13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 145Εφαρμοστέο δίκαιο (άρθρο 178 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ως προς εφαρμοστέο δίκαιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων των οποίων το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή το κράτος − μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης είναι η Ελλάδα, καθώς και ασφαλιστηρίων συμβολαίων που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους κατά την έννοια της παραγράφου 27 του άρθρου 3 του παρόντος και εκδίδονται από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση σύναψης ασφαλιστικής σύμβασης για υποχρεωτική ασφάλιση βάσει του ελληνικού νόμου για υποχρεωτική ασφάλιση, την σύμβαση αυτή διέπει το ελληνικό δίκαιο. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κινδύνους ή υποχρεώσεις που υπόκεινται σε υποχρεωτική ασφάλιση βάσει του ελληνικού δικαίου, υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις, που ισχύουν επίσης και για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, ιδίως όσον αφορά την υποχρέωση έκδοσης ασφαλιστηρίου ή βεβαίωσης ασφάλισης και το τυχόν κατά νόμο περιεχόμενό τους, την τυχόν κοινοποίηση πριν τη χρησιμοποίηση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και βεβαιώσεων ασφάλισης ή κάλυψης κινδύνου που εκδίδουν, τη γνωστοποίηση της με οποιαδήποτε λύση της ασφάλισης ή κάλυψης αυτής, καθώς επίσης και την εφαρμογή της εκάστοτε ισχύουσας ειδικής νομοθεσίας περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως.

Άρθρο 146Συναφείς υποχρεώσεις − Υποχρεωτική ασφάλιση (άρθρο 179 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο παραδίδεται στον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης μόνο μετά την καταβολή του οφειλόμενου ασφαλίστρου ή της πρώτης δόσης της τμηματικής καταβολής, οπότε και αρχίζει η ασφαλιστική κάλυψη. Η καταβολή των ασφαλίστρων γίνεται είτε απευθείας προς την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε σε ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή σε άλλον εντολοδόχο είσπραξης ασφαλίστρων. Οι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, καθώς και οι εντολοδόχοι υποχρεούνται να αποδίδουν στην ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση το σύνολο των ασφαλίστρων που εισπράττουν από τους ασφαλισμένους για λογαριασμό τους, το αργότερο έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα της ημερολογιακής εβδομάδας εντός της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι σχετικές εισπράξεις. Η απόδοση των ασφαλίστρων του ως άνω εδαφίου πραγματοποιείται με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί η επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ασφαλιστική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και συνάπτει συμβάσεις υποχρεωτικής ασφάλισης κατά ζημιών οφείλει, πλην διαφορετικής ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης, να εκδίδει προς τον ασφαλισμένο ή άλλη δημόσια αρχή, εφόσον της ζητηθεί, βεβαίωση ασφάλισης, στην οποία περιλαμβάνεται δήλωσή της ότι η σύμβαση ασφάλισης πληροί τις ειδικές διατάξεις που διέπουν τη συγκεκριμένη ασφάλιση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τους κινδύνους για τους οποίους προβλέπεται υποχρεωτική ασφάλιση στην ελληνική επικράτεια. Η ως άνω γνωστοποίηση περιλαμβάνει τα εξής: α) τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την ασφάλιση των κινδύνων αυτών, β) τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει η βεβαίωση που υποχρεούται να χορηγήσει στον ασφαλισμένο η επιχείρηση ασφάλισης ζημιών σύμφωνα με τα οριζόμενα στη παράγραφο 2 του παρόντος, όταν ζητείται από τον ασφαλισμένο ή άλλη δημόσια αρχή προκειμένου να αποδειχθεί ότι η υποχρέωση ασφάλισης εκ μέρους του ασφαλισμένου έχει τηρηθεί.

Άρθρο 147Διατάξεις δημοσίου συμφέροντος (άρθρο 180 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας υπό τους όρους των άρθρων 7, 10, 11 του παρόντος ή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είτε με εγκατάσταση είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών είτε σε υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, να συνάπτει ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις, εφόσον η σύναψη των συμβάσεων αυτών αντιβαίνει προς την κείμενη νομοθεσία περί δημοσίου συμφέροντος, εφόσον η Ελλάδα είναι το κράτος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή αναλαμβάνεται η υποχρέωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν σε άλλα κράτη − μέλη, και αναλαμβάνουν εργασίες στην Ελλάδα είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση, καθώς και τα υποκαταστήματα ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας επιτρέπεται να παρέχουν ασφαλίσεις στην Ελλάδα με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις διατάξεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής, τραπεζικής, χρηματιστηριακής και περί καταναλωτή νομοθεσίας, αποβλέπουν στην προστασία των αντισυμβαλλομένων, ιδιαίτερα δε των καταναλωτών ή άλλες διατάξεις δημοσίου συμφέροντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να προσδιορίζεται ποιοι εκ των υφισταμένων κανόνων ασφαλιστικού δικαίου αποτελούν κανόνες που έχουν ταχθεί για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και να καθορίζονται οι μέθοδοι υπολογισμού και τα ελάχιστα ποσά αξιών εξαγοράς και τις μεθόδους ελευθεροποίησης συμβολαίων ζωής.

