13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣΕΝΟΤΗΤΑ 1ΕΥΘΥΝΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Άρθρο 29Ευθύνη διοικητικού συμβουλίου – μέλη διοίκησης (άρθρο 40 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων, καθώς και ευρωπαϊκών αντιστοίχων αποτελεί ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ως μέλη διοίκησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης νοούνται κατ’ ελάχιστον τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα στην επιχείρηση και το οποίο είναι υπεύθυνο και λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο για την καθημερινή διοίκηση της επιχείρησης, περιλαμβανομένων των προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη δρατηριότητα της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το διοικητικό συμβούλιο κάθε ελληνικής ασφαλιστικής επιχείρησης αποτελείται κατά πλειοψηφία από Έλληνες πολίτες ή πολίτες άλλων κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 30Γενικές απαιτήσεις διακυβέρνησης (άρθρο 41 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης που διασφαλίζει τη χρηστή και συνετή διοίκησή τους. Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον επαρκή και διαφανή οργανωτική δομή (οργανόγραμμα) με σαφή κατανομή και κατάλληλο διαχωρισμό καθηκόντων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό με τον οποίο διασφαλίζεται η μετάδοση των πληροφοριών εντός της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση το σύστημα διακυβέρνησης εγγυάται την τήρηση των οριζομένων στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος. Το σύστημα διακυβέρνησης υπόκειται σε περιοδικό εσωτερικό έλεγχο και ανασκόπηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σύστημα διακυβέρνησης είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του τρόπου λειτουργίας και διοίκησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν έγγραφες πολιτικές, που εγκρίνονται με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων και οι οποίες κατ’ ελάχιστον αφορούν στη διαχείριση των κινδύνων, στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου, στη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και, όπου υπάρχει, στην εξωτερική ανάθεση. Για τις μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις, οι πολιτικές αυτές μπορεί να προβλέπουν τη σώρευση των εργασιών που περιλαμβάνονται σε περισσότερες από μία βασικές λειτουργίες σε ένα μόνο πρόσωπο ή μία μόνη οργανωτική μονάδα. Οι πολιτικές επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται ή αναθεωρούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση, προσαρμόζονται δε σε κάθε εσωτερική ή εξωτερική επιχειρησιακή ή επιχειρηματική μεταβολή. Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές εφαρμόζονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης σχεδίων έκτακτης ανάγκης. Για το σκοπό αυτόν, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν και χρησιμοποιούν κατά τρόπο κατάλληλο και αναλογικό, συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή επαληθεύει το εφαρμοζόμενο από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύστημα διακυβέρνησης και αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί από τις ίδιες τις επιχειρήσεις και που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη χρηματοοικονομική τους ευρωστία. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κατονομάζει μια λειτουργία ως σημαντική ή κρίσιμη, να απαιτεί την ανάληψη από την επιχείρηση συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση του συγκεκριμένου μέρους ή του συνόλου του συστήματος διακυβέρνησης εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, να κατονομάζει ή να απαιτεί την αλλαγή ή αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων εκ των μελών διοίκησης και των υπευθύνων για μία ή περισσότερες εργασίες που περιλαμβάνονται στις σημαντικές και κρίσιμες λειτουργίες ή εργασίες, να απαιτεί την άμεση απαλλαγή της επιχείρησης από έναν ή περισσότερους κινδύνους ή κατηγορίες κινδύνων, να απαγορεύει την ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου για ορισμένο χρόνο, να απαιτεί την άμεση ή σε συχνότερη βάση διεξαγωγή της αξιολόγησης του άρθρου 33 του παρόντος και να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις υποχρεώσεις διακυβέρνησής της, όπως αυτές ορίζονται ειδικότερα στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τίθενται κριτήρια ανεξαρτησίας και αποδεκτών σωρεύσεων αρμοδιοτήτων ή εργασιών σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή οργανωτικές μονάδες και καθορίζονται οι μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις.

Άρθρο 31Καταλληλότητα και αξιοπιστία των μελών της διοίκησης ή των ατόμων που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης (άρθρα 42 και 43 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε όλα τα μέλη της διοίκησης, καθώς και όλα τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, να πληρούν διαρκώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι διαθέτουν επαρκή επαγγελματικά προσόντα, γνώσεις και εμπειρία, ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση και διοίκησή τους (καταλληλότητα), β) ότι διαθέτουν καλή φήμη και ακεραιότητα (αξιοπιστία),

