13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ - ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΖΗΜΙΩΝ, ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΖΗΜΙΩΝ, ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 255Αντιπρόσωπος ζημιώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο αντιπρόσωπος ζημιών, που διορίζεται σύμφωνα με τις περιπτώσεις ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 130 του παρόντος, επιλέγεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων και πρέπει να είναι γνώστης των επισήμων γλωσσών του κράτους που έχει διορισθεί. Ο αντιπρόσωπος ζημιών έχει την διαμονή ή εγκατάσταση του στο κράτος−μέλος όπου έχει διορισθεί, διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι των ζημιωθέντων με μόνιμη κατοικία σ’ αυτό το κράτος−μέλος, από ατυχήματα που προκαλούνται στα άλλα κράτη−μέλη από αυτοκίνητα που έχουν τόπο συνήθους στάθμευσης την Ελλάδα ή άλλο κράτος− μέλος και είναι ασφαλισμένα σε εγκατεστημένες στην Ελλάδα ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί, ώστε να ικανοποιεί ολοσχερώς τις αξιώσεις τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο υποχρεωτικός διορισμός αντιπροσώπου σε καμία περίπτωση δεν περιορίζει τον ζημιωθέντα ή την ασφαλιστική επιχείρηση του να στρέφονται απευθείας κατά του υπαίτιου του ατυχήματος ή της ασφαλιστικής του επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα καθήκοντα του ανωτέρω αντιπροσώπου είναι να συγκεντρώνει, όσον αφορά τις σχετικές αξιώσεις, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον διακανονισμό των ζημιών και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την διαπραγμάτευση του διακανονισμού των ζημιών. Να διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να αντιπροσωπεύει την επιχείρηση έναντι των προσώπων που υπέστησαν ζημίες και μπορούν να προβάλλουν αξίωση αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της ικανοποίησης αυτών των αξιώσεων, καθώς και να την αντιπροσωπεύει ή εφόσον απαιτείται, να φροντίζει για την αντιπροσώπευσή της ενώπιον των διοικητικών αρχών σχετικά με τις αξιώσεις αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο αντιπρόσωπος ζημιών υποχρεούται εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη της αίτησης αποζημίωσης του ζημιωθέντος : α) να υποβάλει αιτιολογημένη προσφορά αποζημίωσης σε περίπτωση που η ευθύνη δεν αμφισβητείται και η ζημιά έχει αποτιμηθεί, β) να υποβάλει αιτιολογημένη απάντηση επί των σημείων που περιέχονται στην αίτηση στην περίπτωση που η ευθύνη αμφισβητείται ή δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί σαφώς ή σε περίπτωση που η ζημιά δεν έχει αποτιμηθεί πλήρως. Σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω επιβάλλονται οι κυρώσεις όπως προβλέπονται στο άρθρο 38 παρ. 2 του κ.ν. 489/1976 (Α΄ 331).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο ορισμός ειδικού αντιπροσώπου δεν αποτελεί διορισμό νομίμου αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 261 του παρόντος, ούτε αποτελεί ίδρυση υποκαταστήματος κατά την έννοια του άρθρου 115 του παρόντος ή εγκατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά την έννοια της παραγράφου 11 του άρθρου 3 του παρόντος.