Άρθρο 148Όροι ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τιμολόγια Ασφαλίσεις ζημιών (άρθρο 181 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κατάρτιση των τιμολογίων που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είναι ελεύθερη και γίνεται σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων και αντασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων, και τυχόν άλλων εγγράφων που η επιχείρηση χρησιμοποιεί κατά την παροχή ασφαλίσεων δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε οποιαδήποτε διοικητική αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος: α) Στοιχεία επί των τιμολογίων και των αυξήσεων επ’ αυτών μπορούν να κοινοποιούνται αποκλειστικά στην Εποπτική Αρχή, κατόπιν απόφασής της, που εκδίδεται επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει ρητά ότι η κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο γενικού ελέγχου τιμών. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι λοιπές αρμόδιες διοικητικές αρχές, που μπορούν να λαμβάνουν τη σχετική πληροφορία στο πλαίσιο τυχόν αρμοδιότητάς τους επί του γενικού ελέγχου τιμών και εξειδικεύονται η μορφή, ο χρόνος παροχής και εν γένει κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή της ως άνω πληροφορίας και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Διάταξη που επιβάλλει ή κατ’ αποτέλεσμα καθιερώνει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. β) Η Εποπτική Αρχή στο πλαίσιο των εποπτικών της καθηκόντων μπορεί να ζητά οποιαδήποτε πληροφορία από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών περιλαμβανομένων των γενικών και ειδικών όρων και λοιπών εντύπων με μόνο σκοπό τον έλεγχο της συμμόρφωσης της επιχείρησης με την κείμενη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 του παρόντος η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζημιών να κοινοποιούν σε αυτήν τους γενικούς και ειδικούς όρους των συμβάσεων υποχρεωτικής ασφάλισης πριν από την έναρξη εφαρμογής.

Άρθρο 149Ασφαλίσεις ζωής (άρθρο 182 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κατάρτιση των τιμολογίων που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είναι ελεύθερη και γίνεται σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων, και τυχόν άλλων εγγράφων που η επιχείρηση χρησιμοποιεί κατά την παροχή ασφαλίσεων δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε οποιαδήποτε διοικητική αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, με μόνο σκοπό τον έλεγχο της τήρησης διατάξεων σχετικά με τις αναλογιστικές αρχές, τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των σχετικών τεχνικών προβλέψεων.

Άρθρο 150Γενικές πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους ασφαλίσεων κατά ζημιών (άρθρο 183 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση που ο κίνδυνος βρίσκεται στην Ελλάδα και ο αντισυμβαλλόμενος ασφαλιστικής σύμβασης κατά ζημιών είναι φυσικό πρόσωπο, ενημερώνεται πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης από την ασφαλιστική επιχείρηση για τα εξής: α) το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο, εάν τα μέρη δεν έχουν δικαίωμα επιλογής, β) το γεγονός ότι τα μέρη είναι ελεύθερα να αποφασίσουν το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο και το δίκαιο που προτείνει η επιχείρηση, γ) τον τρόπο και το χρόνο διαχείρισης από την επιχείρηση των αιτιάσεων των αντισυμβαλλομένων συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσφυγής σε αρμόδιο όργανο με την επιφύλαξη της δυνατότητας του αντισυμβαλλομένου να προσφύγει στη δικαιοσύνη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όλες οι αναγκαίες πληροφορίες που γνωστοποιούνται στον ασφαλισμένο πριν τη σύναψη της σύμβασης ως και οι ασφαλιστικές συμβάσεις, συντάσσονται στην ελληνική γλώσσα, όταν η ασφάλιση είναι υποχρεωτική ή συντρέχουν οι κάτωθι προϋποθέσεις: α) Το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση είναι το ελληνικό. β) Δεν καλύπτονται μεγάλοι κίνδυνοι κατά την έννοια της παραγράφου 27 του άρθρου 3 παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος.

