13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ - ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ, ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΝ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ, ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΝ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣΕΝΟΤΗΤΑ 1ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ
Άρθρο 50Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού (άρθρο 75 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Oι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε άλλες διατάξεις, τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού ως ακολούθως: α) τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβαστούν μεταξύ συναινούντων, επαρκώς πληροφορημένων μερών και με όρους αγοράς, και β) τα στοιχεία του παθητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβαστούν ή διακανονιστούν μεταξύ συναινούντων, επαρκώς πληροφορημένων μερών και με όρους αγοράς. Κατά την αποτίμηση των στοιχείων του παθητικού, δεν γίνεται καμία προσαρμογή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ίδια πιστωτική διαβάθμιση της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Άρθρο 51Γενικές διατάξεις (άρθρο 76 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν και διατηρούν τεχνικές προβλέψεις σε συνεχή βάση για το σύνολο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων έναντι των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι τεχνικές προβλέψεις αποτιμώνται σε αξία που αντιστοιχεί στο τρέχον ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εάν μεταβίβαζε αμέσως τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων λαμβάνει υπόψη του και βασίζεται στις πληροφορίες των χρηματοοικονομικών αγορών, καθώς και τα γενικώς διαθέσιμα στοιχεία αναφορικά με την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων και συνάδει με αυτές (συνέπεια με τις τιμές της αγοράς).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται με συνετό, αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 52 έως 63 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος, καθώς και στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 του παρόντος.

Άρθρο 52Υπολογισμός τεχνικών προβλέψεων (άρθρο 77 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισούται προς το άθροισμα της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου όπως προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η βέλτιστη εκτίμηση αντιστοιχεί στον, σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων, μέσο όρο των μελλοντικών ταμειακών ροών λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αξίας του χρήματος (αναμενόμενη παρούσα αξία μελλοντικών ταμειακών ροών) χρησιμοποιώντας τη σχετική χρονική διάρθρωση επιτοκίων άνευ κινδύνου. Ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης βασίζεται σε επίκαιρες και αξιόπιστες πληροφορίες και σε ρεαλιστικές παραδοχές. Πραγματοποιείται με τη χρήση κατάλληλων, εφαρμόσιμων και συναφών αναλογιστικών και στατιστικών μεθόδων. Η προβολή των ταμειακών ροών που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης λαμβάνει υπόψη όλες τις ταμειακές εισροές και εκροές που απαιτούνται για τον διακανονισμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε ολόκληρη τη διάρκειά τους. Η βέλτιστη εκτίμηση υπολογίζεται ακαθάριστη, χωρίς την αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών που προκύπτουν από αντασφαλιστικές συμβάσεις εκχώρησης και φορείς ειδικού σκοπού. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 62 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου πρέπει να διασφαλίζεται ότι η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισοδυναμεί με εκείνο το ποσό, το οποίο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναμένεται ότι θα απαιτούσαν προκειμένου να αναλάβουν και να εκπληρώσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η αποτίμηση της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου γίνεται χωριστά. Δεν απαιτούνται χωριστοί υπολογισμοί της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου μόνο για εκείνες τις μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις και οι οποίες μπορούν να αναπαραχθούν αξιόπιστα με τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων τα οποία διαθέτουν αξιόπιστη και παρατηρήσιμη αγοραία αξία. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των τεχνικών προβλέψεων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες μελλοντικές ταμειακές ροές προσδιορίζεται επί τη βάσει της αγοραίας αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν χωριστά τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου, το περιθώριο κινδύνου υπολογίζεται επί τη βάσει του κόστους επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ίσων προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που απαιτούνται για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε όλη τη διάρκειά τους. Το ποσοστό που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κόστους των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (ποσοστό κόστους κεφαλαίου) είναι το ίδιο για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και αναθεωρείται περιοδικά. Το ποσοστό του κόστους κεφαλαίου που χρησιμοποιείται ισούται με το πρόσθετο επιτόκιο, επιπλέον του σχετικού ελεύθερου κινδύνου επιτοκίου, με το οποίο θα επιβαρυνόταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία διαθέτει ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 3 του παρόντος Κεφαλαίου, ίσο με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, απαραίτητο για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των εν λόγω υποχρεώσεων.

Άρθρο 53Παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου (άρθρο 77α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Ο προσδιορισμός της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος γίνεται με τη χρήση και σε συνέπεια με τις πληροφορίες που συνάγονται από συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα. Κατά τον προσδιορισμό αυτόν, λαμβάνονται υπόψη τα συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία διαθέτουν ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και των ομολόγων διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, η αντίστοιχη χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση. Το παρεκτεταμένο τμήμα της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται σε προθεσμιακά επιτόκια (forward rates) που συγκλίνουν ομαλά από ένα αρχικό ή ένα σύνολο αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων προς ένα τελικό (ultimate) προθεσμιακό επιτόκιο. Το αρχικό ή το σύνολο των αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων θα υπολογίζεται με αναφορά στις μεγαλύτερες ληκτότητες για τις οποίες μπορούν να παρατηρούνται τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και τα ομόλογα σε μία αγορά με βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια.

Άρθρο 54Προσαρμογή της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (Προσαρμογή αντιστοίχισης) (άρθρο 77β της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται, κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από την Εποπτική Αρχή, να εφαρμόζουν προσαρμογή αντιστοίχισης στη σχετική χρονική διάρκεια των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης ενός χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων ζωής, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων με τη μορφή προσόδων που προκύπτουν από συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης κατά ζημιών. Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής δίδεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει αντιστοιχίσει και προσδιορίσει ένα χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού (αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού), αποτελούμενο από ομόλογα και από λοιπά, παρόμοιων χαρακτηριστικών σε όρους ταμειακών ροών, περιουσιακά στοιχεία, για την κάλυψη της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων και διατηρεί την ίδια αντιστοίχιση για όλη τη διάρκεια ισχύος των υποχρεώσεων. Μεταβολές στα αντίστοιχα προσδιορισμένα περιουσιακά στοιχεία επιτρέπονται μόνον σε περιπτώσεις ουσιαστικής μεταβολής των ταμειακών ροών και εφόσον πρόκειται για τη διατήρηση της αντιστοιχίας των αναμενόμενων ταμειακών ροών μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων, β) ο προσδιορισμός, η οργάνωση και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο οποίο εφαρμόζεται η προσαρμογή αντιστοίχισης και του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού γίνονται χωριστά από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης, το δε αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη ζημιών που προκύπτουν από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης, γ) οι αναμενόμενες ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού αναπαράγουν καθεμία από τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο ίδιο νόμισμα, και οποιαδήποτε αναντιστοιχία δεν προκαλεί σημαντικούς πρόσθετους κινδύνους σε σχέση με τους ενυπάρχοντες εγγενείς κινδύνους των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στις οποίες εφαρμόζεται προσαρμογή αντιστοίχισης, δ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν προβλέπουν μελλοντικές καταβολές ασφαλίστρου, ε) οι μόνοι κίνδυνοι ανάληψης ασφαλίσεων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων είναι ο κίνδυνος μακροβιότητας, ο κίνδυνος εξόδων, ο κίνδυνος αναθεώρησης και ο κίνδυνος θνησιμότητας, στ) στην περίπτωση που ο κίνδυνος ανάληψης ασφαλίσεων που σχετίζεται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων περιλαμβάνει τον κίνδυνο θνησιμότητας, η βέλτιστη εκτίμηση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν αυξάνεται κατά περισσότερο από 5% σε περίπτωση απότομης μεταβολής της θνησιμότητας, βαθμονομημένης σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος, ζ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν περιλαμβάνουν δικαιώματα προαιρέσεως του αντισυμβαλλόμενου ή περιλαμβάνουν μόνο το δικαίωμα καταγγελίας από αυτόν της σύμβασης και η αντίστοιχη προκύπτουσα αξία εξαγοράς δεν υπερβαίνει την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, αποτιμώμενων σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, τη στιγμή της άσκησης του δικαιώματος αυτού, η) οι ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού είναι καθορισμένες και σταθερές και δεν μπορούν να μεταβληθούν είτε από τους εκδότες των στοιχείων ενεργητικού είτε και από τρίτα μέρη, θ) οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου δεν προκύπτουν από διαχωρισμό σε διαφορετικά τμήματα των αντίστοιχων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η΄ της παρούσας παραγράφου, σε περίπτωση που οι ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων εξαρτώνται από τον πληθωρισμό, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν στο αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και λοιπά στοιχεία ενεργητικού με καθορισμένες μεν και σταθερές ταμειακές ροές τα οποία όμως εξαρτώνται από τον πληθωρισμό. Επιπλέον, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η΄ της παρούσας παραγράφου, στοιχεία ενεργητικού δεν αποκλείονται από την δυνατότητας επιλογής τους για το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού σε περίπτωση που οι εκδότες ή τρίτα μέρη έχουν μεν δικαίωμα να μεταβάλουν τις ταμειακές ροές τους όμως κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο επενδυτής να λαμβάνει επαρκή αποζημίωση ώστε να μπορεί να επιτύχει τις ίδιες ταμειακές ροές με το αρχικό στοιχείο ενεργητικού επανεπενδύοντας σε λοιπά στοιχεία ενεργητικού ισοδύναμης ή καλύτερης πιστοληπτικής ποιότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την προσαρμογή αντιστοίχισης σε χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν μπορούν να επιστρέψουν σε προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει προσαρμογή αντιστοίχισης. Σε περίπτωση που μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης δεν μπορεί πλέον να συμμορφωθεί προς τους όρους της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ενημερώνει αμέσως την Εποπτική Αρχή και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσής της προς τους όρους αυτούς. Αν η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς τους όρους αυτούς μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία μη συμμόρφωσης, παύει να εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης σε οποιαδήποτε από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις και δεν μπορεί να την εφαρμόζει για επιπλέον χρονικό διάστημα 24 μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις για τις οποίες η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δυνάμει του άρθρου 56 του παρόντος ή μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 274 του παρόντος.