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν στην Εποπτική Αρχή την ταυτότητα των μελών διοίκησης και των προσώπων που είναι υπεύθυνοι για εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης. Η κοινοποίηση συνοδεύεται με όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εξακριβωθεί η καταλληλότητα και αξιοπιστία των εν λόγω προσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν αμελλητί στην Εποπτική Αρχή κάθε μεταβολή στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου μαζί με όλα τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο στοιχεία. Περαιτέρω ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή εάν κάποιο από τα εν λόγω πρόσωπα έπαψε να πληροί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας της παραγράφου 1 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι λειτουργούσες στην Ελλάδα ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου προβαίνουν σε κοινοποίηση προς την Εποπτική Αρχή των προσώπων της παραγράφου 2 του παρόντος το αργότερο μέχρι τις 15.2.2016.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ως απόδειξη καλής φήμη των προσώπων της παραγράφου 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή δέχεται κατ’ ελάχιστον επικυρωμένα αντίγραφα ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης, καθώς και του πιστοποιητικού πτωχευτικής αποκατάστασης με τα οποία να αποδεικνύεται ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καταδικασθεί για κλοπή, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, χρεωκοπία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς επίσης δεν έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση πολιτών κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Εποπτική Αρχή δέχεται ως απόδειξη καλής φήμης δικαστικά πιστοποιητικά ή διοικητικά έγγραφα, που εκδίδονται από δικαστικές ή διοικητικές αρχές κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έχουν περιεχόμενο αντίστοιχο του ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης ή πτωχευτικής αποκατάστασης. Όταν στο κράτος − μέλος του οποίου το πρόσωπο είναι υπήκοος δεν εκδίδονται τα προβλεπόμενα ως άνω έγγραφα, αρκεί ένορκη βεβαίωση ή, εφόσον ούτε ένορκη βεβαίωση προβλέπεται από το εν λόγω κράτος − μέλος, υπεύθυνη δήλωση του προς αξιολόγηση προσώπου ενώπιον αρμοδίας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή, κατά περίπτωση, ενώπιον συμβολαιογράφου του κράτους μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος. Η εν λόγω αρχή ή ο συμβολαιογράφος εκδίδει πιστοποιητικό που βεβαιώνει τη γνησιότητα αυτής της ενόρκου βεβαιώσεως ή της υπευθύνου δηλώσεως. Ένορκη βεβαίωση ή υπεύθυνη δήλωση περί μη πτωχεύσεως ή περί πτωχευτικής αποκατάστασης μπορεί να γίνει και ενώπιον τυχόν αρμόδιου επαγγελματικού ή εμπορικού οργανισμού του κράτους − μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα εν γένει έγγραφα και πιστοποιητικά του παρόντος άρθρου θα πρέπει να είναι πρόσφατα και να έχουν εκδοθεί το πολύ εντός του προηγουμένου της υποβολής τριμήνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται επιπρόσθετα αποδεικτικά ή κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που θα ζητούνται ή θα εξετάζονται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, οι δικαστικές, διοικητικές ή λοιπές αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των εγγράφων αξιοπιστίας και ο τρόπος υποβολής τους στην Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Εποπτική Αρχή εντός έξι (6) μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών − μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αρμοδιότητά της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, να λαμβάνει τα έγγραφα καταλληλότητας και αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου, καθώς και κατάλογο των ελληνικών δικαστικών, διοικητικών ή λοιπών αρχών που είναι αρμόδιες για την έκδοση κάθε ενός από τα έγγραφα αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου. Επίσης, κοινοποιεί κάθε μεταγενέστερη μεταβολή τους.

Άρθρο 32Διαχείριση κινδύνων (άρθρο 44 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 10 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τη, σε συνεχή βάση, αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά των κινδύνων, μεμονωμένα και συγκεντρωτικά, στους οποίους είναι ή θα μπορούσαν να είναι εκτεθειμένες, ως και τις αλληλεξαρτήσεις των εν λόγω κινδύνων. Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και κατάλληλα εντεταγμένο στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα μέλη της διοίκησης της επιχείρησης ή των ατόμων που ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τόσο τους κινδύνους της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας όσο και εκείνους που λαμβάνονται μερικώς ή δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της εν λόγω απαίτησης. Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τουλάχιστον τις ακόλουθες περιοχές: α) την ανάληψη των ασφαλιστικών κινδύνων και το σχηματισμό των τεχνικών προβλέψεων, β) τη διαχείριση του ενεργητικού και του παθητικού, γ) τις επενδύσεις, ιδίως σε παράγωγα και παρόμοιες συναλλαγές, δ) τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης, ε) την διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου, στ) την αντασφάλιση και τις λοιπές τεχνικές μετριασμού του κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνων που θεσπίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 30 του παρόντος, περιλαμβάνει επιμέρους πολιτικές για όλα τα ζητήματα των περιπτώσεων α΄ έως και στ΄ της προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά, όσον αφορά στον κίνδυνο επενδύσεων, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται συνεχώς προς τις διατάξεις της Ενότητας 6 «Επενδύσεις» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού − υποχρεώσεων, αξιολογούν, σε τακτική βάση την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου του άρθρου 53 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού−υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος, καθώς και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική και ταχεία πώληση περιουσιακών στοιχείων, β) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της σε αλλαγές στη σύνθεση του υπό αντιστοίχιση χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού, και γ) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού−υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση, τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων, και β) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων μεριμνώντας για την επαρκή και κατάλληλη οργανωτική και λειτουργική διάρθρωση της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος, η λειτουργία της διαχείρισης κινδύνων καλύπτει επιπλέον των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος εργασίες, όπως: α) να σχεδιάζει και να εφαρμόζει το εσωτερικό υπόδειγμα, β) να ελέγχει και να επικυρώνει το εσωτερικό υπόδειγμα, γ) να τεκμηριώνει το εσωτερικό υπόδειγμα και τις τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, δ) να αναλύει την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος και να συντάσσει συνοπτικές εκθέσεις επίδοσης, ε) να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, με υπόδειξη των περιοχών που χρήζουν βελτιώσεως και ενημέρωσή του σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης αδυναμιών, που είχαν προηγουμένως επισημανθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή, τουλάχιστον ετησίως, τις αξιολογήσεις των παραγράφων 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου, ως μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που σε μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η μείωση στο μηδέν της προσαρμογής αντιστοίχισης ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση της με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η εν λόγω επιχείρηση υποβάλλει επιπλέον ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε μια τέτοια περίπτωση ώστε να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή ώστε να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, εντάσσει στη έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνου της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του παρόντος πολιτική σχετικά με τα κριτήρια εφαρμογής της εν λόγω προσαρμογής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά τις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας. Με σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε αυτόματης εξάρτησης από εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν και εφαρμόζουν στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρησιμοποιούμενων εξωτερικών αξιολογήσεων χρησιμοποιώντας πρόσθετες αξιολογήσεις, όπου αυτό είναι πρακτικά δυνατόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των σχεδίων ρευστότητας των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος, καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενο των πληροφοριών και αξιολογήσεων που υποβάλλονται στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος.

