91), υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου. β) Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 (Α΄ 195), εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση. γ) Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Εποπτική Αρχή γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή την παραλαβή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 6, και τις οποίες ενδεχομένως παρέλαβε μεταγενέστερα της εν λόγω κοινοποίησης. Η εν λόγω γνωστοποίηση της παραλαβής παρέχεται εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης και των σχετικών πρόσθετων στοιχείων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Η Εποπτική Αρχή εντός εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας έγγραφης γνωστοποίησης περί της παραλαβής εκ μέρους της όλων των απαιτούμενων εγγράφων της παραγράφου 5 του παρόντος (στο εξής: «περίοδος αξιολόγησης») προβαίνει στην αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 11 του παρόντος (στο εξής: «αξιολόγηση»). β) Η Εποπτική Αρχή στη γνωστοποίηση παραλαβής που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 3 αναφέρει υποχρεωτικά την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

α) Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν κατά την κοινοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 του παρόντος. β) Οι πληροφορίες της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κ.λπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή δύναται, μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, καθορίζοντας τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτόν συμπληρωματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες της παραγράφου 6 του παρόντος και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή αυτή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Εποπτική Αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να ζητήσει τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να επέρχεται νέα αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος, κατά τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής: α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εταιρείες διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Εάν η Εποπτική Αρχή αποφασίσει, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση της, να αντιταχθεί στην προτεινόμενη εξαγορά, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι` αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την περάτωση της αξιολόγησής της αλλά σε καμία περίπτωση μετά τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Σε αντίθετη περίπτωση, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση με ανάρτηση στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης εξαγοράς και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

α) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπει η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος και των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην εν λόγω επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και τα οικονομικά εχέγγυα της προτεινόμενης εξαγοράς από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων: αα) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή, αβ) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης εξαγοράς, αγ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά, αδ) την ικανότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει κυρίως του παρόντος νόμου και του ν. 3455/2006 Α΄ 84), των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου και της κείμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας αμέσου εφαρμογής και, ιδίως, το βαθμό κατά τον οποίο ο όμιλος του οποίου, ενδεχομένως, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα καταστεί μέλος, μέσω της σχεδιαζόμενης εξαγοράς, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και των άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών αρμόδιων αρχών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους, αε) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη εξαγορά, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του ν. 3691/2008 (Α΄166) ή ότι η προτεινόμενη εξαγορά είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο. β) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 6, 7 και 8 του παρόντος, σε περίπτωση που κατά την περίοδο αξιολόγησης μίας πρότασης κοινοποιηθούν και άλλη ή άλλες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση υφιστάμενης συμμετοχής στην ίδια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η Εποπτική Αρχή τις αντιμετωπίζει αμερόληπτα. γ) Η Εποπτική Αρχή δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

α) Η Εποπτική Αρχή κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης εξαγοράς ακολουθεί διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με τις ημεδαπές ή αλλοδαπές αρμόδιες αρχές, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι: αα) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος − μέλος ή β) μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρείας διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος − μέλος ή αγ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος − μέλος. β) Η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες ελληνικές αρχές ή τις αρχές των λοιπών κρατών − μελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης εξαγοράς που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών − μελών: βα) κατόπιν αιτήματος τους, κάθε σχετική πληροφορία και ββ) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή. γ) Η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες ελληνικές αρχές ή αρχές άλλων κρατών − μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης εξαγοράς. Στην απόφαση της Εποπτικής Αρχής για την προτεινόμενη εξαγορά σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η ελληνική ή αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος ειδικής συμμετοχής της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Εποπτική Αρχή εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. β) Η Εποπτική Αρχή δύναται, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στην ανωτέρω περίπτωση α΄ δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, να ακολουθήσει τη διαδικασία της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 15 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

α) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων με τα οποία διατηρούν στενούς δεσμούς, καθώς και τα ονόματα των μετόχων ή μελών που κατέχουν συμμετοχή άνω των ορίων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών, ή από την τυχόν πληρωμή μερισμάτων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους, δυνάμει ιδίως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία σε εταιρείες οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά. β) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, την απόκτηση ή εκχώρηση συμμετοχών στο κεφάλαιο τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και του άρθρου 15 του παρόντος, και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

α) Προκειμένου να αποτρέπεται η άσκηση, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή ή που ελέγχει άμεσα ή έμμεσα νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιρροής που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων ή να δημιουργήσει δυσχέρειες στην άσκηση εποπτείας ή να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στα οικεία πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της επιχείρησης και αφού ακούσει τις απόψεις τους, υποδεικνύει τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του φυσικού ή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει κυρώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 256 του παρόντος. β) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς τη, βάσει του παρόντος άρθρου, απαιτούμενη κατά περίπτωση γνωστοποίηση ή έγκριση από την Εποπτική Αρχή, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις κυρώσεις, που προβλέπονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος, διαζευκτικά ή σωρευτικά. γ) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Εποπτική Αρχή περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους ειδικής συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Εποπτικής Αρχής για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνονται τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ − ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ
Άρθρο 44Υπηρεσιακό – Επαγγελματικό απόρρητο – ανταλλαγή πληροφοριών (άρθρα 64, 65, 66, 67, 67α, 68, 69, 70 και 295 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 18, 19 και 20 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Εποπτικής Αρχής, οι εντεταλμένοι από την Εποπτική Αρχή ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, καθώς και όλα τα πρόσωπα στα οποία διαβιβάζονται ή τα οποία παρέχουν πληροφορίες κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 221 και των άρθρων 231 και 235 του παρόντος, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ειδικότερα, καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση των ως άνω προσώπων κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Εποπτικής Αρχής δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή των προσώπων που αφορούν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο, καθώς και των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ανταλλάσσει, με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών − μελών, πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 του παρόντος, που σύμφωνα με τις σχετικές ευρωπαϊκές διατάξεις, εφαρμόζεται και για τις λοιπές αρμόδιες αρχές. Η Εποπτική Αρχή μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς: α) για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής δραστηριότητας και τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και του Συστήματος Διακυβέρνησης, β) για την επιβολή κυρώσεων, γ) για την κατάθεση ή υποστήριξη ή αντίκρουση διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής, δ) σε περιπτώσεις προσφυγών ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής, ε) για την αναφορά από την Εποπτική Αρχή στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές τυχόν αξιόποινων πράξεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 5 του παρόντος, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά στο επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος. Μάλιστα, η Εποπτική Αρχή μπορεί στις συμφωνίες που προηγούμενου εδαφίου να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει προηγουμένως δώσει τη συγκατάθεσή της. Η ανταλλαγή πληροφοριών του πρώτου εδαφίου της παρούσας εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτος, η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, εάν προϋπάρχει σχετική πρόβλεψη, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Εποπτικής Αρχής και αφετέρου: αα) το Εθνικό Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας, το Υπουργείο Οικονομικών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΛΤΕ, της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και άλλων τυχόν αρμόδιων αρχών κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων τους, αβ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις εκχωρούμενες προς αυτό εξεταστικές αρμοδιότητες, αγ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους, αδ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των εγγυητικών κεφαλαίων, όπως ενδεικτικά του Επικουρικού Κεφαλαίου και του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, για την εκπλήρωση της αποστολής τους, καθώς και αε) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των προσώπων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του παρόντος, των ανεξάρτητων αναλογιστών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ως άνω προσώπων και της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδος, για την εκπλήρωση της αποστολής τους. β) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών − μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου, περιλαμβανομένων των αρμόδιων εποπτικών αρχών πιστωτικών ιδρυμάτων, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους, καθώς και σε οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους. γ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής και αφετέρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1092/2010, εάν οι πληροφορίες είναι σχετικές με την επιτέλεση των καθηκόντων του, των κεντρικών τραπεζών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και τυχόν άλλων οργανισμών, που είτε ασκούν τη νομισματική πολιτική και τη σχετική παροχή ρευστότητας σε άλλα κράτη − μέλη, εποπτεύουν τα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και διασφαλίζουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη αυτά είτε ως δημόσιες αρχές άλλων κρατών μελών ασκούν επίβλεψη επί των συστημάτων πληρωμών για την εκπλήρωση της αποστολής της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, και της αποστολής των ως άνω αρχών. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της οριζόμενης στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει αμελλητί πληροφορίες προς τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των νομίμων καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), αν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του. δ) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε γραφείο συμψηφισμού ή παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο των κρατών − μελών, να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συναλλαγών στις αγορές χρήματος, διαπραγματεύσιμων τίτλων ή παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε σχέση με αδυναμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικές, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές. ε) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1 του παρόντος. Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας ή του κατά νόμο ελέγχου. Επίσης, οι πληροφορίες που προέρχονται από άλλο κράτος − μέλος ευρωπαϊκής ή τρίτης χώρας δεν πρέπει να κοινολογούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται ή στις οποίες ο τυχόν επιτόπιος έλεγχος έλαβε χώρα και εφόσον ενδείκνυται μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εποπτικές αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά κράτη − μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 5 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιτρέπεται στα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών αστικού ή διοικητικού ή ποινικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που όμως δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται μετά από ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ύστερα από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται όταν τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται στη διοικητική πράξη και σε κάθε άλλο έγγραφο της διαδικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων από την Εποπτική Αρχή. Οι διοικητικές αυτές πράξεις είναι ελεύθερα ανακοινώσιμες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 45Συνεργασία με την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 65α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ παράγραφος

17 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Η Εποπτική Αρχή, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και παρέχει αμελλητί σε αυτήν όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό.

Άρθρο 46Εποπτική σύγκλιση (άρθρο 71 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ παράγραφος 21 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή αναγνωρίζει σε όλες τις εργασίες και αποφάσεις της τον διττό ρόλο της τόσο ως εποπτικής αρχής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου όσο και ως μέλος της ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και η μία ιδιότητα δεν παρεμποδίζει την άσκηση ή και δεν ασκείται εις βάρος των αρμοδιοτήτων που έχει σύμφωνα με την άλλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή εφαρμόζει τον παρόντα νόμο, τις οικείες αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και τα ευρωπαϊκά νομοθετήματα και ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα με τρόπο που να λαμβάνει στο μέγιστο δυνατό τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στους αντίστοιχους τομείς και λαμβάνει υπόψη της τα αντίστοιχα εποπτικά εργαλεία και εποπτικές πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί ή προτείνονται ως βέλτιστα από την ΕΑΑΕΣ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή συμμετέχει σε όλες τις εργασίες, δράσεις και δραστηριότητες, καθώς και σε όλες τις αναγκαίες επιτροπές, υποεπιτροπές και ομάδες εργασίας της ΕΑΑΕΣ που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τα πρότυπα που εκδίδονται από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ιδίως την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 και το άρθρο 16 του κανονισμού, και εκδίδει σχετικές αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αιτιολογεί στην ΕΑΑΕΣ τυχόν μη συμμόρφωση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΛΕΓΚΤΩΝ
Άρθρο 47Υποχρεώσεις των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων Καθήκοντα Ελεγκτών (άρθρο 72 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ορκωτοί ελεγκτές−− λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−− λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούνται, αναφορικά με την επιχείρηση που ελέγχουν, να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Εποπτική Αρχή κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν: α) να αποτελεί ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση εργασιών ασφάλισης ή αντασφάλισης, β) να θίξει τη συνέχεια της λειτουργίας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών της καταστάσεων ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών, δ) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ε) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση. Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχής ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά στα γεγονότα και στις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στην παρούσα παράγραφο έργου τους σε επιχείρηση που διατηρεί στενούς δεσμούς κατά την έννοια της παραγράφου 17 του άρθρου 3 του παρόντος, με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Εποπτική Αρχή με τον παρόντα νόμο και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3693/2008 (Α΄ 174) για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων: α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−− λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−− λογιστών που διενεργούν είτε τον τακτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή, μετά από σχετική πρόσκληση αυτής που απευθύνεται και στην εν λόγω επιχείρηση, σχετικά με τις κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία: αα) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές−− λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, αβ) αφορούν την αποτελεσματικότητα και επάρκεια του συστήματος διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος, αγ) αφορούν στοιχεία ενοποιούμενων στις οικονομικές καταστάσεις της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προέκυψαν από τον έλεγχο και που επηρεάζουν αρνητικά, σε σημαντικό βαθμό, τις οικονομικές καταστάσεις της ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος. β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, η ενημέρωση που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση α΄, πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Εποπτικής Αρχής και των ορκωτών ελεγκτών−λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης την οποία αφορά ο έλεγχος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Εποπτική Αρχή γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 αυτού δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, ούτε επιφέρει καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται επιπρόσθετα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος και τίθενται επιπρόσθετες αρμοδιότητες στα πρόσωπα αυτά και καθορίζεται ο χρόνος των τακτικών συναντήσεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΖΗΜΙΩΝ
Άρθρο 48Άσκηση των δραστηριοτήτων ασφάλισης ζωής και ζημιών (άρθρο 73 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα που συνιστώνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, η άδεια λειτουργίας χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε ασφαλίσεων ζωής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος και με την προϋπόθεση ότι κάθε δραστηριότητα τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 49 του παρόντος: α) οι επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, δικαιούνται επίσης να λαμβάνουν άδεια για δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών για τους κινδύνους που εμπίπτουν μόνο στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, χωρίς περαιτέρω δυνατότητα επέκτασης της άδειας σε λοιπούς κλάδους ασφάλισης κατά ζημιών. β) οι επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας αποκλειστικά για τους κινδύνους που εμπίπτουν στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, δικαιούνται να λαμβάνουν άδεια προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, χωρίς περαιτέρω δυνατότητα επέκτασης της άδειας σε λοιπούς κλάδους ασφάλισης κατά ζημιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος τηρούν τους λογιστικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Όσον αφορά τους κανόνες περί εκκαθαρίσεως, οι ως άνω επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες με τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, για τις δραστηριότητές τους που έχουν σχέση με τους κινδύνους που υπάγονται στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν μια ασφαλιστική επιχείρηση κατά ζημιών έχει οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς με ασφαλιστική επιχείρηση ζωής, η Εποπτική Αρχή μεριμνά, ώστε οι λογαριασμοί των εν λόγω επιχειρήσεων να μην νοθεύονται από συμφωνίες μεταξύ τους ούτε από οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση ικανή να επηρεάσει την κατανομή των εξόδων και εσόδων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα οι οποίες, κατά την 1η Ιανουαρίου 1981, ασκούσαν ταυτοχρόνως δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και κατά ζημιών και οι οποίες εμπίπτουν στον παρόντα νόμο δικαιούνται να συνεχίσουν να τις ασκούν ταυτοχρόνως, υπό τον όρο ότι κάθε δραστηριότητα τελεί υπό διακριτή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 49 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εξειδικεύονται οι απαιτήσεις της παραγράφου 4 του παρόντος.

Άρθρο 49Διακριτή διαχείριση των ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών (άρθρο 74 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος διακριτή διαχείριση οργανώνεται κατά τρόπο ώστε οι δραστηριότητες ασφάλισης ζωής να είναι διακριτές από τις δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε τα αντίστοιχα συμφέροντα των ασφαλισμένων ζωής και κατά ζημιών δεν βλάπτονται και, ιδίως, μεριμνούν ώστε τα κέρδη που προκύπτουν από την ασφάλιση ζωής να ωφελούν αποκλειστικά τους ασφαλισμένους ζωής ως εάν η ασφαλιστική επιχείρηση να ασκούσε δραστηριότητες μόνον ασφάλισης ζωής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των άρθρων 76 και 101 του παρόντος, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος, καθώς και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 269 του παρόντος υπολογίζουν τα δύο ακόλουθα: α) ένα θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση ζωής όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης ή αντασφάλισης ζωής, υπολογιζόμενο ως εάν η εν λόγω επιχείρηση ασκούσε μόνον αυτή τη δραστηριότητα, με βάση τους διακριτούς λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος και β) ένα θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης ή αντασφάλισης ζημιών, υπολογιζόμενο ως εάν η εν λόγω επιχείρηση ασκούσε μόνον αυτή τη δραστηριότητα, με βάση τους διακριτούς λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατ’ ελάχιστο όριο, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος, καθώς και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 269 του παρόντος καλύπτουν τα ακόλουθα με ισοδύναμο ποσό στοιχείων επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων: α) το θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, β) το θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών. Τα ελάχιστα όρια των οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σχετικά με τις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ασφάλισης κατά ζημιών, δεν βαρύνουν την άλλη δραστηριότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εφόσον πληρούνται τα ελάχιστα όρια των οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος, και με την επιφύλαξη της ενημερώσεως της Εποπτικής Αρχής, η επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιεί, για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που ορίζεται στο άρθρο 76 του παρόντος, συγκεκριμένα στοιχεία των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, που είναι ακόμη διαθέσιμα για τη μία ή την άλλη δραστηριότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή εντάσσει την ανάλυση των αποτελεσμάτων τόσο των δραστηριοτήτων ασφάλισης ζωής όσο και ασφάλισης κατά ζημιών στη διαδικασία της εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος και μεριμνά για την τήρηση των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι λογαριασμοί πρέπει να συντάσσονται κατά τρόπο ώστε να απεικονίζουν τις πηγές των αποτελεσμάτων για τις δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών ξεχωριστά. Το σύνολο των εσόδων, ιδίως τα ασφάλιστρα, οι καταβολές των αντασφαλιστών και τα έσοδα από επενδύσεις, όπως και των εξόδων, ιδίως οι διακανονισμοί ασφαλιστικών αποζημιώσεων, οι προσαυξήσεις στις τεχνικές προβλέψεις, τα αντασφάλιστρα και οι δαπάνες λειτουργίας για τις ασφαλιστικές εργασίες, αναλύονται κατά πηγή προελεύσεως. Τα κοινά και για τις δύο δραστηριότητες στοιχεία καταχωρούνται στους λογαριασμούς σύμφωνα με μεθόδους κατανομής αποδεκτές από την Εποπτική Αρχή. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επί τη βάσει των λογαριασμών, συντάσσουν κατάσταση στην οποία εμφανίζονται αναλυτικά, σύμφωνα με το άρθρο 75 παράγραφος 4 του παρόντος, τα στοιχεία των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν κάθε θεωρητικό ποσό Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Σε περίπτωση ανεπάρκειας του ποσού των στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά μία από τις δραστηριότητες, προκειμένου να καλυφθούν τα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εφαρμόζει, για την ελλειμματική δραστηριότητα, τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της άλλης δραστηριότητας. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3, τα μέτρα αυτά δύνανται να συνίστανται και στη χορήγηση αδείας για μεταφορά συγκεκριμένων στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων από τη μία δραστηριότητα στην άλλη μετά από έγκριση της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται ο τρόπος και το περιεχόμενο της ενημέρωσης της παραγράφου 4 του παρόντος, οι λογαριασμοί, οι μέθοδοι κατανομής και το περιεχόμενο των καταστάσεων της παραγράφου 6 του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ, ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΝ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣΕΝΟΤΗΤΑ 1ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ
Άρθρο 50Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού (άρθρο 75 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Oι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε άλλες διατάξεις, τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού ως ακολούθως: α) τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβαστούν μεταξύ συναινούντων, επαρκώς πληροφορημένων μερών και με όρους αγοράς, και β) τα στοιχεία του παθητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβαστούν ή διακανονιστούν μεταξύ συναινούντων, επαρκώς πληροφορημένων μερών και με όρους αγοράς. Κατά την αποτίμηση των στοιχείων του παθητικού, δεν γίνεται καμία προσαρμογή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ίδια πιστωτική διαβάθμιση της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Άρθρο 51Γενικές διατάξεις (άρθρο 76 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν και διατηρούν τεχνικές προβλέψεις σε συνεχή βάση για το σύνολο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων έναντι των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι τεχνικές προβλέψεις αποτιμώνται σε αξία που αντιστοιχεί στο τρέχον ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εάν μεταβίβαζε αμέσως τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων λαμβάνει υπόψη του και βασίζεται στις πληροφορίες των χρηματοοικονομικών αγορών, καθώς και τα γενικώς διαθέσιμα στοιχεία αναφορικά με την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων και συνάδει με αυτές (συνέπεια με τις τιμές της αγοράς).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται με συνετό, αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 52 έως 63 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος, καθώς και στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 του παρόντος.