Άρθρο 55Υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης (άρθρο 77γ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 54 του παρόντος υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές: α) η προσαρμογή αντιστοίχισης ισούται με τη διαφορά των μεγεθών των παρακάτω υποπεριπτώσεων αα΄ και αβ΄: αα) του ετήσιου αποτελεσματικού επιτοκίου, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, του χαρτοφυλακίου των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού, μείον αβ) το ετήσιο αποτελεσματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, όπου ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης έχει λάβει υπόψη του ως χρονική αξία του χρήματος τη βασική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, β) η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο το οποίο αντανακλά τους κινδύνους οι οποίοι διακρατούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, γ) κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ του παρόντος άρθρου, το βασικό πιστωτικό περιθώριο αυξάνεται, όπου αυτό απαιτείται, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα μειωμένης πιστοληπτικής διαβάθμισης «sub investment grade» δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα επενδυτικής διαβάθμισης «investment grade» με την ίδια οικονομική μέση διάρκεια και χαρακτηριστικά, δ) η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης είναι συνεπής προς τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικών αξιολογήσεων στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 26 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, το βασικό πιστωτικό περιθώριο: α) ισούται με το άθροισμα των μεγεθών των υποπεριπτώσεων αα΄ και αβ΄ παρακάτω: αα) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία του ενεργητικού, όπου η πιθανότητα αθέτησης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων που σχετίζονται με τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού αναφορικά με την οικονομική μέση διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, και αβ) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες λόγω πιστωτικής υποβάθμισης των στοιχείων του ενεργητικού, β) για εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών − μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα επί τοις εκατό (30%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με τις εκθέσεις αυτές, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου, γ) για στοιχεία ενεργητικού άλλα από εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών − μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα πέντε επί τοις εκατό (35%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αναφορικά με την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, όταν δεν μπορεί να εξαχθεί αξιόπιστο πιστωτικό περιθώριο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στην υποπερίπτωση αα΄ της ανωτέρω περίπτωσης, το βασικό πιστωτικό περιθώριο τίθεται ίσο με το ποσοστό του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 56Προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου (άρθρο 77δ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για κάθε σχετικό νόμισμα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτευχθεί από στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο αναφοράς για το συγκεκριμένο νόμισμα και των επιτοκίων της χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου για το ίδιο νόμισμα. Το χαρτοφυλάκιο αναφοράς για ένα νόμισμα είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού που είναι σε αυτό το νόμισμα και στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε αυτό το νόμισμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το ποσό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου ισούται με το εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%) του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο συναλλαγματικό περιθώριο υπολογίζεται ως το μέρος της διαφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, το οποίο δεν αντιστοιχεί σε αναμενόμενες ζημίες ή σε απρόβλεπτο πιστωτικό κίνδυνο ή σε άλλο κίνδυνο των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού υπολογιζόμενα επί τη βάσει ρεαλιστικής εκτίμησης. Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται μόνο στα επιτόκια άνευ κινδύνου της χρονικής διάρθρωσης τα οποία δεν προκύπτουν από παρέκταση σύμφωνα με το άρθρο 53 του παρόντος. Η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στα εν λόγω προσαρμοσμένα επιτόκια άνευ κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας της παραγράφου 3 του παρόντος στα επιτόκια άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων που προέρχονται από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά της Ελλάδας ή ενός άλλου κράτους προσαυξάνεται περαιτέρω, πριν από την εφαρμογή του συντελεστή εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%), κατά τη διαφορά μεταξύ του διορθωμένου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχα της Ελλάδας ή του κράτους αυτού και του διπλάσιου του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου, όποτε η διαφορά αυτή είναι θετική και το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο της Ελλάδας ή του αντίστοιχου κράτους είναι υψηλότερο από εκατό (100) μονάδες βάσης. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο κράτους υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η διορθωμένη για τον κίνδυνο συναλλαγματική διαφορά του συγκεκριμένου κράτους, αλλά με βάση χαρτοφυλάκιο αναφοράς αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στα οποία έχουν επενδύσει οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά του συγκεκριμένου κράτους και είναι στο νόμισμα αυτού του κράτους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές υποχρεώσεις όταν η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δυνάμει του άρθρου 54 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 77 του παρόντος, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας δεν καλύπτει τον κίνδυνο απώλειας βασικών ιδίων κεφαλαίων ως αποτέλεσμα μεταβολών στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.

Άρθρο 57Χρήση των πληροφοριών που δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 77ε της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 23 και 24 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν υποχρεωτικά, στους αντίστοιχους υπολογισμούς τους, για κάθε σχετικό νόμισμα, τις ακόλουθες τεχνικές πληροφορίες που δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ: α) τη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος, χωρίς προσαρμογή αντιστοίχισης ή προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, β) το βασικό πιστωτικό περιθώριο, για κάθε σχετική οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού, για τον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος, γ) την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 56, για κάθε σχετική εθνική ασφαλιστική αγορά που δραστηριοποιούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δεν δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ ή δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ αλλά δεν έχουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να καθορίζει και να δημοσιεύει στη δική της ιστοσελίδα αντίστοιχες τεχνικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Στην περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δεν δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ ή δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ αλλά δεν έχουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα θεωρείται ότι λαμβάνουν μηδενική τιμή.

Άρθρο 58Πληροφορίες προς την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 77στ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή παρέχει στην ΕΑΑΕΣ, σε ετήσια βάση, στοιχεία σχετικά με την επίπτωση της εφαρμογής των άρθρων 53 έως 57, του άρθρου 82, της παραγράφου 4 του άρθρου 109 και των άρθρων 254, 274 και 275 του παρόντος, καθώς και τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τη διαθεσιμότητα στην ελληνική ασφαλιστική αγορά μακροπρόθεσμων εγγυήσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα και τη συμπεριφορά των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως μακροπρόθεσμων επενδυτών, β) τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν την προσαρμογή αντιστοίχισης, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του παρόντος, την υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, γ) την επίπτωση που έχουν στη χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην κεφαλαιακή απαίτηση λόγω κινδύνου μετοχών, η υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας, και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, τόσο σε συγκεντρωτικό επίπεδο για το σύνολο της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς όσο και αναλυτικά για κάθε μία ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, σε ανώνυμη βάση, δ) την επίπτωση που έχουν στην επενδυτική συμπεριφορά των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην κεφαλαιακή απαίτηση λόγω κινδύνου μετοχών και η υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας και αν τα ανωτέρω μέτρα παρέχουν αδικαιολόγητη μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης, ε) την επίπτωση που έχει οποιαδήποτε παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του παρόντος στις προσπάθειες των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αποκαταστήσουν το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, στ) στις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, το αν συμμορφώνονται προς τα σχέδια σταδιακής εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 276 του παρόντος και τις προοπτικές για μείωση της εξάρτησης από αυτά τα μεταβατικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που έχουν ληφθεί ή αναμένεται να ληφθούν από τις ίδιες τις επιχειρήσεις ή την Εποπτική Αρχή.

Άρθρο 59Περαιτέρω παράμετροι για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων (άρθρο 78 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Επιπροσθέτως του άρθρου 52 του παρόντος, κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα: (1) όλες τις δαπάνες και τα έξοδα που θα πραγματοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, (2) τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού των δαπανών και εξόδων, καθώς και των αποζημιώσεων, (3) όλες τις πληρωμές στους αντισυμβαλλόμενους και στους δικαιούχους ασφαλίσματος συμπεριλαμβανομένων μελλοντικών προαιρετικών παροχών και διανομών κερδών τις οποίες αναμένεται να πραγματοποιήσουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες, εξαιρουμένων όμως των πληρωμών που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος.