Άρθρο 33Ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας (άρθρο 45 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 11 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας. Η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου, τα εγκεκριμένα όρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης, β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις διατάξεις για τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στις Ενότητες 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ’ και της Ενότητας 2 «Κανόνες σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, γ) το εύρος της απόκλισης του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος, η οποία προσδιορίζεται είτε με την τυποποιημένη μέθοδο του Τμήματος 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ είτε με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα της εν λόγω επιχείρησης σύμφωνα με το Τμήμα 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, η επιχείρηση διαθέτει και εφαρμόζει διαδικασίες οι οποίες είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενυπάρχουν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα, και οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να αξιολογεί καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί. Η επιχείρηση παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ώστε να προβαίνει στην ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αξιολόγηση συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, διεξάγεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος και τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος. Στη περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει κάποια από τις προσαρμογές ή μεταβατικά μέτρα της παρούσας παραγράφου, η αξιολόγηση της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται επιπροσθέτως της απαίτησης του πρώτου εδαφίου της παρούσας, και λαμβάνοντας υπόψη την επίπτωση των εφαρμοζόμενων προσαρμογών και μεταβατικών μέτρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναβαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος η οποία μετατρέπει τα εσωτερικά αποτιμώμενα μεγέθη κινδύνου στο μέτρο κινδύνου και στη βαθμονόμηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της επιχείρησης και λαμβάνεται υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές της αποφάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται από τις επιχειρήσεις τακτικά, καθώς και αμελλητί, μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ του κινδύνου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή για τα αποτελέσματα της ίδιας αξιολόγησης του κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας δεν χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί κεφαλαιακή απαίτηση. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας προσαυξάνεται μόνο σύμφωνα με τα άρθρα 26, 189 ως 191 και 195 του παρόντος.

Άρθρο 34Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου (άρθρο 46 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες ρυθμίσεις πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης και λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών προς το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και του ισχύοντος ευρωπαϊκού δικαίου. Περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση της πιθανής επίπτωσης, που τυχόν μεταβολές του υφιστάμενου νομικού ή θεσμικού πλαισίου, θα είχαν επί των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και την αναγνώριση και εκτίμηση του κινδύνου κανονιστικής συμμόρφωσης.

Άρθρο 35Εσωτερικός Έλεγχος (άρθρο 47 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου. Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου περιλαμβάνει αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, καθώς και των λοιπών στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και την άσκηση της διοίκησης της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου αναφέρονται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο καθορίζει ποιές ενέργειες θα αναλαμβάνονται σε σχέση με κάθε ένα από τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου και διασφαλίζει την εκτέλεση των ενεργειών αυτών.

Άρθρο 36Αναλογιστική λειτουργία (άρθρο 48 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, ώστε να: α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, β) διασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις, ε) ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης σχετικά με την αξιοπιστία και επάρκεια του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 63 του παρόντος, ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών κινδύνων, η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητας των συμφωνιών αντασφάλισης ή επανεκχώρησης της επιχείρησης, θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 32 του παρόντος, ιδίως σε σχέση με την μαθηματική προτυποποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων των Ενοτήτων 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 33 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην αναλογιστική λειτουργία εκτελούνται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία αποδεικνύουν την εμπειρία τους σχετικά με τα ισχύοντα επαγγελματικά και λοιπά πρότυπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα πρότυπα της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 37Εξωτερική ανάθεση (Εξωπορισμός) (άρθρο 49 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