Άρθρο 256Διοικητικές ΚυρώσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της ως και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις ευρωπαϊκού δικαίου αμέσου εφαρμογής, του παρόντος νόμου, των κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεών του ή την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της ως και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αρνείται τη συνεργασία ή παρακωλύει έρευνα ή έλεγχο, που αυτή διενεργεί σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, τον παρόντα νόμο, των κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεών του ή την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που παραβαίνει τις διατάξεις της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας περί υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων και ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί ειδική συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, χωρίς την, βάσει του άρθρου 43 του παρόντος, απαιτούμενη κατά περίπτωση γνωστοποίηση ή έγκρισή της από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις παρακάτω κυρώσεις, διαζευκτικά ή σωρευτικά: αα) Πρόστιμο μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών που απέκτησαν τα πρόσωπα αυτά. αβ) Αποκλεισμό από το διοικητικό συμβούλιο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και από μέλος διοίκησης ή οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, προκειμένου περί φυσικών προσώπων. β) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Εποπτική Αρχή περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους ειδικής συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 15 του άρθρου 43 του παρόντος, ή δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Εποπτικής Αρχής για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει στα φυσικά πρόσωπα που αφορά η σχετική παράλειψη ή η μη συμμόρφωση, τις κυρώσεις της υποπερίπτωσης αβ΄ της προηγούμενης περίπτωσης της παρούσας παραγράφου. γ) Στα πρόσωπα που δεν τηρούν την υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχής, βάσει της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του παρόντος, ως προς τη μείωση συμμετοχής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 15 του άρθρου 43 στις υποδείξεις της Εποπτικής Αρχής για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η Εποπτική Αρχή μπορεί, διαζευκτικά ή σωρευτικά: α) να επιβάλλει την απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, από το διοικητικό συμβούλιο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και από μέλος διοίκησης ή οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά ή τα νομικά πρόσωπα που αυτά ελέγχουν, γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τα πρόσωπα αυτά ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά, καθώς και να κηρύσσει ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά τα δάνεια που έχουν λάβει όλα τα πιο πάνω πρόσωπα από την εν λόγω επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, ο κίνδυνος διατάραξης της συστημικής σταθερότητας, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των ασφαλιζομένων, το ύψος της πραγματικά προκληθείσας ζημίας σε αυτούς ως και η τυχόν ανόρθωσή της, η λήψη μέτρων για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Εποπτική Αρχή κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος νόμου ή της λοιπής νομοθεσίας για τις ασφαλίσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα πρόστιμα που επιβάλλει η Εποπτική Αρχή αποτελούν δημόσιο έσοδο και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι αποφάσεις της Εποπτικής Αρχής με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις μπορεί να δημοσιοποιούνται, για την ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά, εφόσον αυτή κρίνει ότι η σχετική δημοσιοποίηση δεν συνδέεται με τις εποπτικές απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο και δεν είναι πιθανό να δημιουργήσει κίνδυνο σοβαρής διατάραξης των χρηματοπιστωτικών αγορών ή δυσανάλογης ζημίας στα ενδιαφερόμενα μέρη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα όργανα διοίκησης της Εποπτικής Αρχής, όπως και το προσωπικό αυτής δεν ευθύνονται αστικά έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός των κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιοτήτων τους, καθώς επίσης εντός των λοιπών αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκεί η Εποπτική Αρχή κατά ανάθεση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με δόλο.

Άρθρο 257Έγγραφες Συμφωνίες –

Εκχώρηση εποπτικής αρμοδιότητας Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία που ασκεί, η Εποπτική Αρχή, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, δύναται να συνάπτει έγγραφες συμφωνίες με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών για θέματα συντονισμού και συνεργασίας. Βάσει των συμφωνιών αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Εποπτική Αρχή ή σε άλλες αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση εποπτείας σε επίπεδο ομίλου και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και την εν γένει μεταξύ τους συνεργασίας. Η Εποπτική Αρχή δύνανται υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε θυγατρική επιχείρηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, να εκχωρεί, με διμερή συμφωνία, την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους−μέλους που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Με ανάλογη διμερή συμφωνία, η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δύναται να αναλαμβάνει τη με βάση τον παρόντα νόμο εποπτεία θυγατρικής του επιχείρησης.