Άρθρο 60Αποτίμηση των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και των συμβατικών δικαιωμάτων προαιρέσεως (options) που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις (άρθρο 79 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την αξία των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και των συμβατικών δικαιωμάτων προαιρέσεως που τυχόν προβλέπονται από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις. Οιεσδήποτε παραδοχές εκ μέρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με την πιθανότητα να ασκήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι τα εν λόγω δικαιώματα προαιρέσεως, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων και εξαγορών συμβολαίων πρέπει να βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα και σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες. Λαμβάνουν δε υπόψη, ρητά ή σιωπηρά, την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

Άρθρο 61Ομαδοποίηση (άρθρο 80 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ομαδοποιούν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις σε ομογενείς ομάδες κινδύνου, και τουλάχιστον κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων.

Άρθρο 62Ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού (άρθρο 81 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Ο υπολογισμός των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 έως 61 του παρόντος. Κατά τον υπολογισμό των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, λαμβάνεται υπόψη η χρονική διαφορά μεταξύ ανακτήσεων και των άμεσων πληρωμών. Το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού προσαρμόζεται περαιτέρω προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη και αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου. Η ανωτέρω προσαρμογή βασίζεται σε εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης από τον αντισυμβαλλόμενο και της μέσης ζημίας που θα επέλθει από την αθέτηση αυτή (ζημία σε περίπτωση αθέτησης).

Άρθρο 63Ποιότητα δεδομένων και εφαρμογή προσεγγίσεων, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων, για τις τεχνικές προβλέψεις (άρθρο 82 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν εσωτερικές διεργασίες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν την καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις ειδικές περιπτώσεις στις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν ανεπαρκή δεδομένα κατάλληλης ποιότητας, προκειμένου να εφαρμόσουν αξιόπιστη αναλογιστική μέθοδο σε ένα σύνολο ή ένα υποσύνολο είτε των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων είτε των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, δύνανται να χρησιμοποιηθούν κατάλληλες προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου φάκελο προς φάκελο, για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Άρθρο 64Σύγκριση με βάση τα εμπειρικά δεδομένα (άρθρο 83 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν διεργασίες και διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι βέλτιστες εκτιμήσεις και οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των βέλτιστων εκτιμήσεων, συγκρίνονται με τα εμπειρικά δεδομένα σε περιοδική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που από τη σύγκριση προκύπτει συστηματική απόκλιση μεταξύ της εμπειρικής παρατήρησης και της βέλτιστης εκτίμησης των τεχνικών προβλέψεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η επιχείρηση προβαίνει σε κατάλληλες προσαρμογές των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται ή των παραδοχών που γίνονται.

Άρθρο 65Καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών προβλέψεων – Αύξηση των τεχνικών προβλέψεων (άρθρα 84 και 85 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση, να παρέχουν στην Εποπτική Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των περιοδικών συγκρίσεων του άρθρου 64 του παρόντος, με τα οποία να αποδεικνύεται η καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών τους προβλέψεων, η εφαρμοσιμότητα και η συνάφεια των χρησιμοποιούμενων μεθόδων και η επάρκεια, καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο βαθμό που οι παρεχόμενες πληροφορίες και στοιχεία της παραγράφου 1 του παρόντος δεν αποδεικνύουν, αλλά και σε κάθε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή διαπιστώνει, ότι ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων δεν συνάδει με τα άρθρα 51 έως 64 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αυξήσουν το ποσό των τεχνικών προβλέψεων έτσι ώστε αυτές να αντιστοιχούν σε επίπεδο που προκύπτει σύμφωνα με εν λόγω άρθρα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ 1ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Άρθρο 66Ίδια κεφάλαια (άρθρο 87 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Τα ίδια κεφάλαια που κατέχουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στο άθροισμα των βασικών ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται από το άρθρο 67 και των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται από το άρθρο 68 του παρόντος.

Άρθρο 67Βασικά ίδια κεφάλαια (άρθρο 88 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Τα βασικά ίδια κεφάλαια απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία: α) τη διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και των υποχρεώσεων, όπως τούτα αποτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 50 και την Ενότητα 2 του παρόντος κεφαλαίου, β) τις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης. Το ποσό της διαφοράς που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ του παρόντος μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχονται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Άρθρο 68Συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια (άρθρο 89 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια αποτελούνται από στοιχεία άλλα από αυτά που συγκροτούν τα βασικά ίδια κεφάλαια. Τα εν λόγω κεφάλαια μπορούν να προορίζονται για την απορρόφηση ζημιών. Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια δύνανται να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία, στο βαθμό που αυτά δεν αποτελούν στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων: α) όσον αφορά στις ανώνυμες εταιρείες το μη καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή όσον αφορά στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς το αρχικό κεφάλαιο το οποίο δεν έχει καταστεί απαιτητό, β) τις εγγυητικές επιστολές και λοιπές εγγυήσεις, γ) άλλες νομικές δεσμεύσεις υπέρ των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Στην περίπτωση των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών, τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν επίσης μελλοντικές αξιώσεις αυτών έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς, εντός δωδεκάμηνης προθεσμίας, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το καταστατικό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν κάποιο από τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων των ανωνύμων εταιριών καταβληθεί ή στην περίπτωση των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών καταστεί απαιτητό, τότε το εν λόγω στοιχείο θεωρείται στοιχείο του ενεργητικού και παύει πλέον να αποτελεί μέρος των στοιχείων των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων.

Άρθρο 69Εποπτική έγκριση των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 90 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 25 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ποσά των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το ποσό που καταλογίζεται σε κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων πρέπει να αντικατοπτρίζει τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών αυτού του στοιχείου και να βασίζεται σε συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές. Για συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια με σταθερή ονομαστική αξία, το ύψος του συγκεκριμένου στοιχείου ισούται με την ονομαστική του αξία μόνο εφόσον αυτή αντικατοπτρίζει σωστά τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών αυτού του στοιχείου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για κάθε ένα στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, η Εποπτική Αρχή εγκρίνει ένα εκ των κατωτέρω: α) ένα νομισματικό ποσό, β) μία μέθοδο για τον προσδιορισμό του ποσού του στοιχείου. Στην περίπτωση αυτή, η έγκριση από την Εποπτική Αρχή του ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή χορηγείται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, η Εποπτική Αρχή βασίζει την έγκρισή της στην εκτίμηση των κατωτέρω παραγόντων: α) της κατάστασης των εκάστοτε αντισυμβαλλομένων μερών, σε σχέση τόσο με την ικανότητα όσο και με τη βούλησή τους να πληρώσουν, β) της δυνατότητας ανάκτησης των κεφαλαίων, λαμβανομένης υπόψη της νομικής μορφής του στοιχείου, καθώς και των τυχόν συνθηκών οι οποίες ενδέχεται να εμποδίσουν την προσήκουσα καταβολή ή πρόσκληση καταβολής του στοιχείου αυτού των κεφαλαίων, γ) τυχόν πληροφοριών για την έκβαση προηγούμενων προσκλήσεων καταβολής, τις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν για τέτοιους είδους συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια, εφόσον οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν αξιόπιστα για την αξιολόγηση της αναμενόμενης έκβασης μελλοντικών προσκλήσεων.

Άρθρο 70Πλεονάζοντα κεφάλαια (άρθρο 91 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ως πλεονάζοντα κεφάλαια νοούνται τα συσσωρευμένα κέρδη που δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Tα πλεονάζοντα κεφάλαια της ανωτέρω παραγράφου δεν θεωρούνται ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, μόνον εφόσον πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 72 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ποσά των πλεοναζόντων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τρόπος και χρόνος υποβολής της αίτησης και οι παράγοντες και τα κριτήρια που θα λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση της έγκρισης της παραγράφου 3 του παρόντος, το μέγιστο χρονικό διάστημα ισχύος της ανωτέρω έγκρισης και ο χρόνος απάντησης περί έγκρισης ή μη.

ΤΜΗΜΑ 2ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Άρθρο 71Χαρακτηριστικά και στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες (Tiers) (άρθρο 93 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες (Tiers). Η ταξινόμηση αυτών των στοιχείων εξαρτάται από το εάν είναι στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων ή συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, καθώς και από το βαθμό στον οποίο διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) το στοιχείο είναι διαθέσιμο ή σε πρώτη ζήτηση καταβλητέο, για την πλήρη απορρόφηση ζημιών στη βάση συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης, καθώς και στην περίπτωση εκκαθάρισης (διαρκής διαθεσιμότητα) β) στην περίπτωση εκκαθάρισης, το συνολικό ποσό του στοιχείου είναι διαθέσιμο για την απορρόφηση ζημιών και το στοιχείο δεν επιστρέφεται στον κάτοχό του μέχρις ότου όλες οι άλλες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων προς αντισυμβαλλομένους και δικαιούχους ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών συμβάσεων, έχουν ικανοποιηθεί (μειωμένη εξασφάλιση).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, τόσο επί του εκάστοτε τρέχοντος χρόνου όσο και στο μέλλον, αποδίδεται η δέουσα προσοχή στην οικονομική μέση διάρκεια (duration) του στοιχείου, ιδίως στο εάν το στοιχείο έχει καθορισμένη λήξη ή όχι. Εάν ένα στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων έχει καθορισμένη λήξη, τότε λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα της σύγκρισης της οικονομικής μέσης διάρκειας του στοιχείου με την οικονομική μέση διάρκεια των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης της επιχείρησης (επαρκής οικονομική μέση διάρκεια). Επιπλέον, εξετάζονται οι ακόλουθοι παράγοντες: α) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο απαιτήσεων ή κινήτρων εξαγοράς του ονομαστικού ποσού (απουσία κινήτρων εξαγοράς), β) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο υποχρεωτικών παγίων εξόδων (απουσία υποχρεωτικών χρηματοοικονομικών εξόδων), γ) αν το στοιχείο είναι καθαρό από οποιοδήποτε βάρος (απουσία βαρών).

