13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ - ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΟΜΙΛΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 - ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΟΜΙΛΟΥ
ΤΜΗΜΑ 6 - ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΟΜΙΛΟΥ ΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥΣ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΤΜΗΜΑ 6ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΟΜΙΛΟΥ ΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥΣ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Άρθρο 193Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προϋποθέσεις (άρθρο 236 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η θυγατρική, σε σχέση με την οποία η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν έχει λάβει κάποια απόφαση δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 214 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ ή της παραγράφου 2 του άρθρου 172 του παρόντος, περιλαμβάνεται στην εποπτεία του ομίλου που ασκείται από την αρμόδια αρχή εποπτείας ομίλου στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης σύμφωνα με το παρόν Μέρος, β) οι διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου της μητρικής επιχείρησης καλύπτουν τη θυγατρική και η μητρική επιχείρηση ικανοποιεί την Εποπτική Αρχή και τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές όσον αφορά στη συνετή διαχείριση της θυγατρικής, γ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 246 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 201 του παρόντος, δ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 256 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή της παραγράφου 2 του άρθρου 211 του παρόντος, ε) έχει υποβληθεί αίτηση για έγκριση υπαγωγής στα άρθρα 238 και 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος από τη μητρική επιχείρηση και έχει ληφθεί θετική απόφαση επί της αιτήσεως αυτής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 237 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στο άρθρο 194 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, οσάκις εκφράζει σοβαρούς προβληματισμούς με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του παρόντος, αιτείται αμελλητί στην αρχή εποπτείας του ομίλου την εξακρίβωση αυτή.

Άρθρο 194Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: απόφαση επί της αιτήσεως (άρθρο 237 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 56 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση αιτήσεων για έγκριση υπαγωγής στους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 238 και 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εργάζεται από κοινού με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Κολλεγίου των εποπτικών αρχών, σε πλήρη συνεργασία, προκειμένου να αποφασίσει για τη χορήγηση ή μη της ζητούμενης έγκρισης και για λοιπούς όρους και προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, που διέπουν την έγκριση αυτή. Η αίτηση του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου υποβάλλεται μόνον στην εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, ενημερώνει τα λοιπά μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση χωρίς καθυστέρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από όλες τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Κολλεγίου των εποπτικών αρχών, να υπάρξει κοινή απόφαση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές σχετικά με την αίτηση αυτήν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως απλά ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ. Σε περίπτωση που αρμόδια εποπτική αρχή έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει της απόφασή της, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές. Απόφαση που έχει ληφθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 έχει απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει στην αιτούσα θυγατρική επιχείρηση την απόφαση με πλήρη αιτιολόγηση. Η κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, της Εποπτικής Αρχής συμπεριλαμβανομένης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου θα αποφασίζει η ίδια σχετικά με την αίτηση. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, καθώς και τις επιφυλάξεις των λοιπών εποπτικών αρχών που είναι μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών και διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση και στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές αντίγραφο της απόφασης. Η απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και επεξήγηση κάθε σημαντικής απόκλισης από τις επιφυλάξεις των λοιπών ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

Άρθρο 195Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προσδιορισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας (άρθρο 238 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 57 και 58 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 189 του παρόντος, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 5 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 189 του παρόντος ή το άρθρο 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό αυτό υπόδειγμα, εφόσον δε η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή δύναται, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο 26 του παρόντος, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου, εφόσον δεν δρα η ίδια ως τέτοια, τον καθορισμό πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής που προκύπτουν από την εφαρμογή του υποδείγματος ή σε εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες μια τέτοια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση θα κρινόταν ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με βάση την τυποποιημένη μέθοδο. Η Εποπτική Αρχή συζητεί την πρόταση στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών και ανακοινώνει την αιτιολόγηση των προτάσεων αυτών τόσο στη θυγατρική, όσο και στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση την τυπική προσέγγιση και η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της αποκλίνει σημαντικά από της υποκείμενες παραδοχές της τυπικής προσέγγισης, εφόσον δε η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου, εφόσον δεν δρα η ίδια ως τέτοια, να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με βάση την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους που χρησιμοποιούνται ειδικά για την εν λόγω επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων που αφορούν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και ασθενείας, κατά τα οριζόμενα στο 86 του παρόντος ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 26 του παρόντος, να καθορίσει επιπρόσθετη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής κεφαλαιακή απαίτηση. Η Εποπτική Αρχή συζητεί την πρόταση στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών και κοινοποιεί τους λόγους για την πρόταση αυτή τόσο στη θυγατρική όσο και στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας επί τη βάσει της πρότασης ή για τη λήψη άλλων δυνατών μέτρων. Σε περίπτωση θυγατρικής άλλου κράτους−μέλους, η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρόταση της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, περιλαμβανομένων και άλλων δυνατών μέτρων. Η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις εποπτικές αρχές, της Εποπτικής Αρχής συμπεριλαμβανομένης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν συμφωνεί με την αρχή εποπτείας του ομίλου, είτε εφόσον η Εποπτική Αρχή δρούσα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δεν συμφωνεί με την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται εντός ενός μηνός από την ανωτέρω πρόταση στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, συνδρομή της. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της μηνιαίας περιόδου που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια την θυγατρική, αναβάλλει της απόφασή της σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθΜ. 1094/2010, λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, τη διαβιβάζει στην εν λόγω θυγατρική και στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος, απόφαση που έχει ληφθεί από την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρική σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, εφόσον συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