Άρθρο 258Ποινικές κυρώσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος με γνώση του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις προς: α) την Εποπτική Αρχή με σκοπό να επιτύχει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, την παράταση της άδειας ή την έγκριση του καταστατικού της ή κλάδου αυτής, β) το κοινό με δημοσιεύματα (ηλεκτρονικών ή εντύπων) ή κάθε άλλου μέσου με σκοπό την παραπλάνησή του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται κάθε πρόσωπο που άμεσα ή έμμεσα ασκεί διοίκηση ή διαχείριση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, όταν με γνώση του έπραξε τα εξής: α) πρότεινε ή επέτρεψε τη διανομή μερίσματος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή κανονιστικών πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου, β) παραβίασε τις διατάξεις περί υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων ή της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, και γ) συνέταξε ή ενέκρινε ισολογισμό ή έκθεση σχετικά με την φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του καταστατικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος άμεσα ή έμμεσα κατά τη διάρκεια της εποπτικής αξιολόγησης με γνώση του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός μηνός και με χρηματική ποινή τιμωρούνται πραγματογνώμονες οι οποίοι κατά την εκτίμηση της εκτάσεως πραγματοποιηθείσας ζημίας και καθορισμό της οφειλομένης αποζημίωσης προς τον ζημιωθέντα εν γνώσει πραγματοποιούν ψευδείς εκτιμήσεις ή δηλώσεις προς όφελος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή του ζημιωθέντα ασφαλισμένου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος παραβιάζει τις απαγορεύσεις του άρθρου 147 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 259 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος άμεσα ή έμμεσα κατά τον έλεγχο του ισολογισμού ή της έκθεσης σχετικά με την φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση με γνώση του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις.

Άρθρο 259ΠραγματογνώμονεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι υπό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οριζόμενοι πραγματογνώμονες για την εκτίμηση πραγματοποιηθείσας ζημίας και τον καθορισμό της οφειλομένης αποζημιώσεως, υποχρεούνται όπως αντίγραφο της εκθέσεώς τους κοινοποιούν στον ζημιωθέντα. Η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται όπως εντός δεκαπέντε (15) ημερών από της υποβολής της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης γνωστοποιήσει στον δικαιούχο τυχόν αποζημίωσης με βάση τους γενικούς και ειδικούς όρους του σχετικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου την αποδοχή αυτής ή μη, εκτός εάν επέλθει εν τω μεταξύ φιλικός διακανονισμός.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση αποδοχής από την ασφαλιστική επιχείρηση και του δικαιούχου της προσδιορισθείσας από την πραγματογνωμοσύνη ασφαλιστικής αποζημίωσης, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται αμελλητί στην καταβολή αυτής στον δικαιούχο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ορίζονται ως πραγματογνώμονες από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενεργούν αμερόληπτα, ανεξάρτητα και χωρίς προκατάληψη με σκοπό την εξέταση και εκτίμηση δηλωθείσας ζημιάς ή/και απώλειας σύμφωνα τους γενικούς και ειδικούς όρους ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Οι ανωτέρω πραγματογνώμονες, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ευθύνονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 256 και 258 του παρόντος.

Άρθρο 260Διανομή κερδών στους ασφαλισμένους και σώρευση πλεοναζόντων κεφαλαίωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι επιχειρήσεις που ασκούν ασφαλίσεις ζωής δύνανται να συσσωρεύουν πλεονάζοντα κεφάλαια, αποτελούμενα από μέρος των κερδών που πραγματοποιούν κάθε έτος, για κάλυψη αποκλειστικά μελλοντικών ζημιών των αντίστοιχων εργασιών ασφαλίσεων ζωής ή για μελλοντική διανομή στους αντισυμβαλλόμενους και δικαιούχους. Το συνολικό ποσοστό κέρδους προς συσσώρευση ανά κατηγορία ασφαλιστικών εργασιών, το ποσοστό διανομής προς τους αντισυμβαλλομένους και δικαιούχους, καθώς και το ποσοστό που δύναται να χρησιμοποιηθεί από την επιχείρηση για απορρόφηση ζημιών καθορίζεται κάθε φορά από το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης. Η διανομή πραγματοποιείται με έναν από τους εξής τρόπους: α) σε μετρητά, β) με μείωση των επόμενων δόσεων των ασφαλίστρων, γ) με αύξηση του ασφαλισμένου κεφαλαίου (ασφαλιστικού ποσού), δ) με πίστωση σχετικού λογαριασμού του ασφαλισμένου εντόκως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επίσης μπορούν να συνάπτουν ασφαλιστήρια ζωής, τα οποία προβλέπουν την, ανεξάρτητα από την πραγματοποίηση ετήσιων κερδών, υποχρεωτική επιστροφή στους δικαιούχους, ποσοστού από την προς διάθεση απόδοση των επενδύσεων. Η ως άνω απόδοση, το ποσοστό και η βάση υπολογισμού, κοινοποιούνται υποχρεωτικά στους ασφαλισμένους. Η επιστροφή πραγματοποιείται, με τους ίδιους τρόπους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις που δύνανται να συσσωρεύονται τα ετήσια κέρδη και να χρησιμοποιούνται τα πλεονάζοντα κεφάλαια για απορρόφηση ζημιών των επιχειρήσεων.