Άρθρο 72Κυριότερα κριτήρια για την ταξινόμηση σε κατηγορίες (Tiers) (άρθρο 94 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 1 (Tier 1) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του παρόντος, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς το χαρακτηριστικό που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του παρόντος, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος. Τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 71, λαμβανομένων υπόψη και των χαρακτηριστικών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα στοιχεία των βασικών και συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία δεν υπάγονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος, ταξινομούνται στην κατηγορία 3 (Tier 3).

Άρθρο 73Ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες (Tiers) (άρθρο 95 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η ταξινόμηση των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες (Tiers) γίνεται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 72 του παρόντος. Προς το σκοπό αυτόν, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατρέχουν στον κατάλογο των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 97 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ και στην παράγραφο 3 του παρόντος, όπου είναι εφαρμόσιμος. Εάν κάποιο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων δεν καλύπτεται από τον κατάλογο αυτόν, αξιολογείται και ταξινομείται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Η ταξινόμηση αυτή υπόκειται σε έγκριση από την Εποπτική Αρχή κατόπιν αιτήσεως από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη χορήγηση της έγκρισης της παραγράφου 1 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή δύναται να δημοσιεύει και επικαιροποιεί κατάλογο στοιχείων ιδίων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 74 του παρόντος, που θεωρούνται ότι πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 72 του παρόντος. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει για κάθε στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών επί τη βάσει των οποίων έγινε η συγκεκριμένη ταξινόμηση.

Άρθρο 74Ταξινόμηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που αφορούν ειδικά τις ασφάλειες (άρθρο 96 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 73 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 97 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι κάτωθι ταξινομήσεις: α) τα εγκεκριμένα από την Εποπτική Αρχή πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος ταξινομούνται στην κατηγορία 1 (Tier 1), β) οι εγγυητικές επιστολές και λοιπές εγγυήσεις, που τηρούνται σε καταπίστευμα από ανεξάρτητο θεματοφύλακα προς όφελος των πιστωτών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και οι οποίες παρέχονται από πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το ν. 4261/2014 (Α΄ 107) ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2), γ) τυχόν μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί πλοιοκτητών, εφόσον τούτο προβλέπεται από το καταστατικό τους, οι οποίοι ασφαλίζουν αποκλειστικά κινδύνους των Κλάδων 6 «Πλοία», 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη» και 17 «Νομική προστασία» του άρθρου 4 του παρόντος έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για καταβολή συμπληρωματικών συνεισφορών, εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2). Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 72 του παρόντος, οποιεσδήποτε μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν έναντι των μελών τους αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί, εφόσον τούτο προβλέπεται στο καταστατικό τους, μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματικές εισφορές, μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ του παρόντος ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2). Η εν λόγω ταξινόμηση συντρέχει, εφόσον οι αξιώσεις αυτές διαθέτουν σε σημαντικό βαθμό τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 71, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται η έννοια, το είδος και ο τρόπος λειτουργίας του καταπιστεύματος και η έννοια της ανεξαρτησίας του θεματοφύλακα της περίπτωσης β΄ του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 3ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Άρθρο 75Επιλεξιμότητα και όρια που εφαρμόζονται στις κατηγορίες (Tiers) 1, 2 και 3 (άρθρο 98 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όσον αφορά στη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, τα επιλέξιμα ποσά των στοιχείων της κατηγορίας 2 (Tier 2) και της κατηγορίας 3 (Tier 3) υπόκεινται σε ποσοτικά όρια τέτοια ώστε να διασφαλίζεται ότι: α) η αναλογία των στοιχείων της κατηγορίας 1 (Tier 1) στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερη από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ίδιων κεφαλαίων, β) το επιλέξιμο ποσό των στοιχείων της κατηγορίας 3 (Tier 3) είναι μικρότερο από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όσον αφορά στη συμμόρφωση των επιχειρήσεων προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, το ποσό των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) υπόκειται σε ποσοτικά όρια τέτοια ώστε να διασφαλίζεται, κατ’ ελάχιστο, ότι το ποσοστό των στοιχείων της κατηγορίας 1 (Tier 1) στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερο από το ήμισυ του συνολικού ποσού των βασικών ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το επιλέξιμο ποσό των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που ορίζεται στο άρθρο 76 του παρόντος ισούται με το άθροισμα του ποσού της κατηγορίας 1 (Tier 1), του επιλέξιμου ποσού της κατηγορίας 2 (Tier 2) και του επιλέξιμου ποσού της κατηγορίας 3 (Tier 3).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης που ορίζεται στο άρθρο 101 του παρόντος ισούται με το άθροισμα του ποσού της κατηγορίας 1 (Tier 1) και του επιλέξιμου ποσού των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2).

ΕΝΟΤΗΤΑ 4ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
ΤΜΗΜΑ 1ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟ Ή ΜΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ
Άρθρο 76Γενικές διατάξεις (άρθρο 100 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διατηρούν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας υπολογίζεται είτε σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως περιγράφεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας είτε με τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος, όπως ορίζεται στο Τμήμα 3 της παρούσας Ενότητας.

Άρθρο 77Υπολογισμός Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (άρθρο 101 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας: α) υπολογίζεται βάσει της παραδοχής της συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης (going concern), β) διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κινδύνων που είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν και στους οποίους είναι εκτεθειμένη η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, γ) καλύπτει τόσο τις υφιστάμενες δραστηριότητες όσο και τις νέες δραστηριότητες που αναμένεται να αναληφθούν μέσα στους επόμενους δώδεκα (12) μήνες. Όσον αφορά στις υφιστάμενες δραστηριότητες, η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας καλύπτει μόνο τις μη αναμενόμενες ζημίες, δ) αντιστοιχεί στην αξία σε κίνδυνο (Value−at−Risk) των βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για περίοδο ενός (1) έτους, ε) καλύπτει, τουλάχιστον, τους κινδύνους ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών, ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, ανάληψης ασφαλίσεων υγείας, τον κίνδυνο αγοράς, τον πιστωτικό κίνδυνο και τον λειτουργικό κίνδυνο στον οποίο περιλαμβάνονται νομικοί κίνδυνοι και αποκλείονται κίνδυνοι που απορρέουν από στρατηγικές αποφάσεις και κίνδυνοι φήμης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος και οι λοιποί κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση τέτοιου είδους τεχνικών αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

Άρθρο 78Συχνότητα υπολογισμού (άρθρο 102 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις: α) υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τουλάχιστον μία φορά ετησίως, υποβάλλουν δε το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού στην Εποπτική Αρχή, β) διατηρούν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν την τελευταία υποβληθείσα κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, γ) παρακολουθούν σε συνεχή βάση το ποσό των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας. Εάν το προφίλ κινδύνου μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τελευταία αναφερθείσα Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η επιχείρηση υπολογίζει εκ νέου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αμελλητί και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στην Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να διαφαίνεται ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε τελευταία φορά η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από την επιχείρηση να υπολογίσει εκ νέου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΤΜΗΜΑ 2ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Άρθρο 79Δομή τυποποιημένης μεθόδου (άρθρο 103 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο αποτελεί το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων: α) της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 80 του παρόντος, β) της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 του παρόντος, και γ) της προσαρμογής για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων, όπως ορίζεται στο άρθρο 84.

Άρθρο 80Σχεδιασμός της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (άρθρο 104 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας περιλαμβάνει επιμέρους ενότητες κινδύνου, οι οποίες συναθροίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Παραρτήματος I του παρόντος. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες ενότητες κινδύνου: α) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών, β) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, γ) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων υγείας, δ) του κινδύνου αγοράς, ε) του κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλόμενου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες εντάσσονται στην ενότητα κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων που προσιδιάζει καλύτερα στην τεχνική φύση των υποκείμενων κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι συντελεστές συσχέτισης για τη συνάθροιση των ενοτήτων κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος, καθώς και η βαθμονόμηση (calibration) των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε ενότητα κινδύνου, οδηγούν σε συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας η οποία να συνάδει με τις αρχές που παρατίθενται στο άρθρο 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε μία από τις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος βαθμονομείται με τη χρήση ενός μέτρου αξίας σε κίνδυνο (Value−at−Risk), με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για περίοδο ενός έτους. Κατά περίπτωση, στο σχεδιασμό κάθε ενότητας κινδύνου λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις της διαφοροποίησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο ίδιος σχεδιασμός και οι ίδιες προδιαγραφές για τις ενότητες κινδύνου χρησιμοποιούνται για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τόσο σε σχέση με τη Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση φερεγγυότητας όσο και με τους απλοποιημένους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 85 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Όσον αφορά στους κινδύνους από καταστροφές, μπορούν να χρησιμοποιούνται γεωγραφικές προδιαγραφές, όπου κρίνεται απαραίτητο, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνων ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται, κατόπιν εγκρίσεως από την Εποπτική Αρχή, εντός του πλαισίου της τυποποιημένης μεθόδου, να αντικαθιστούν μια υποομάδα από τις παραμέτρους της τυποποιημένης μεθόδου με παραμέτρους που προσιδιάζουν στην αιτούσα επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας. Οι παράμετροι αυτές βαθμονομούνται με βάση τα εσωτερικά δεδομένα της εν λόγω επιχείρησης ή δεδομένα τα οποία έχουν άμεση συνάφεια με τις εργασίες της συγκεκριμένης επιχείρησης χρησιμοποιώντας τυποποιημένες μεθόδους. Κατά τη χορήγηση της εποπτικής έγκρισης, η Εποπτική Αρχή εξακριβώνει την πληρότητα, ακρίβεια και καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων.