H εξωτερική ανάθεση (εξωπορισμός) οποιασδήποτε λειτουργίας ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εργασίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκτός επιχείρησης, δεν απαλλάσσει την επιχείρηση αυτή από τις αστικές, ποινικές και διοικητικές ευθύνες και υποχρεώσεις της, που πηγάζουν από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων, την ευρωπαϊκή αντίστοιχη αλλά και από την εν γένει κείμενη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Απαγορεύεται η εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, όταν προκαλείται ή μπορεί να προκληθεί οποιοδήποτε από τα εξής: α) ουσιώδης μείωση ή υποβάθμιση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης της σχετικής επιχείρησης, β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου, γ) μείωση της ικανότητας της Εποπτικής Αρχής ή άλλης εποπτικής αρχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρακολουθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αναθέτουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δ) υπονόμευση της αδιάλειπτης και πλήρους εξυπηρέτησης των εν γένει ασφαλισμένων της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν, εγκαίρως, την Εποπτική Αρχή πριν από την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, καθώς και για τυχόν μεταγενέστερες σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις λειτουργίες ή τις εργασίες αυτές. Η Εποπτική Αρχή απαγορεύει την εξωτερική ανάθεση εφόσον, κατά την άποψή της, συντρέχει οποιοσδήποτε εκ των λόγων της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Άρθρο 38Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: περιεχόμενα (άρθρο 51 και 53 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 13 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση επί τη βάσει των στοιχείων της παραγράφου 3 του παρόντος και των αρχών της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του παρόντος. Η έκθεση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες: α) περιγραφή της δραστηριότητας και των επιδόσεων της επιχείρησης, β) περιγραφή του συστήματος διακυβέρνησης και εκτίμηση για την καταλληλότητα αυτού σε σχέση με το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, γ) περιγραφή, χωριστά για κάθε κατηγορία κινδύνου, του βαθμού έκθεσης, συγκέντρωσης, μείωσης και ευαισθησίας στους κινδύνους, δ) περιγραφή, χωριστά για τα στοιχεία του ενεργητικού, τις τεχνικές προβλέψεις, και τις λοιπές υποχρεώσεις, των τεχνικών βάσεων και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους, με επεξήγηση τυχόν σημαντικών αποκλίσεων από τις αντίστοιχες τεχνικές βάσεις και μεθόδους που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων, ε) περιγραφή της διαχείρισης των κεφαλαίων, και κατ’ ελάχιστον περιγραφή: εα) της διάρθρωσης και του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και της ποιότητάς τους, εβ) των ποσών της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, εγ) της χρήσης της κατ’ άρθρο 254 του παρόντος επιλογής για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, εδ) των πληροφοριών που επιτρέπουν την ορθή κατανόηση των κυριότερων διαφορών μεταξύ των παραδοχών στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος και εκείνων του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται από την επιχείρηση για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, εε) του ποσού της τυχόν απόκλισης από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση ή της τυχόν σημαντικής απόκλισης από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς ανεξαρτήτως του εάν η απόκλιση αυτή έχει πλέον καλυφθεί, με πλήρη επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων της απόκλισης, των ενδεχομένων ληφθέντων μέτρων αποκατάστασης, καθώς και του βαθμού κάλυψης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν στην περιγραφή της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δήλωση εάν εφαρμόζουν ή όχι την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, και σε περίπτωση που την εφαρμόζουν, εντάσσουν περαιτέρω στην ανωτέρω περιγραφή την ποσοτικοποίηση της επίπτωσης που θα είχε στην χρηματοοικονομική τους κατάσταση μια μείωση της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν. Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, εντάσσει στην περιγραφή περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος τα ακόλουθα: α) περιγραφή της προσαρμογής αντιστοίχισης, β) περιγραφή του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεων και των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού στα οποία η προσαρμογή αυτή εφαρμόζεται, και γ) ποσοτικοποίηση της επίπτωσης που θα είχε στην χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχείρησης μια μείωση της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για στοιχεία των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος που έχουν δημοσιοποιηθεί βάσει άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, επιτρέπεται να συμπεριληφθούν στην έκθεση της παρούσας παραγράφου με απλή παραπομπή στα οικεία δημοσιευμένα έγγραφα, κατόπιν έγκρισης από την Εποπτική Αρχή. Η έγκριση του προηγούμενου εδαφίου δίνεται μόνον εφόσον διασφαλίζεται ότι οι δημοσιοποιημένες πληροφορίες καλύπτουν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, τόσο ως προς την φύση, όσο και ως προς την έκταση των πληροφοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η περιγραφή της υποπερίπτωσης εα΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος περιλαμβάνει ανάλυση οποιωνδήποτε σημαντικών αλλαγών σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς, επεξήγηση ενδεχόμενων σοβαρών διαφορών σε σχέση με την αξία των στοιχείων αυτών στις οικονομικές καταστάσεις της τρέχουσας περιόδου αναφοράς, και σύντομη περιγραφή της δυνατότητας μεταφοράς των κεφαλαίων. Η δημοσιοποίηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που αναφέρεται στην υποπερίπτωση εβ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος εμφανίζει χωριστά το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τα Τμήματα 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους σχετικά με τις μεθόδους υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και τις οποιεσδήποτε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος ή την επίπτωση τυχόν ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος, παράλληλα με συνοπτική πληροφόρηση σχετικά με την αιτιολόγησή τους από την Εποπτική Αρχή. Έως την 31 Δεκεμβρίου 2020, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να δημοσιοποιούν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τους περιλαμβάνοντας μόνο το συνολικό ποσό συμπεριλαμβανομένων των τυχόν πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων ή και την επίπτωση τυχόν ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εφόσον εκκρεμεί σχετικός έλεγχος από την Εποπτική Αρχή, στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης αναφέρεται ρητά ότι το τελικό ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας εξακολουθεί να υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση.