Άρθρο 196Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας (άρθρο 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 59 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και με την επιφύλαξη του άρθρου 109 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, διαβιβάζει το συντομότερο δυνατόν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, εντός έξι μηνών από τότε που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας. Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου Εποπτικών Αρχών, σχετικά με την πρότασή της όσον αφορά στην έγκριση ή μη του σχεδίου ανάκαμψης μέσα σε τέσσερεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος, η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, επί τη βάσει της πρότασης της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρικής όσον αφορά στην έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης. Εάν δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, λαμβάνει η ίδια απόφαση σχετικά με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη της τις απόψεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η Εποπτική Αρχή διαπιστώσει, σύμφωνα με το 107 του παρόντος, επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, ενημερώνει αμέσως το Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Με εξαίρεση καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, τα μέτρα που λαμβάνονται συζητούνται προηγουμένως στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρότασή της, όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, μέσα σε ένα μήνα από την ενημέρωση του Κολλεγίου. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας, εντός ενός μηνός από την ενημέρωση του Κολλεγίου, σχετικά με την πρόταση της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει την άδεια στη θυγατρικής όσον αφορά στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Εάν δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Εποπτική Αρχή εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική αποφασίζει η ίδια, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και με την επιφύλαξη του άρθρου 110 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατόν, στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, μέσα σε τρεις μήνες (3) από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση. Το Κολλέγιο εποπτικών αρχών ενημερώνεται επίσης σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνει η Εποπτική Αρχή για την ενίσχυση της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης στο επίπεδο της θυγατρικής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν συμφωνεί με την αρχή εποπτείας του ομίλου, είτε εφόσον η Εποπτική Αρχή δρούσα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δεν συμφωνεί με την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της, εφόσον η διαφωνία αφορά στα ακόλουθα: α) την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε παράτασης της περιόδου ανάκαμψης, εντός της τετράμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος, β) την έγκριση των προτεινόμενων μέτρων εντός της μηνιαίας περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τετράμηνης ή μηνιαίας περιόδου των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου αντίστοιχα, ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος ή στις περιπτώσεις καταστάσεων έκτακτης ανάγκης της παραγράφου 2 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, αναβάλλει την απόφασή της σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010, λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, τη διαβιβάζει στην εν λόγω θυγατρική και στο κολλέγιο εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος, απόφαση που έχει ληφθεί από την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρική σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, εφόσον συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

Άρθρο 197Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: λήξη των παρεκκλίσεων για θυγατρικές (άρθρο 240 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι κανόνες που προβλέπονται στα 195 και 196 του παρόντος παύουν να ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ του άρθρου 193 του παρόντος, β) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ του άρθρου 193 του παρόντος και ο όμιλος δεν αποκαθιστά τη συμμόρφωση με την προϋπόθεση αυτή εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου, γ) δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ του άρθρου 193 του παρόντος. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ της παρούσας, όταν η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με το Κολλέγιο εποπτικών αρχών, να μην συμπεριλάβει πλέον τη θυγατρική στην εποπτεία που πραγματοποιεί, ενημερώνει άμεσα την αρμόδια εποπτική αρχή και τη μητρική επιχείρηση. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της αναφορικά με τη συμπερίληψη θυγατρικής στην εποπτεία της αρχής εποπτείας του ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄του άρθρου 193 του παρόντος, η μητρική επιχείρηση είναι υπεύθυνη να εξασφαλίσει ότι οι προϋποθέσεις πληρούνται σε συνεχή βάση. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενημερώνει αμελλητί την αρχή εποπτείας του ομίλου και την εποπτική αρχή της οικείας θυγατρικής εταιρείας. Η μητρική επιχείρηση υποβάλλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της κατάλληλης χρονικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 της παρούσας, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εξακριβώνει, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, με δική της πρωτοβουλία, ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του άρθρου 193 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, προβαίνει επίσης στην εξακρίβωση αυτή μετά από αίτημα της ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, οσάκις η τελευταία εκφράζει σοβαρούς ενδοιασμούς αναφορικά με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με την εν λόγω προϋπόθεση. Εάν από την εξακρίβωση προκύπτουν ελλείψεις, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ζητεί από τη μητρική επιχείρηση να υποβάλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν, μετά από διαβούλευση με το Κολλέγιο εποπτικών αρχών, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αποφανθεί ότι το σχέδιο των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος είναι ανεπαρκές ή στη συνέχεια ότι δεν εφαρμόζεται εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του άρθρου 193 του παρόντος δεν πληρούνται πλέον και ενημερώνει άμεσα την ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει την γνώμη της αναφορικά με το σχέδιο που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος ή την εφαρμογή του σχεδίου αυτού εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το καθεστώς που προβλέπεται στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος εφαρμόζεται εκ νέου εάν η μητρική επιχείρηση υποβάλει νέα αίτηση και επιτύχει ευνοϊκή απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 194 του παρόντος.

Άρθρο 198Θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών

(άρθρο 243 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 12 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ) Τα άρθρα 193 έως 197 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