Άρθρο 52Υπολογισμός τεχνικών προβλέψεων (άρθρο 77 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισούται προς το άθροισμα της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου όπως προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η βέλτιστη εκτίμηση αντιστοιχεί στον, σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων, μέσο όρο των μελλοντικών ταμειακών ροών λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αξίας του χρήματος (αναμενόμενη παρούσα αξία μελλοντικών ταμειακών ροών) χρησιμοποιώντας τη σχετική χρονική διάρθρωση επιτοκίων άνευ κινδύνου. Ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης βασίζεται σε επίκαιρες και αξιόπιστες πληροφορίες και σε ρεαλιστικές παραδοχές. Πραγματοποιείται με τη χρήση κατάλληλων, εφαρμόσιμων και συναφών αναλογιστικών και στατιστικών μεθόδων. Η προβολή των ταμειακών ροών που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης λαμβάνει υπόψη όλες τις ταμειακές εισροές και εκροές που απαιτούνται για τον διακανονισμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε ολόκληρη τη διάρκειά τους. Η βέλτιστη εκτίμηση υπολογίζεται ακαθάριστη, χωρίς την αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών που προκύπτουν από αντασφαλιστικές συμβάσεις εκχώρησης και φορείς ειδικού σκοπού. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 62 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου πρέπει να διασφαλίζεται ότι η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισοδυναμεί με εκείνο το ποσό, το οποίο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναμένεται ότι θα απαιτούσαν προκειμένου να αναλάβουν και να εκπληρώσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η αποτίμηση της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου γίνεται χωριστά. Δεν απαιτούνται χωριστοί υπολογισμοί της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου μόνο για εκείνες τις μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις και οι οποίες μπορούν να αναπαραχθούν αξιόπιστα με τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων τα οποία διαθέτουν αξιόπιστη και παρατηρήσιμη αγοραία αξία. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των τεχνικών προβλέψεων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες μελλοντικές ταμειακές ροές προσδιορίζεται επί τη βάσει της αγοραίας αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν χωριστά τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου, το περιθώριο κινδύνου υπολογίζεται επί τη βάσει του κόστους επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ίσων προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που απαιτούνται για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε όλη τη διάρκειά τους. Το ποσοστό που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κόστους των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (ποσοστό κόστους κεφαλαίου) είναι το ίδιο για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και αναθεωρείται περιοδικά. Το ποσοστό του κόστους κεφαλαίου που χρησιμοποιείται ισούται με το πρόσθετο επιτόκιο, επιπλέον του σχετικού ελεύθερου κινδύνου επιτοκίου, με το οποίο θα επιβαρυνόταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία διαθέτει ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 3 του παρόντος Κεφαλαίου, ίσο με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, απαραίτητο για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των εν λόγω υποχρεώσεων.

Άρθρο 53Παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου (άρθρο 77α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Ο προσδιορισμός της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος γίνεται με τη χρήση και σε συνέπεια με τις πληροφορίες που συνάγονται από συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα. Κατά τον προσδιορισμό αυτόν, λαμβάνονται υπόψη τα συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία διαθέτουν ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και των ομολόγων διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, η αντίστοιχη χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση. Το παρεκτεταμένο τμήμα της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται σε προθεσμιακά επιτόκια (forward rates) που συγκλίνουν ομαλά από ένα αρχικό ή ένα σύνολο αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων προς ένα τελικό (ultimate) προθεσμιακό επιτόκιο. Το αρχικό ή το σύνολο των αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων θα υπολογίζεται με αναφορά στις μεγαλύτερες ληκτότητες για τις οποίες μπορούν να παρατηρούνται τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και τα ομόλογα σε μία αγορά με βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια.

Άρθρο 54Προσαρμογή της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (Προσαρμογή αντιστοίχισης) (άρθρο 77β της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται, κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από την Εποπτική Αρχή, να εφαρμόζουν προσαρμογή αντιστοίχισης στη σχετική χρονική διάρκεια των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης ενός χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων ζωής, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων με τη μορφή προσόδων που προκύπτουν από συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης κατά ζημιών. Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής δίδεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει αντιστοιχίσει και προσδιορίσει ένα χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού (αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού), αποτελούμενο από ομόλογα και από λοιπά, παρόμοιων χαρακτηριστικών σε όρους ταμειακών ροών, περιουσιακά στοιχεία, για την κάλυψη της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων και διατηρεί την ίδια αντιστοίχιση για όλη τη διάρκεια ισχύος των υποχρεώσεων. Μεταβολές στα αντίστοιχα προσδιορισμένα περιουσιακά στοιχεία επιτρέπονται μόνον σε περιπτώσεις ουσιαστικής μεταβολής των ταμειακών ροών και εφόσον πρόκειται για τη διατήρηση της αντιστοιχίας των αναμενόμενων ταμειακών ροών μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων, β) ο προσδιορισμός, η οργάνωση και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο οποίο εφαρμόζεται η προσαρμογή αντιστοίχισης και του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού γίνονται χωριστά από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης, το δε αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη ζημιών που προκύπτουν από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης, γ) οι αναμενόμενες ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού αναπαράγουν καθεμία από τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο ίδιο νόμισμα, και οποιαδήποτε αναντιστοιχία δεν προκαλεί σημαντικούς πρόσθετους κινδύνους σε σχέση με τους ενυπάρχοντες εγγενείς κινδύνους των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στις οποίες εφαρμόζεται προσαρμογή αντιστοίχισης, δ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν προβλέπουν μελλοντικές καταβολές ασφαλίστρου, ε) οι μόνοι κίνδυνοι ανάληψης ασφαλίσεων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων είναι ο κίνδυνος μακροβιότητας, ο κίνδυνος εξόδων, ο κίνδυνος αναθεώρησης και ο κίνδυνος θνησιμότητας, στ) στην περίπτωση που ο κίνδυνος ανάληψης ασφαλίσεων που σχετίζεται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων περιλαμβάνει τον κίνδυνο θνησιμότητας, η βέλτιστη εκτίμηση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν αυξάνεται κατά περισσότερο από 5% σε περίπτωση απότομης μεταβολής της θνησιμότητας, βαθμονομημένης σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος, ζ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν περιλαμβάνουν δικαιώματα προαιρέσεως του αντισυμβαλλόμενου ή περιλαμβάνουν μόνο το δικαίωμα καταγγελίας από αυτόν της σύμβασης και η αντίστοιχη προκύπτουσα αξία εξαγοράς δεν υπερβαίνει την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, αποτιμώμενων σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, τη στιγμή της άσκησης του δικαιώματος αυτού, η) οι ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού είναι καθορισμένες και σταθερές και δεν μπορούν να μεταβληθούν είτε από τους εκδότες των στοιχείων ενεργητικού είτε και από τρίτα μέρη, θ) οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου δεν προκύπτουν από διαχωρισμό σε διαφορετικά τμήματα των αντίστοιχων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η΄ της παρούσας παραγράφου, σε περίπτωση που οι ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων εξαρτώνται από τον πληθωρισμό, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν στο αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και λοιπά στοιχεία ενεργητικού με καθορισμένες μεν και σταθερές ταμειακές ροές τα οποία όμως εξαρτώνται από τον πληθωρισμό. Επιπλέον, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η΄ της παρούσας παραγράφου, στοιχεία ενεργητικού δεν αποκλείονται από την δυνατότητας επιλογής τους για το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού σε περίπτωση που οι εκδότες ή τρίτα μέρη έχουν μεν δικαίωμα να μεταβάλουν τις ταμειακές ροές τους όμως κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο επενδυτής να λαμβάνει επαρκή αποζημίωση ώστε να μπορεί να επιτύχει τις ίδιες ταμειακές ροές με το αρχικό στοιχείο ενεργητικού επανεπενδύοντας σε λοιπά στοιχεία ενεργητικού ισοδύναμης ή καλύτερης πιστοληπτικής ποιότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την προσαρμογή αντιστοίχισης σε χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν μπορούν να επιστρέψουν σε προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει προσαρμογή αντιστοίχισης. Σε περίπτωση που μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης δεν μπορεί πλέον να συμμορφωθεί προς τους όρους της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ενημερώνει αμέσως την Εποπτική Αρχή και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσής της προς τους όρους αυτούς. Αν η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς τους όρους αυτούς μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία μη συμμόρφωσης, παύει να εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης σε οποιαδήποτε από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις και δεν μπορεί να την εφαρμόζει για επιπλέον χρονικό διάστημα 24 μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις για τις οποίες η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δυνάμει του άρθρου 56 του παρόντος ή μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 274 του παρόντος.

Άρθρο 55Υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης (άρθρο 77γ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 54 του παρόντος υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές: α) η προσαρμογή αντιστοίχισης ισούται με τη διαφορά των μεγεθών των παρακάτω υποπεριπτώσεων αα΄ και αβ΄: αα) του ετήσιου αποτελεσματικού επιτοκίου, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, του χαρτοφυλακίου των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού, μείον αβ) το ετήσιο αποτελεσματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, όπου ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης έχει λάβει υπόψη του ως χρονική αξία του χρήματος τη βασική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, β) η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο το οποίο αντανακλά τους κινδύνους οι οποίοι διακρατούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, γ) κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ του παρόντος άρθρου, το βασικό πιστωτικό περιθώριο αυξάνεται, όπου αυτό απαιτείται, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα μειωμένης πιστοληπτικής διαβάθμισης «sub investment grade» δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα επενδυτικής διαβάθμισης «investment grade» με την ίδια οικονομική μέση διάρκεια και χαρακτηριστικά, δ) η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης είναι συνεπής προς τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικών αξιολογήσεων στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 26 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, το βασικό πιστωτικό περιθώριο: α) ισούται με το άθροισμα των μεγεθών των υποπεριπτώσεων αα΄ και αβ΄ παρακάτω: αα) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία του ενεργητικού, όπου η πιθανότητα αθέτησης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων που σχετίζονται με τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού αναφορικά με την οικονομική μέση διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, και αβ) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες λόγω πιστωτικής υποβάθμισης των στοιχείων του ενεργητικού, β) για εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών − μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα επί τοις εκατό (30%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με τις εκθέσεις αυτές, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου, γ) για στοιχεία ενεργητικού άλλα από εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών − μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα πέντε επί τοις εκατό (35%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αναφορικά με την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, όταν δεν μπορεί να εξαχθεί αξιόπιστο πιστωτικό περιθώριο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στην υποπερίπτωση αα΄ της ανωτέρω περίπτωσης, το βασικό πιστωτικό περιθώριο τίθεται ίσο με το ποσοστό του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 56Προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου (άρθρο 77δ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για κάθε σχετικό νόμισμα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτευχθεί από στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο αναφοράς για το συγκεκριμένο νόμισμα και των επιτοκίων της χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου για το ίδιο νόμισμα. Το χαρτοφυλάκιο αναφοράς για ένα νόμισμα είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού που είναι σε αυτό το νόμισμα και στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε αυτό το νόμισμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το ποσό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου ισούται με το εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%) του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο συναλλαγματικό περιθώριο υπολογίζεται ως το μέρος της διαφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, το οποίο δεν αντιστοιχεί σε αναμενόμενες ζημίες ή σε απρόβλεπτο πιστωτικό κίνδυνο ή σε άλλο κίνδυνο των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού υπολογιζόμενα επί τη βάσει ρεαλιστικής εκτίμησης. Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται μόνο στα επιτόκια άνευ κινδύνου της χρονικής διάρθρωσης τα οποία δεν προκύπτουν από παρέκταση σύμφωνα με το άρθρο 53 του παρόντος. Η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στα εν λόγω προσαρμοσμένα επιτόκια άνευ κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας της παραγράφου 3 του παρόντος στα επιτόκια άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων που προέρχονται από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά της Ελλάδας ή ενός άλλου κράτους προσαυξάνεται περαιτέρω, πριν από την εφαρμογή του συντελεστή εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%), κατά τη διαφορά μεταξύ του διορθωμένου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχα της Ελλάδας ή του κράτους αυτού και του διπλάσιου του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου, όποτε η διαφορά αυτή είναι θετική και το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο της Ελλάδας ή του αντίστοιχου κράτους είναι υψηλότερο από εκατό (100) μονάδες βάσης. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο κράτους υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η διορθωμένη για τον κίνδυνο συναλλαγματική διαφορά του συγκεκριμένου κράτους, αλλά με βάση χαρτοφυλάκιο αναφοράς αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στα οποία έχουν επενδύσει οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά του συγκεκριμένου κράτους και είναι στο νόμισμα αυτού του κράτους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές υποχρεώσεις όταν η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δυνάμει του άρθρου 54 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 77 του παρόντος, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας δεν καλύπτει τον κίνδυνο απώλειας βασικών ιδίων κεφαλαίων ως αποτέλεσμα μεταβολών στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.

Άρθρο 57Χρήση των πληροφοριών που δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 77ε της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 23 και 24 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν υποχρεωτικά, στους αντίστοιχους υπολογισμούς τους, για κάθε σχετικό νόμισμα, τις ακόλουθες τεχνικές πληροφορίες που δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ: α) τη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος, χωρίς προσαρμογή αντιστοίχισης ή προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, β) το βασικό πιστωτικό περιθώριο, για κάθε σχετική οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού, για τον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος, γ) την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 56, για κάθε σχετική εθνική ασφαλιστική αγορά που δραστηριοποιούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δεν δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ ή δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ αλλά δεν έχουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να καθορίζει και να δημοσιεύει στη δική της ιστοσελίδα αντίστοιχες τεχνικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Στην περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δεν δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ ή δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ αλλά δεν έχουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα θεωρείται ότι λαμβάνουν μηδενική τιμή.

Άρθρο 58Πληροφορίες προς την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 77στ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή παρέχει στην ΕΑΑΕΣ, σε ετήσια βάση, στοιχεία σχετικά με την επίπτωση της εφαρμογής των άρθρων 53 έως 57, του άρθρου 82, της παραγράφου 4 του άρθρου 109 και των άρθρων 254, 274 και 275 του παρόντος, καθώς και τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τη διαθεσιμότητα στην ελληνική ασφαλιστική αγορά μακροπρόθεσμων εγγυήσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα και τη συμπεριφορά των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως μακροπρόθεσμων επενδυτών, β) τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν την προσαρμογή αντιστοίχισης, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του παρόντος, την υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, γ) την επίπτωση που έχουν στη χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην κεφαλαιακή απαίτηση λόγω κινδύνου μετοχών, η υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας, και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, τόσο σε συγκεντρωτικό επίπεδο για το σύνολο της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς όσο και αναλυτικά για κάθε μία ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, σε ανώνυμη βάση, δ) την επίπτωση που έχουν στην επενδυτική συμπεριφορά των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην κεφαλαιακή απαίτηση λόγω κινδύνου μετοχών και η υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας και αν τα ανωτέρω μέτρα παρέχουν αδικαιολόγητη μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης, ε) την επίπτωση που έχει οποιαδήποτε παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του παρόντος στις προσπάθειες των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αποκαταστήσουν το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, στ) στις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, το αν συμμορφώνονται προς τα σχέδια σταδιακής εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 276 του παρόντος και τις προοπτικές για μείωση της εξάρτησης από αυτά τα μεταβατικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που έχουν ληφθεί ή αναμένεται να ληφθούν από τις ίδιες τις επιχειρήσεις ή την Εποπτική Αρχή.