Άρθρο 151Συμπληρωματικές πληροφορίες στην περίπτωση ασφάλισης κατά ζημιών υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρο 184 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση ασφαλίσεων κατά ζημιών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που διενεργούνται είτε μέσω υποκαταστήματος είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, και δεν αφορούν στην ασφαλιστική κάλυψη μεγάλων κινδύνων υπό την έννοια της παραγράφου 27 του άρθρου 3 του παρόντος, η ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί στον αντισυμβαλλόμενο, πριν από την ανάληψη εκ μέρους της οποιασδήποτε υποχρέωσης, την ονομασία του κράτους− μέλους στο οποίο ευρίσκεται η εταιρική έδρα της επιχείρησης, και ενδεχομένως το υποκατάστημα, με την οποία ή το οποίο αντίστοιχα θα συναφθεί η σύμβαση. Η πληροφορία αυτή αναφέρεται και σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο εκδίδεται για τον αντισυμβαλλόμενο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η σύμβαση ή κάθε άλλο έγγραφο που παρέχει την κάλυψη, καθώς και η πρόταση ασφάλισης, εφόσον είναι δεσμευτική για τον αντισυμβαλλόμενο, αναφέρουν τη διεύθυνση της εταιρικής έδρας και, κατά περίπτωση, του υποκαταστήματος της επιχείρησης ασφάλισης ζημιών που παρέχει την κάλυψη, καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου της επιχείρησης ασφάλισης κατά ζημιών που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 120 του παρόντος.

Άρθρο 152Πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους ασφαλίσεων ζωής (άρθρο 185 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πριν να συναφθεί η σύμβαση ασφάλισης ζωής, γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο, εντύπως ή με ηλεκτρονικό τρόπο,οι ακόλουθες πληροφορίες: α) Στοιχεία της επιχείρησης: αα) την επωνυμία, το σκοπό και τη νομική μορφή της επιχείρησης, αβ) το κράτος − μέλος καταγωγής της επιχείρησης ή ενδεχομένως του υποκαταστήματος, που συνάπτει την ασφαλιστική σύμβαση, αγ) τη διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση, αδ) συγκεκριμένη αναφορά στην έκθεση που υποχρεούται να δημοσιεύει η επιχείρηση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του παρόντος, και πως μπορεί εύκολα ο αντισυμβαλλόμενος να την προμηθεύεται. β) Στοιχεία που αφορούν στην ασφαλιστική υποχρέωση: βα) περιγραφή κάθε παρεχόμενης κάλυψης και των επιλογών του αντισυμβαλλομένου, ββ) τη διάρκεια της σύμβασης, βγ) τον τρόπο καταγγελίας της σύμβασης, βδ) λεπτομέρειες για τον τρόπο και χρόνο καταβολής των ασφαλίστρων, βε) τον τρόπο υπολογισμού και συμμετοχής στα κέρδη, βστ) ενδεικτικές τιμές της αξίας εξαγοράς και του κεφαλαίου ελευθέρου περαιτέρω καταβολών και το βαθμό στον οποίο αυτά είναι εγγυημένα, βζ) πληροφορίες για τα ασφάλιστρα που αφορούν σε κάθε κάλυψη, είτε κύρια είτε συμπληρωματική, όπου υφίστανται, βη) καθορισμό των μεριδίων που αντιστοιχούν στις συμβάσεις συνδεδεμένες με επενδύσεις (unit−linked policies), βθ) πληροφορίες για τη φύση των στοιχείων του ενεργητικού που καλύπτουν τις συμβάσεις συνδεδεμένες με επενδύσεις (unit−linked policies), βι) τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης, βια) γενικές ενδείξεις περί του φορολογικού καθεστώτος που ισχύει για το συγκεκριμένο τύπο ασφαλιστηρίου, βιβ) τους μηχανισμούς διευθέτησης των αιτιάσεων των αντισυμβαλλομένων ή των δικαιούχων αποζημίωσης. συμπεριλαμβάνεται, ενδεχομένως, η ύπαρξη φορέα αρμόδιου για την εξέταση των αιτιάσεων, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας άσκησης ενδίκου μέσου, βιγ) το εφαρμοστέο δίκαιο της σύμβασης, εάν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής, ή, αν έχουν δικαίωμα να επιλέγουν, το εφαρμοστέο δίκαιο και, στην περίπτωση αυτή, το δίκαιο του οποίου την επιλογή προτείνει ο ασφαλιστής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επιπροσθέτως, παρέχονται ειδικότερες πληροφορίες που επιτρέπουν στον αντισυμβαλλόμενο να κατανοήσει τους κινδύνους που ενέχει σε περίπτωση που προσχωρήσει στη σύμβαση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει ετησίως τον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με το ύψος της συμμετοχής του στα υπό διανομή κέρδη. Η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης να ενημερώνει άμεσα τον αντισυμβαλλόμενο για τυχόν τροποποιήσεις ή μεταβολές: α) των γενικών και ειδικών όρων, β) της επωνυμίας ή του σκοπού της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, της νομικής μορφής της ή της διεύθυνσης της έδρας και, ενδεχομένως, του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση, γ) των πληροφοριών που προβλέπονται στις υποπεριπτώσεις βδ΄ ως βι΄ της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος σε περίπτωση παροχής συμπληρωματικών ή επιπλέον καλύψεων. Αν κατά την προσφορά ή τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης ο ασφαλιστής αναφέρεται σε χρηματικές παροχές οι οποίες δύνανται να προκύψουν εις όφελος του δικαιούχου πέραν των συμβατικά εγγυημένων, τότε υποχρεούται να του παρέχει αντίστοιχο αριθμητικό παράδειγμα υπολογισμού του ασφαλίσματος κατά τη λήξη χρησιμοποιώντας τρία διαφορετικά επιτόκια προεξόφλησης. Τούτο δεν έχει εφαρμογή σε πρόσκαιρες ασφαλίσεις ζωής. Ο ασφαλιστής ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο με τρόπο σαφή και κατανοητό, ότι το προαναφερόμενο παράδειγμα υπολογισμού αποτελεί απλώς υπολογιστικό μοντέλο βασισμένο σε θεωρητικές παραδοχές, και ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να εγείρει συμβατικές απαιτήσεις με βάση το παράδειγμα αυτό. Στην περίπτωση ασφαλίσεων με συμμετοχή σε κέρδη, ο ασφαλιστής ενημερώνει, σε ετήσια βάση, εγγράφως τον αντισυμβαλλόμενο για την κατάσταση των απαιτήσεών του, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τυχόν κέρδη από τη συμμετοχή. Επιπλέον, αν ο ασφαλιστής έχει παρουσιάσει αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την ενδεχόμενη μελλοντική εξέλιξη της συμμετοχής στα κέρδη, ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τις διαφορές μεταξύ της πραγματικής εξέλιξης και των αρχικών στοιχείων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, και παρέχονται εγγράφως στην ελληνική γλώσσα. Ωστόσο, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να παρέχονται σε άλλη γλώσσα, εφόσον το ζητήσει ο αντισυμβαλλόμενος ή ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να επιλέξει το εφαρμοστέο δίκαιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής είτε λειτουργούν με καθεστώς εγκατάστασης είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να χορηγούν πληροφορίες επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση από πλευράς του αντισυμβαλλομένου των βασικών στοιχείων της υποχρέωσης.