Άρθρο 39Πληροφορίες προς την Ευρωπαϊκή Αρχή

Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (άρθρο 52 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 14 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Με την επιφύλαξη για παροχή επιπρόσθετων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η Εποπτική Αρχή παρέχει σε ετήσια βάση στην ΕΑΑΕΣ τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τη μέση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ανά επιχείρηση και την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβλήθηκαν από την Εποπτική Αρχή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, υπολογιζόμενη ως ποσοστό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που εμφανίζονται χωριστά ως εξής: αα) για όλες μαζί τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, αβ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, αγ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών, αδ) για τις μεικτές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αε) για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, β) για κάθε μία από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄, το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ αντίστοιχα της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του παρόντος, γ) αναφορικά με τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επωφελούνται από τον περιορισμό της συχνότητας υποβολής των πληροφοριών της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, δ) αναφορικά με τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την υποβολή αναλυτικών, για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο, πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 24 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ε) αναφορικά με τους ομίλους που επωφελούνται από τον περιορισμό της συχνότητας υποβολής των πληροφοριών της παραγράφου 2 του άρθρου 209 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ομίλων, στ) αναφορικά με τους ομίλους που εξαιρούνται από την υποβολή αναλυτικών, για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο, πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ομίλων.

Άρθρο 40Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: εφαρμοστέες αρχές (άρθρο 53 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με έγκριση της Εποπτικής Αρχής, κατόπιν αίτησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να μη δημοσιεύει πληροφορίες στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εάν με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών οι ανταγωνιστές της επιχείρησης αποκτούν σημαντικό αδικαιολόγητο πλεονέκτημα, β) εάν με τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις ή με άλλες συμβάσεις της επιχείρησης έχουν επιβληθεί σε αυτήν όροι απορρήτου ή εμπιστευτικότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση της παραγράφου 1, η επιχείρηση αναφέρει την αιτιολογία της μη δημοσιοποίησης των πληροφοριών στην έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση του άρθρου 38 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες που εμπίπτουν στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του παρόντος.

Άρθρο 41Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: επικαιροποιήσεις και εκούσια παροχή πρόσθετων πληροφοριών (άρθρο 54 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση σοβαρών εξελίξεων που επηρεάζουν σημαντικά τη συνάφεια των πληροφοριών που έχουν δημοσιοποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 40 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φύση και τις συνέπειες της εν λόγω εξέλιξης. Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, σοβαρές εξελίξεις θεωρούνται τουλάχιστον οι παρακάτω περιπτώσεις: α) οσάκις παρατηρείται απόκλιση από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και η Εποπτική Αρχή είτε θεωρεί ότι η επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να υποβάλει εφαρμόσιμο πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης είτε δεν λαμβάνει η Εποπτική Αρχή τέτοιου είδους σχέδιο εντός μηνός από την ημέρα που δημιουργήθηκε η απόκλιση, β) οσάκις παρατηρείται σημαντική απόκλιση από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και η Εποπτική Αρχή δεν λαμβάνει εντός δύο μηνών από την ημέρα που δημιουργήθηκε η απόκλιση εφαρμόσιμο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης. Στην περίπτωση α΄ ανωτέρω, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της απόκλισης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το γεγονός ότι το υποβληθέν πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης είχε θεωρηθεί αρχικά εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της απόκλισης από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση τρεις μήνες μετά τη στιγμή που ανέκυψε η απόκλιση, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος του τριμήνου μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί, καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί. Στην περίπτωση β΄ ανωτέρω, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της απόκλισης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης που είχε αρχικά θεωρηθεί εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της απόκλισης από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας έξι μήνες μετά τη στιγμή που παρατηρήθηκε η απόκλιση, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος του εξαμήνου μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων, καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να δημοσιοποιούν, σε εθελοντική βάση, οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση συνδεόμενη με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η δημοσιοποίηση της οποίας δεν απαιτείται ήδη σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 40 και την παράγραφο 1 του παρόντος.