Άρθρο 59Περαιτέρω παράμετροι για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων (άρθρο 78 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Επιπροσθέτως του άρθρου 52 του παρόντος, κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα: (1) όλες τις δαπάνες και τα έξοδα που θα πραγματοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, (2) τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού των δαπανών και εξόδων, καθώς και των αποζημιώσεων, (3) όλες τις πληρωμές στους αντισυμβαλλόμενους και στους δικαιούχους ασφαλίσματος συμπεριλαμβανομένων μελλοντικών προαιρετικών παροχών και διανομών κερδών τις οποίες αναμένεται να πραγματοποιήσουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες, εξαιρουμένων όμως των πληρωμών που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος.

Άρθρο 60Αποτίμηση των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και των συμβατικών δικαιωμάτων προαιρέσεως (options) που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις (άρθρο 79 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την αξία των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και των συμβατικών δικαιωμάτων προαιρέσεως που τυχόν προβλέπονται από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις. Οιεσδήποτε παραδοχές εκ μέρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με την πιθανότητα να ασκήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι τα εν λόγω δικαιώματα προαιρέσεως, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων και εξαγορών συμβολαίων πρέπει να βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα και σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες. Λαμβάνουν δε υπόψη, ρητά ή σιωπηρά, την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

Άρθρο 61Ομαδοποίηση (άρθρο 80 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ομαδοποιούν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις σε ομογενείς ομάδες κινδύνου, και τουλάχιστον κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων.

Άρθρο 62Ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού (άρθρο 81 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Ο υπολογισμός των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 έως 61 του παρόντος. Κατά τον υπολογισμό των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, λαμβάνεται υπόψη η χρονική διαφορά μεταξύ ανακτήσεων και των άμεσων πληρωμών. Το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού προσαρμόζεται περαιτέρω προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη και αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου. Η ανωτέρω προσαρμογή βασίζεται σε εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης από τον αντισυμβαλλόμενο και της μέσης ζημίας που θα επέλθει από την αθέτηση αυτή (ζημία σε περίπτωση αθέτησης).

Άρθρο 63Ποιότητα δεδομένων και εφαρμογή προσεγγίσεων, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων, για τις τεχνικές προβλέψεις (άρθρο 82 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν εσωτερικές διεργασίες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν την καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις ειδικές περιπτώσεις στις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν ανεπαρκή δεδομένα κατάλληλης ποιότητας, προκειμένου να εφαρμόσουν αξιόπιστη αναλογιστική μέθοδο σε ένα σύνολο ή ένα υποσύνολο είτε των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων είτε των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, δύνανται να χρησιμοποιηθούν κατάλληλες προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου φάκελο προς φάκελο, για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Άρθρο 64Σύγκριση με βάση τα εμπειρικά δεδομένα (άρθρο 83 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν διεργασίες και διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι βέλτιστες εκτιμήσεις και οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των βέλτιστων εκτιμήσεων, συγκρίνονται με τα εμπειρικά δεδομένα σε περιοδική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που από τη σύγκριση προκύπτει συστηματική απόκλιση μεταξύ της εμπειρικής παρατήρησης και της βέλτιστης εκτίμησης των τεχνικών προβλέψεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η επιχείρηση προβαίνει σε κατάλληλες προσαρμογές των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται ή των παραδοχών που γίνονται.

Άρθρο 65Καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών προβλέψεων – Αύξηση των τεχνικών προβλέψεων (άρθρα 84 και 85 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση, να παρέχουν στην Εποπτική Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των περιοδικών συγκρίσεων του άρθρου 64 του παρόντος, με τα οποία να αποδεικνύεται η καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών τους προβλέψεων, η εφαρμοσιμότητα και η συνάφεια των χρησιμοποιούμενων μεθόδων και η επάρκεια, καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο βαθμό που οι παρεχόμενες πληροφορίες και στοιχεία της παραγράφου 1 του παρόντος δεν αποδεικνύουν, αλλά και σε κάθε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή διαπιστώνει, ότι ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων δεν συνάδει με τα άρθρα 51 έως 64 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αυξήσουν το ποσό των τεχνικών προβλέψεων έτσι ώστε αυτές να αντιστοιχούν σε επίπεδο που προκύπτει σύμφωνα με εν λόγω άρθρα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ 1ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Άρθρο 66Ίδια κεφάλαια (άρθρο 87 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Τα ίδια κεφάλαια που κατέχουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στο άθροισμα των βασικών ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται από το άρθρο 67 και των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται από το άρθρο 68 του παρόντος.

Άρθρο 67Βασικά ίδια κεφάλαια (άρθρο 88 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Τα βασικά ίδια κεφάλαια απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία: α) τη διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και των υποχρεώσεων, όπως τούτα αποτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 50 και την Ενότητα 2 του παρόντος κεφαλαίου, β) τις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης. Το ποσό της διαφοράς που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ του παρόντος μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχονται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Άρθρο 68Συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια (άρθρο 89 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια αποτελούνται από στοιχεία άλλα από αυτά που συγκροτούν τα βασικά ίδια κεφάλαια. Τα εν λόγω κεφάλαια μπορούν να προορίζονται για την απορρόφηση ζημιών. Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια δύνανται να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία, στο βαθμό που αυτά δεν αποτελούν στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων: α) όσον αφορά στις ανώνυμες εταιρείες το μη καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή όσον αφορά στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς το αρχικό κεφάλαιο το οποίο δεν έχει καταστεί απαιτητό, β) τις εγγυητικές επιστολές και λοιπές εγγυήσεις, γ) άλλες νομικές δεσμεύσεις υπέρ των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Στην περίπτωση των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών, τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν επίσης μελλοντικές αξιώσεις αυτών έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς, εντός δωδεκάμηνης προθεσμίας, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το καταστατικό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν κάποιο από τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων των ανωνύμων εταιριών καταβληθεί ή στην περίπτωση των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών καταστεί απαιτητό, τότε το εν λόγω στοιχείο θεωρείται στοιχείο του ενεργητικού και παύει πλέον να αποτελεί μέρος των στοιχείων των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων.

Άρθρο 69Εποπτική έγκριση των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 90 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 25 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ποσά των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το ποσό που καταλογίζεται σε κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων πρέπει να αντικατοπτρίζει τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών αυτού του στοιχείου και να βασίζεται σε συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές. Για συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια με σταθερή ονομαστική αξία, το ύψος του συγκεκριμένου στοιχείου ισούται με την ονομαστική του αξία μόνο εφόσον αυτή αντικατοπτρίζει σωστά τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών αυτού του στοιχείου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για κάθε ένα στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, η Εποπτική Αρχή εγκρίνει ένα εκ των κατωτέρω: α) ένα νομισματικό ποσό, β) μία μέθοδο για τον προσδιορισμό του ποσού του στοιχείου. Στην περίπτωση αυτή, η έγκριση από την Εποπτική Αρχή του ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή χορηγείται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, η Εποπτική Αρχή βασίζει την έγκρισή της στην εκτίμηση των κατωτέρω παραγόντων: α) της κατάστασης των εκάστοτε αντισυμβαλλομένων μερών, σε σχέση τόσο με την ικανότητα όσο και με τη βούλησή τους να πληρώσουν, β) της δυνατότητας ανάκτησης των κεφαλαίων, λαμβανομένης υπόψη της νομικής μορφής του στοιχείου, καθώς και των τυχόν συνθηκών οι οποίες ενδέχεται να εμποδίσουν την προσήκουσα καταβολή ή πρόσκληση καταβολής του στοιχείου αυτού των κεφαλαίων, γ) τυχόν πληροφοριών για την έκβαση προηγούμενων προσκλήσεων καταβολής, τις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν για τέτοιους είδους συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια, εφόσον οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν αξιόπιστα για την αξιολόγηση της αναμενόμενης έκβασης μελλοντικών προσκλήσεων.

Άρθρο 70Πλεονάζοντα κεφάλαια (άρθρο 91 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ως πλεονάζοντα κεφάλαια νοούνται τα συσσωρευμένα κέρδη που δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Tα πλεονάζοντα κεφάλαια της ανωτέρω παραγράφου δεν θεωρούνται ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, μόνον εφόσον πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 72 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ποσά των πλεοναζόντων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τρόπος και χρόνος υποβολής της αίτησης και οι παράγοντες και τα κριτήρια που θα λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση της έγκρισης της παραγράφου 3 του παρόντος, το μέγιστο χρονικό διάστημα ισχύος της ανωτέρω έγκρισης και ο χρόνος απάντησης περί έγκρισης ή μη.

ΤΜΗΜΑ 2ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Άρθρο 71Χαρακτηριστικά και στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες (Tiers) (άρθρο 93 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες (Tiers). Η ταξινόμηση αυτών των στοιχείων εξαρτάται από το εάν είναι στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων ή συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, καθώς και από το βαθμό στον οποίο διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) το στοιχείο είναι διαθέσιμο ή σε πρώτη ζήτηση καταβλητέο, για την πλήρη απορρόφηση ζημιών στη βάση συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης, καθώς και στην περίπτωση εκκαθάρισης (διαρκής διαθεσιμότητα) β) στην περίπτωση εκκαθάρισης, το συνολικό ποσό του στοιχείου είναι διαθέσιμο για την απορρόφηση ζημιών και το στοιχείο δεν επιστρέφεται στον κάτοχό του μέχρις ότου όλες οι άλλες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων προς αντισυμβαλλομένους και δικαιούχους ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών συμβάσεων, έχουν ικανοποιηθεί (μειωμένη εξασφάλιση).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, τόσο επί του εκάστοτε τρέχοντος χρόνου όσο και στο μέλλον, αποδίδεται η δέουσα προσοχή στην οικονομική μέση διάρκεια (duration) του στοιχείου, ιδίως στο εάν το στοιχείο έχει καθορισμένη λήξη ή όχι. Εάν ένα στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων έχει καθορισμένη λήξη, τότε λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα της σύγκρισης της οικονομικής μέσης διάρκειας του στοιχείου με την οικονομική μέση διάρκεια των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης της επιχείρησης (επαρκής οικονομική μέση διάρκεια). Επιπλέον, εξετάζονται οι ακόλουθοι παράγοντες: α) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο απαιτήσεων ή κινήτρων εξαγοράς του ονομαστικού ποσού (απουσία κινήτρων εξαγοράς), β) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο υποχρεωτικών παγίων εξόδων (απουσία υποχρεωτικών χρηματοοικονομικών εξόδων), γ) αν το στοιχείο είναι καθαρό από οποιοδήποτε βάρος (απουσία βαρών).

Άρθρο 72Κυριότερα κριτήρια για την ταξινόμηση σε κατηγορίες (Tiers) (άρθρο 94 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 1 (Tier 1) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του παρόντος, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς το χαρακτηριστικό που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του παρόντος, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος. Τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 71, λαμβανομένων υπόψη και των χαρακτηριστικών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα στοιχεία των βασικών και συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία δεν υπάγονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος, ταξινομούνται στην κατηγορία 3 (Tier 3).

Άρθρο 73Ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες (Tiers) (άρθρο 95 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η ταξινόμηση των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες (Tiers) γίνεται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 72 του παρόντος. Προς το σκοπό αυτόν, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατρέχουν στον κατάλογο των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 97 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ και στην παράγραφο 3 του παρόντος, όπου είναι εφαρμόσιμος. Εάν κάποιο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων δεν καλύπτεται από τον κατάλογο αυτόν, αξιολογείται και ταξινομείται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Η ταξινόμηση αυτή υπόκειται σε έγκριση από την Εποπτική Αρχή κατόπιν αιτήσεως από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη χορήγηση της έγκρισης της παραγράφου 1 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή δύναται να δημοσιεύει και επικαιροποιεί κατάλογο στοιχείων ιδίων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 74 του παρόντος, που θεωρούνται ότι πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 72 του παρόντος. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει για κάθε στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών επί τη βάσει των οποίων έγινε η συγκεκριμένη ταξινόμηση.

Άρθρο 74Ταξινόμηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που αφορούν ειδικά τις ασφάλειες (άρθρο 96 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 73 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 97 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι κάτωθι ταξινομήσεις: α) τα εγκεκριμένα από την Εποπτική Αρχή πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος ταξινομούνται στην κατηγορία 1 (Tier 1), β) οι εγγυητικές επιστολές και λοιπές εγγυήσεις, που τηρούνται σε καταπίστευμα από ανεξάρτητο θεματοφύλακα προς όφελος των πιστωτών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και οι οποίες παρέχονται από πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το ν. 4261/2014 (Α΄ 107) ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2), γ) τυχόν μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί πλοιοκτητών, εφόσον τούτο προβλέπεται από το καταστατικό τους, οι οποίοι ασφαλίζουν αποκλειστικά κινδύνους των Κλάδων 6 «Πλοία», 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη» και 17 «Νομική προστασία» του άρθρου 4 του παρόντος έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για καταβολή συμπληρωματικών συνεισφορών, εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2). Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 72 του παρόντος, οποιεσδήποτε μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν έναντι των μελών τους αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί, εφόσον τούτο προβλέπεται στο καταστατικό τους, μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματικές εισφορές, μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ του παρόντος ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2). Η εν λόγω ταξινόμηση συντρέχει, εφόσον οι αξιώσεις αυτές διαθέτουν σε σημαντικό βαθμό τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 71, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται η έννοια, το είδος και ο τρόπος λειτουργίας του καταπιστεύματος και η έννοια της ανεξαρτησίας του θεματοφύλακα της περίπτωσης β΄ του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 3ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Άρθρο 75Επιλεξιμότητα και όρια που εφαρμόζονται στις κατηγορίες (Tiers) 1, 2 και 3 (άρθρο 98 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όσον αφορά στη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, τα επιλέξιμα ποσά των στοιχείων της κατηγορίας 2 (Tier 2) και της κατηγορίας 3 (Tier 3) υπόκεινται σε ποσοτικά όρια τέτοια ώστε να διασφαλίζεται ότι: α) η αναλογία των στοιχείων της κατηγορίας 1 (Tier 1) στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερη από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ίδιων κεφαλαίων, β) το επιλέξιμο ποσό των στοιχείων της κατηγορίας 3 (Tier 3) είναι μικρότερο από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όσον αφορά στη συμμόρφωση των επιχειρήσεων προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, το ποσό των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) υπόκειται σε ποσοτικά όρια τέτοια ώστε να διασφαλίζεται, κατ’ ελάχιστο, ότι το ποσοστό των στοιχείων της κατηγορίας 1 (Tier 1) στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερο από το ήμισυ του συνολικού ποσού των βασικών ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το επιλέξιμο ποσό των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που ορίζεται στο άρθρο 76 του παρόντος ισούται με το άθροισμα του ποσού της κατηγορίας 1 (Tier 1), του επιλέξιμου ποσού της κατηγορίας 2 (Tier 2) και του επιλέξιμου ποσού της κατηγορίας 3 (Tier 3).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης που ορίζεται στο άρθρο 101 του παρόντος ισούται με το άθροισμα του ποσού της κατηγορίας 1 (Tier 1) και του επιλέξιμου ποσού των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2).

ΕΝΟΤΗΤΑ 4ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
ΤΜΗΜΑ 1ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟ Ή ΜΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ
Άρθρο 76Γενικές διατάξεις (άρθρο 100 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διατηρούν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας υπολογίζεται είτε σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως περιγράφεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας είτε με τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος, όπως ορίζεται στο Τμήμα 3 της παρούσας Ενότητας.

Άρθρο 77Υπολογισμός Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (άρθρο 101 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας: α) υπολογίζεται βάσει της παραδοχής της συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης (going concern), β) διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κινδύνων που είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν και στους οποίους είναι εκτεθειμένη η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, γ) καλύπτει τόσο τις υφιστάμενες δραστηριότητες όσο και τις νέες δραστηριότητες που αναμένεται να αναληφθούν μέσα στους επόμενους δώδεκα (12) μήνες. Όσον αφορά στις υφιστάμενες δραστηριότητες, η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας καλύπτει μόνο τις μη αναμενόμενες ζημίες, δ) αντιστοιχεί στην αξία σε κίνδυνο (Value−at−Risk) των βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για περίοδο ενός (1) έτους, ε) καλύπτει, τουλάχιστον, τους κινδύνους ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών, ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, ανάληψης ασφαλίσεων υγείας, τον κίνδυνο αγοράς, τον πιστωτικό κίνδυνο και τον λειτουργικό κίνδυνο στον οποίο περιλαμβάνονται νομικοί κίνδυνοι και αποκλείονται κίνδυνοι που απορρέουν από στρατηγικές αποφάσεις και κίνδυνοι φήμης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος και οι λοιποί κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση τέτοιου είδους τεχνικών αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

Άρθρο 78Συχνότητα υπολογισμού (άρθρο 102 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις: α) υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τουλάχιστον μία φορά ετησίως, υποβάλλουν δε το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού στην Εποπτική Αρχή, β) διατηρούν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν την τελευταία υποβληθείσα κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, γ) παρακολουθούν σε συνεχή βάση το ποσό των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας. Εάν το προφίλ κινδύνου μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τελευταία αναφερθείσα Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η επιχείρηση υπολογίζει εκ νέου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αμελλητί και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στην Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να διαφαίνεται ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε τελευταία φορά η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από την επιχείρηση να υπολογίσει εκ νέου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΤΜΗΜΑ 2ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Άρθρο 79Δομή τυποποιημένης μεθόδου (άρθρο 103 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο αποτελεί το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων: α) της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 80 του παρόντος, β) της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 του παρόντος, και γ) της προσαρμογής για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων, όπως ορίζεται στο άρθρο 84.

