13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ - ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ, ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΝ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 2 - ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Άρθρο 51Γενικές διατάξεις (άρθρο 76 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν και διατηρούν τεχνικές προβλέψεις σε συνεχή βάση για το σύνολο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων έναντι των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι τεχνικές προβλέψεις αποτιμώνται σε αξία που αντιστοιχεί στο τρέχον ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εάν μεταβίβαζε αμέσως τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων λαμβάνει υπόψη του και βασίζεται στις πληροφορίες των χρηματοοικονομικών αγορών, καθώς και τα γενικώς διαθέσιμα στοιχεία αναφορικά με την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων και συνάδει με αυτές (συνέπεια με τις τιμές της αγοράς).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται με συνετό, αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 52 έως 63 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος, καθώς και στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 του παρόντος.

Άρθρο 52Υπολογισμός τεχνικών προβλέψεων (άρθρο 77 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισούται προς το άθροισμα της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου όπως προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η βέλτιστη εκτίμηση αντιστοιχεί στον, σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων, μέσο όρο των μελλοντικών ταμειακών ροών λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αξίας του χρήματος (αναμενόμενη παρούσα αξία μελλοντικών ταμειακών ροών) χρησιμοποιώντας τη σχετική χρονική διάρθρωση επιτοκίων άνευ κινδύνου. Ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης βασίζεται σε επίκαιρες και αξιόπιστες πληροφορίες και σε ρεαλιστικές παραδοχές. Πραγματοποιείται με τη χρήση κατάλληλων, εφαρμόσιμων και συναφών αναλογιστικών και στατιστικών μεθόδων. Η προβολή των ταμειακών ροών που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης λαμβάνει υπόψη όλες τις ταμειακές εισροές και εκροές που απαιτούνται για τον διακανονισμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε ολόκληρη τη διάρκειά τους. Η βέλτιστη εκτίμηση υπολογίζεται ακαθάριστη, χωρίς την αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών που προκύπτουν από αντασφαλιστικές συμβάσεις εκχώρησης και φορείς ειδικού σκοπού. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 62 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου πρέπει να διασφαλίζεται ότι η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισοδυναμεί με εκείνο το ποσό, το οποίο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναμένεται ότι θα απαιτούσαν προκειμένου να αναλάβουν και να εκπληρώσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η αποτίμηση της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου γίνεται χωριστά. Δεν απαιτούνται χωριστοί υπολογισμοί της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου μόνο για εκείνες τις μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις και οι οποίες μπορούν να αναπαραχθούν αξιόπιστα με τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων τα οποία διαθέτουν αξιόπιστη και παρατηρήσιμη αγοραία αξία. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των τεχνικών προβλέψεων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες μελλοντικές ταμειακές ροές προσδιορίζεται επί τη βάσει της αγοραίας αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν χωριστά τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου, το περιθώριο κινδύνου υπολογίζεται επί τη βάσει του κόστους επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ίσων προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που απαιτούνται για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε όλη τη διάρκειά τους. Το ποσοστό που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κόστους των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (ποσοστό κόστους κεφαλαίου) είναι το ίδιο για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και αναθεωρείται περιοδικά. Το ποσοστό του κόστους κεφαλαίου που χρησιμοποιείται ισούται με το πρόσθετο επιτόκιο, επιπλέον του σχετικού ελεύθερου κινδύνου επιτοκίου, με το οποίο θα επιβαρυνόταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία διαθέτει ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 3 του παρόντος Κεφαλαίου, ίσο με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, απαραίτητο για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των εν λόγω υποχρεώσεων.

Άρθρο 53Παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου (άρθρο 77α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Ο προσδιορισμός της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος γίνεται με τη χρήση και σε συνέπεια με τις πληροφορίες που συνάγονται από συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα. Κατά τον προσδιορισμό αυτόν, λαμβάνονται υπόψη τα συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία διαθέτουν ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και των ομολόγων διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, η αντίστοιχη χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση. Το παρεκτεταμένο τμήμα της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται σε προθεσμιακά επιτόκια (forward rates) που συγκλίνουν ομαλά από ένα αρχικό ή ένα σύνολο αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων προς ένα τελικό (ultimate) προθεσμιακό επιτόκιο. Το αρχικό ή το σύνολο των αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων θα υπολογίζεται με αναφορά στις μεγαλύτερες ληκτότητες για τις οποίες μπορούν να παρατηρούνται τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και τα ομόλογα σε μία αγορά με βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια.