Άρθρο 153Χρόνος υπαναχώρησης ασφαλίσεων ζωής (άρθρο 186 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι αντισυμβαλλόμενοι συμβάσεων ατομικής ασφάλισης ζωής διαθέτουν προθεσμία υπαναχώρησης τριάντα (30) ημερών από τη στιγμή που πληροφορήθηκαν τη σύναψη της σύμβασης. Η κοινοποίηση υπαναχώρησης των αντισυμβαλλομένων συνεπάγεται την εφεξής απαλλαγή τους από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή. Η ασφαλιστική επιχείρηση, στην περίπτωση αυτή, δικαιούται να παρακρατήσει για την κύρια ασφάλιση ένα (1) μηνιαίο ασφάλιστρο και το 1/12 του ετήσιου ασφαλίστρου για τις συμπληρωματικές καλύψεις. Οι ως άνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις με διάρκεια ίση ή μικρότερη των έξι (6) μηνών, καθώς και στις συμβάσεις όπου λόγω της ιδιότητας του αντισυμβαλλομένου ή των περιστάσεων υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση ο αντισυμβαλλόμενος δεν χρειάζεται ειδική προστασία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΖΗΜΙΩΝΕΝΟΤΗΤΑ 1ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 154Όροι ασφαλιστηρίων συμβολαίων ασφαλίσεων κατά ζημιών (άρθρο 187 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι γενικοί και οι ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων δεν πρέπει να περιλαμβάνουν όρους οι οποίοι προβλέπουν, σε ατομική βάση, ειδικές συνθήκες του προς κάλυψη κινδύνου.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΝΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 155Δραστηριότητες ευρωπαϊκής συνασφάλισης (άρθρο 190 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η συμμετοχή σε πράξεις ευρωπαϊκής συνασφάλισης υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Ενότητας. Για άλλες πράξεις συνασφάλισης πλην της «ευρωπαϊκής συνασφάλισης» εφαρμόζονται οι λοιπές διατάξεις του παρόντος. Τα άρθρα 117 έως 120 του παρόντος εφαρμόζονται μόνον στην κύρια ασφαλιστική επιχείρηση (ηγέτης ασφαλιστής). Ως «ευρωπαϊκή συνασφάλιση» χαρακτηρίζονται οι πράξεις συνασφάλισης όταν: α) καλύπτεται ένας ή περισσότεροι κίνδυνοι που ταξινομούνται στους κλάδους 3 έως 16 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος και βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκή Ένωσης, και β) ο κίνδυνος χαρακτηρίζεται ως «μεγάλος κίνδυνος» σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 27 του άρθρου 3 του παρόντος, και γ) ο κίνδυνος καλύπτεται, δια κοινής συμβάσεως με συνολικό ασφάλιστρο και για την ίδια διάρκεια, από πολλές ασφαλιστικές επιχειρήσεις ως «συνασφαλιστές», χωρίς να υπάρχει αλληλέγγυη υποχρέωση μεταξύ τους, από τις οποίες μία είναι η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση (ηγέτης ασφαλιστής), και δ) για την εγγύηση του κινδύνου, ως κύρια ασφαλιστική επιχείρηση (ηγέτης ασφαλιστής) θεωρείται η ασφαλιστική επιχείρηση που θα κάλυπτε ολόκληρο τον κίνδυνο, και ε) ένας (1) τουλάχιστον από τους συνασφαλιστές συμμετέχει στη σύμβαση από εταιρική έδρα ή υποκατάστημα που βρίσκονται σε κράτος − μέλος διαφορετικό από εκείνο της κύριας ασφαλιστικής επιχείρησης (ηγέτη ασφαλιστή), και στ) η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση (ηγέτης ασφαλιστής) αναλαμβάνει πλήρως όλες τις κατά τη συνασφαλιστική πρακτική εργασίες, και ιδίως προσδιορίζει τους όρους ασφάλισης και το ύψος των ασφαλίστρων.