Άρθρο 80Σχεδιασμός της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (άρθρο 104 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας περιλαμβάνει επιμέρους ενότητες κινδύνου, οι οποίες συναθροίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Παραρτήματος I του παρόντος. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες ενότητες κινδύνου: α) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών, β) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, γ) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων υγείας, δ) του κινδύνου αγοράς, ε) του κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλόμενου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες εντάσσονται στην ενότητα κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων που προσιδιάζει καλύτερα στην τεχνική φύση των υποκείμενων κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι συντελεστές συσχέτισης για τη συνάθροιση των ενοτήτων κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος, καθώς και η βαθμονόμηση (calibration) των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε ενότητα κινδύνου, οδηγούν σε συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας η οποία να συνάδει με τις αρχές που παρατίθενται στο άρθρο 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε μία από τις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος βαθμονομείται με τη χρήση ενός μέτρου αξίας σε κίνδυνο (Value−at−Risk), με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για περίοδο ενός έτους. Κατά περίπτωση, στο σχεδιασμό κάθε ενότητας κινδύνου λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις της διαφοροποίησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο ίδιος σχεδιασμός και οι ίδιες προδιαγραφές για τις ενότητες κινδύνου χρησιμοποιούνται για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τόσο σε σχέση με τη Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση φερεγγυότητας όσο και με τους απλοποιημένους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 85 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Όσον αφορά στους κινδύνους από καταστροφές, μπορούν να χρησιμοποιούνται γεωγραφικές προδιαγραφές, όπου κρίνεται απαραίτητο, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνων ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται, κατόπιν εγκρίσεως από την Εποπτική Αρχή, εντός του πλαισίου της τυποποιημένης μεθόδου, να αντικαθιστούν μια υποομάδα από τις παραμέτρους της τυποποιημένης μεθόδου με παραμέτρους που προσιδιάζουν στην αιτούσα επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας. Οι παράμετροι αυτές βαθμονομούνται με βάση τα εσωτερικά δεδομένα της εν λόγω επιχείρησης ή δεδομένα τα οποία έχουν άμεση συνάφεια με τις εργασίες της συγκεκριμένης επιχείρησης χρησιμοποιώντας τυποποιημένες μεθόδους. Κατά τη χορήγηση της εποπτικής έγκρισης, η Εποπτική Αρχή εξακριβώνει την πληρότητα, ακρίβεια και καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων.

Άρθρο 81Υπολογισμός της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (άρθρο 105 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 29 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ενότητα του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις κατά ζημιών και ο οποίος σχετίζεται με τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται, καθώς και με τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας. Περαιτέρω λαμβάνεται υπόψη η αβεβαιότητα στα αποτελέσματα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση τόσο με τις υφιστάμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις όσο και με τις νέες εργασίες που αναμένονται να αναληφθούν εντός των επομένων δώδεκα μηνών. Υπολογίζεται, σύμφωνα με τη μέθοδο της παραγράφου 2 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων τουλάχιστον για τις ακόλουθες υποενότητες: α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που προκύπτει από διακυμάνσεις στο χρόνο επέλευσης, στη συχνότητα και στη σφοδρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων, καθώς και στο χρόνο και στο ποσό διακανονισμού των αποζημιώσεων (κίνδυνος ασφάλιστρου και τεχνικών προβλέψεων ασφαλίσεων κατά ζημιών), β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας τεχνικών προβλέψεων, λόγω ακραίων ή έκτακτων συμβάντων (καταστροφικός κίνδυνος ασφαλίσεων κατά ζημιών).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ενότητα του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις ζωής και ο οποίος σχετίζεται με τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται, καθώς και με τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας. Υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τουλάχιστον ακόλουθες υποενότητες: α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, στην περίπτωση που μια αύξηση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος θνησιμότητας), β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, στην περίπτωση που μια μείωση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος μακροβιότητας), γ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, στην τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών ανικανότητας, ασθένειας και νοσηρότητας (κίνδυνος ανικανότητας − νοσηρότητας), δ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των δαπανών εξυπηρέτησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων (κίνδυνος εξόδων ασφάλισης ζωής), ε) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών αναθεώρησης που εφαρμόζονται σε προσόδους, λόγω αλλαγών στο νομικό περιβάλλον ή στην κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου (κίνδυνος αναθεώρησης), στ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών καταγγελίας, ανανεώσεων, λήξης και εξαγοράς συμβολαίων (κίνδυνος ακύρωσης), ζ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα των παραδοχών τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σχετικά με ακραία ή ασυνήθη γεγονότα (καταστροφικός κίνδυνος ασφάλισης ζωής).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η ενότητα κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων υγείας αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από την ανάληψη υποχρεώσεων ασφαλίσεων υγείας, είτε γίνεται με τεχνική βάση παρόμοια με εκείνη της ασφάλισης ζωής είτε όχι, όπως προκύπτει τόσο από τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται όσο και τις διεργασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της δραστηριότητας. Καλύπτει τουλάχιστον τους ακόλουθους κινδύνους: α) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, β) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο χρόνο επέλευσης, τη συχνότητα και τη σφοδρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων και στο χρόνο και στο ποσό διακανονισμού των αποζημιώσεων κατά τη στιγμή της πρόβλεψης, γ) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σε σχέση με εκδηλώσεις σοβαρών επιδημιών, καθώς και την ασυνήθη σώρευση κινδύνων κάτω από τέτοιου είδους ακραίες περιστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ενότητα για τον κίνδυνο αγοράς αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από το επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των χρηματοοικονομικών μέσων που έχουν επίπτωση στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Αντικατοπτρίζει δεόντως τη δομική αναντιστοιχία μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, ιδίως σε σχέση με την οικονομική μέση διάρκειά τους. Υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τουλάχιστον ακόλουθες υποενότητες: α) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στην χρονική διάρθρωση των επιτοκίων, ή στη μεταβλητότητα των επιτοκίων (κίνδυνος επιτοκίου), β) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των μετοχών (κίνδυνος μετοχών), γ) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών ακινήτων (κίνδυνος τιμών ακινήτων), δ) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των πιστωτικών περιθωρίων πλέον της χρονικής διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου (κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου), ε) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο, ή τη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών (συναλλαγματικός κίνδυνος), στ) των πρόσθετων κινδύνων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προέρχονται είτε από έλλειψη διαφοροποίησης στο χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων είτε από μεγάλη έκθεση σε κίνδυνο αθέτησης από ένα και μόνο εκδότη τίτλων ή ομάδα σχετιζόμενων εκδοτών (κίνδυνος συγκέντρωσης αγοράς).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου αντικατοπτρίζει πιθανές ζημίες λόγω μη αναμενόμενης αθέτησης ή επιδείνωσης στην πιστωτική θέση των αντισυμβαλλομένων και οφειλετών των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των προσεχών δώδεκα (12) μηνών. Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου καλύπτει συμβάσεις μετριασμού του κινδύνου, όπως συμφωνίες αντασφάλισης, τιτλοποιήσεις και παράγωγα προϊόντα, και απαιτήσεις από διαμεσολαβούντες, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πιστωτικές εκθέσεις οι οποίες δεν καλύπτονται στην υποενότητα κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου. Λαμβάνει κατάλληλα υπόψη εγγυήσεις ή άλλες διασφαλίσεις που διακρατούνται από την, ή για λογαριασμό της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και τους κινδύνους που σχετίζονται με τις ανωτέρω εγγυήσεις ή διασφαλίσεις. Για κάθε αντισυμβαλλόμενο, η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου λαμβάνει υπόψη τη συνολική έκθεση σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή των συμβατικών του υποχρεώσεων προς την επιχείρηση αυτή.

Άρθρο 82Υπολογισμός υποενότητας κινδύνου μετοχών: Μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής (άρθρο 106 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 29 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η υποενότητα κινδύνου μετοχών υπολογιζόμενη με την τυποποιημένη μέθοδο, περιλαμβάνει συμμετρική προσαρμογή στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η συμμετρική προσαρμογή της βάσει τυποποιημένης μεθόδου επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω μετοχών, βαθμονομημένη σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 80 του παρόντος, για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών, υπολογίζεται ως συνάρτηση του τρέχοντος επιπέδου κατάλληλου δείκτη μετοχών και ενός σταθμισμένου μέσου επιπέδου του συγκεκριμένου δείκτη. Ο σταθμισμένος μέσος υπολογίζεται επί τη βάσει κατάλληλης χρονικής περιόδου που πρέπει να είναι η ίδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η συμμετρική προσαρμογή της βάσει τυποποιημένης μεθόδου επιβάρυνσης του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω κινδύνου μετοχών χαμηλότερης κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες ή υψηλότερης κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες, από αυτή που προκύπτει με βάση την τυποποιημένη επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω κινδύνου μετοχών.

Άρθρο 83Κεφαλαιακή Απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο (άρθρο 107 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο αντικατοπτρίζει τους λειτουργικούς κινδύνους, στο βαθμό που αυτοί δεν αντικατοπτρίζονται ήδη στις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 80 του παρόντος. Η απαίτηση αυτή βαθμονομείται σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όσον αφορά τις συμβάσεις ασφάλισης ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλόμενους, ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο λαμβάνει υπόψη το ποσό των ετήσιων εξόδων που καταλογίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όσον αφορά στις εργασίες ασφάλισης και αντασφάλισης εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο 2 του παρόντος, ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο λαμβάνει υπόψη το μέγεθος των εργασιών αυτών, σε όρους δεδουλευμένων ασφαλίστρων και τεχνικών προβλέψεων που σχηματίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις. Στην περίπτωση αυτή, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο δεν υπερβαίνει το τριάντα επί τοις εκατό (30%) της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που συνδέεται με τις συγκεκριμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες.

Άρθρο 84Προσαρμογή για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων (άρθρο 108 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 29 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η προσαρμογή που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 79 για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων αντικατοπτρίζει τη δυνητική αντιστάθμιση μη αναμενόμενων ζημιών μέσω ταυτόχρονης μείωσης των τεχνικών προβλέψεων ή των αναβαλλόμενων φόρων ή συνδυασμού και των δύο. Η προσαρμογή αυτή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα του μετριασμού του κινδύνου που παρέχεται από μελλοντικές παροχές των ασφαλιστικών συμβάσεων η εκπλήρωση των οποίων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης, στο βαθμό που αυτή μπορεί να στοιχειοθετήσει ότι μια μείωση των παροχών αυτών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών, όταν αυτές προκύψουν. Το αποτέλεσμα μετριασμού του κινδύνου που παρέχεται από τις προαναφερόμενες μελλοντικές παροχές διακριτικής ευχέρειας δεν υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών προβλέψεων και αναβαλλόμενων φόρων σε σχέση με τα μελλοντικά προαιρετικά αυτά οφέλη. Για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου, η αξία των μελλοντικών προαιρετικών παροχών κάτω από δυσμενείς περιστάσεις συγκρίνεται με την αξία των παροχών αυτών λαμβάνοντας υπόψη τις χρησιμοποιούμενες παραδοχές για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Άρθρο 85Απλοποιήσεις στην τυποποιημένη μέθοδο (άρθρο 109 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν απλοποιημένο υπολογισμό για συγκεκριμένη υποενότητα ή ενότητα κινδύνου όταν η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν δικαιολογεί τη στάση αυτή και εφόσον θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο υπολογισμό. Οι απλοποιημένοι υπολογισμοί βαθμονομούνται σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

Άρθρο 86Σημαντικές αποκλίσεις από τις παραδοχές στον υπολογισμό με την τυποποιημένη μέθοδο (άρθρο 110 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας, επειδή το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός με την τυποποιημένη μέθοδο, η Εποπτική Αρχή μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή της, να ζητά από την εν λόγω επιχείρηση να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους ειδικές για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 80 του παρόντος. Οι ειδικές αυτές παράμετροι υπολογίζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η επιχείρηση συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 3ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
Άρθρο 87Γενικές διατάξεις για την έγκριση πλήρων και μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων (άρθρο 112 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Oι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας με τη χρησιμοποίηση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος κατόπιν εγκρίσεως από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν μερικά εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω: α) μίας ή περισσοτέρων ενοτήτων κινδύνου ή υποενοτήτων, της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 80 και 81 του παρόντος, β) της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 του παρόντος, γ) της προσαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 84 του παρόντος. Παράλληλα, η χρήση μερικού υποδείγματος μπορεί να εφαρμόζεται στο σύνολο της δραστηριότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή μόνο σε μία ή περισσότερες σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην αίτηση για έγκριση από την Εποπτική Αρχή, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν, κατ’ ελάχιστον, τεκμηριωμένα στοιχεία με βάση τα οποία προκύπτει ότι το εσωτερικό υπόδειγμα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος. Εφόσον η αίτηση για την έγκριση αυτή συνδέεται με μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, οι απαιτήσεις στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος προσαρμόζονται προκειμένου να ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή αποφασίζει επί της αιτήσεως εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή εγκρίνει την αίτηση μόνον εφόσον βεβαιωθεί ότι τα συστήματα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για τον εντοπισμό, τον υπολογισμό, την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την αναφορά του κινδύνου είναι επαρκή, και ιδίως ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οποιαδήποτε απόφαση της Εποπτικής Αρχής να απορρίψει την αίτηση για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος συνοδεύεται από σχετική αιτιολόγηση, αναφέροντας τους λόγους απόρριψης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον έχει εγκρίνει τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, μπορεί, με απόφαση στην οποία να αναφέρονται οι λόγοι, να απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παρέχει σε αυτήν εκτίμηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας καθοριζόμενη σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας.

Άρθρο 88Ειδικές διατάξεις για την έγκριση μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων (άρθρο 113 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 30 και 31 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση μερικού εσωτερικού υποδείγματος, η έγκριση της Εποπτικής Αρχής δίδεται μόνον εάν το υπόδειγμα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 του παρόντος και εφόσον πληροί τις ακόλουθες συμπληρωματικές προϋποθέσεις: α) η επιχείρηση έχει δικαιολογήσει επαρκώς το λόγο για το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος, β) η προκύπτουσα Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αντικατοπτρίζει καταλληλότερα το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, και ιδίως ανταποκρίνεται στις αρχές που παρατίθενται στο Τμήμα 1 της παρούσας Ενότητας, γ) ο σχεδιασμός του μερικού εσωτερικού υποδείγματος είναι συνεπής προς τις αρχές που προβλέπονται στο Τμήμα 1 της παρούσας Ενότητας προκειμένου να επιτρέπει την πλήρη ενσωμάτωσή του στην τυποποιημένη μέθοδο της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης για τη χρήση μερικού εσωτερικού υποδείγματος το οποίο καλύπτει ορισμένες μόνο υποενότητες μιας συγκεκριμένης ενότητας κινδύνου ή ορισμένες από τις επιχειρηματικές μονάδες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με μια ορισμένη ενότητα κινδύνου ή μέρη και των δύο, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από την επιχείρηση να υποβάλει ένα ρεαλιστικό μεταβατικό σχέδιο για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του υποδείγματος. Στο μεταβατικό αυτό σχέδιο καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο η ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση προγραμματίζει να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος σε άλλες υποενότητες ή επιχειρηματικές μονάδες, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το υπόδειγμα καλύπτει ένα αρκούντως σημαντικό μέρος των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τη συγκεκριμένη αυτή ενότητα κινδύνου.

Άρθρο 89Πολιτική αλλαγής των πλήρων και μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων (άρθρο 115 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

30 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής έγκρισης εσωτερικού υποδείγματος, η Εποπτική Αρχή εγκρίνει την πολιτική για την αλλαγή του υποδείγματος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επιτρέπεται να τροποποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σύμφωνα με την πολιτική αυτή. Η πολιτική περιλαμβάνει τις προδιαγραφές των σημαντικών και των δευτερευουσών αλλαγών στο εσωτερικό υπόδειγμα. Οι σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα, καθώς και οι αλλαγές στην πολιτική αυτή, υπόκεινται πάντοτε σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 87 του παρόντος. Οι δευτερεύουσες αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση της Εποπτικής Αρχής μόνον εφόσον αναπτύσσονται σύμφωνα με την υποβληθείσα πολιτική.

Άρθρο 90Αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 116 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η αίτηση για την έγκριση του εσωτερικού υποδείγματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 87 του παρόντος, καθώς και η αίτηση για την έγκριση μεταγενέστερων σημαντικών αλλαγών στο εν λόγω υπόδειγμα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που υποβάλλονται προς την Εποπτική Αρχή φέρει την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου τους. Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει την ευθύνη για τη θεσμοθέτηση συστημάτων που διασφαλίζουν τη σωστή λειτουργία του εσωτερικού υποδείγματος σε συνεχή βάση.

Άρθρο 91Επιστροφή στην τυποποιημένη μέθοδο (άρθρο 117 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Αφού λάβουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 87 έγκριση, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν δύναται να επιστρέψουν στον υπολογισμό του συνόλου ή μέρους της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως αναφέρεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας, εκτός εάν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις και με την προϋπόθεση της προηγούμενης έγκρισης της Εποπτικής Αρχής.

Άρθρο 92Μη συμμόρφωση με το εσωτερικό υπόδειγμα (άρθρο 118 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εάν, αφού έχει ληφθεί έγκριση από την Εποπτική Αρχή για χρήση εσωτερικού υποδείγματος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παύσουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος, οι επιχειρήσεις πρέπει, αμελλητί, είτε να υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είτε να αποδεικνύουν ότι το αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης είναι ασήμαντο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν εφαρμόσουν το σχέδιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από τις επιχειρήσεις αυτές να επιστρέψουν στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας.

Άρθρο 93Σημαντικές αποκλίσεις από τις βασικές παραδοχές για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού (άρθρο 119 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας επειδή το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος υπολογισμού, η Εποπτική Αρχή δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή της, να απαιτεί από την εν λόγω επιχείρηση να χρησιμοποιήσει ένα εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή των συναφών ενοτήτων κινδύνου της τυποποιημένης προσέγγισης.