Άρθρο 81Υπολογισμός της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (άρθρο 105 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 29 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ενότητα του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις κατά ζημιών και ο οποίος σχετίζεται με τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται, καθώς και με τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας. Περαιτέρω λαμβάνεται υπόψη η αβεβαιότητα στα αποτελέσματα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση τόσο με τις υφιστάμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις όσο και με τις νέες εργασίες που αναμένονται να αναληφθούν εντός των επομένων δώδεκα μηνών. Υπολογίζεται, σύμφωνα με τη μέθοδο της παραγράφου 2 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων τουλάχιστον για τις ακόλουθες υποενότητες: α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που προκύπτει από διακυμάνσεις στο χρόνο επέλευσης, στη συχνότητα και στη σφοδρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων, καθώς και στο χρόνο και στο ποσό διακανονισμού των αποζημιώσεων (κίνδυνος ασφάλιστρου και τεχνικών προβλέψεων ασφαλίσεων κατά ζημιών), β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας τεχνικών προβλέψεων, λόγω ακραίων ή έκτακτων συμβάντων (καταστροφικός κίνδυνος ασφαλίσεων κατά ζημιών).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ενότητα του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις ζωής και ο οποίος σχετίζεται με τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται, καθώς και με τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας. Υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τουλάχιστον ακόλουθες υποενότητες: α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, στην περίπτωση που μια αύξηση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος θνησιμότητας), β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, στην περίπτωση που μια μείωση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος μακροβιότητας), γ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, στην τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών ανικανότητας, ασθένειας και νοσηρότητας (κίνδυνος ανικανότητας − νοσηρότητας), δ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των δαπανών εξυπηρέτησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων (κίνδυνος εξόδων ασφάλισης ζωής), ε) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών αναθεώρησης που εφαρμόζονται σε προσόδους, λόγω αλλαγών στο νομικό περιβάλλον ή στην κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου (κίνδυνος αναθεώρησης), στ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών καταγγελίας, ανανεώσεων, λήξης και εξαγοράς συμβολαίων (κίνδυνος ακύρωσης), ζ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα των παραδοχών τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σχετικά με ακραία ή ασυνήθη γεγονότα (καταστροφικός κίνδυνος ασφάλισης ζωής).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η ενότητα κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων υγείας αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από την ανάληψη υποχρεώσεων ασφαλίσεων υγείας, είτε γίνεται με τεχνική βάση παρόμοια με εκείνη της ασφάλισης ζωής είτε όχι, όπως προκύπτει τόσο από τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται όσο και τις διεργασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της δραστηριότητας. Καλύπτει τουλάχιστον τους ακόλουθους κινδύνους: α) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, β) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο χρόνο επέλευσης, τη συχνότητα και τη σφοδρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων και στο χρόνο και στο ποσό διακανονισμού των αποζημιώσεων κατά τη στιγμή της πρόβλεψης, γ) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σε σχέση με εκδηλώσεις σοβαρών επιδημιών, καθώς και την ασυνήθη σώρευση κινδύνων κάτω από τέτοιου είδους ακραίες περιστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ενότητα για τον κίνδυνο αγοράς αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από το επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των χρηματοοικονομικών μέσων που έχουν επίπτωση στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Αντικατοπτρίζει δεόντως τη δομική αναντιστοιχία μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, ιδίως σε σχέση με την οικονομική μέση διάρκειά τους. Υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τουλάχιστον ακόλουθες υποενότητες: α) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στην χρονική διάρθρωση των επιτοκίων, ή στη μεταβλητότητα των επιτοκίων (κίνδυνος επιτοκίου), β) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των μετοχών (κίνδυνος μετοχών), γ) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών ακινήτων (κίνδυνος τιμών ακινήτων), δ) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των πιστωτικών περιθωρίων πλέον της χρονικής διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου (κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου), ε) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο, ή τη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών (συναλλαγματικός κίνδυνος), στ) των πρόσθετων κινδύνων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προέρχονται είτε από έλλειψη διαφοροποίησης στο χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων είτε από μεγάλη έκθεση σε κίνδυνο αθέτησης από ένα και μόνο εκδότη τίτλων ή ομάδα σχετιζόμενων εκδοτών (κίνδυνος συγκέντρωσης αγοράς).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου αντικατοπτρίζει πιθανές ζημίες λόγω μη αναμενόμενης αθέτησης ή επιδείνωσης στην πιστωτική θέση των αντισυμβαλλομένων και οφειλετών των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των προσεχών δώδεκα (12) μηνών. Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου καλύπτει συμβάσεις μετριασμού του κινδύνου, όπως συμφωνίες αντασφάλισης, τιτλοποιήσεις και παράγωγα προϊόντα, και απαιτήσεις από διαμεσολαβούντες, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πιστωτικές εκθέσεις οι οποίες δεν καλύπτονται στην υποενότητα κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου. Λαμβάνει κατάλληλα υπόψη εγγυήσεις ή άλλες διασφαλίσεις που διακρατούνται από την, ή για λογαριασμό της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και τους κινδύνους που σχετίζονται με τις ανωτέρω εγγυήσεις ή διασφαλίσεις. Για κάθε αντισυμβαλλόμενο, η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου λαμβάνει υπόψη τη συνολική έκθεση σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή των συμβατικών του υποχρεώσεων προς την επιχείρηση αυτή.

Άρθρο 82Υπολογισμός υποενότητας κινδύνου μετοχών: Μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής (άρθρο 106 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 29 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η υποενότητα κινδύνου μετοχών υπολογιζόμενη με την τυποποιημένη μέθοδο, περιλαμβάνει συμμετρική προσαρμογή στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η συμμετρική προσαρμογή της βάσει τυποποιημένης μεθόδου επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω μετοχών, βαθμονομημένη σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 80 του παρόντος, για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών, υπολογίζεται ως συνάρτηση του τρέχοντος επιπέδου κατάλληλου δείκτη μετοχών και ενός σταθμισμένου μέσου επιπέδου του συγκεκριμένου δείκτη. Ο σταθμισμένος μέσος υπολογίζεται επί τη βάσει κατάλληλης χρονικής περιόδου που πρέπει να είναι η ίδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η συμμετρική προσαρμογή της βάσει τυποποιημένης μεθόδου επιβάρυνσης του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω κινδύνου μετοχών χαμηλότερης κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες ή υψηλότερης κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες, από αυτή που προκύπτει με βάση την τυποποιημένη επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω κινδύνου μετοχών.

Άρθρο 83Κεφαλαιακή Απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο (άρθρο 107 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο αντικατοπτρίζει τους λειτουργικούς κινδύνους, στο βαθμό που αυτοί δεν αντικατοπτρίζονται ήδη στις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 80 του παρόντος. Η απαίτηση αυτή βαθμονομείται σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όσον αφορά τις συμβάσεις ασφάλισης ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλόμενους, ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο λαμβάνει υπόψη το ποσό των ετήσιων εξόδων που καταλογίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όσον αφορά στις εργασίες ασφάλισης και αντασφάλισης εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο 2 του παρόντος, ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο λαμβάνει υπόψη το μέγεθος των εργασιών αυτών, σε όρους δεδουλευμένων ασφαλίστρων και τεχνικών προβλέψεων που σχηματίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις. Στην περίπτωση αυτή, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο δεν υπερβαίνει το τριάντα επί τοις εκατό (30%) της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που συνδέεται με τις συγκεκριμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες.