Άρθρο 42Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: πολιτική και έγκριση (άρθρο 55 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και υποδομές προκειμένου να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους που πηγάζουν από τα άρθρα 38 και 40 και της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του παρόντος. Επίσης, διαθέτουν έγγραφη πολιτική, με την οποία διασφαλίζεται η διαρκής ορθότητα και καταλληλότητα των δημοσιοποιούμενων πληροφοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης και δημοσιεύεται μετά την έγκριση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί την τροποποίηση ή αναμόρφωση δημοσιευμένων εκθέσεων, τη δημοσίευση επιπρόσθετων πληροφοριών ή την ανάληψη από την επιχείρηση συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση των πολιτικών, συστημάτων και υποδομών της παραγράφου 1 του παρόντος εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να απαιτείται ο έλεγχος του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών του παρόντος άρθρου από εξωτερικούς ελεγκτές, και να ορίζονται μέσα και τόποι δημοσιοποίησης διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
Άρθρο 43Ειδικές συμμετοχές (άρθρα 57, 58, 59, 60, 61, 62 και 63 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής: «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο μεμονωμένα ή μέσω κοινής δράσης με άλλα πρόσωπα, υπό την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης (στο εξής: «προτεινόμενη εξαγορά»), αρχικά απευθύνεται εγγράφως στην Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές απαιτούμενες πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος. β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει ομοίως να ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή για την απόφαση του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή προκειμένου να παύσει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. γ) (γα) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την προέλευση των χρηματικών μέσων των εν λόγω προσώπων και να απαιτεί από τα φυσικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής. (γβ) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται: γβα) να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που άμεσα η έμμεσα, μέχρι και τον τελικό μέτοχο, ελέγχουν τα νομικά αυτά πρόσωπα, γββ) να επιβάλλει την υποχρέωση να της γνωστοποιείται οποιαδήποτε μεταγενέστερη μεταβολή στην ταυτότητα των φυσικών αυτών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), που άμεσα ή έμμεσα τα ελέγχουν, γβγ) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών στοιχείων (οικονομικές καταστάσεις τους), για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης, τα οποία μπορεί να ζητούνται και σε κάθε μεταγενέστερο στάδιο και γβδ) να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής. (γγ) Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η Εποπτική Αρχή δύναται: γγα) να επιβάλλει την υποχρέωση στα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου, γγβ) να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα η περισσότερα φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της Εποπτικής Αρχής. δ) Εάν τις ειδικές συμμετοχές των περιπτώσεων α΄ και β΄ ανωτέρω προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Για το σκοπό υπολογισμού του ποσοστού συμμετοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12 και 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007 (Α΄ 91), υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου. β) Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 (Α΄ 195), εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση. γ) Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Εποπτική Αρχή γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή την παραλαβή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 6, και τις οποίες ενδεχομένως παρέλαβε μεταγενέστερα της εν λόγω κοινοποίησης. Η εν λόγω γνωστοποίηση της παραλαβής παρέχεται εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης και των σχετικών πρόσθετων στοιχείων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Η Εποπτική Αρχή εντός εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας έγγραφης γνωστοποίησης περί της παραλαβής εκ μέρους της όλων των απαιτούμενων εγγράφων της παραγράφου 5 του παρόντος (στο εξής: «περίοδος αξιολόγησης») προβαίνει στην αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 11 του παρόντος (στο εξής: «αξιολόγηση»). β) Η Εποπτική Αρχή στη γνωστοποίηση παραλαβής που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 3 αναφέρει υποχρεωτικά την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

α) Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν κατά την κοινοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 του παρόντος. β) Οι πληροφορίες της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κ.λπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή δύναται, μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, καθορίζοντας τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτόν συμπληρωματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες της παραγράφου 6 του παρόντος και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή αυτή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Εποπτική Αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να ζητήσει τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να επέρχεται νέα αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος, κατά τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής: α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εταιρείες διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Εάν η Εποπτική Αρχή αποφασίσει, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση της, να αντιταχθεί στην προτεινόμενη εξαγορά, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι` αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την περάτωση της αξιολόγησής της αλλά σε καμία περίπτωση μετά τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Σε αντίθετη περίπτωση, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση με ανάρτηση στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης εξαγοράς και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

α) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπει η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος και των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην εν λόγω επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και τα οικονομικά εχέγγυα της προτεινόμενης εξαγοράς από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων: αα) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή, αβ) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης εξαγοράς, αγ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά, αδ) την ικανότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει κυρίως του παρόντος νόμου και του ν. 3455/2006 Α΄ 84), των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου και της κείμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας αμέσου εφαρμογής και, ιδίως, το βαθμό κατά τον οποίο ο όμιλος του οποίου, ενδεχομένως, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα καταστεί μέλος, μέσω της σχεδιαζόμενης εξαγοράς, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και των άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών αρμόδιων αρχών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους, αε) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη εξαγορά, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του ν. 3691/2008 (Α΄166) ή ότι η προτεινόμενη εξαγορά είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο. β) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 6, 7 και 8 του παρόντος, σε περίπτωση που κατά την περίοδο αξιολόγησης μίας πρότασης κοινοποιηθούν και άλλη ή άλλες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση υφιστάμενης συμμετοχής στην ίδια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η Εποπτική Αρχή τις αντιμετωπίζει αμερόληπτα. γ) Η Εποπτική Αρχή δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