Άρθρο 156Τεχνικές προβλέψεις (άρθρο 192 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν ως συνασφαλιστές σε ευρωπαϊκή συνασφάλιση τηρούν τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με τα ισχύοντα στον παρόντα νόμο. Σε περίπτωση που ο ηγέτης ασφαλιστής δεν υπόκειται στη χρηματοοικονομική εποπτεία της Εποπτικής Αρχής το ύψος των τεχνικών προβλέψεων για την κάλυψη του κινδύνου του Έλληνα συνασφαλιστή, καθοριζομένων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, δεν δύναται να υπολείπεται από το ποσό που καθορίζεται από τον κύριο (ηγέτη) ασφαλιστή σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους−μέλους καταγωγής του.

Άρθρο 157Στατιστικά δεδομένα (άρθρο 193 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε ευρωπαϊκή συνασφάλιση τηρούν στοιχεία σχετικά με το εύρος και τη γεωγραφική κατανομή της δραστηριότητας αυτής. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα ελάχιστα στατιστικά στοιχεία που θα πρέπει να τηρούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 158Μεταχείριση των συμβάσεων συνασφάλισης σε διαδικασίες εκκαθάρισης (άρθρο 194 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κατά την εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη συμμετοχή της σε συμβάσεις ευρωπαϊκής συνασφάλισης εκπληρώνονται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και οι υποχρεώσεις της που απορρέουν από άλλες ασφαλιστικές συμβάσεις της επιχείρησης αυτής, αδιακρίτως ιθαγένειας των ασφαλισμένων και των δικαιούχων.

Άρθρο 159Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών (άρθρο 195 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διαβιβάζει προς άλλες εποπτικές αρχές και να αναζητήσει από αυτές όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας Ενότητας. Για τη διαδικασία συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών εφαρμόζονται οι διατάξεις της Ενότητας 5 του Κεφαλαίου Δ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