Άρθρο 54Προσαρμογή της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (Προσαρμογή αντιστοίχισης) (άρθρο 77β της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται, κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από την Εποπτική Αρχή, να εφαρμόζουν προσαρμογή αντιστοίχισης στη σχετική χρονική διάρκεια των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης ενός χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων ζωής, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων με τη μορφή προσόδων που προκύπτουν από συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης κατά ζημιών. Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής δίδεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει αντιστοιχίσει και προσδιορίσει ένα χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού (αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού), αποτελούμενο από ομόλογα και από λοιπά, παρόμοιων χαρακτηριστικών σε όρους ταμειακών ροών, περιουσιακά στοιχεία, για την κάλυψη της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων και διατηρεί την ίδια αντιστοίχιση για όλη τη διάρκεια ισχύος των υποχρεώσεων. Μεταβολές στα αντίστοιχα προσδιορισμένα περιουσιακά στοιχεία επιτρέπονται μόνον σε περιπτώσεις ουσιαστικής μεταβολής των ταμειακών ροών και εφόσον πρόκειται για τη διατήρηση της αντιστοιχίας των αναμενόμενων ταμειακών ροών μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων, β) ο προσδιορισμός, η οργάνωση και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο οποίο εφαρμόζεται η προσαρμογή αντιστοίχισης και του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού γίνονται χωριστά από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης, το δε αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη ζημιών που προκύπτουν από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης, γ) οι αναμενόμενες ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού αναπαράγουν καθεμία από τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο ίδιο νόμισμα, και οποιαδήποτε αναντιστοιχία δεν προκαλεί σημαντικούς πρόσθετους κινδύνους σε σχέση με τους ενυπάρχοντες εγγενείς κινδύνους των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στις οποίες εφαρμόζεται προσαρμογή αντιστοίχισης, δ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν προβλέπουν μελλοντικές καταβολές ασφαλίστρου, ε) οι μόνοι κίνδυνοι ανάληψης ασφαλίσεων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων είναι ο κίνδυνος μακροβιότητας, ο κίνδυνος εξόδων, ο κίνδυνος αναθεώρησης και ο κίνδυνος θνησιμότητας, στ) στην περίπτωση που ο κίνδυνος ανάληψης ασφαλίσεων που σχετίζεται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων περιλαμβάνει τον κίνδυνο θνησιμότητας, η βέλτιστη εκτίμηση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν αυξάνεται κατά περισσότερο από 5% σε περίπτωση απότομης μεταβολής της θνησιμότητας, βαθμονομημένης σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος, ζ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν περιλαμβάνουν δικαιώματα προαιρέσεως του αντισυμβαλλόμενου ή περιλαμβάνουν μόνο το δικαίωμα καταγγελίας από αυτόν της σύμβασης και η αντίστοιχη προκύπτουσα αξία εξαγοράς δεν υπερβαίνει την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, αποτιμώμενων σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, τη στιγμή της άσκησης του δικαιώματος αυτού, η) οι ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού είναι καθορισμένες και σταθερές και δεν μπορούν να μεταβληθούν είτε από τους εκδότες των στοιχείων ενεργητικού είτε και από τρίτα μέρη, θ) οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου δεν προκύπτουν από διαχωρισμό σε διαφορετικά τμήματα των αντίστοιχων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η΄ της παρούσας παραγράφου, σε περίπτωση που οι ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων εξαρτώνται από τον πληθωρισμό, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν στο αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και λοιπά στοιχεία ενεργητικού με καθορισμένες μεν και σταθερές ταμειακές ροές τα οποία όμως εξαρτώνται από τον πληθωρισμό. Επιπλέον, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η΄ της παρούσας παραγράφου, στοιχεία ενεργητικού δεν αποκλείονται από την δυνατότητας επιλογής τους για το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού σε περίπτωση που οι εκδότες ή τρίτα μέρη έχουν μεν δικαίωμα να μεταβάλουν τις ταμειακές ροές τους όμως κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο επενδυτής να λαμβάνει επαρκή αποζημίωση ώστε να μπορεί να επιτύχει τις ίδιες ταμειακές ροές με το αρχικό στοιχείο ενεργητικού επανεπενδύοντας σε λοιπά στοιχεία ενεργητικού ισοδύναμης ή καλύτερης πιστοληπτικής ποιότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την προσαρμογή αντιστοίχισης σε χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν μπορούν να επιστρέψουν σε προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει προσαρμογή αντιστοίχισης. Σε περίπτωση που μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης δεν μπορεί πλέον να συμμορφωθεί προς τους όρους της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ενημερώνει αμέσως την Εποπτική Αρχή και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσής της προς τους όρους αυτούς. Αν η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς τους όρους αυτούς μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία μη συμμόρφωσης, παύει να εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης σε οποιαδήποτε από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις και δεν μπορεί να την εφαρμόζει για επιπλέον χρονικό διάστημα 24 μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις για τις οποίες η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δυνάμει του άρθρου 56 του παρόντος ή μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 274 του παρόντος.