Άρθρο 261Νόμιμος αντιπρόσωποςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο νόμιμος αντιπρόσωπος όπως ορίζεται στο άρθρο 115 του παρόντος υποχρεούται να έχει μόνιμη κατοικία εντός της Ελλάδας και εκπροσωπεί την επιχείρηση ενώπιον όλων των αρχών, δικαστικώς και εξωδίκως και στις σχέσεις της με το δημόσιο. Ο διορισμός από την ίδια επιχείρηση δύο νομίμων αντιπροσώπων είτε με αρμοδιότητα επί ορισμένου μέρους της επικρατείας, είτε προς άσκηση ορισμένου κλάδου, δεν επιτρέπεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο νόμιμος αντιπρόσωπος υπέχει την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ελλείψει νομίμου αντιπροσώπου, ως και εν απουσία τούτου, όλες οι επιδόσεις γίνονται προς τον Γραμματέα Πρωτοδικών της έδρας του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση παύσης του αντιπροσώπου από την επιχείρηση, η παύση ισχύει από της ημερομηνία επιδόσεως στην Εποπτική Αρχή σχετικής έγγραφης δήλωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η επιχείρηση υποχρεούται να πληροί τη θέση του νομίμου αντιπροσώπου εντός δύο (2) μηνών από της κενώσεως αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δύναται να απαιτεί την υπογραφή κάθε ασφαλιστηρίου από τον νόμιμο αντιπρόσωπο κάθε επιχείρησης ή από συγκεκριμένα άλλα πρόσωπα.

Άρθρο 262Γλώσσα

Τα πάσης φύσεως έγγραφα που υποβάλλονται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικές πράξεις είναι στην ελληνική γλώσσα. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να λαμβάνει υπόψη της έγγραφα σε άλλες επίσημες ευρωπαϊκές γλώσσες, εφόσον κατά την απόλυτη και ανέλεγκτη κρίση της έχει, κατά τον χρόνο εκείνο, την δυνατότητα να το πράξει.

Άρθρο 263Περί ασκήσεως του κλάδου κεφαλαιοποιήσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κεφαλαιοποίηση υπό την έννοια του παρόντος θεωρείται η εξασφάλιση ορισμένου κεφαλαίου καταβλητέου σε ορισμένο χρόνον αντί ορισμένων καταβολών, ενιαίων ή περιοδικών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Απαγορεύεται η δια του αυτού συμβολαίου κατάρτιση σύμβασης ασφάλισης ζωής και κεφαλαιοποίησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Επιτρέπεται η προ της λήξεως του συμβολαίου καταβολή του δια της κεφαλαιοποιήσεως εξασφαλιζομένου ποσού, σε συνδυασμό με κληρώσεις. Τα συμβόλαια κεφαλαιοποιήσεως είναι ονομαστικά, επιτρεπομένης της μεταβιβάσεως αυτών κατόπιν γνωστοποίησης στην επιχείρηση και έγκρισης δια πρόσθετης πράξης. Η διάρκεια των συμβολαίων δεν δύναται να υπερβαίνει τα εικοσι πέντε (25) έτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο αριθμός των ενεργουμένων κατ’ έτος κληρώσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12), το δε ποσοστό των κληρουμένων ετησίως συμβολαίων να μην υπερβαίνει το δώδεκα επί της χιλίοις (12‰) .