Άρθρο 94Δοκιμή χρήσης (άρθρο 120 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα χρησιμοποιείται από αυτές ευρέως και ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησής τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 30 έως 37 του παρόντος και ιδίως: α) στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 του παρόντος και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, β) στη διαδικασία εκτίμησης και κατανομής του οικονομικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 33 του παρόντος. Επιπλέον, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι η συχνότητα υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με τη χρήση του εσωτερικού υποδείγματος συμβαδίζει με τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα για τους άλλους σκοπούς που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συνεχούς καταλληλότητας του σχεδιασμού και της λειτουργίας του εσωτερικού υποδείγματος και ότι το εσωτερικό υπόδειγμα εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 95Πρότυπα στατιστικής ποιότητας (άρθρο 121 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το εσωτερικό υπόδειγμα, και ιδίως ο υπολογισμός της υποκείμενης προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής, πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 9 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής βασίζονται σε κατάλληλες, εφαρμόσιμες και συναφείς αναλογιστικές και στατιστικές μεθόδους, είναι συνεπείς με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και βασίζονται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες, καθώς και σε ρεαλιστικές παραδοχές. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να αιτιολογούν στην Εποπτική Αρχή τις παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό τους υπόδειγμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να είναι ακριβή, πλήρη και κατάλληλα. Προς τούτο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επικαιροποιούν τα σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Δεν υποδεικνύεται καμία συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής. Ανεξάρτητα από την επιλεγείσα από την επιχείρηση μέθοδο υπολογισμού, η ικανότητα του εσωτερικού υποδείγματος να ταξινομήσει τους κινδύνους πρέπει να είναι επαρκής για να εξασφαλίζει την ευρεία χρήση του και την απαίτηση να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στην κατανομή των κεφαλαίων και στο σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 94 του παρόντος. Το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Τα εσωτερικά υποδείγματα καλύπτουν τουλάχιστον τους κινδύνους που αναφέρονται στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όσον αφορά στα αποτελέσματα της διαφοροποίησης, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα τις υφιστάμενες εξαρτήσεις εντός των κατηγοριών κινδύνου, καθώς και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, υπό τον όρο ότι η Εποπτική Αρχή είναι ικανοποιημένη με το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων διαφοροποίησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, μόνον εφόσον ο πιστωτικός κίνδυνος και οι λοιποί κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στο εσωτερικό υπόδειγμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εκτιμούν στο εσωτερικό τους υπόδειγμα με ακρίβεια τους ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και συμβατικά δικαιώματα προαιρέσεως, όπου είναι ουσιώδη. Θα πρέπει να εκτιμούν επίσης τους κινδύνους που συνδέονται με τα δικαιώματα επιλογής τόσο του αντισυμβαλλομένου όσο και με τα συμβατικά δικαιώματα επιλογής για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Προς τον σκοπό αυτόν, λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές ενέργειες της διοίκησης που εύλογα αναμένονται σε ειδικές περιστάσεις, λαμβάνοντας υποχρεωτικά υπόψη τον αναγκαίο χρόνο για την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις πληρωμές προς τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους τις οποίες αναμένουν να πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες.

Άρθρο 96Πρότυπα βαθμονόμησης (άρθρο 122 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετική χρονική περίοδο ή μέτρο κινδύνου σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος για τους σκοπούς του εσωτερικού υποδείγματος, μόνον εφόσον τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις αυτές για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με τρόπο που να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και στους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με εκείνο που προβλέπεται στο άρθρο 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όπου είναι δυνατό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα των επιχειρήσεων αυτών, με τη χρήση του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο που αναφέρεται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση προσεγγίσεων στη διαδικασία υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, μόνον εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να αποδείξουν στην Εποπτική Αρχή ότι παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που αναφέρεται στο άρθρο 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σε κατάλληλα χαρτοφυλάκια αναφοράς χρησιμοποιώντας παραδοχές βασιζόμενες σε εξωτερικά παρά σε εσωτερικά δεδομένα, προκειμένου να ελεγχθεί η βαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος και να εξακριβωθεί εάν οι προδιαγραφές του είναι σύμφωνες με τις γενικά αποδεκτές πρακτικές της αγοράς.

Άρθρο 97Απόδοση κερδών και ζημιών (άρθρο 123 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τα αίτια και την προέλευση των κερδών και ζημιών για καθεμία από τις σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες. Επίσης, καταδεικνύουν με ποιο τρόπο η επιλεγείσα κατηγοριοποίηση των κινδύνων στο εσωτερικό υπόδειγμα εξηγεί τα αίτια και την προέλευση των κερδών και των ζημιών. Η κατηγοριοποίηση των κινδύνων και η απόδοση των κερδών και ζημιών στους κινδύνους πρέπει να αντικατοπτρίζουν το προφίλ κινδύνου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Άρθρο 98Πρότυπα επικύρωσης (άρθρο 124 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος περιλαμβάνει την παρακολούθηση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος, την επανεξέταση της συνεχούς καταλληλότητας των προδιαγραφών του και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του με τα εμπειρικά αποτελέσματα. Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει μια αποτελεσματική στατιστική μέθοδο για την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος, η οποία επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποδείξουν στην Εποπτική Αρχή ότι η προκύπτουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι κατάλληλες. Οι στατιστικές μέθοδοι που εφαρμόζονται χρησιμεύουν για να εξακριβωθεί η καταλληλότητα της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής σε σύγκριση τόσο με τις πραγματοποιηθείσες ζημίες, αλλά επίσης και με όλα τα σημαντικά νέα δεδομένα και τις σχετικές πληροφορίες. Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει ανάλυση της σταθερότητας του εσωτερικού υποδείγματος και ειδικότερα δοκιμή της ευαισθησίας των αποτελεσμάτων του εσωτερικού υποδείγματος σε μεταβολές ουσιαστικών βασικών παραδοχών. Περιλαμβάνει επίσης αξιολόγηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται από το εσωτερικό υπόδειγμα.

Άρθρο 99Πρότυπα τεκμηρίωσης (άρθρο 125 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν το σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού τους υποδείγματος. Η απαιτούμενη αυτή τεκμηρίωση πρέπει να: α) αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 94 έως 98 του παρόντος, β) παρέχει λεπτομερή περιγραφή της θεωρίας, των παραδοχών και της μαθηματικής και εμπειρικής βάσης στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα, γ) αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το εσωτερικό υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν επίσης όλες τις σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 89 του παρόντος.

Άρθρο 100Εξωτερικά υποδείγματα και δεδομένα (άρθρο 126 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η χρήση ενός υποδείγματος ή δεδομένων που έχουν ληφθεί από τρίτο μέρος, εκτός της επιχείρησης, δεν δικαιολογεί την απαλλαγή από οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις σχετικά με το εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ
Άρθρο 101Γενικές διατάξεις (άρθρο 128 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης.

Άρθρο 102Υπολογισμός της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης (άρθρο 129 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 32 και 33 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζεται επί τη βάσει των ακόλουθων αρχών: α) χρησιμοποιείται σαφής και απλή μέθοδος, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου του υπολογισμού, β) αντιστοιχεί σε ένα ποσό επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων, κάτω από το οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι και οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση θα εκτίθεντο σε μη αποδεκτό επίπεδο κινδύνου εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επιτρεπόταν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους, γ) η γραμμική συνάρτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος και η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης βαθμονομείται στην αξία σε κίνδυνο των βασικών ιδίων κεφαλαίων μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε επίπεδο εμπιστοσύνης 85% για περίοδο ενός έτους, δ) δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ποσό που αντιστοιχεί σε: δα) δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία καλύπτεται το σύνολο ή μέρος των κινδύνων ενός από τους κλάδους 10 έως 15 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, οπότε το ποσό αυτό πρέπει να είναι τουλάχιστον τρία εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες (3.700.000) ευρώ, δβ) τρία εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες (3.700.000) ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δγ) τρία εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες (3.600.000) ευρώ για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένων των εξαρτημένων αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οποίων η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση πρέπει να είναι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες (1.200.000) ευρώ, δδ) στο άθροισμα των ποσών που ορίζονται στις ως άνω υποπεριπτώσεις δα΄ και δβ΄ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζεται ως γραμμική συνάρτηση ενός συνόλου ή υποσυνόλου των εξής μεταβλητών: τεχνικών προβλέψεων, εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, κεφαλαίου σε κίνδυνο, αναβαλλόμενων φόρων και διοικητικών δαπανών της επιχείρησης. Οι ως άνω μεταβλητές μετρώνται μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη των ελάχιστων ποσών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση δεν μπορεί να είναι κατώτερη του είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) ούτε να υπερβαίνει το σαράντα πέντε επί τοις εκατό (45%) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα Τμήματα 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, περιλαμβάνει δε οποιαδήποτε πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 26 του παρόντος περί πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η Εποπτική Αρχή δύναται για περίοδο που λήγει το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2017, να απαιτεί από μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να εφαρμόζει τα ποσοστά που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο αποκλειστικά στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της επιχείρησης υπολογιζόμενη σύμφωνα με τα Τμήματα 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση σε τριμηνιαία τουλάχιστον βάση και αναφέρουν τα αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού στην Εποπτική Αρχή. Κατά τον υπολογισμό του προηγούμενου εδαφίου οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν απαιτείται να υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε τριμηνιαία βάση, για τους σκοπούς της εφαρμογής των ορίων της παραγράφου 3 του παρόντος. Εάν οποιοδήποτε από τα όρια που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος καθορίζει την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση μιας επιχείρησης, αυτή παρέχει στην εποπτική αρχή πληροφορίες που επιτρέπουν την πλήρη κατανόηση των σχετικών λόγων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή αναρτά ετησίως στην ιστοσελίδα της συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για το επίπεδο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και τη χρήση του ανώτατου και του κατώτατου ορίου που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος, καθώς και οποιαδήποτε προβλήματα ενδεχομένως αντιμετωπίζει κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 103Μεταβατικές ρυθμίσεις για τη συμμόρφωση με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις (άρθρο 131 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

34 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στα άρθρα 110 και 114, εφόσον ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συμμορφώνεται μεν κατά την 31 Δεκεμβρίου 2015 με το Απαιτούμενο Περιθώριο Φερεγγυότητας που προβλέπεται στα άρθρα 17α,17β, 17γ και 98 του ν.δ.400/1970, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν διαθέτει επαρκή επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για να καλύψει την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, η επιχείρηση αυτή οφείλει να έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 101 του παρόντος το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2016. Εάν η επιχείρηση δεν έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 101 του παρόντος εντός της περιόδου που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, ανακαλείται αυτοδικαίως και οριστικά η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης και τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ του Τετάρτου Μέρους του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Άρθρο 104Η αρχή του συνετού επενδυτή (άρθρο 132 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Oι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με την αρχή του συνετού επενδυτή, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αναφορικά με το σύνολο του χαρτοφυλακίου των περιουσιακών τους στοιχείων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν μόνο σε περιουσιακά στοιχεία και τίτλους, τους κινδύνους των οποίων είναι δυνατόν επαρκώς να εντοπίζουν, μετρούν, παρακολουθούν, διαχειρίζονται, ελέγχουν και αναφέρουν, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα υπόψη στην αξιολόγηση των συνολικών αναγκών φερεγγυότητάς τους σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του παρόντος. Όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ιδίως δε εκείνα που καλύπτουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, επενδύονται με τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, την ποιότητα, την ρευστότητα και την κερδοφορία χαρτοφυλακίου ως συνόλου. Επιπλέον, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία επενδύονται σε τόπο και με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται διαρκώς η διαθεσιμότητά τους. Τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων επενδύονται επιπλέον των ανωτέρω αρχών και με τρόπο κατάλληλο προς τη φύση και την οικονομική μέση διάρκεια (duration) των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Τα στοιχεία αυτά επενδύονται με γνώμονα το συμφέρον όλων των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, λαμβανομένου υπόψη κάθε γνωστοποιημένου σκοπού της ασφαλιστικής σύμβασης. Σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών τους στοιχείων, διασφαλίζουν ότι οι επενδύσεις πραγματοποιούνται προς το καλύτερο συμφέρον των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για αντίκρισμα ασφαλιστικών συμβάσεων ζωής, όπου ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλομένους, εφαρμόζονται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Όταν οι παροχές που προβλέπονται από μία σύμβαση συνδέονται άμεσα με την αξία μεριδίων σε κάποιον OΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο ν. 4099/2012 (Α΄ 250) ή στην Οδηγία 2009/65/ΕΚ ή με την αξία περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε κάποιο εσωτερικό κεφάλαιο που τηρείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνήθως διηρημένο σε μερίδια, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικρίζονται κατά το μέγιστο δυνατόν από τα μερίδια αυτά ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθοριστεί μερίδια, από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Όταν οι παροχές που προβλέπονται από κάποια σύμβαση συνδέονται άμεσα με δείκτη μετοχών ή κάποια άλλη αξία αναφοράς εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικρίζονται από τα μερίδια που προορίζονται να αντιπροσωπεύουν την αξία αναφοράς ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθορισθεί μερίδια, από περιουσιακά στοιχεία κατάλληλης εξασφάλισης και εμπορευσιμότητας που αντιστοιχούν κατά το μέγιστο δυνατόν με εκείνα στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη αξία αναφοράς. Όταν οι παροχές που αναφέρονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο περιλαμβάνουν εγγύηση επενδυτικής απόδοσης ή κάποια άλλη εγγυημένη παροχή, τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αντίστοιχων πρόσθετων τεχνικών προβλέψεων υπόκεινται στην παράγραφο 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος, για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από την προηγούμενη παράγραφο 3, εφαρμόζονται το δεύτερο έως και το πέμπτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Η χρήση παράγωγων μέσων είναι δυνατή εφόσον τα μέσα αυτά συμβάλλουν στο μετριασμό των κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου. Οι επενδύσεις και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν είναι αποδεκτά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματοοικονομική αγορά διατηρούνται σε συνετά επίπεδα. Τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται κατάλληλα με τρόπο ώστε να αποφεύγεται υπερβολική εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, εκδότη ή ομάδα επιχειρήσεων ή γεωγραφική περιοχή, καθώς και η υπερβολική συσσώρευση κινδύνων στο σύνολο του χαρτοφυλακίου. Οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο δεν πρέπει να εκθέτουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε υπερβολική συγκέντρωση κινδύνου.

Άρθρο 105Ελευθερία επένδυσης (άρθρο 133 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν τα διαθέσιμά τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο χωρίς άλλο περιορισμό, οι δε επενδυτικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση ή συστηματική κοινοποίηση στην Εποπτική Αρχή ή σε άλλη δημόσια αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περιπτώσεις στις οποίες φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενοι που είναι φυσικά πρόσωπα, τότε οι ασφαλίσεις συνδέονται αποκλειστικά με χρηματοπιστωτικά μέσα ή δείκτες αναφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 65 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250). Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου όταν οι ασφαλίσεις συνδέονται με εσωτερικά κεφάλαια που τηρούνται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι περιπτώσεις α΄ ως η΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250) όσον αφορά στον κανονισμό τους, οι παράγραφοι 1, 3 και 4 του άρθρου 6 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), οι περιπτώσεις α΄ και γ΄ της παραγράφου 1 και η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), τα άρθρα 8, 11, 37, 38 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), η παράγραφος 1, οι περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 και η παρ. 3 του άρθρου 75 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), και η παρ. 2 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250) εφαρμόζονται αναλόγως. Οι προβλεπόμενες στα αναφερόμενα στην παρούσα παράγραφο άρθρα του ν. 4099/2012 (Α΄ 250) κοινοποιήσεις, ενημερώσεις, υποβολές, άδειες, αποφάσεις και εποπτικές εξουσίες αφορούν στην Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων καταχωρούνται υποχρεωτικά και φυλάσσονται με κοινή ευθύνη της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και του θεματοφύλακα στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.), που προβλέπεται από τα άρθρα 39 επ. του ν. 2396/1996 (Α΄ 73), όπως ισχύουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η φύλαξη όλων των κινητών αξιών, ρευστών διαθεσίμων και λοιπών μέσων χρηματαγοράς που διαθέτουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους θεματοφύλακες που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος και ασκούν δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται για την ταμειακή παρακολούθηση και διαχείριση των κινήσεων των επενδύσεων του προηγούμενου εδαφίου σύμφωνα με τις οδηγίες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, οι δε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να παρακολουθούν την ορθή εκτέλεση των οδηγιών τους από τον θεματοφύλακα. Ο θεματοφύλακας δύναται να αναθέτει τη φύλαξη του συνόλου ή μέρους των επενδύσεων του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σε τρίτα πρόσωπα που είναι πιστωτικά ιδρύματα ή οργανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες θεματοφυλακής και εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος και υπόκεινται σε κανόνες εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα. Ο θεματοφύλακας και το τρίτο πρόσωπο φέρουν ευθύνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έναντι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Τα στοιχεία του θεματοφύλακα και των τρίτων προσώπων γνωστοποιούνται στην Εποπτική Αρχή, παρέχουν δε σε αυτήν κάθε αναγκαίο στοιχείο για την άσκηση του εποπτικού της έργου και συνεργάζονται για την εφαρμογή των διατάξεων περί εντοπισμού, δέσμευσης, κατάσχεσης και άρσης απορρήτου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι οργανωτικές προϋποθέσεις, η τακτική και έκτακτη πληροφόρηση, προσυμβατική ή και μεταγενέστερη της ασφάλισης, προς τους ασφαλισμένους και την Εποπτική Αρχή, και εξειδικεύονται οι διαδικασίες και προϋποθέσεις για τροποποιήσεις κανονισμών και λύσεις, διασπάσεις και συγχωνεύσεις εσωτερικών μεταβλητών κεφαλαίων, καθώς και οι αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του θεματοφύλακα.

Άρθρο 106Εντοπιότητα και απαγόρευση ενεχυρίασης περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 134 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 35 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, αναφορικά με τους ασφαλιστικούς κινδύνους που βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύναται να διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ανακτήσιμα ποσά και απαιτήσεις από αντασφαλιστικές συμβάσεις έναντι επιχειρήσεων που δεν έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τον παρόντα νόμο ή την Οδηγία 2009/138/ΕΚ ή που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα το καθεστώς φερεγγυότητας της οποίας δεν έχει εξεταστεί ή δεν θεωρείται ισοδύναμο, σύμφωνα με το άρθρο 141 του παρόντος, θεωρούνται ότι έχουν μηδενική αξία, εκτός των περιπτώσεων που οι επιχειρήσεις έναντι των οποίων υφίστανται οι απαιτήσεις διαθέτουν υψηλή πιστοληπτική ικανότητα ή έχουν δοθεί κατάλληλες εγγυήσεις ή δεσμεύσεις ή τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα ανωτέρω ανακτήσιμα ποσά και τις απαιτήσεις βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το είδος και το ύψος των εγγυήσεων ή δεσμεύσεων και οι ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, αναφορικά με επενδύσεις σε συσκευασμένα ή λοιπά δομημένα επενδυτικά προϊόντα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ Ή ΣΕ ΑΣΥΝΗΘΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Άρθρο 107Επισήμανση και γνωστοποίηση από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης (άρθρο 136 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου να εντοπίζουν την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης και να ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή σε περίπτωση που συμβαίνει τέτοια επιδείνωση.