Άρθρο 55Υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης (άρθρο 77γ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 54 του παρόντος υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές: α) η προσαρμογή αντιστοίχισης ισούται με τη διαφορά των μεγεθών των παρακάτω υποπεριπτώσεων αα΄ και αβ΄: αα) του ετήσιου αποτελεσματικού επιτοκίου, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, του χαρτοφυλακίου των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού, μείον αβ) το ετήσιο αποτελεσματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, όπου ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης έχει λάβει υπόψη του ως χρονική αξία του χρήματος τη βασική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, β) η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο το οποίο αντανακλά τους κινδύνους οι οποίοι διακρατούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, γ) κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ του παρόντος άρθρου, το βασικό πιστωτικό περιθώριο αυξάνεται, όπου αυτό απαιτείται, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα μειωμένης πιστοληπτικής διαβάθμισης «sub investment grade» δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα επενδυτικής διαβάθμισης «investment grade» με την ίδια οικονομική μέση διάρκεια και χαρακτηριστικά, δ) η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης είναι συνεπής προς τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικών αξιολογήσεων στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 26 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, το βασικό πιστωτικό περιθώριο: α) ισούται με το άθροισμα των μεγεθών των υποπεριπτώσεων αα΄ και αβ΄ παρακάτω: αα) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία του ενεργητικού, όπου η πιθανότητα αθέτησης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων που σχετίζονται με τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού αναφορικά με την οικονομική μέση διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, και αβ) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες λόγω πιστωτικής υποβάθμισης των στοιχείων του ενεργητικού, β) για εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών − μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα επί τοις εκατό (30%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με τις εκθέσεις αυτές, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου, γ) για στοιχεία ενεργητικού άλλα από εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών − μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα πέντε επί τοις εκατό (35%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αναφορικά με την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, όταν δεν μπορεί να εξαχθεί αξιόπιστο πιστωτικό περιθώριο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στην υποπερίπτωση αα΄ της ανωτέρω περίπτωσης, το βασικό πιστωτικό περιθώριο τίθεται ίσο με το ποσοστό του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 56Προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου (άρθρο 77δ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για κάθε σχετικό νόμισμα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτευχθεί από στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο αναφοράς για το συγκεκριμένο νόμισμα και των επιτοκίων της χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου για το ίδιο νόμισμα. Το χαρτοφυλάκιο αναφοράς για ένα νόμισμα είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού που είναι σε αυτό το νόμισμα και στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε αυτό το νόμισμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το ποσό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου ισούται με το εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%) του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο συναλλαγματικό περιθώριο υπολογίζεται ως το μέρος της διαφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, το οποίο δεν αντιστοιχεί σε αναμενόμενες ζημίες ή σε απρόβλεπτο πιστωτικό κίνδυνο ή σε άλλο κίνδυνο των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού υπολογιζόμενα επί τη βάσει ρεαλιστικής εκτίμησης. Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται μόνο στα επιτόκια άνευ κινδύνου της χρονικής διάρθρωσης τα οποία δεν προκύπτουν από παρέκταση σύμφωνα με το άρθρο 53 του παρόντος. Η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στα εν λόγω προσαρμοσμένα επιτόκια άνευ κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας της παραγράφου 3 του παρόντος στα επιτόκια άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων που προέρχονται από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά της Ελλάδας ή ενός άλλου κράτους προσαυξάνεται περαιτέρω, πριν από την εφαρμογή του συντελεστή εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%), κατά τη διαφορά μεταξύ του διορθωμένου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχα της Ελλάδας ή του κράτους αυτού και του διπλάσιου του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου, όποτε η διαφορά αυτή είναι θετική και το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο της Ελλάδας ή του αντίστοιχου κράτους είναι υψηλότερο από εκατό (100) μονάδες βάσης. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο κράτους υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η διορθωμένη για τον κίνδυνο συναλλαγματική διαφορά του συγκεκριμένου κράτους, αλλά με βάση χαρτοφυλάκιο αναφοράς αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στα οποία έχουν επενδύσει οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά του συγκεκριμένου κράτους και είναι στο νόμισμα αυτού του κράτους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές υποχρεώσεις όταν η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δυνάμει του άρθρου 54 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 77 του παρόντος, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας δεν καλύπτει τον κίνδυνο απώλειας βασικών ιδίων κεφαλαίων ως αποτέλεσμα μεταβολών στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.