Άρθρο 160

Συνεργασία για την εφαρμογή της παρούσας Ενότητας (άρθρο 196 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ) Η Εποπτική Αρχή εξετάζει κάθε πρακτική που θα αποτελούσε ένδειξη είτε ότι η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση δεν διαδραματίζει το ρόλο που της ανατίθεται στην πρακτική της συνασφάλισης, είτε ότι οι κίνδυνοι δεν απαιτούν εμφανώς για την εγγύησή τους, τη συμμετοχή πολλών ασφαλιστών και ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις δυσκολίες που προκύπτουν ή που θα ήταν δυνατόν να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Ενότητας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Άρθρο 161Πεδίο εφαρμογής της παρούσας Ενότητας (άρθρο 198 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η ασφάλιση νομικής προστασίας, η οποία υπάγεται στον Κλάδο 17 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, συνίσταται στην έναντι καταβολής ασφαλίστρου συμβατική δέσμευση μιας ασφαλιστικής επιχείρησης για την ανάληψη των δικαστικών εξόδων και την παροχή άλλων υπηρεσιών που απορρέουν άμεσα από την εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη, και ιδίως με σκοπό: α) την αποκατάσταση της ζημίας ή της βλάβης που υπέστη ο ασφαλισμένος είτε μέσω εξωδίκου συμβιβασμού είτε μέσω αστικής ή ποινικής δίκης, β) την υπεράσπιση ή εκπροσώπηση του ασφαλισμένου σε αστική, ποινική, διοικητική ή άλλη δίκη ή την εκπροσώπηση κατ’ απαιτήσεως η οποία εγείρεται εναντίον του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις διατάξεις της παρούσας Ενότητας δεν εμπίπτουν: α) η ασφάλιση νομικής προστασίας, όταν αυτή αφορά διαφορές ή κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή, β) η δραστηριότητα ασφαλιστικής επιχείρησης αστικής ευθύνης προς υπεράσπιση ή εκπροσώπηση ασφαλισμένου της σε κάθε είδους δικαστική ή διοικητική διαδικασία, εφόσον αυτή η δραστηριότητα ασκείται συγχρόνως και προς το συμφέρον της, δυνάμει της κάλυψης αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι γενικότερες ή ειδικότερες απαιτήσεις και προϋποθέσεις για τις ασφαλίσεις ή δραστηριότητες των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 162Διαχωρισμός συμβάσεων και ελεύθερη επιλογή δικηγόρου (άρθρα 199 κα ι201 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κάλυψη νομικής προστασίας αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς ασφαλιστηρίου συμβολαίου διαφορετικό από εκείνο που συνάπτεται για άλλους κλάδους ή αντικείμενο αυτοτελούς κεφαλαίου εντός ενιαίου ασφαλιστηρίου, όπου ρητά αναφέρονται οι όροι ασφάλισης νομικής προστασίας και το σχετικό ασφάλιστρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κάθε ασφαλιστική σύμβαση νομικής προστασίας προβλέπει υποχρεωτικά τα εξής: α) το δικαίωμα του ασφαλισμένου να επιλέγει ελεύθερα το δικηγόρο του: αα) σε κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, όταν επιλαμβάνεται δικηγόρος για να υπερασπίσει ή να εκπροσωπήσει τον ασφαλισμένο ή να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, αβ) για την υπεράσπιση των συμφερόντων του ασφαλισμένου σε περίπτωση που ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων, β) το δικαίωμα του ασφαλισμένου να προσφύγει για τη διευθέτηση της όποιας διαφοράς μεταξύ αυτού και της ασφαλιστικής επιχείρησης νομικής προστασίας στη διαδικασία διαιτησίας του άρθρου 164 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς της παρούσας Ενότητας, νοείται ως «δικηγόρος» κάθε πρόσωπο που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες υπό μία από τις ονομασίες που προβλέπει η Οδηγία 77/249/ΕΟΚ (L 78) του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι προβλεπόμενες ως άνω ασφαλίσεις νομικής προστασίας υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 163 του παρόντος.