Άρθρο 108Μη συμμόρφωση με τις τεχνικές προβλέψεις (άρθρο 137 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Αν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις περί τεχνικών προβλέψεων της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού, αφού γνωστοποιήσει προηγουμένως αμελλητί την πρόθεσή της αυτή στις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής στην περίπτωση επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος − μέλος, προσδιορίζοντας ταυτοχρόνως τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.

Άρθρο 109Μη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (άρθρο 138 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 36 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούν ή υπάρχει κίνδυνος να μην πληρούν εντός του προσεχούς τριμήνου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εντός δύο μηνών από τη διαπίστωση της ως άνω μη συμμόρφωσής της, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει προς έγκριση στην Εποπτική Αρχή ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, το οποίο προσδιορίζει και περιέχει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε η επιχείρηση να επιτυγχάνει την αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της επιχείρησης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τροποποιήσεις επί του ανωτέρω υποβληθέντος σχεδίου, χορηγεί δε έγκριση επ’ αυτού, μόνο εφόσον πείθεται ότι το σχέδιο πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος και ότι αυτές υλοποιούνται εντός εξαμήνου από τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης της παραγράφου 2 του παρόντος, Παράταση του εξαμήνου κατά τρεις επιπλέον μήνες χορηγείται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, εφόσον κρίνει ότι είναι απαραίτητο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή διαπιστώσει ότι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων, είναι πιθανόν να μην είναι σε θέση να εφαρμόσουν κάποιο από τα μέτρα της παραγράφου 2 εντός των χρονικών ορίων της παραγράφου 3 του παρόντος, δύναται να υποβάλει αίτημα στην ΕΑΑΕΣ, ώστε η ΕΑΑΕΣ να διαπιστώσει την ύπαρξη, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, έκτακτων δυσμενών καταστάσεων. Η ΕΑΑΕΣ διαπιστώνει, επί τη βάσει είτε του αιτήματος του προηγουμένου εδαφίου είτε του άρθρου 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, την ύπαρξη έκτακτων δυσμενών καταστάσεων που επηρεάζουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αποτελούν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της, δύναται να παρατείνει, αναφορικά με τις πληττόμενες επιχειρήσεις, την περίοδο που καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος με επιπλέον κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα επτά (7) έτη, αφού λάβει υπόψη της όλους τους σχετικούς παράγοντες, τη μέση οικονομική διάρκεια (duration) των τεχνικών προβλέψεων συμπεριλαμβανομένης. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ και παρέχει κάθε αναγκαία πληροφορία ώστε η ΕΑΑΕΣ να μπορεί να αξιολογεί σε τακτική βάση κατά πόσο οι καταστάσεις της παρούσας παραγράφου εξακολουθούν να υφίστανται ή έχουν πάψει να υφίστανται. Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που εμπίπτει στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος, υποβάλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στην Εποπτική Αρχή, στην οποία προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου για τη διασφάλιση της συμμόρφωσής της προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας. Η απόφαση περί παράτασης της προθεσμίας, που η Εποπτική Αρχή έχει λάβει δυνάμει της παρούσας παραγράφου, ανακαλείται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, σε περίπτωση που κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, η επιχείρηση δεν αποδεικνύει στην ως άνω τακτική έκθεση προόδου της ότι έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας μέχρι την ημερομηνία υποβολής της έκθεσης προόδου. Έκτακτες δυσμενείς καταστάσεις υφίστανται όταν η χρηματοοικονομική κατάσταση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων επηρεάζονται σημαντικά ή δυσμενώς από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις: α) απρόβλεπτη, μεγάλη και απότομη πτώση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, β) ύπαρξη παρατεταμένου περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων, γ) καταστροφικό συμβάν με σοβαρό αντίκτυπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε έκτακτες περιπτώσεις που η Εποπτική Αρχή πιθανολογεί περαιτέρω επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης δύναται να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, ενδεικτικά να λαμβάνει τα μέτρα εξυγίανσης του παρόντος νόμου, καθώς και με απόφασή της να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών − μελών υποδοχής για κάθε ληφθέν μέτρο, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο χρόνος υποβολής και ενδεικτικό περιεχόμενο της έκθεσης προόδου, το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου οικονομικής ανάκαμψης της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 110Μη συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (άρθρο 139 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 37 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούν ή κινδυνεύουν εντός του προσεχούς τριμήνου να μην πληρούν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εντός μηνός από τη διαπίστωση της ως άνω μη συμμόρφωσής της, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει προς έγκριση στην Εποπτική Αρχή, ρεαλιστικό πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, προκειμένου να αποκαταστήσει, εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης, τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια τουλάχιστον στο επίπεδο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλιστεί συμμόρφωση της προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή δύναται να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, καθώς και με απόφασή της να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος − μέλος, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών − μελών υποδοχής για κάθε ληφθέν μέτρο, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο του προγράμματος βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης.

Άρθρο 111Απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων του ενεργητικού που βρίσκονται στο έδαφος της Ελλάδας

(άρθρο 140 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 37 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Η απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού των επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 108 έως 110 και της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του παρόντος, σημειώνεται κατά περίπτωση στα οικεία βιβλία μεταγραφών ή υποθηκών ή στα βιβλία του πιστωτικού ιδρύματος, όπου υπάρχει σχετική κατάθεση, ύστερα από αίτηση της Εποπτικής Αρχής. Η ως άνω απαγόρευση αίρεται μερικά ή ολικά με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται και οι όροι της άρσης. Τόσο η απαγόρευση όσο και η άρση αυτής κοινοποιούνται στις εποπτικές αρχές των ενδιαφερομένων κρατών−μελών. Η Εποπτική Αρχή υποχρεούται να συνδράμει στην εκτέλεση απόφασης της αρμόδιας αρχής του κράτους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης επιβάλλοντας απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης που βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, η οποία έχει ληφθεί δυνάμει των άρθρων 137 έως 139 και της παραγράφου 2 του άρθρου 144 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, κατόπιν αίτησης της αρμόδιας αρχής του κράτους καταγωγής, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού, των οποίων η ελεύθερη διάθεση θα πρέπει να απαγορευτεί.

Άρθρο 112Εποπτικές εξουσίες σε περίπτωση επιδείνωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών (άρθρο 141 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κατά παρέκκλιση των άρθρων 109 και 110 του παρόντος, εάν η κατάσταση φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εξακολουθήσει να επιδεινώνεται, η Εποπτική Αρχή λαμβάνει κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων της επιχείρησης ως κάθε άλλου δικαιούχου απαιτήσεων από ασφάλιση σε περίπτωση ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ή των υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις αντασφάλισης, όπως ενδεικτικά να λαμβάνει τα μέτρα εξυγίανσης του παρόντος νόμου, να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί. Τα ανωτέρω μέτρα που λαμβάνονται από την Εποπτική Αρχή πρέπει να είναι επαρκή και ανάλογα με το μέγεθος και τη διάρκεια της επιδείνωσης της κατάστασης φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 113Σχέδιο ανάκαμψης και πρόγραμμα χρηματοδότησης (άρθρο 142 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109 του παρόντος και το πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 110 του παρόντος, περιλαμβάνουν τουλάχιστον κατάλληλα στοιχεία ή τεκμήρια που αφορούν τα εξής: α) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες, β) τις προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης, γ) την πρόβλεψη ισολογισμών, τουλάχιστον τριών (3) ετών, δ) τις προβλέψεις σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, καθώς και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, ε) τη συνολική πολιτική αντασφάλισης της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις επιχειρήσεις που έχει απαιτηθεί να υποβάλουν πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης ή πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, η Εποπτική Αρχή δεν εκδίδει πιστοποιήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 118 του παρόντος προκειμένου αυτές να δραστηριοποιηθούν σε άλλο κράτος − μέλος, μέσω υποκαταστήματος ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, για όσο χρονικό διάστημα η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή οι συμβατικές ασφαλιστικές υποχρεώσεις της αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν είναι διασφαλισμένα ή να αναλάβουν σχετικό χαρτοφυλάκιο. Στην περίπτωση που ήδη δραστηριοποιούνται σε άλλο κράτος − μέλος με υποκατάστημα ή ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η Εποπτική Αρχή δύναται να παύει τη δραστηριοποίηση αυτή μέχρι την ολοκλήρωση των προγραμμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος οικονομικής ανάκαμψης ή του προγράμματος βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, όπως ενδεικτικά αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών, αποτελέσματα ανά κλάδο ασφάλισης ή κατηγορία δραστηριοτήτων, αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών.

Άρθρο 114Ανάκληση της άδειας (άρθρο 144 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εάν η επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δωδεκαμήνου από τη χορήγησή της, παραιτηθεί ρητά από αυτήν ή παύσει να ασκεί τις δραστηριότητές της για περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου, εκτός και εάν η απόφαση αδειοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 του παρόντος προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις αυτές, λήγει αυτοδικαίως η ισχύς της άδειας, β) η επιχείρηση δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης άδειας, γ) η επιχείρηση παραβιάζει σοβαρά τις κάθε είδους υποχρεώσεις που υπέχει κατ’ εφαρμογήν της ισχύουσας ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή αυτών, περιλαμβανομένης της περίπτωσης καταδίκης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του παρόντος, ή αν απειλούνται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, ή εφόσον αρνείται ή αδικαιολογήτως καθυστερεί την καταβολή του επιδικασθέντος ασφαλίσματος βάσει τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως. Η Εποπτική Αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί αντασφάλιση κλάδου για τον οποίον δεν διαθέτει άδεια άσκησης πρωτασφάλισης. Η Εποπτική Αρχή ανακαλεί υποχρεωτικά την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αν η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και η Εποπτική Αρχή κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση ανάκλησης ή λήξης της ισχύος της άδειας, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών − μελών, οι οποίες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναλάβει νέες εργασίες στο έδαφός τους. Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει, σε συνεργασία με αυτές τις αρχές, κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και περιορίζει ιδίως την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 111 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε απόφαση ανάκλησης της άδειας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να γνωστοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Αυτό ισχύει και στις περιπτώσεις που η ανάκληση γίνεται για λόγους που στηρίζονται αποκλειστικά στη νομοθεσία σχετικά με ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμούς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ανακαλείται αυτοδίκαια η άδεια σύστασης και επέρχεται η λύση της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική ανώνυμη εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε άλλου είδους εμπορική ανώνυμη εταιρεία μετά από απόφαση της Εποπτικής Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αν έχουν λήξει όλα τα ασφαλιστήριά της και δεν υπάρχουν εκκρεμείς δίκες και απαιτήσεις κατ’ αυτής με αντικείμενο ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές παροχές ή έχει εγκριθεί μεταβίβαση του συνόλου του χαρτοφυλακίου της σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτήν δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝΕΝΟΤΗΤΑ 1ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Άρθρο 115Όροι ίδρυσης υποκαταστήματος (άρθρα 145 και 146 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος − μέλος ενημερώνει για την πρόθεσή της αυτή την Εποπτική Αρχή, υποβάλλοντας τις ακόλουθες πληροφορίες και έγγραφα: α) την ονομασία του κράτους − μέλους, στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα, β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος, γ) το όνομα του προσώπου το οποίο εξουσιοδοτείται να τη δεσμεύει έναντι τρίτων και να την αντιπροσωπεύει έναντι των αρχών, δικαστικώς και εξωδίκως (εφεξής καλούμενο «νόμιμος αντιπρόσωπος»), δ) διεύθυνση αντικλήτου στο κράτος − μέλος υποδοχής, από την οποία λαμβάνονται και στην οποία παραδίδονται έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων όλων των κοινοποιήσεων που απευθύνονται στο νόμιμο αντιπρόσωπο, ε) σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει στο κράτος − μέλος υποδοχής τον κλάδο 10 «Ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα», εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα, τη δήλωση εγγραφής της στο αντίστοιχο γραφείο διεθνούς ασφάλισης και στο εθνικό ταμείο εγγυήσεων του κράτους − μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κάθε τροποποίηση των πληροφοριών που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ ή δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, γνωστοποιείται εγγράφως και με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες στην Εποπτική Αρχή και στην εποπτική αρχή του κράτους − μέλους του υποκαταστήματος τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή, ώστε οι εποπτικές αρχές να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις εποπτείας του άρθρου 116 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος − μέλος μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, εφόσον η εποπτική αρχή καταγωγής της κοινοποιήσει στην Εποπτική Αρχή τις ακόλουθες πληροφορίες και έγγραφα: α) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος, β) πληρεξούσιο διορισμού του νομίμου αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 261 του παρόντος, ο οποίος πρέπει να έχει επαρκή εξουσία για να δεσμεύει, έναντι τρίτων, την ασφαλιστική επιχείρηση και στην περίπτωση των Lloyd’s, τους ενδιαφερόμενους ασφαλιστές και να την ή τους αντιπροσωπεύει ενώπιον των ελληνικών αρχών και των δικαστηρίων. Εάν ο νόμιμος αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο πρέπει να ορίσει φυσικό πρόσωπο για την εκπροσώπησή του. Όσον αφορά στην περίπτωση των Lloyd’s, σε περίπτωση ενδεχόμενων διαφορών οι οποίες σχετίζονται με αναληφθείσες υποχρεώσεις, δεν πρέπει να προκύπτουν για τους ασφαλισμένους δυσχέρειες μεγαλύτερες από εκείνες που ήταν ενδεχόμενο να προκύψουν εάν οι διαφορές αυτές αφορούσαν συνήθεις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, γ) διεύθυνση στην Ελλάδα, στην οποία θα ζητούνται και θα παραδίδονται έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των κοινοποιήσεων που θα απευθύνονται στο νόμιμο αντιπρόσωπο, δ) σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει στην Ελλάδα τον κλάδο 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα», εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα, τη δήλωση εγγραφής της στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και το Επικουρικό Κεφάλαιο, ε) την πιστοποίηση ότι η ασφαλιστική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 100 και 129 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε τροποποίηση των υποβληθεισών πληροφοριών, υπό στοιχεία α΄, β΄ ή γ΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου γνωστοποιείται εγγράφως στην Εποπτική Αρχή και στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή, ώστε οι εποπτικές αρχές να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις εποπτείας του άρθρου 116 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην εποπτική αρχή του κράτους − μέλους καταγωγής τις διατάξεις δημοσίου συμφέροντος κατά το ελληνικό δίκαιο, εφόσον είναι αναγκαίο. Η ανωτέρω κοινοποίηση γίνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας διμήνου από την παραλαβή των πληροφοριών της παραγράφου 3 του παρόντος. Το υποκατάστημα αρχίζει τις εργασίες μετά τη λήψη από την εποπτική αρχή καταγωγής των πληροφοριών του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου και σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο υποκαταστημάτων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους ασκούμενους από κάθε ευρωπαϊκή επιχείρηση ασφαλιστικούς κινδύνους ή κλάδους ή τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

Άρθρο 116Γνωστοποίηση πληροφοριών (άρθρο 146 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή αποστέλλει, εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών της παραγράφου 1 του άρθρου 115 του παρόντος, τις πληροφορίες αυτές στις εποπτικές αρχές του κράτους − μέλους υποδοχής ενημερώνοντας παράλληλα την αιτούσα επιχείρηση, εκτός εάν, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις σχεδιαζόμενες εργασίες, η Εποπτική Αρχή έχει λόγους να αμφισβητεί την επάρκεια του συστήματος διακυβέρνησης ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης ή την εκπλήρωση της κατ’ άρθρο 31 του παρόντος υποχρέωσης καταλληλότητας και αξιοπιστίας του νόμιμου αντιπροσώπου. Πέραν των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, η Εποπτική Αρχή πιστοποιεί στις αρμόδιες αρχές υποδοχής ότι η ασφαλιστική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 76 και 102 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην ασφαλιστική επιχείρηση, εντός της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, τυχόν απόφασή της να μην αποστείλει τις σχετικές πληροφορίες της παραγράφου 1 στις αρμόδιες αρχές υποδοχής. Η απόφαση θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης υπόκειται στον έλεγχο ακύρωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας και αποτελεί αντικείμενο άσκησης ενδίκων μέσων στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην ασφαλιστική επιχείρηση, τυχόν διατάξεις δημοσίου συμφέροντος του κράτους υποδοχής του υποκαταστήματος, εφόσον αυτές της γνωστοποιηθούν από την αρμόδια εποπτική αρχή του υποκαταστήματος, εντός αποκλειστικής προθεσμία διμήνου από την παραλαβή των πληροφοριών της παραγράφου 1 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ιδρύσει το υποκατάστημα και να αρχίσει τις εργασίες από την ημερομηνία που η Εποπτική Αρχή έλαβε την πληροφόρηση της παραγράφου 3 του παρόντος ή σε περίπτωση μη λήψης πληροφόρησης κατά τη λήξη της δίμηνης περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΠΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΤΜΗΜΑ 1ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 117Πρότερη κοινοποίηση στο κράτος − μέλος καταγωγής (άρθρο 147 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η άσκηση στην Ελλάδα ασφαλίσεων με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος − μέλος προϋποθέτει την κοινοποίηση στην Εποπτική Αρχή: α) Από την εποπτική αρχή του κράτους − μέλους καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης της επωνυμίας της επιχείρησης και της διεύθυνσης της έδρας της, καθώς και των ακόλουθων δικαιολογητικών και πληροφοριών: αα) βεβαίωση, στην οποία πιστοποιείται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 100 και 129 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, αβ) τους ασφαλιστικούς κλάδους, στους οποίους η ασφαλιστική επιχείρηση έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες, αγ) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει στην Ελλάδα, β) Από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση σε περίπτωση άσκησης του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, βα) πληρεξούσιο διορισμού του ειδικού αντιπροσώπου του άρθρου 120 του παρόντος, ββ) δήλωση εγγραφής της ασφαλιστικής επιχείρησης στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και το Επικουρικό Κεφάλαιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται από την εποπτική αρχή καταγωγής της σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της ως άνω παραγράφου 1 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ασφαλιστικών. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους ασκούμενους από κάθε ευρωπαϊκή επιχείρηση ασφαλιστικούς κινδύνους ή κλάδους. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Επιπλέον, και εφόσον είναι αναγκαίο, η Εποπτική Αρχή μπορεί να γνωστοποιεί εγγράφως στην ασφαλιστική επιχείρηση τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες για λόγους δημοσίου συμφέροντος πρέπει να ασκεί τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα.