Άρθρο 57Χρήση των πληροφοριών που δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 77ε της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 23 και 24 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν υποχρεωτικά, στους αντίστοιχους υπολογισμούς τους, για κάθε σχετικό νόμισμα, τις ακόλουθες τεχνικές πληροφορίες που δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ: α) τη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος, χωρίς προσαρμογή αντιστοίχισης ή προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, β) το βασικό πιστωτικό περιθώριο, για κάθε σχετική οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού, για τον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος, γ) την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 56, για κάθε σχετική εθνική ασφαλιστική αγορά που δραστηριοποιούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δεν δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ ή δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ αλλά δεν έχουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να καθορίζει και να δημοσιεύει στη δική της ιστοσελίδα αντίστοιχες τεχνικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Στην περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δεν δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ ή δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ αλλά δεν έχουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα θεωρείται ότι λαμβάνουν μηδενική τιμή.

Άρθρο 58Πληροφορίες προς την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 77στ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή παρέχει στην ΕΑΑΕΣ, σε ετήσια βάση, στοιχεία σχετικά με την επίπτωση της εφαρμογής των άρθρων 53 έως 57, του άρθρου 82, της παραγράφου 4 του άρθρου 109 και των άρθρων 254, 274 και 275 του παρόντος, καθώς και τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τη διαθεσιμότητα στην ελληνική ασφαλιστική αγορά μακροπρόθεσμων εγγυήσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα και τη συμπεριφορά των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως μακροπρόθεσμων επενδυτών, β) τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν την προσαρμογή αντιστοίχισης, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του παρόντος, την υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, γ) την επίπτωση που έχουν στη χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην κεφαλαιακή απαίτηση λόγω κινδύνου μετοχών, η υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας, και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, τόσο σε συγκεντρωτικό επίπεδο για το σύνολο της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς όσο και αναλυτικά για κάθε μία ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, σε ανώνυμη βάση, δ) την επίπτωση που έχουν στην επενδυτική συμπεριφορά των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην κεφαλαιακή απαίτηση λόγω κινδύνου μετοχών και η υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας και αν τα ανωτέρω μέτρα παρέχουν αδικαιολόγητη μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης, ε) την επίπτωση που έχει οποιαδήποτε παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του παρόντος στις προσπάθειες των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αποκαταστήσουν το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, στ) στις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, το αν συμμορφώνονται προς τα σχέδια σταδιακής εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 276 του παρόντος και τις προοπτικές για μείωση της εξάρτησης από αυτά τα μεταβατικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που έχουν ληφθεί ή αναμένεται να ληφθούν από τις ίδιες τις επιχειρήσεις ή την Εποπτική Αρχή.