Άρθρο 163Διαχείριση των αξιώσεων αποζημίωσης (άρθρο 200 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί στην Ελλάδα τον κλάδο ασφάλισης νομικής προστασίας προβλέπει στη σύμβαση νομικής προστασίας ότι ο ασφαλισμένος μπορεί να επιλέξει, εφόσον το επιθυμεί, ελεύθερα δικηγόρο. Επιπροσθέτως, η επιχείρηση δύναται να επιλέγει, εφόσον επιθυμεί, έναν ή και τους δύο ακόλουθους τρόπους λειτουργίας: α) είτε αναλαμβάνοντας με δικό τους προσωπικό τη διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών σχετικών προς τη διαχείριση αυτή. Στη περίπτωση αυτή η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να διασφαλίσει ότι κανένα μέλος του προσωπικού αυτού δεν ασκεί συγχρόνως την αυτή ή παρόμοια δραστηριότητα, αα) είτε σε άλλο κλάδο που ασκεί η ίδια η επιχείρηση, αν πρόκειται για επιχείρηση πολλαπλών κινδύνων, αβ) είτε σε άλλη επιχείρηση η οποία συνδέεται με την πρώτη ασφαλιστική επιχείρηση με οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς και η οποία ασκεί έναν ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους κατά ζημιών, β) είτε αναθέτοντας τη διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας σε μια επιχείρηση με αυτοτελή νομική προσωπικότητα με τη μορφή ΑΕ ή ΕΠΕ. Μνεία της επιχείρησης αυτής γίνεται στη χωριστή σύμβαση ή στο χωριστό κεφάλαιο του ενιαίου ασφαλιστηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 162 του παρόντος. Αν η ως άνω επιχείρηση με αυτοτελή νομική προσωπικότητα συνδέεται με ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί έναν ή περισσότερους κλάδους που προβλέπονται στο άρθρο 4 του παρόντος, τα μέλη του προσωπικού της επιχείρησης αυτής, τα οποία ασχολούνται με τη διαχείριση ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών σχετικά με αυτή τη διαχείριση, δεν επιτρέπεται να ασκούν συγχρόνως την αυτή ή παρόμοια δραστηριότητα στην ασφαλιστική επιχείρηση. Οι ίδιοι περιορισμοί εφαρμόζονται και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχείρησης. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή για τον τρόπο άσκησης της νομικής προστασίας, το αργότερο μέχρι τις 31.3.2016 κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, καθώς και αμελλητί μετά από κάθε τροποποίηση της επιλογής τους σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 164Διαιτησία (άρθρο 203 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης νομικής προστασίας και του ασφαλισμένου, ο τελευταίος δικαιούται να προσφύγει για την επίλυσή της σε διαδικασία διαιτησίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, μη αποκλειομένου του δικαιώματός του να προσφύγει στα δικαστήρια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου ως προς την ανάγκη υπεράσπισης των έννομων συμφερόντων του ασφαλισμένου ενώπιον δικαστικής ή διοικητικής αρχής ο ασφαλισμένος μπορεί να προκαλέσει αιτιολογημένη γνωμοδότηση δικηγόρου της αρεσκείας του, σχετικά με την ανάγκη, ή μη της υπεράσπισης. Αν ο ασφαλισμένος δεν αποδέχεται την γνωμοδότηση αυτή ή αν η ασφαλιστική επιχείρηση κρίνει ότι η γνωμοδότηση απομακρύνεται από τη σωστή νομική και πραγματική βάση της υπόθεσης, τότε είτε ο ασφαλισμένος είτε η επιχείρηση δύναται να προκαλέσει τη διαιτητική επίλυση από διαιτητή κοινής αποδοχής. Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το πρόσωπο του διαιτητή ο διορισμός του γίνεται κατά το άρθρο 878 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.). Οι δαπάνες για τις ανωτέρω ενέργειες βαρύνουν τον ασφαλιστή, εφόσον με τις ενέργειες αυτές κριθεί αναγκαία η παραφύλαξη των συμφερόντων του ασφαλισμένου, άλλως κατανέμονται κατ’ ισομοιρία στον ασφαλιστή και τον ασφαλισμένο. Εάν ο ασφαλισμένος, παρά την αντίθετη απόφαση του διαιτητή, προσφεύγει σε δικαστική ή διοικητική αρχή, βαρύνεται με τις σχετικές δαπάνες, σε περίπτωση ολοσχερούς ήττας του, άλλως οι δαπάνες αυτές επιμερίζονται ανάλογα με την έκταση της κατ’ ουσίαν ήττας προς τη νίκη του. Η ανωτέρω διαδικασία της διαιτησίας δεν αποκλείει το δικαίωμα του ασφαλισμένου προσφυγής του στα δικαστήρια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να επανακαθορίζεται εξολοκλήρου η διαδικασία διαιτησίας του παρόντος άρθρου, να τίθενται γενικότερες ή ειδικότερες απαιτήσεις ή προϋποθέσεις.