α) Η Εποπτική Αρχή κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης εξαγοράς ακολουθεί διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με τις ημεδαπές ή αλλοδαπές αρμόδιες αρχές, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι: αα) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος − μέλος ή β) μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρείας διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος − μέλος ή αγ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος − μέλος. β) Η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες ελληνικές αρχές ή τις αρχές των λοιπών κρατών − μελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης εξαγοράς που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών − μελών: βα) κατόπιν αιτήματος τους, κάθε σχετική πληροφορία και ββ) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή. γ) Η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες ελληνικές αρχές ή αρχές άλλων κρατών − μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης εξαγοράς. Στην απόφαση της Εποπτικής Αρχής για την προτεινόμενη εξαγορά σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η ελληνική ή αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος ειδικής συμμετοχής της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Εποπτική Αρχή εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. β) Η Εποπτική Αρχή δύναται, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στην ανωτέρω περίπτωση α΄ δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, να ακολουθήσει τη διαδικασία της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 15 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

α) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων με τα οποία διατηρούν στενούς δεσμούς, καθώς και τα ονόματα των μετόχων ή μελών που κατέχουν συμμετοχή άνω των ορίων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών, ή από την τυχόν πληρωμή μερισμάτων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους, δυνάμει ιδίως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία σε εταιρείες οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά. β) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, την απόκτηση ή εκχώρηση συμμετοχών στο κεφάλαιο τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και του άρθρου 15 του παρόντος, και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

α) Προκειμένου να αποτρέπεται η άσκηση, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή ή που ελέγχει άμεσα ή έμμεσα νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιρροής που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων ή να δημιουργήσει δυσχέρειες στην άσκηση εποπτείας ή να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στα οικεία πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της επιχείρησης και αφού ακούσει τις απόψεις τους, υποδεικνύει τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του φυσικού ή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει κυρώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 256 του παρόντος. β) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς τη, βάσει του παρόντος άρθρου, απαιτούμενη κατά περίπτωση γνωστοποίηση ή έγκριση από την Εποπτική Αρχή, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις κυρώσεις, που προβλέπονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος, διαζευκτικά ή σωρευτικά. γ) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Εποπτική Αρχή περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους ειδικής συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Εποπτικής Αρχής για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνονται τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ − ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ
Άρθρο 44Υπηρεσιακό – Επαγγελματικό απόρρητο – ανταλλαγή πληροφοριών (άρθρα 64, 65, 66, 67, 67α, 68, 69, 70 και 295 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 18, 19 και 20 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Εποπτικής Αρχής, οι εντεταλμένοι από την Εποπτική Αρχή ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, καθώς και όλα τα πρόσωπα στα οποία διαβιβάζονται ή τα οποία παρέχουν πληροφορίες κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 221 και των άρθρων 231 και 235 του παρόντος, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ειδικότερα, καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση των ως άνω προσώπων κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Εποπτικής Αρχής δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή των προσώπων που αφορούν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο, καθώς και των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ανταλλάσσει, με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών − μελών, πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 του παρόντος, που σύμφωνα με τις σχετικές ευρωπαϊκές διατάξεις, εφαρμόζεται και για τις λοιπές αρμόδιες αρχές. Η Εποπτική Αρχή μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς: α) για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής δραστηριότητας και τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και του Συστήματος Διακυβέρνησης, β) για την επιβολή κυρώσεων, γ) για την κατάθεση ή υποστήριξη ή αντίκρουση διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής, δ) σε περιπτώσεις προσφυγών ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής, ε) για την αναφορά από την Εποπτική Αρχή στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές τυχόν αξιόποινων πράξεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 5 του παρόντος, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά στο επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος. Μάλιστα, η Εποπτική Αρχή μπορεί στις συμφωνίες που προηγούμενου εδαφίου να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει προηγουμένως δώσει τη συγκατάθεσή της. Η ανταλλαγή πληροφοριών του πρώτου εδαφίου της παρούσας εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτος, η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, εάν προϋπάρχει σχετική πρόβλεψη, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Εποπτικής Αρχής και αφετέρου: αα) το Εθνικό Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας, το Υπουργείο Οικονομικών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΛΤΕ, της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και άλλων τυχόν αρμόδιων αρχών κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων τους, αβ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις εκχωρούμενες προς αυτό εξεταστικές αρμοδιότητες, αγ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους, αδ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των εγγυητικών κεφαλαίων, όπως ενδεικτικά του Επικουρικού Κεφαλαίου και του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, για την εκπλήρωση της αποστολής τους, καθώς και αε) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των προσώπων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του παρόντος, των ανεξάρτητων αναλογιστών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ως άνω προσώπων και της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδος, για την εκπλήρωση της αποστολής τους. β) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών − μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου, περιλαμβανομένων των αρμόδιων εποπτικών αρχών πιστωτικών ιδρυμάτων, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους, καθώς και σε οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους. γ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής και αφετέρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1092/2010, εάν οι πληροφορίες είναι σχετικές με την επιτέλεση των καθηκόντων του, των κεντρικών τραπεζών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και τυχόν άλλων οργανισμών, που είτε ασκούν τη νομισματική πολιτική και τη σχετική παροχή ρευστότητας σε άλλα κράτη − μέλη, εποπτεύουν τα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και διασφαλίζουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη αυτά είτε ως δημόσιες αρχές άλλων κρατών μελών ασκούν επίβλεψη επί των συστημάτων πληρωμών για την εκπλήρωση της αποστολής της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, και της αποστολής των ως άνω αρχών. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της οριζόμενης στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει αμελλητί πληροφορίες προς τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των νομίμων καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), αν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του. δ) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε γραφείο συμψηφισμού ή παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο των κρατών − μελών, να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συναλλαγών στις αγορές χρήματος, διαπραγματεύσιμων τίτλων ή παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε σχέση με αδυναμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικές, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές. ε) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1 του παρόντος. Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας ή του κατά νόμο ελέγχου. Επίσης, οι πληροφορίες που προέρχονται από άλλο κράτος − μέλος ευρωπαϊκής ή τρίτης χώρας δεν πρέπει να κοινολογούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται ή στις οποίες ο τυχόν επιτόπιος έλεγχος έλαβε χώρα και εφόσον ενδείκνυται μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εποπτικές αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά κράτη − μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 5 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιτρέπεται στα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών αστικού ή διοικητικού ή ποινικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που όμως δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται μετά από ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ύστερα από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται όταν τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται στη διοικητική πράξη και σε κάθε άλλο έγγραφο της διαδικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων από την Εποπτική Αρχή. Οι διοικητικές αυτές πράξεις είναι ελεύθερα ανακοινώσιμες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 45Συνεργασία με την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 65α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ παράγραφος