Άρθρο 84Προσαρμογή για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων (άρθρο 108 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 29 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η προσαρμογή που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 79 για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων αντικατοπτρίζει τη δυνητική αντιστάθμιση μη αναμενόμενων ζημιών μέσω ταυτόχρονης μείωσης των τεχνικών προβλέψεων ή των αναβαλλόμενων φόρων ή συνδυασμού και των δύο. Η προσαρμογή αυτή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα του μετριασμού του κινδύνου που παρέχεται από μελλοντικές παροχές των ασφαλιστικών συμβάσεων η εκπλήρωση των οποίων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης, στο βαθμό που αυτή μπορεί να στοιχειοθετήσει ότι μια μείωση των παροχών αυτών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών, όταν αυτές προκύψουν. Το αποτέλεσμα μετριασμού του κινδύνου που παρέχεται από τις προαναφερόμενες μελλοντικές παροχές διακριτικής ευχέρειας δεν υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών προβλέψεων και αναβαλλόμενων φόρων σε σχέση με τα μελλοντικά προαιρετικά αυτά οφέλη. Για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου, η αξία των μελλοντικών προαιρετικών παροχών κάτω από δυσμενείς περιστάσεις συγκρίνεται με την αξία των παροχών αυτών λαμβάνοντας υπόψη τις χρησιμοποιούμενες παραδοχές για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Άρθρο 85Απλοποιήσεις στην τυποποιημένη μέθοδο (άρθρο 109 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν απλοποιημένο υπολογισμό για συγκεκριμένη υποενότητα ή ενότητα κινδύνου όταν η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν δικαιολογεί τη στάση αυτή και εφόσον θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο υπολογισμό. Οι απλοποιημένοι υπολογισμοί βαθμονομούνται σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

Άρθρο 86Σημαντικές αποκλίσεις από τις παραδοχές στον υπολογισμό με την τυποποιημένη μέθοδο (άρθρο 110 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας, επειδή το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός με την τυποποιημένη μέθοδο, η Εποπτική Αρχή μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή της, να ζητά από την εν λόγω επιχείρηση να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους ειδικές για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 80 του παρόντος. Οι ειδικές αυτές παράμετροι υπολογίζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η επιχείρηση συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 3ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
Άρθρο 87Γενικές διατάξεις για την έγκριση πλήρων και μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων (άρθρο 112 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Oι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας με τη χρησιμοποίηση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος κατόπιν εγκρίσεως από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν μερικά εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω: α) μίας ή περισσοτέρων ενοτήτων κινδύνου ή υποενοτήτων, της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 80 και 81 του παρόντος, β) της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 του παρόντος, γ) της προσαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 84 του παρόντος. Παράλληλα, η χρήση μερικού υποδείγματος μπορεί να εφαρμόζεται στο σύνολο της δραστηριότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή μόνο σε μία ή περισσότερες σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην αίτηση για έγκριση από την Εποπτική Αρχή, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν, κατ’ ελάχιστον, τεκμηριωμένα στοιχεία με βάση τα οποία προκύπτει ότι το εσωτερικό υπόδειγμα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος. Εφόσον η αίτηση για την έγκριση αυτή συνδέεται με μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, οι απαιτήσεις στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος προσαρμόζονται προκειμένου να ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή αποφασίζει επί της αιτήσεως εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή εγκρίνει την αίτηση μόνον εφόσον βεβαιωθεί ότι τα συστήματα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για τον εντοπισμό, τον υπολογισμό, την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την αναφορά του κινδύνου είναι επαρκή, και ιδίως ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οποιαδήποτε απόφαση της Εποπτικής Αρχής να απορρίψει την αίτηση για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος συνοδεύεται από σχετική αιτιολόγηση, αναφέροντας τους λόγους απόρριψης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον έχει εγκρίνει τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, μπορεί, με απόφαση στην οποία να αναφέρονται οι λόγοι, να απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παρέχει σε αυτήν εκτίμηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας καθοριζόμενη σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας.

Άρθρο 88Ειδικές διατάξεις για την έγκριση μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων (άρθρο 113 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 30 και 31 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση μερικού εσωτερικού υποδείγματος, η έγκριση της Εποπτικής Αρχής δίδεται μόνον εάν το υπόδειγμα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 του παρόντος και εφόσον πληροί τις ακόλουθες συμπληρωματικές προϋποθέσεις: α) η επιχείρηση έχει δικαιολογήσει επαρκώς το λόγο για το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος, β) η προκύπτουσα Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αντικατοπτρίζει καταλληλότερα το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, και ιδίως ανταποκρίνεται στις αρχές που παρατίθενται στο Τμήμα 1 της παρούσας Ενότητας, γ) ο σχεδιασμός του μερικού εσωτερικού υποδείγματος είναι συνεπής προς τις αρχές που προβλέπονται στο Τμήμα 1 της παρούσας Ενότητας προκειμένου να επιτρέπει την πλήρη ενσωμάτωσή του στην τυποποιημένη μέθοδο της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης για τη χρήση μερικού εσωτερικού υποδείγματος το οποίο καλύπτει ορισμένες μόνο υποενότητες μιας συγκεκριμένης ενότητας κινδύνου ή ορισμένες από τις επιχειρηματικές μονάδες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με μια ορισμένη ενότητα κινδύνου ή μέρη και των δύο, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από την επιχείρηση να υποβάλει ένα ρεαλιστικό μεταβατικό σχέδιο για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του υποδείγματος. Στο μεταβατικό αυτό σχέδιο καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο η ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση προγραμματίζει να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος σε άλλες υποενότητες ή επιχειρηματικές μονάδες, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το υπόδειγμα καλύπτει ένα αρκούντως σημαντικό μέρος των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τη συγκεκριμένη αυτή ενότητα κινδύνου.

Άρθρο 89Πολιτική αλλαγής των πλήρων και μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων (άρθρο 115 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

30 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής έγκρισης εσωτερικού υποδείγματος, η Εποπτική Αρχή εγκρίνει την πολιτική για την αλλαγή του υποδείγματος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επιτρέπεται να τροποποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σύμφωνα με την πολιτική αυτή. Η πολιτική περιλαμβάνει τις προδιαγραφές των σημαντικών και των δευτερευουσών αλλαγών στο εσωτερικό υπόδειγμα. Οι σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα, καθώς και οι αλλαγές στην πολιτική αυτή, υπόκεινται πάντοτε σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 87 του παρόντος. Οι δευτερεύουσες αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση της Εποπτικής Αρχής μόνον εφόσον αναπτύσσονται σύμφωνα με την υποβληθείσα πολιτική.

Άρθρο 90Αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 116 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η αίτηση για την έγκριση του εσωτερικού υποδείγματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 87 του παρόντος, καθώς και η αίτηση για την έγκριση μεταγενέστερων σημαντικών αλλαγών στο εν λόγω υπόδειγμα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που υποβάλλονται προς την Εποπτική Αρχή φέρει την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου τους. Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει την ευθύνη για τη θεσμοθέτηση συστημάτων που διασφαλίζουν τη σωστή λειτουργία του εσωτερικού υποδείγματος σε συνεχή βάση.

Άρθρο 91Επιστροφή στην τυποποιημένη μέθοδο (άρθρο 117 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Αφού λάβουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 87 έγκριση, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν δύναται να επιστρέψουν στον υπολογισμό του συνόλου ή μέρους της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως αναφέρεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας, εκτός εάν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις και με την προϋπόθεση της προηγούμενης έγκρισης της Εποπτικής Αρχής.

Άρθρο 92Μη συμμόρφωση με το εσωτερικό υπόδειγμα (άρθρο 118 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εάν, αφού έχει ληφθεί έγκριση από την Εποπτική Αρχή για χρήση εσωτερικού υποδείγματος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παύσουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος, οι επιχειρήσεις πρέπει, αμελλητί, είτε να υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είτε να αποδεικνύουν ότι το αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης είναι ασήμαντο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν εφαρμόσουν το σχέδιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από τις επιχειρήσεις αυτές να επιστρέψουν στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας.

Άρθρο 93Σημαντικές αποκλίσεις από τις βασικές παραδοχές για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού (άρθρο 119 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας επειδή το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος υπολογισμού, η Εποπτική Αρχή δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή της, να απαιτεί από την εν λόγω επιχείρηση να χρησιμοποιήσει ένα εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή των συναφών ενοτήτων κινδύνου της τυποποιημένης προσέγγισης.