Άρθρο 165Σύγκρουση συμφερόντων (άρθρο 204 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κάθε φορά που ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων ή διαφωνία όσον αφορά τη διευθέτηση της διαφοράς, ο ασφαλιστής νομικής προστασίας ή ανάλογα με την περίπτωση, το γραφείο διακανονισμού ζημιών υποχρεούται να ενημερώνει τον ασφαλισμένο για το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 162 του παρόντος και για τη δυνατότητα να προσφύγει στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 164 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΥΓΕΙΑΣ
Άρθρο 166Ασφάλιση Υγείας (άρθρο 206 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση ασφαλίσεων κατά ζημιών επιθυμεί να ασκήσει σε άλλο κράτος − μέλος τον κλάδο 2 του άρθρου 4 του παρόντος ο οποίος υποκαθιστά μερικώς ή ολικώς το σύστημα νομοθετημένης υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλειας στο κράτος − μέλος, υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή τις τεχνικές βάσεις των τιμολογίων και τους γενικούς και ειδικούς όρους αυτής της ασφάλισης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 206 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΖΩΗΣ
Άρθρο 167Ασφάλιστρα για νέες δραστηριότητες (άρθρο 209 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Τα ασφάλιστρα για τις νέες ασφαλιστικές δραστηριότητες πρέπει να είναι επαρκή, βάσει λογικών αναλογιστικών υποθέσεων, ώστε η επιχείρηση ασφάλισης ζωής να είναι σε θέση να εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις της, και ιδίως την υποχρέωση σύστασης επαρκών τεχνικών αποθεματικών. Προς τούτο, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πτυχές της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, χωρίς όμως να γίνεται συστηματικά και μόνιμα προσθήκη πόρων ξένων προς τα εν λόγω ασφάλιστρα και στο αποκτούμενο εισόδημα, κατά τρόπο που θα μπορούσε να κλονίσει τελικά τη φερεγγυότητα της συγκεκριμένης επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις ασφαλίσεων ζωής διαθέτουν όλα τα κατάλληλα έγγραφα ή στοιχεία, ώστε να μπορούν να τεκμηριώνουν προς την Εποπτική Αρχή τον τρόπο υπολογισμού και την επάρκεια των ασφαλίστρων κάθε νέας ασφαλιστικής δραστηριότητας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και διατηρούν σχετικό ιστορικό αρχείο των εγγράφων και στοιχείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 168Αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου (άρθρο 210 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ως αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου νοείται η αντασφάλιση, της οποίας η ρητή μεγίστη πιθανότητα ζημίας, εκπεφρασμένη ως μεταβιβαζόμενος μέγιστος οικονομικός κίνδυνος, ο οποίος συνίσταται σε έναν σημαντικό αντασφαλιστικό κίνδυνο και σε μεταβίβαση χρονικού κινδύνου, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του αντασφαλιστηρίου κατά προκαθορισμένο αλλά σημαντικό ποσό, φέρει δε επίσης τουλάχιστον ένα εκ των εξής δύο χαρακτηριστικών: α) λαμβάνει ρητώς υπόψη ως σημαντικό στοιχείο την παρούσα ή/και μέλλουσα αξία του χρήματος, β) περιέχει συμβατικές ρήτρες, με στόχο την διαχρονική αποκατάσταση της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, με στόχο να μεταβιβάζεται πραγματικά ο κίνδυνος του οποίου η μεταβίβαση σκοπείται. Για τον υπολογισμό της μέγιστης πιθανότητας οικονομικής ζημίας λαμβάνονται υπόψη τόσο η φύση του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων όσο και η απαιτούμενη διάρκεια διακανονισμού του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνάπτουν συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου ή ασκούν δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου διαθέτουν κατάλληλα συστήματα εσωτερικού ελέγχου, ώστε να είναι σε θέση να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν, να διαχειρίζονται, να ελέγχουν και να αναφέρουν δεόντως τους κινδύνους που απορρέουν από τις εν λόγω συμβάσεις ή δραστηριότητες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται: α) οι υποχρεωτικοί συμβατικοί όροι που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου, β) οι ειδικότερες απαιτήσεις οργάνωσης, λογιστικής παρακολούθησης, εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνου για τις συμβάσεις αυτές, γ) οι ειδικότερες απαιτήσεις για δημοσιοποίηση επιπλέον λογιστικών, εποπτικών και στατιστικών στοιχείων.

Άρθρο 169Φορείς ειδικού σκοπού (άρθρο 211 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 46 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εγκατάσταση φορέων ειδικού σκοπού στην ελληνική επικράτεια επιτρέπεται κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τις εποπτικές αρχές των κρατών−μελών σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φορέας ειδικού σκοπού ο οποίος αναλαμβάνει κίνδυνο από μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε διαφορετικό κράτος − μέλος από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι φορείς ειδικού σκοπού που έχουν λάβει άδεια πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 υπόκεινται στο δίκαιο του κράτους−μέλους που τους χορήγησε την άδεια. Μετά την ημερομηνία αυτή οποιαδήποτε νέα δραστηριότητα τέτοιου φορέα ειδικού σκοπού υπόκειται στα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