17 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Η Εποπτική Αρχή, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και παρέχει αμελλητί σε αυτήν όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό.

Άρθρο 46Εποπτική σύγκλιση (άρθρο 71 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ παράγραφος 21 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή αναγνωρίζει σε όλες τις εργασίες και αποφάσεις της τον διττό ρόλο της τόσο ως εποπτικής αρχής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου όσο και ως μέλος της ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και η μία ιδιότητα δεν παρεμποδίζει την άσκηση ή και δεν ασκείται εις βάρος των αρμοδιοτήτων που έχει σύμφωνα με την άλλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή εφαρμόζει τον παρόντα νόμο, τις οικείες αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και τα ευρωπαϊκά νομοθετήματα και ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα με τρόπο που να λαμβάνει στο μέγιστο δυνατό τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στους αντίστοιχους τομείς και λαμβάνει υπόψη της τα αντίστοιχα εποπτικά εργαλεία και εποπτικές πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί ή προτείνονται ως βέλτιστα από την ΕΑΑΕΣ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή συμμετέχει σε όλες τις εργασίες, δράσεις και δραστηριότητες, καθώς και σε όλες τις αναγκαίες επιτροπές, υποεπιτροπές και ομάδες εργασίας της ΕΑΑΕΣ που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τα πρότυπα που εκδίδονται από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ιδίως την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 και το άρθρο 16 του κανονισμού, και εκδίδει σχετικές αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αιτιολογεί στην ΕΑΑΕΣ τυχόν μη συμμόρφωση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΛΕΓΚΤΩΝ
Άρθρο 47Υποχρεώσεις των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων Καθήκοντα Ελεγκτών (άρθρο 72 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ορκωτοί ελεγκτές−− λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−− λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούνται, αναφορικά με την επιχείρηση που ελέγχουν, να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Εποπτική Αρχή κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν: α) να αποτελεί ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση εργασιών ασφάλισης ή αντασφάλισης, β) να θίξει τη συνέχεια της λειτουργίας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών της καταστάσεων ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών, δ) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ε) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση. Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχής ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά στα γεγονότα και στις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στην παρούσα παράγραφο έργου τους σε επιχείρηση που διατηρεί στενούς δεσμούς κατά την έννοια της παραγράφου 17 του άρθρου 3 του παρόντος, με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Εποπτική Αρχή με τον παρόντα νόμο και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3693/2008 (Α΄ 174) για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων: α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−− λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−− λογιστών που διενεργούν είτε τον τακτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή, μετά από σχετική πρόσκληση αυτής που απευθύνεται και στην εν λόγω επιχείρηση, σχετικά με τις κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία: αα) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές−− λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, αβ) αφορούν την αποτελεσματικότητα και επάρκεια του συστήματος διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος, αγ) αφορούν στοιχεία ενοποιούμενων στις οικονομικές καταστάσεις της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προέκυψαν από τον έλεγχο και που επηρεάζουν αρνητικά, σε σημαντικό βαθμό, τις οικονομικές καταστάσεις της ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος. β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, η ενημέρωση που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση α΄, πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Εποπτικής Αρχής και των ορκωτών ελεγκτών−λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης την οποία αφορά ο έλεγχος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Εποπτική Αρχή γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 αυτού δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, ούτε επιφέρει καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται επιπρόσθετα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος και τίθενται επιπρόσθετες αρμοδιότητες στα πρόσωπα αυτά και καθορίζεται ο χρόνος των τακτικών συναντήσεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