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η χορήγηση δανείων προς ασφαλισμένους κλάδου κεφαλαιοποιήσεως επιτρέπεται μόνον δια την εξακολούθηση της ισχύος των σχετικών συμβολαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Κάθε δημοσίευση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διά του τύπου, τοιχοκολλήσεων κ.λπ. εν σχέσει προς την ενέργειαν κληρώσεων, επιτρέπεται μόνον κατόπιν προηγουμένης θεώρησης του δημοσιεύματος από την Εποπτική Αρχή η οποία χορηγείται εντός δεκαημέρου από την υποβολή της σχετικής αίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κάθε διενέργεια κλήρωσης ανακοινώνεται στην Εποπτική Αρχή προ δέκαπέντε (15) τουλάχιστον ημερών. Οι κληρώσεις ενεργούνται ενώπιον Επιτροπής αποτελουμένης από ένα μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου υποδεικνυομένου από το Σώμα αυτό για ένα έτος, από έναν εκπρόσωπο της Εποπτικής Αρχής και από έναν εκ των Διευθυντών ή Συμβούλων της ενδιαφερομένης επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζεται η κατά κλήρωση αμοιβή των μελών της Επιτροπής, η οποία καταβάλλεται από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση.

Άρθρο 264(άρθρο 303 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η οντότητα η οποία παρέχει ή διαχειρίζεται συνολικά, συνταξιοδοτικά προγράμματα παροχών και η οποία αναλαμβάνει η ίδια, αντί των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων, την ευθύνη για την κάλυψη βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται ορισμένη απόδοση των επενδύσεων ή ορισμένο ύψος παροχών, διαθέτει σε συνεχή βάση, πέραν των τεχνικών προβλέψεων, επιπρόσθετα περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την παροχή επιπλέον προστασίας. Το ύψος των επιπρόσθετων αυτών περιουσιακών στοιχείων αντανακλά τον κίνδυνο και την περιουσιακή βάση της οντότητας αυτής αναφορικά με το πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων παροχών που παρέχει ή διαχειρίζεται. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία είναι ελεύθερα από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί και αποτελεί κεφάλαιο ασφαλείας για την κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των προβλεπομένων και των πραγματικών δαπανών και κερδών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το ελάχιστο ποσό των συμπληρωματικών στοιχείων ενεργητικού υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 265, 266 και 267 του παρόντος.

Άρθρο 265(άρθρο 303 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι οντότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 264 του παρόντος συγκροτούν και διατηρούν συνεχώς επαρκές διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας ανάλογο προς το σύνολο των δραστηριοτήτων, το οποίο αντιστοιχεί στην ελεύθερη από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί περιουσία του, μείον τα άυλα περιουσιακά στοιχεία της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα στοιχεία, τα οποία απαρτίζουν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας είναι: α) Το ποσό που αρχικά έχει καταβληθεί, καθώς και τυχόν λογαριασμούς μελών της οντότητας που ικανοποιούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια: αα) το καταστατικό ή ο κανονισμός λειτουργίας ορίζει ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα μέλη της οντότητας μόνον εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο ή εάν, μετά τη διάλυση της οντότητας, έχουν εξοφληθεί όλα τα άλλα χρέη αυτής, αβ) το καταστατικό ή ο κανονισμός λειτουργίας ορίζει ότι, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή που αναφέρεται στην υποπερίπτωση αα΄ της παρούσας περίπτωσης για άλλους λόγους εκτός από την ατομική καταγγελία της ιδιότητας του μέλους της οντότητας, η αρμόδια εποπτική αρχή ειδοποιείται τουλάχιστον ένα μήνα πριν και μπορεί μέσα στο διάστημα αυτό να απαγορεύσει την πληρωμή, αγ) οι σχετικές καταστατικές διατάξεις ή οι διατάξεις του κανονισμού λειτουργίας μπορούν να τροποποιηθούν μόνον εφόσον η αρμόδια εποπτική αρχή δηλώσει ότι δεν έχει αντιρρήσεις για την τροποποίηση, υπό την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στις υποπεριπτώσεις αα΄ και αβ΄ της παρούσας. β) Τυχόν αποθεματικά (νόμιμα και ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις. γ) Τυχόν κέρδη ή ζημίες που μεταφέρονται στη νέα οικονομική χρήση, μετά την αφαίρεση των τυχών πληρωτέων μερισμάτων, εφόσον τούτο επιτρέπεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της οντότητας και αφού δοθεί η σχετική έγκριση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί να αποτελείται από: α) το ήμισυ του μη καταβληθέντος μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, εφόσον το καταβληθέν τμήμα ισούται με το είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) του αρχικού κεφαλαίου, μέχρι ποσοστού πενήντα επί τοις εκατό (50%) του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτουμένου περιθωρίου φερεγγυότητας, β) τυχόν υπεραξίες που προκύπτουν λόγω υποεκτίμησης στοιχείων του ενεργητικού εφόσον δεν οφείλονται σε εξαιρετικές περιστάσεις.