Άρθρο 59Περαιτέρω παράμετροι για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων (άρθρο 78 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Επιπροσθέτως του άρθρου 52 του παρόντος, κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα: (1) όλες τις δαπάνες και τα έξοδα που θα πραγματοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, (2) τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού των δαπανών και εξόδων, καθώς και των αποζημιώσεων, (3) όλες τις πληρωμές στους αντισυμβαλλόμενους και στους δικαιούχους ασφαλίσματος συμπεριλαμβανομένων μελλοντικών προαιρετικών παροχών και διανομών κερδών τις οποίες αναμένεται να πραγματοποιήσουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες, εξαιρουμένων όμως των πληρωμών που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος.

Άρθρο 60Αποτίμηση των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και των συμβατικών δικαιωμάτων προαιρέσεως (options) που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις (άρθρο 79 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την αξία των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και των συμβατικών δικαιωμάτων προαιρέσεως που τυχόν προβλέπονται από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις. Οιεσδήποτε παραδοχές εκ μέρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με την πιθανότητα να ασκήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι τα εν λόγω δικαιώματα προαιρέσεως, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων και εξαγορών συμβολαίων πρέπει να βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα και σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες. Λαμβάνουν δε υπόψη, ρητά ή σιωπηρά, την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

Άρθρο 61Ομαδοποίηση (άρθρο 80 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ομαδοποιούν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις σε ομογενείς ομάδες κινδύνου, και τουλάχιστον κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων.

Άρθρο 62Ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού (άρθρο 81 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Ο υπολογισμός των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 έως 61 του παρόντος. Κατά τον υπολογισμό των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, λαμβάνεται υπόψη η χρονική διαφορά μεταξύ ανακτήσεων και των άμεσων πληρωμών. Το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού προσαρμόζεται περαιτέρω προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη και αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου. Η ανωτέρω προσαρμογή βασίζεται σε εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης από τον αντισυμβαλλόμενο και της μέσης ζημίας που θα επέλθει από την αθέτηση αυτή (ζημία σε περίπτωση αθέτησης).

Άρθρο 63Ποιότητα δεδομένων και εφαρμογή προσεγγίσεων, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων, για τις τεχνικές προβλέψεις (άρθρο 82 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν εσωτερικές διεργασίες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν την καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις ειδικές περιπτώσεις στις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν ανεπαρκή δεδομένα κατάλληλης ποιότητας, προκειμένου να εφαρμόσουν αξιόπιστη αναλογιστική μέθοδο σε ένα σύνολο ή ένα υποσύνολο είτε των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων είτε των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, δύνανται να χρησιμοποιηθούν κατάλληλες προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου φάκελο προς φάκελο, για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Άρθρο 64Σύγκριση με βάση τα εμπειρικά δεδομένα (άρθρο 83 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν διεργασίες και διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι βέλτιστες εκτιμήσεις και οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των βέλτιστων εκτιμήσεων, συγκρίνονται με τα εμπειρικά δεδομένα σε περιοδική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που από τη σύγκριση προκύπτει συστηματική απόκλιση μεταξύ της εμπειρικής παρατήρησης και της βέλτιστης εκτίμησης των τεχνικών προβλέψεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η επιχείρηση προβαίνει σε κατάλληλες προσαρμογές των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται ή των παραδοχών που γίνονται.

Άρθρο 65Καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών προβλέψεων – Αύξηση των τεχνικών προβλέψεων (άρθρα 84 και 85 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση, να παρέχουν στην Εποπτική Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των περιοδικών συγκρίσεων του άρθρου 64 του παρόντος, με τα οποία να αποδεικνύεται η καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών τους προβλέψεων, η εφαρμοσιμότητα και η συνάφεια των χρησιμοποιούμενων μεθόδων και η επάρκεια, καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο βαθμό που οι παρεχόμενες πληροφορίες και στοιχεία της παραγράφου 1 του παρόντος δεν αποδεικνύουν, αλλά και σε κάθε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή διαπιστώνει, ότι ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων δεν συνάδει με τα άρθρα 51 έως 64 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αυξήσουν το ποσό των τεχνικών προβλέψεων έτσι ώστε αυτές να αντιστοιχούν σε επίπεδο που προκύπτει σύμφωνα με εν λόγω άρθρα.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