Άρθρο 118Κοινοποίηση στην Εποπτική Αρχή και σε κράτος − μέλος υποδοχής (άρθρο 148 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σε ένα ή περισσότερα κράτη − μέλη, κοινοποιεί προηγουμένως στην Εποπτική Αρχή την πρόθεσή της αυτή, δηλώνοντας τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύπτει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εντός μηνός από την προβλεπόμενη στην προηγούμενη παράγραφο κοινοποίηση, η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί σε όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές υποδοχής τα ακόλουθα: α) βεβαίωση, στην οποία πιστοποιείται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 76 και 102 του παρόντος, β) τους ασφαλιστικούς κλάδους, στους οποίους η ασφαλιστική επιχείρηση έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες, γ) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει στο κράτος − μέλος παροχής. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει αμελλητί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση σχετικά με την προαναφερόμενη κοινοποίηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται από την Εποπτική Αρχή σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται από την ως άνω παράγραφο 2.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην επιχείρηση, εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 του παρόντος, τυχόν απόφασή της να μην αποστείλει τις σχετικές πληροφορίες της παραγράφου 2 του παρόντος στις αρμόδιες αρχές υποδοχής. Η απόφαση θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης υπόκειται στον έλεγχο ακύρωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας και αποτελεί αντικείμενο άσκησης ενδίκων μέσων στην Ελλάδα.

Άρθρο 119Τροποποίηση της φύσης των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (άρθρο 149 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

38 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Κάθε τροποποίηση που η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να επιφέρει στα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 117 του παρόντος υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 117 και 118 του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 2ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΧΕΡΣΑΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ
Άρθρο 120Υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, ισότιμη μεταχείριση αιτούντων αποζημίωση και αντιπρόσωπος (άρθρα 150, 151 και 152 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία μέσω εγκατάστασής της σε άλλο κράτος − μέλος, καλύπτει υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, στην Ελλάδα, η εν λόγω επιχείρηση οφείλει να εγγραφεί στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και στο Επικουρικό Κεφάλαιο και να καταβάλει τις προβλεπόμενες από τον κ.ν. 489/1976 (Α΄ 331) εισφορές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ως άνω εισφορές καταβάλλονται αποκλειστικά και μόνο για τους κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, που καλύπτονται μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι εισφορές δε αυτές υπολογίζονται υποχρεωτικά επί της ίδιας βάσης, για τις επιχειρήσεις που καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους μέσω εγκατάστασης στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί στην Ελλάδα μέσω ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τον κλάδο 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» οφείλει να τηρεί τις διατάξεις του κ.ν. 489/1976 (Α΄ 331) και τις εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικές πράξεις που σχετίζονται με την προστασία του αιτούντος αποζημίωση συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που συνέβη στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τους ως άνω αναφερόμενους σκοπούς, η επιχείρηση που καλύπτει κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα υποχρεούται να διορίζει ειδικό αντιπρόσωπο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα, ο οποίος θα συλλέγει τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις από τα ασφαλιστήρια που καλύπτουν τους οικείους κινδύνους και θα διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να αντιπροσωπεύει την επιχείρηση έναντι των προσώπων που υπέστησαν ζημίες και θα μπορούσαν να προβάλουν αξίωση αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της ικανοποίησης των αξιώσεων αυτών, καθώς και ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών σχετικά με τις αξιώσεις αυτές ή εφόσον απαιτείται να φροντίσει για την εν λόγω αντιπροσώπευση. Ο ειδικός αντιπρόσωπος εκπροσωπεί στην Ελλάδα την ασφαλιστική επιχείρηση ενώπιον της Εποπτικής Αρχής και λοιπών αρχών σχετικά με τον έλεγχο της ύπαρξης και της ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που καλύπτει την αστική ευθύνη του αυτοκινήτου. Ο ορισμός ειδικού αντιπροσώπου δεν αποτελεί διορισμό νομίμου αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 261 του παρόντος, ούτε αποτελεί ίδρυση υποκαταστήματος κατά την έννοια του άρθρου 115 του παρόντος ή εγκατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά την έννοια της παραγράφου 11 του άρθρου 3 του παρόντος. 6. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει διορίσει ειδικό αντιπρόσωπο, τότε ο αντιπρόσωπος στην Ελλάδα για το διακανονισμό ζημιών που έχει ορίσει η επιχείρηση, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Οδηγίας 2000/26/ΕΚ, όπως έχει ενσωματωθεί με το άρθρο 4 του π.δ.10/2003 (Α΄ 7), ασκεί τα καθήκοντα και έχει τις υποχρεώσεις του ειδικού αντιπροσώπου ως ανωτέρω. 7. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα κριτήρια αξιοπιστίας και καταλληλότητας που θα πρέπει να πληρούν σε συνεχή βάση τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΩΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΥΠΟΔΟΧΗΣ
ΤΜΗΜΑ 1ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 121Γλώσσα (άρθρο 153 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Για τη γλώσσα υποβολής των εγγράφων από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Εποπτική Αρχή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 262 του παρόντος.

Άρθρο 122Προηγούμενη κοινοποίηση και προηγούμενη έγκριση (άρθρο 154 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, ή στην περίπτωση της ασφάλισης ζωής, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων και τυχόν άλλων υποδειγμάτων και εγγράφων που η επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιεί στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους, δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε καμία διοικητική αρχή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος: α) Στοιχεία επί των τιμολογίων και των αυξήσεων επ’ αυτών μπορούν να κοινοποιούνται αποκλειστικά στην Εποπτική Αρχή, κατόπιν απόφασής της, που εκδίδεται επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει ρητά ότι η κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο γενικού ελέγχου τιμών. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι λοιπές αρμόδιες διοικητικές αρχές, που μπορούν να λαμβάνουν τη σχετική πληροφορία στο πλαίσιο τυχόν αρμοδιότητάς τους επί του γενικού ελέγχου τιμών και εξειδικεύονται η μορφή, ο χρόνος παροχής και εν γένει κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή της ως άνω πληροφορίας και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Διάταξη που επιβάλλει ή κατ’ αποτέλεσμα καθιερώνει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. β) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που προτίθενται να ασκήσουν ασφάλιση στην Ελλάδα την υποχρέωση να κοινοποιούν σε αυτήν, σε μη συστηματική βάση, τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή των άλλων εγγράφων που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν. Η τήρηση της ως άνω υποχρέωσης δεν συνιστά για την ασφαλιστική επιχείρηση απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητάς της.

Άρθρο 123Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν τηρούν την κείμενη νομοθεσία (άρθρο 155 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 39 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και δεν τηρεί την κείμενη νομοθεσία υποχρεούται να συμμορφωθεί άμεσα σε σχετική υπόδειξη της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής της επιχείρησης, η οποία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή καταγωγής λαμβάνει αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα για ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα και ασκεί ασφαλίσεις σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε με υποκατάστημα είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή υποδοχής ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται στην κείμενη στο κράτος αυτό νομοθεσία. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την απαγόρευση ανάληψης νέων εργασιών στην Ελλάδα ή σε ένα ή περισσότερα κράτη που η επιχείρηση ασκεί ασφαλίσεις. Μετά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή υποδοχής. Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δεν λάβει μέτρα ή λάβει αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη στο κράτος αυτό νομοθεσία και η εποπτική αρχή του εν λόγω κράτους − μέλους λάβει κατάλληλα μέτρα δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 155 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, τα μέτρα αυτά έχουν αποτέλεσμα και στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν τα μέτρα του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου δεν ελήφθησαν από την αρμόδια αρχή καταγωγής ή ελήφθησαν μεν αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία, η Εποπτική Αρχή μπορεί, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την επιβολή κυρώσεων για νέες παραβατικές πράξεις και παραλείψεις της επιχείρησης και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύσει στην επιχείρηση την άσκηση νέων ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος η Εποπτική Αρχή μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή για αντικείμενες στην κείμενη νομοθεσία πράξεις ή παραλείψεις ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που διενεργούνται σε ελληνικό έδαφος. Στα μέτρα περιλαμβάνεται και η δυνατότητα της Εποπτικής Αρχής να απαγορεύσει στην επιχείρηση την άσκηση νέων ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα και να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση η οποία προβαίνει σε άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε άλλο κράτος − μέλος παρά την άρνηση της Εποπτικής Αρχής για γνωστοποίηση ή κοινοποίηση πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 118 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι παράγραφοι 1 έως 3 του παρόντος δεν θίγουν το δικαίωμα της Εποπτικής Αρχής για επιβολή κυρώσεων επί πράξεων ή παραλείψεων της επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, εφόσον παραβιάζουν την κείμενη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εάν η ασφαλιστική επιχείρηση που έχει διαπράξει την παράβαση διαθέτει εγκατάσταση ή περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει επί της εγκατάστασης τις προβλεπόμενες στην κείμενη νομοθεσία κυρώσεις περιλαμβανομένου και του περιορισμού της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που βρίσκονται στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος και συνεπάγεται περιορισμούς στην άσκηση της ασφαλιστικής δραστηριότητας απαιτεί αιτιολογία και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα υποβάλλουν σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στην Εποπτική Αρχή κάθε στοιχείο που η Εποπτική Αρχή τους ζητά για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο εφόσον και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η έδρα είναι στην Ελλάδα, έχουν την ίδια υποχρέωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες σημειώθηκε άρνηση γνωστοποίησης ή κοινοποίησης πληροφοριών κατ’ εφαρμογή των άρθρων 116 και 118 του παρόντος και η Εποπτική Αρχή έλαβε μέτρα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την κατά περίπτωση εφαρμογή των κανόνων ποινικού δικαίου περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει η ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται ενδεικτικές περιπτώσεις υπέρβασης του καθεστώτος δραστηριοποίησης με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Άρθρο 124Διαφήμιση (άρθρο 156 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος μπορούν να διαφημίζουν στην Ελλάδα, τις υπηρεσίες που παρέχουν, με όλα τα μέσα επικοινωνίας που είναι διαθέσιμα, εφόσον τηρούν την κείμενη νομοθεσία που διέπει τη μορφή και το περιεχόμενο αυτής της διαφήμισης και έχουν θεσπιστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Άρθρο 125Φορολογία (άρθρο 157 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλιστήρια συμβόλαια υπόκεινται αποκλειστικά στις προβλέψεις του ελληνικού δικαίου ως προς τους οφειλόμενους έμμεσους φόρους, τα τέλη, τα τυχόν δικαιώματα και τις εισφορές υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ή τρίτων προσώπων, εφόσον κράτος − μέλος του κινδύνου ή της ασφαλιστικής υποχρέωσης είναι η Ελλάδα, σύμφωνα με τις παραγράφους 13 και 14 του άρθρου 3 του παρόντος. Επίσης, στους ίδιους έμμεσους φόρους, τέλη, τυχόν δικαιώματα και εισφορές υπόκεινται και τα ασφαλιστήρια που αφορούν κινητά που περιλαμβάνονται σε ακίνητο το οποίο βρίσκεται στην Ελλάδα, εκτός από κινητά υπό εμπορική διαμετακόμιση, ακόμη και όταν το ακίνητο και το περιεχόμενό του δεν καλύπτονται με το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το φορολογικό καθεστώς του παρόντος άρθρου ισχύει ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου ασφαλιστική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτό ρυθμίζεται στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2008/593.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον συνάπτει ασφαλιστήρια συμβόλαια που αφορούν κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα για τα ασφάλιστρα των οποίων εφαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος υποχρεούται να διορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της παρ. 4 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000 (Α΄ 248), ο οποίος έχει όλες τις φορολογικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που έχουν οι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η ύπαρξη του αντιπροσώπου αυτού δεν αποτελεί εγκατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 3 και του άρθρου 120 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι υποχρεώσεις καταβολής των εμμέσων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων επί των ασφαλίστρων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος θεωρούνται απαιτητές στο νόμισμα των ασφαλίστρων και καταβάλλονται με βάσει την ισοτιμία ευρώ − ξένου νομίσματος της ημέρας της είσπραξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο φορολογικός αντιπρόσωπος, μαζί με τη δήλωση καταβολής του φόρου ασφαλίστρων του τελευταίου τριμήνου του προηγούμενου έτους, υποχρεούται να υποβάλλει στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία πλήρη κατάλογο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων της επιχείρησης που αντιπροσωπεύει, τα ασφάλιστρα των οποίων υπόκεινται στους έμμεσους φόρους και επιβαρύνσεις της παραγράφου 1 του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 2ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 126Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν τηρούν την κείμενη νομοθεσία (άρθρο 158 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 40 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και δεν τηρεί την κείμενη νομοθεσία υποχρεούται να συμμορφωθεί άμεσα σε σχετική υπόδειξη της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής της επιχείρησης, η οποία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή καταγωγής λαμβάνει αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα για αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα και ασκεί αντασφαλίσεις σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε με υποκατάστημα είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή υποδοχής ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται στην κείμενη, στο κράτος αυτό, νομοθεσία. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την απαγόρευση ανάληψης νέων εργασιών στην Ελλάδα ή σε ένα ή περισσότερα κράτη που η επιχείρηση ασκεί εργασίες. Μετά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή υποδοχής. Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δεν λάβει μέτρα ή λάβει αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η ελληνική αντασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη, στο κράτος αυτό, νομοθεσία και η εποπτική αρχή του εν λόγω κράτους − μέλους λάβει κατάλληλα μέτρα δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 158 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, τα μέτρα αυτά έχουν αποτέλεσμα και στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. 2. Εάν, τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου δεν ελήφθησαν από την αρμόδια αρχή καταγωγής ή ελήφθησαν μεν αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία, η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής μπορεί, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την επιβολή κυρώσεων για νέες, αντικείμενες στην κείμενη νομοθεσία, πράξεις και παραλείψεις της επιχείρησης και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύσει στην επιχείρηση να ασκεί αντασφαλίσεις στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου και συνεπάγεται περιορισμούς στην άσκηση της αντασφαλιστικής δραστηριότητας απαιτεί αιτιολογία και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την κατά περίπτωση εφαρμογή των κανόνων ποινικού δικαίου περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει η ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία στην Ελλάδα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Άρθρο 127Στατιστικά στοιχεία διασυνοριακών δραστηριοτήτων (άρθρο 159 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 41 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί στην Εποπτική Αρχή, διακρίνοντας μεταξύ εργασιών που πραγματοποιεί υπό καθεστώς εγκατάστασης και εργασιών που πραγματοποιεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το ποσό των ασφαλίστρων, των ασφαλιστικών ζημιών και των προμηθειών, πριν από την αφαίρεση του ποσού της αντασφάλισης, ανά κράτος − μέλος, ως εξής: α) για την ασφάλιση κατά ζημιών, ανά κατηγορία δραστηριοτήτων, β) για την ασφάλιση ζωής, ανά κατηγορία δραστηριοτήτων. Για τον κλάδο 10 «αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του παρόντος, εξαιρουμένης της αστικής ευθύνης του μεταφορέα, η επιχείρηση γνωστοποιεί επίσης στην Εποπτική Αρχή τη συχνότητα και το μέσο κόστος των ασφαλιστικών ζημιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στις εποπτικές αρχές κάθε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους που υποβάλλει σχετικό αίτημα, εντός εύλογης προθεσμίας από την υποβολή του αιτήματος, συγκεντρωτικά τα στοιχεία του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα αναλυτικά στοιχεία που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο χρόνος και συχνότητα υποβολής τους.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ
Άρθρο 128Εκκαθάριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων (άρθρο 160 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Σε περίπτωση εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που έχουν συναφθεί από υποκατάστημα ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκπληρώνονται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις λοιπές ασφαλιστικές συμβάσεις της επιχείρησης αυτής, αδιακρίτως ιθαγένειας ασφαλισμένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση.