Άρθρο 94Δοκιμή χρήσης (άρθρο 120 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα χρησιμοποιείται από αυτές ευρέως και ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησής τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 30 έως 37 του παρόντος και ιδίως: α) στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 του παρόντος και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, β) στη διαδικασία εκτίμησης και κατανομής του οικονομικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 33 του παρόντος. Επιπλέον, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι η συχνότητα υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με τη χρήση του εσωτερικού υποδείγματος συμβαδίζει με τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα για τους άλλους σκοπούς που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συνεχούς καταλληλότητας του σχεδιασμού και της λειτουργίας του εσωτερικού υποδείγματος και ότι το εσωτερικό υπόδειγμα εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 95Πρότυπα στατιστικής ποιότητας (άρθρο 121 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το εσωτερικό υπόδειγμα, και ιδίως ο υπολογισμός της υποκείμενης προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής, πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 9 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής βασίζονται σε κατάλληλες, εφαρμόσιμες και συναφείς αναλογιστικές και στατιστικές μεθόδους, είναι συνεπείς με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και βασίζονται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες, καθώς και σε ρεαλιστικές παραδοχές. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να αιτιολογούν στην Εποπτική Αρχή τις παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό τους υπόδειγμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να είναι ακριβή, πλήρη και κατάλληλα. Προς τούτο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επικαιροποιούν τα σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Δεν υποδεικνύεται καμία συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής. Ανεξάρτητα από την επιλεγείσα από την επιχείρηση μέθοδο υπολογισμού, η ικανότητα του εσωτερικού υποδείγματος να ταξινομήσει τους κινδύνους πρέπει να είναι επαρκής για να εξασφαλίζει την ευρεία χρήση του και την απαίτηση να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στην κατανομή των κεφαλαίων και στο σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 94 του παρόντος. Το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Τα εσωτερικά υποδείγματα καλύπτουν τουλάχιστον τους κινδύνους που αναφέρονται στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όσον αφορά στα αποτελέσματα της διαφοροποίησης, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα τις υφιστάμενες εξαρτήσεις εντός των κατηγοριών κινδύνου, καθώς και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, υπό τον όρο ότι η Εποπτική Αρχή είναι ικανοποιημένη με το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων διαφοροποίησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, μόνον εφόσον ο πιστωτικός κίνδυνος και οι λοιποί κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στο εσωτερικό υπόδειγμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εκτιμούν στο εσωτερικό τους υπόδειγμα με ακρίβεια τους ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και συμβατικά δικαιώματα προαιρέσεως, όπου είναι ουσιώδη. Θα πρέπει να εκτιμούν επίσης τους κινδύνους που συνδέονται με τα δικαιώματα επιλογής τόσο του αντισυμβαλλομένου όσο και με τα συμβατικά δικαιώματα επιλογής για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Προς τον σκοπό αυτόν, λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές ενέργειες της διοίκησης που εύλογα αναμένονται σε ειδικές περιστάσεις, λαμβάνοντας υποχρεωτικά υπόψη τον αναγκαίο χρόνο για την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις πληρωμές προς τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους τις οποίες αναμένουν να πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες.

Άρθρο 96Πρότυπα βαθμονόμησης (άρθρο 122 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετική χρονική περίοδο ή μέτρο κινδύνου σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος για τους σκοπούς του εσωτερικού υποδείγματος, μόνον εφόσον τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις αυτές για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με τρόπο που να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και στους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με εκείνο που προβλέπεται στο άρθρο 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όπου είναι δυνατό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα των επιχειρήσεων αυτών, με τη χρήση του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο που αναφέρεται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση προσεγγίσεων στη διαδικασία υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, μόνον εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να αποδείξουν στην Εποπτική Αρχή ότι παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που αναφέρεται στο άρθρο 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σε κατάλληλα χαρτοφυλάκια αναφοράς χρησιμοποιώντας παραδοχές βασιζόμενες σε εξωτερικά παρά σε εσωτερικά δεδομένα, προκειμένου να ελεγχθεί η βαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος και να εξακριβωθεί εάν οι προδιαγραφές του είναι σύμφωνες με τις γενικά αποδεκτές πρακτικές της αγοράς.

Άρθρο 97Απόδοση κερδών και ζημιών (άρθρο 123 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τα αίτια και την προέλευση των κερδών και ζημιών για καθεμία από τις σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες. Επίσης, καταδεικνύουν με ποιο τρόπο η επιλεγείσα κατηγοριοποίηση των κινδύνων στο εσωτερικό υπόδειγμα εξηγεί τα αίτια και την προέλευση των κερδών και των ζημιών. Η κατηγοριοποίηση των κινδύνων και η απόδοση των κερδών και ζημιών στους κινδύνους πρέπει να αντικατοπτρίζουν το προφίλ κινδύνου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Άρθρο 98Πρότυπα επικύρωσης (άρθρο 124 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος περιλαμβάνει την παρακολούθηση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος, την επανεξέταση της συνεχούς καταλληλότητας των προδιαγραφών του και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του με τα εμπειρικά αποτελέσματα. Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει μια αποτελεσματική στατιστική μέθοδο για την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος, η οποία επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποδείξουν στην Εποπτική Αρχή ότι η προκύπτουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι κατάλληλες. Οι στατιστικές μέθοδοι που εφαρμόζονται χρησιμεύουν για να εξακριβωθεί η καταλληλότητα της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής σε σύγκριση τόσο με τις πραγματοποιηθείσες ζημίες, αλλά επίσης και με όλα τα σημαντικά νέα δεδομένα και τις σχετικές πληροφορίες. Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει ανάλυση της σταθερότητας του εσωτερικού υποδείγματος και ειδικότερα δοκιμή της ευαισθησίας των αποτελεσμάτων του εσωτερικού υποδείγματος σε μεταβολές ουσιαστικών βασικών παραδοχών. Περιλαμβάνει επίσης αξιολόγηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται από το εσωτερικό υπόδειγμα.

Άρθρο 99Πρότυπα τεκμηρίωσης (άρθρο 125 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν το σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού τους υποδείγματος. Η απαιτούμενη αυτή τεκμηρίωση πρέπει να: α) αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 94 έως 98 του παρόντος, β) παρέχει λεπτομερή περιγραφή της θεωρίας, των παραδοχών και της μαθηματικής και εμπειρικής βάσης στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα, γ) αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το εσωτερικό υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν επίσης όλες τις σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 89 του παρόντος.

Άρθρο 100Εξωτερικά υποδείγματα και δεδομένα (άρθρο 126 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η χρήση ενός υποδείγματος ή δεδομένων που έχουν ληφθεί από τρίτο μέρος, εκτός της επιχείρησης, δεν δικαιολογεί την απαλλαγή από οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις σχετικά με το εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ
Άρθρο 101Γενικές διατάξεις (άρθρο 128 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης.

Άρθρο 102Υπολογισμός της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης (άρθρο 129 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 32 και 33 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζεται επί τη βάσει των ακόλουθων αρχών: α) χρησιμοποιείται σαφής και απλή μέθοδος, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου του υπολογισμού, β) αντιστοιχεί σε ένα ποσό επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων, κάτω από το οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι και οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση θα εκτίθεντο σε μη αποδεκτό επίπεδο κινδύνου εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επιτρεπόταν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους, γ) η γραμμική συνάρτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος και η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης βαθμονομείται στην αξία σε κίνδυνο των βασικών ιδίων κεφαλαίων μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε επίπεδο εμπιστοσύνης 85% για περίοδο ενός έτους, δ) δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ποσό που αντιστοιχεί σε: δα) δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία καλύπτεται το σύνολο ή μέρος των κινδύνων ενός από τους κλάδους 10 έως 15 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, οπότε το ποσό αυτό πρέπει να είναι τουλάχιστον τρία εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες (3.700.000) ευρώ, δβ) τρία εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες (3.700.000) ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δγ) τρία εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες (3.600.000) ευρώ για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένων των εξαρτημένων αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οποίων η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση πρέπει να είναι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες (1.200.000) ευρώ, δδ) στο άθροισμα των ποσών που ορίζονται στις ως άνω υποπεριπτώσεις δα΄ και δβ΄ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζεται ως γραμμική συνάρτηση ενός συνόλου ή υποσυνόλου των εξής μεταβλητών: τεχνικών προβλέψεων, εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, κεφαλαίου σε κίνδυνο, αναβαλλόμενων φόρων και διοικητικών δαπανών της επιχείρησης. Οι ως άνω μεταβλητές μετρώνται μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη των ελάχιστων ποσών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση δεν μπορεί να είναι κατώτερη του είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) ούτε να υπερβαίνει το σαράντα πέντε επί τοις εκατό (45%) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα Τμήματα 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, περιλαμβάνει δε οποιαδήποτε πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 26 του παρόντος περί πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η Εποπτική Αρχή δύναται για περίοδο που λήγει το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2017, να απαιτεί από μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να εφαρμόζει τα ποσοστά που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο αποκλειστικά στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της επιχείρησης υπολογιζόμενη σύμφωνα με τα Τμήματα 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση σε τριμηνιαία τουλάχιστον βάση και αναφέρουν τα αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού στην Εποπτική Αρχή. Κατά τον υπολογισμό του προηγούμενου εδαφίου οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν απαιτείται να υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε τριμηνιαία βάση, για τους σκοπούς της εφαρμογής των ορίων της παραγράφου 3 του παρόντος. Εάν οποιοδήποτε από τα όρια που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος καθορίζει την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση μιας επιχείρησης, αυτή παρέχει στην εποπτική αρχή πληροφορίες που επιτρέπουν την πλήρη κατανόηση των σχετικών λόγων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή αναρτά ετησίως στην ιστοσελίδα της συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για το επίπεδο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και τη χρήση του ανώτατου και του κατώτατου ορίου που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος, καθώς και οποιαδήποτε προβλήματα ενδεχομένως αντιμετωπίζει κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 103Μεταβατικές ρυθμίσεις για τη συμμόρφωση με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις (άρθρο 131 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

34 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στα άρθρα 110 και 114, εφόσον ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συμμορφώνεται μεν κατά την 31 Δεκεμβρίου 2015 με το Απαιτούμενο Περιθώριο Φερεγγυότητας που προβλέπεται στα άρθρα 17α,17β, 17γ και 98 του ν.δ.400/1970, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν διαθέτει επαρκή επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για να καλύψει την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, η επιχείρηση αυτή οφείλει να έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 101 του παρόντος το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2016. Εάν η επιχείρηση δεν έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 101 του παρόντος εντός της περιόδου που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, ανακαλείται αυτοδικαίως και οριστικά η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης και τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ του Τετάρτου Μέρους του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Άρθρο 104Η αρχή του συνετού επενδυτή (άρθρο 132 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Oι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με την αρχή του συνετού επενδυτή, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αναφορικά με το σύνολο του χαρτοφυλακίου των περιουσιακών τους στοιχείων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν μόνο σε περιουσιακά στοιχεία και τίτλους, τους κινδύνους των οποίων είναι δυνατόν επαρκώς να εντοπίζουν, μετρούν, παρακολουθούν, διαχειρίζονται, ελέγχουν και αναφέρουν, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα υπόψη στην αξιολόγηση των συνολικών αναγκών φερεγγυότητάς τους σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του παρόντος. Όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ιδίως δε εκείνα που καλύπτουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, επενδύονται με τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, την ποιότητα, την ρευστότητα και την κερδοφορία χαρτοφυλακίου ως συνόλου. Επιπλέον, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία επενδύονται σε τόπο και με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται διαρκώς η διαθεσιμότητά τους. Τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων επενδύονται επιπλέον των ανωτέρω αρχών και με τρόπο κατάλληλο προς τη φύση και την οικονομική μέση διάρκεια (duration) των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Τα στοιχεία αυτά επενδύονται με γνώμονα το συμφέρον όλων των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, λαμβανομένου υπόψη κάθε γνωστοποιημένου σκοπού της ασφαλιστικής σύμβασης. Σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών τους στοιχείων, διασφαλίζουν ότι οι επενδύσεις πραγματοποιούνται προς το καλύτερο συμφέρον των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για αντίκρισμα ασφαλιστικών συμβάσεων ζωής, όπου ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλομένους, εφαρμόζονται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Όταν οι παροχές που προβλέπονται από μία σύμβαση συνδέονται άμεσα με την αξία μεριδίων σε κάποιον OΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο ν. 4099/2012 (Α΄ 250) ή στην Οδηγία 2009/65/ΕΚ ή με την αξία περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε κάποιο εσωτερικό κεφάλαιο που τηρείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνήθως διηρημένο σε μερίδια, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικρίζονται κατά το μέγιστο δυνατόν από τα μερίδια αυτά ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθοριστεί μερίδια, από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Όταν οι παροχές που προβλέπονται από κάποια σύμβαση συνδέονται άμεσα με δείκτη μετοχών ή κάποια άλλη αξία αναφοράς εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικρίζονται από τα μερίδια που προορίζονται να αντιπροσωπεύουν την αξία αναφοράς ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθορισθεί μερίδια, από περιουσιακά στοιχεία κατάλληλης εξασφάλισης και εμπορευσιμότητας που αντιστοιχούν κατά το μέγιστο δυνατόν με εκείνα στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη αξία αναφοράς. Όταν οι παροχές που αναφέρονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο περιλαμβάνουν εγγύηση επενδυτικής απόδοσης ή κάποια άλλη εγγυημένη παροχή, τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αντίστοιχων πρόσθετων τεχνικών προβλέψεων υπόκεινται στην παράγραφο 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος, για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από την προηγούμενη παράγραφο 3, εφαρμόζονται το δεύτερο έως και το πέμπτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Η χρήση παράγωγων μέσων είναι δυνατή εφόσον τα μέσα αυτά συμβάλλουν στο μετριασμό των κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου. Οι επενδύσεις και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν είναι αποδεκτά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματοοικονομική αγορά διατηρούνται σε συνετά επίπεδα. Τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται κατάλληλα με τρόπο ώστε να αποφεύγεται υπερβολική εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, εκδότη ή ομάδα επιχειρήσεων ή γεωγραφική περιοχή, καθώς και η υπερβολική συσσώρευση κινδύνων στο σύνολο του χαρτοφυλακίου. Οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο δεν πρέπει να εκθέτουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε υπερβολική συγκέντρωση κινδύνου.

Άρθρο 105Ελευθερία επένδυσης (άρθρο 133 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν τα διαθέσιμά τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο χωρίς άλλο περιορισμό, οι δε επενδυτικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση ή συστηματική κοινοποίηση στην Εποπτική Αρχή ή σε άλλη δημόσια αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περιπτώσεις στις οποίες φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενοι που είναι φυσικά πρόσωπα, τότε οι ασφαλίσεις συνδέονται αποκλειστικά με χρηματοπιστωτικά μέσα ή δείκτες αναφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 65 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250). Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου όταν οι ασφαλίσεις συνδέονται με εσωτερικά κεφάλαια που τηρούνται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι περιπτώσεις α΄ ως η΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250) όσον αφορά στον κανονισμό τους, οι παράγραφοι 1, 3 και 4 του άρθρου 6 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), οι περιπτώσεις α΄ και γ΄ της παραγράφου 1 και η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), τα άρθρα 8, 11, 37, 38 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), η παράγραφος 1, οι περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 και η παρ. 3 του άρθρου 75 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), και η παρ. 2 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250) εφαρμόζονται αναλόγως. Οι προβλεπόμενες στα αναφερόμενα στην παρούσα παράγραφο άρθρα του ν. 4099/2012 (Α΄ 250) κοινοποιήσεις, ενημερώσεις, υποβολές, άδειες, αποφάσεις και εποπτικές εξουσίες αφορούν στην Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων καταχωρούνται υποχρεωτικά και φυλάσσονται με κοινή ευθύνη της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και του θεματοφύλακα στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.), που προβλέπεται από τα άρθρα 39 επ. του ν. 2396/1996 (Α΄ 73), όπως ισχύουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η φύλαξη όλων των κινητών αξιών, ρευστών διαθεσίμων και λοιπών μέσων χρηματαγοράς που διαθέτουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους θεματοφύλακες που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος και ασκούν δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται για την ταμειακή παρακολούθηση και διαχείριση των κινήσεων των επενδύσεων του προηγούμενου εδαφίου σύμφωνα με τις οδηγίες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, οι δε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να παρακολουθούν την ορθή εκτέλεση των οδηγιών τους από τον θεματοφύλακα. Ο θεματοφύλακας δύναται να αναθέτει τη φύλαξη του συνόλου ή μέρους των επενδύσεων του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σε τρίτα πρόσωπα που είναι πιστωτικά ιδρύματα ή οργανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες θεματοφυλακής και εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος και υπόκεινται σε κανόνες εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα. Ο θεματοφύλακας και το τρίτο πρόσωπο φέρουν ευθύνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έναντι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Τα στοιχεία του θεματοφύλακα και των τρίτων προσώπων γνωστοποιούνται στην Εποπτική Αρχή, παρέχουν δε σε αυτήν κάθε αναγκαίο στοιχείο για την άσκηση του εποπτικού της έργου και συνεργάζονται για την εφαρμογή των διατάξεων περί εντοπισμού, δέσμευσης, κατάσχεσης και άρσης απορρήτου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι οργανωτικές προϋποθέσεις, η τακτική και έκτακτη πληροφόρηση, προσυμβατική ή και μεταγενέστερη της ασφάλισης, προς τους ασφαλισμένους και την Εποπτική Αρχή, και εξειδικεύονται οι διαδικασίες και προϋποθέσεις για τροποποιήσεις κανονισμών και λύσεις, διασπάσεις και συγχωνεύσεις εσωτερικών μεταβλητών κεφαλαίων, καθώς και οι αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του θεματοφύλακα.

Άρθρο 106Εντοπιότητα και απαγόρευση ενεχυρίασης περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 134 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 35 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, αναφορικά με τους ασφαλιστικούς κινδύνους που βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύναται να διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ανακτήσιμα ποσά και απαιτήσεις από αντασφαλιστικές συμβάσεις έναντι επιχειρήσεων που δεν έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τον παρόντα νόμο ή την Οδηγία 2009/138/ΕΚ ή που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα το καθεστώς φερεγγυότητας της οποίας δεν έχει εξεταστεί ή δεν θεωρείται ισοδύναμο, σύμφωνα με το άρθρο 141 του παρόντος, θεωρούνται ότι έχουν μηδενική αξία, εκτός των περιπτώσεων που οι επιχειρήσεις έναντι των οποίων υφίστανται οι απαιτήσεις διαθέτουν υψηλή πιστοληπτική ικανότητα ή έχουν δοθεί κατάλληλες εγγυήσεις ή δεσμεύσεις ή τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα ανωτέρω ανακτήσιμα ποσά και τις απαιτήσεις βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το είδος και το ύψος των εγγυήσεων ή δεσμεύσεων και οι ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, αναφορικά με επενδύσεις σε συσκευασμένα ή λοιπά δομημένα επενδυτικά προϊόντα.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