Άρθρο 129Εκκαθάριση αντασφαλιστικών επιχειρήσεων (άρθρο 161 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Σε περίπτωση εκκαθάρισης αντασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που έχουν συναφθεί από υποκατάστημα ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκπληρώνονται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις λοιπές αντασφαλιστικές συμβάσεις της επιχείρησης αυτής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝΕΝΟΤΗΤΑ 1ΑΝΑΛΗΨΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
Άρθρο 130Αρχές χορήγησης αδείας και προϋποθέσεις (άρθρο 162 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για την άσκηση πρωτασφάλισης στην Ελλάδα από επιχείρηση τρίτης χώρας απαιτείται άδεια που χορηγεί η Εποπτική Αρχή στην αιτούσα ασφαλιστική επιχείρηση, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαιότητας και εφόσον η επιχείρηση αυτή πληροί κατ’ ελάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) έχει άδεια για την άσκηση ασφαλίσεων σύμφωνα με το δίκαιο της έδρας της και για τους κλάδους που ζητά άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα, β) ιδρύει υποκατάστημα στην Ελλάδα, γ) δεσμεύεται ότι το υποκατάστημα θα διαθέτει λογιστική και διοικητική επάρκεια και αυτοτέλεια και ότι όλοι οι λογαριασμοί και τα στοιχεία που αφορούν την δραστηριότητα του υποκαταστήματος στην Ελλάδα θα τηρούνται στην έδρα του υποκαταστήματος, δ) διορίζει νόμιμο αντιπρόσωπο στην Ελλάδα κατά την έννοια του άρθρου 261 του παρόντος. Εάν ο νόμιμος αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, οφείλει να έχει την έδρα του στην Ελλάδα και πρέπει να ορίσει για την εκπροσώπησή του φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στην Ελλάδα και πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, ε) διαθέτει και διατηρεί στην Ελλάδα περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον ίσης με το ήμισυ του ορίου της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος και καταβάλλει ως εγγύηση ποσό που αντιστοιχεί κατ’ ελάχιστον το ένα τέταρτο (1/4) της Απαίτησης αυτής, στ) δεσμεύεται να καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 76 και 101 του παρόντος, ζ) ανακοινώνει το όνομα και τη διεύθυνση όλων των αντιπροσώπων για το διακανονισμό των ζημιών που χρησιμοποιεί σε κάθε ένα από τα λοιπά κράτη − μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι έχουν τις προϋποθέσεις και τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 255 του παρόντος, εάν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο 10 «αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος πλην της ευθύνης του μεταφορέα, η) υποβάλλει πρόγραμμα δραστηριοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 131 του παρόντος, θ) πληροί τις απαιτήσεις διακυβέρνησης που καθορίζονται στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως «υποκατάστημα» νοείται κάθε μόνιμη παρουσία ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας σε ελληνικό έδαφος, το οποίο λαμβάνει άδεια από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και ασκεί ασφαλιστικές εργασίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η επέκταση των εργασιών υποκαταστημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών για άσκηση κλάδων ή ασφάλιση κινδύνων που δεν περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας της υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η άδεια λειτουργίας υποκαταστήματος ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, καθώς και κάθε επέκταση αυτής παρέχονται με αποφάσεις της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το περιεχόμενο της αίτησης για τη χορήγηση της άδειας και τίθενται πρόσθετες προϋποθέσεις, όροι και περιορισμοί για την παροχή άδειας λειτουργίας σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας. Με την ίδια ή άλλη απόφαση μπορεί να τίθενται ειδικότερες προϋποθέσεις για την εγκατάσταση και την εν γένει δραστηριοποίηση ελληνικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε τρίτες χώρες.

Άρθρο 131Πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος (άρθρο 163 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος, που υποβάλλεται στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο του παρόντος, περιλαμβάνει τα εξής: α) τη φύση των κινδύνων ή των υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύπτει η επιχείρηση, β) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση, γ) τις προβλέψεις για τη μελλοντική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος, επί τη βάσει προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις, δ) τις προβλέψεις για τη μελλοντική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 5 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος, επί τη βάσει προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις, ε) την κατάσταση των Επιλέξιμων Ιδίων και των Επιλέξιμων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων της επιχείρησης αναφορικά με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση των Ενοτήτων 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος, στ) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον Κλάδο 18 «Βοήθεια», τα μέσα που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση για την παροχή βοηθείας, ζ) πληροφορίες σχετικά με τη δομή του συστήματος διακυβέρνησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επιπλέον των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων περιλαμβάνει για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις τα εξής: α) τον προβλεπόμενο ισολογισμό, β) τις προβλέψεις σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, γ) όσον αφορά ειδικότερα στην ασφάλιση κατά ζημιών, επίσης τα εξής: γα) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως σχετικά με τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες, γβ) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές που θα πραγματοποιηθούν και τις προβλέψεις για αποζημιώσεις, δ) όσον αφορά στην ασφάλιση ζωής, επιπλέον προϋπολογιστική κατάσταση στην οποία να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, αναφορικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης, τις αποδοχές αντασφάλισης, καθώς και τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τις ασφαλίσεις ζωής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των σχετικών τεχνικών προβλέψεων. Η τήρηση της ως άνω υποχρέωσης δεν συνιστά για την ασφαλιστική επιχείρηση απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητάς της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος δραστηριότητας του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών, αποτελέσματα ανά κλάδο ασφάλισης ή κατηγορία δραστηριοτήτων, αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών.

Άρθρο 132Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου (άρθρο 164 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Υποκαταστήματα ασφαλιστικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα και ανήκουν σε αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν έχουν την έδρα τους σε κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να μεταβιβάζουν μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών συμβάσεών τους σε ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση η οποία κατέχει κατάλληλη άδεια λειτουργίας των κλάδων στους οποίους κατατάσσονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου, εφόσον η Εποπτική Αρχή ή η αρμόδια εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 135 του παρόντος, πιστοποιούν, λαμβάνοντας υπόψη και το μεταβιβαζόμενο χαρτοφυλάκιο, ότι η ανάδοχος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστική επιχείρηση πληροί την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του άρθρου 76 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Υποκαταστήματα της προηγούμενης παραγράφου μπορούν, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να μεταβιβάζουν μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεών τους σε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την εταιρική της έδρα σε άλλο κράτος − μέλος, εφόσον η αρμόδια εποπτική αρχή καταγωγής της επιχείρησης αυτής πιστοποιεί, λαμβάνοντας υπόψη και το μεταβιβαζόμενο χαρτοφυλάκιο, ότι η ανάδοχος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστική επιχείρηση πληροί την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 100 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, όπως έχει ενσωματωθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 76 του παρόντος. Επίσης, μπορούν, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να μεταβιβάζουν μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεών τους σε υποκαταστήματα ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος. Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η εποπτική αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το ανάδοχο του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου υποκατάστημα ή του κράτους − μέλους του άρθρου 135 του παρόντος, πιστοποιεί ότι: α) λαμβανομένης υπόψη της μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, η ανάδοχος ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας και ειδικότερα το υποκατάστημα αυτής κατέχει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια επαρκή για την κάλυψη των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων Φερεγγυότητας, β) η νομοθεσία του κράτους − μέλους, όπου είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα επιτρέπει την εν λόγω μεταβίβαση, και γ) το εν λόγω κράτος − μέλος έχει συναινέσει στην μεταβίβαση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος η Εποπτική Αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου του εν Ελλάδι υποκαταστήματος, εφόσον έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη των εποπτικών αρχών των κρατών − μελών όπου βρίσκονται οι κίνδυνοι ή έχουν αναληφθεί οι υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι εγκρίσεις και γνώμες που απαιτούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες διαβούλευσης των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος διαβιβάζονται στην Εποπτική Αρχή εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος. Εντός του αυτού διαστήματος των τριών (3) μηνών από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος, υποχρεούται η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια εποπτική αρχή αναδόχου εταιρείας ή υποκαταστήματος να διατυπώσει τη δική της γνώμη ή να χορηγήσει την έγκρισή της. Μη διατύπωση έγκρισης ή γνώμης εντός της ως άνω προθεσμίας από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές προς την Εποπτική Αρχή ή το αντίστροφο θεωρείται θετική απάντηση, άλλως σιωπηρή έγκριση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων που αφορούν κινδύνους ή υποχρεώσεις στην Ελλάδα δημοσιεύονται υποχρεωτικά στην Ελλάδα και δεσμεύουν τους λήπτες της ασφάλισης, τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους ασφαλίσματος του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων που μεταβιβάζεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για τη διαδικασία μεταβίβασης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 7, 8 και 9 του άρθρου 28 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καθορίζονται επιπρόσθετες απαιτήσεις ή διαδικασίες ενημέρωσης, συναίνεσης, εναντίωσης ή ένστασης και το ελάχιστο περιεχόμενο του πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής.

Άρθρο 133Τεχνικές προβλέψεις (άρθρο 165 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με υποκατάστημα στην Ελλάδα σχηματίζει και διατηρεί επαρκείς τεχνικές προβλέψεις για την κάλυψη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται στην Ελλάδα υπολογιζόμενες σύμφωνα με την Ενότητα 2 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, αποτιμά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις σύμφωνα με την Ενότητα 1 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους και προσδιορίζει τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την Ενότητα 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

Άρθρο 134Κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση (άρθρο 166 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Υποκαταστήματα ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας εγκατεστημένα στην Ελλάδα διαθέτουν επιλέξιμο ποσό ιδίων κεφαλαίων αποτελούμενο από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 75 του παρόντος. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των Ενοτήτων 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους και αφορούν μόνο στις εργασίες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών που συνάπτονται από το εν λόγω υποκατάστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και το κατώτατο όριο αυτής διαμορφώνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 75 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων δεν δύναται να είναι κατώτερο του ημίσεως του απολύτως κατωτάτου ορίου που προβλέπεται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος. Η εγγύηση που κατατίθεται σύμφωνα με την περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 130 του παρόντος συνυπολογίζεται στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα στοιχεία του ενεργητικού με τα οποία αντικρίζεται η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τηρούνται υποχρεωτικά έως το ύψος της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης εντός Ελλάδος και για το υπερβάλλον εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 135Ευεργετήματα για τις επιχειρήσεις με άδεια εγκατάστασης σε περισσότερα του ενός κράτη − μέλη (άρθρο 167 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα που έχει ζητήσει ή έχει λάβει άδεια εγκατάστασης υποκαταστήματος από περισσότερα του ενός κράτη − μέλη δύναται να ζητήσει, σε σχέση με τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, τα κάτωθι ευεργετήματα, τα οποία παραχωρούνται μόνον σωρευτικά: α) η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του άρθρου 134 του παρόντος να υπολογίζεται σε συνάρτηση με τη συνολική δραστηριότητα που η επιχείρηση αναπτύσσει εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) η εγγύηση της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 130 του παρόντος να κατατίθεται μόνον στο ένα από αυτά τα κράτη − μέλη, γ) τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία αντιστοιχούν στην Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση να διατίθενται, σύμφωνα με το άρθρο 106 του παρόντος, σε οποιοδήποτε από τα κράτη − μέλη, στα οποία η επιχείρηση αυτή ασκεί τη δραστηριότητά της. Για τον υπολογισμό που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ ανωτέρω, λαμβάνονται υπόψη οι εργασίες που ασκούνται από το σύνολο των υποκαταστημάτων της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η αίτηση παραχώρησης των προαναφερομένων ευεργετημάτων υποβάλλεται προς όλες τις εποπτικές αρχές των κρατών − μελών από τις οποίες η επιχείρηση έχει ζητήσει ή έχει λάβει άδεια εγκατάστασης υποκαταστήματος. Στην αίτηση αυτή προσδιορίζεται υποχρεωτικά η εποπτική αρχή που θα είναι αρμόδια εφεξής για το συνολικό έλεγχο της φερεγγυότητας των εγκατεστημένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποκαταστημάτων της επιχείρησης, για το σύνολο των εργασιών τους. Η επιλογή της αρχής αυτής από την επιχείρηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η εγγύηση της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 130 του παρόντος κατατίθεται υποχρεωτικά στο κράτος − μέλος της εποπτικής αρχής που έχει επιλεγεί βάσει του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ευεργετήματα της παραγράφου 1 χορηγούνται με ομόφωνη γνώμη όλων των αρμόδιων εποπτικών αρχών κρατών − μελών προς τα οποία έχει υποβληθεί η σχετική αίτηση. Τα ευεργετήματα παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία κατά την οποία η επιλεγείσα εποπτική αρχή πληροφορεί τις άλλες εποπτικές αρχές ότι ανέλαβε την υποχρέωση να ελέγχει τη φερεγγυότητα των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης για το σύνολο των εργασιών τους. Η επιλεγείσα εποπτική αρχή λαμβάνει από τα άλλα κράτη − μέλη τις αναγκαίες πληροφορίες για την εξακρίβωση της συνολικής φερεγγυότητας των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων κρατών − μελών, τα ευεργετήματα που χορηγούνται δυνάμει των παραγράφων 1, 2 και 3 καταργούνται ταυτόχρονα από όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη − μέλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αρμόδια διοικητική αρχή για τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο ορίζεται η Εποπτική Αρχή.

Άρθρο 136Λογιστικά, στοιχεία άσκησης ελέγχου, στατιστικά στοιχεία και επιχειρήσεις σε οικονομική δυσχέρεια (άρθρο 168 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Ενότητας, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 23, η παράγραφος 3 του άρθρου 110, καθώς και τα άρθρα 111 και 112 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Προκειμένου για την εφαρμογή των άρθρων 108 έως 110 του παρόντος, στην περίπτωση επιχείρησης που έχει υπαχθεί στο καθεστώς των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 135 του παρόντος και η επιλεγείσα βάσει του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 135 του παρόντος εποπτική αρχή νοείται ως αρμόδια εποπτική αρχή καταγωγής της επιχείρησης.

Άρθρο 137Διαχωρισμός δραστηριοτήτων ασφάλισης ζωής και ζημιών (άρθρο 169 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Υποκαταστήματα υπαγόμενα στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ασκούν στην Ελλάδα είτε ασφαλίσεις κατά ζημιών είτε ασφαλίσεις ζωής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην προηγούμενη παράγραφο, υποκαταστήματα υπαγόμενα στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, που κατά την 1η Ιανουαρίου 1981 ασκούσαν στην Ελλάδα ταυτόχρονα ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους αυτή, εφόσον τηρούν τις περί διακριτής διαχείρισης διατάξεις και ειδικότερα το άρθρο 49 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Υποκαταστήματα της προηγούμενης παραγράφου, των οποίων η επιχείρηση της έδρας ασκεί ασφαλίσεις ζωής μαζί με ασφαλίσεις κατά ζημιών και τα οποία κατά την 1η Ιανουαρίου 1981 ασκούσαν στην Ελλάδα μόνον δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, μπορούν να συνεχίσουν την άσκηση ασφαλίσεων ζωής μέσω υποκαταστήματος. Εφόσον η επιχείρηση αυτή επιθυμεί να ασκήσει στην Ελλάδα και ασφαλίσεις κατά ζημιών, τότε για την άσκηση ειδικά ασφαλίσεων ζωής απαιτείται η ίδρυση θυγατρικής ελληνικής ασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 138Ανάκληση της άδειας των επιχειρήσεων με άδεια εγκατάστασης σε περισσότερα του ενός κράτη − μέλη (άρθρο 170 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας από την επιλεγείσα βάσει του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 135 του παρόντος εποπτική αρχή, η εν λόγω αρχή πληροφορεί σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών − μελών όπου η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της προκειμένου αυτές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν η απόφαση περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας έχει ως αιτιολογία την ανεπάρκεια της συνολικής φερεγγυότητας, όπως αυτή καθορίζεται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 135 συμφωνία, τα κράτη − μέλη που χορήγησαν την έγκρισή τους, ανακαλούν υποχρεωτικά τις άδειες λειτουργίας των εγκατεστημένων σε αυτά υποκαταστημάτων της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αρμόδια διοικητική αρχή για τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο ορίζεται η Εποπτική Αρχή.

Άρθρο 139Συμφωνίες με τρίτες χώρες (άρθρο 171 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να εκδίδει αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως προκειμένου για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο άρθρο 171 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Άρθρο 140Υποκαταστήματα με έδρα την Ελβετική ΣυνομοσπονδίαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για την εγκατάσταση και λειτουργία στην Ελλάδα υποκαταστημάτων ή πρακτορείων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν έδρα την Ελβετική Συνομοσπονδία, για την άσκηση ασφαλίσεων κατά ζημιών του άρθρου 4 του παρόντος, ισχύει η συμφωνία (με τα συνημμένα προσαρτήματα και πρωτόκολλα και τις συνημμένες ανταλλαγείσες επιστολές) μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελβετικής Συνομοσπονδίας, δυνάμει της Απόφασης του Συμβουλίου 91/370/ΕΟΚ (L 205/27.7.91), σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός από την ασφάλιση ζωής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα υποκαταστήματα της παραγράφου 1 του παρόντος, που ήδη λειτουργούν στην Ελλάδα, μπορούν να ζητήσουν να τους αποδοθεί η δεσμευμένη εγγύηση και να απαλλαγούν της υποχρέωσης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας εφόσον: α) Υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή πιστοποιητικό φερεγγυότητας από την εποπτική αρχή της έδρας το οποίο να βεβαιώνει ότι η έδρα του υποκαταστήματος κατέχει την αναγκαία κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη και τις εργασίες του υποκαταστήματος. β) Έχουν σχηματίσει τεχνικές προβλέψεις και αποτιμήσει και επενδύσει τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με τις Ενότητες 1, 2 και 6 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 141Ισοδυναμία (άρθρο 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 42 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να εκδίδει αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο άρθρο 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και για την ενσωμάτωση κατ΄ εξουσιοδότηση πράξεων, που εκδίδει στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο ελληνικό δίκαιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Συμβάσεις αντασφάλισης με αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν όμως έδρα σε τρίτο κράτος του οποίου το νομικό πλαίσιο για τους κανόνες φερεγγυότητας έχει κριθεί ισοδύναμο, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, με το ευρωπαϊκό, είτε με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ αντιμετωπίζονται εποπτικά όπως και οι αντίστοιχες συμβάσεις με αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 142Απαγόρευση ενεχυρίασης περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 173 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

42 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Εφόσον η αντασφάλιση παρέχεται από επιχείρηση τρίτου κράτους, του οποίου το νομικό πλαίσιο για τους κανόνες φερεγγυότητας έχει κριθεί ισοδύναμο, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, με το ευρωπαϊκό, είτε με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, απαγορεύεται η ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης για την κάλυψη προβλέψεων σχετικά με μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και εκκρεμείς αποζημιώσεις.

Άρθρο 143Αρχές και όροι άσκησης αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων (άρθρο 174 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει κατά την άσκηση της εποπτείας ότι οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών δεν απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης έναντι των ελληνικών ή των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι γενικότεροι όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης λειτουργίας υποκαταστήματος στην Ελλάδα από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, οι σχετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας και τη μεταφορά χαρτοφυλακίου, και ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την λειτουργία στην Ελλάδα των υποκαταστημάτων αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών διασφαλίζοντας ότι δεν απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης έναντι των ελληνικών ή των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΥΤΕΣ
Άρθρο 144Ενημερώσεις (άρθρα 176 και 177 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 43 και 44 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΑΕΣ και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών − μελών για κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγεί σε επιχείρηση άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενη από επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει και ένδειξη για τη δομή του εν λόγω ομίλου εταιρειών. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΑΕΣ και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών − μελών για κάθε περίπτωση που επιχείρηση τρίτης χώρας αποκτά συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με την οποία την καθιστά θυγατρική της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις γενικής φύσης δυσκολίες που συναντούν οι ελληνικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την εγκατάσταση και λειτουργία τους ή την άσκηση δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