Άρθρο 266Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας (άρθρο 303 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 267 του παρόντος, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας ισούται προς το άθροισμα των ακόλουθων δύο στοιχείων: α) Πρώτο αποτέλεσμα. Αυτό υπολογίζεται ως εξής: Ποσοστό 4% των μαθηματικών αποθεμάτων που αφορούν πρωτασφαλιστικές εργασίες (χωρίς να αφαιρεθούν οι τυχόν αντασφαλιστικές εκχωρήσεις) και αντασφαλιστικές αναλήψεις πολλαπλασιάζεται με τον κατά την τελευταία οικονομική χρήση λόγο του συνόλου των μαθηματικών αποθεμάτων (μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων) προς τα ακαθάριστα συνολικά μαθηματικά αποθέματα πριν αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις. Ο λόγος αυτός, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του ογδόντα πέντε επί τοις εκατό (85%). β) Δεύτερο αποτέλεσμα. Αυτό υπολογίζεται ως εξής: Για ασφαλιστικές υποχρεώσεις των οποίων το κεφάλαιο κινδύνου δεν είναι αρνητικό, ποσοστό τρία δέκατα επί τοις εκατό (0,3%) από αυτό το κεφάλαιο, το οποίο έχει αναληφθεί από την οντότητα, πολλαπλασιάζεται με τον κατά την τελευταία χρήση λόγο του συνολικού κεφαλαίου κινδύνου με ίδια κράτηση της οντότητας μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων και αντεκχωρήσεων, προς το συνολικό κεφάλαιο κινδύνου στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αντασφαλίσεις. Ο λόγος αυτός, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του πενήντα επί τοις εκατό (50%). Για τις ασφαλίσεις θανάτου μικρής διάρκειας και μέχρι τρία το πολύ χρόνια, το επί του κεφαλαίου κινδύνου ποσοστό σύμφωνα με τα ανωτέρω ορίζεται σε ένα δέκατο επί τοις εκατό (0,1%). Στην περίπτωση που η διάρκεια των ασφαλίσεων αυτών είναι μεταξύ τριών και το πολύ πέντε ετών το ποσοστό ορίζεται σε δεκαπέντε εκατοστά επί τοις εκατό (0,15%).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τις συμπληρωματικές ασφαλίσεις που περιγράφονται στον Κλάδου Ι.3 της περίπτωσης α΄ του άρθρου 5 του παρόντος, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 268 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τις εργασίες της περίπτωσης (στ) του άρθρου 5 του παρόντος το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το ένα επί τοις εκατό (1%) του ενεργητικού τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τις εργασίες των περιπτώσεων γ΄, ζ΄ και η΄ του άρθρου 5 του παρόντος, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το άθροισμα: α) Του τέσσερα επί τοις εκατό (4%) των τεχνικών προβλέψεων, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το καθοριζόμενο στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος πρώτο αποτέλεσμα, εφόσον η οντότητα φέρει κινδύνους επενδύσεων και του ένα επί τοις εκατό (1%) των τεχνικών προβλέψεων, το οποίο υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο, εφόσον η οντότητα δεν φέρει κινδύνους επενδύσεων και η κατανομή για την κάλυψη των εξόδων διοίκησης είναι σταθερή για περίοδο που υπερβαίνει τα 5 χρόνια, και β) του τρία δέκατα επί τοις εκατό (0,3%) του κεφαλαίου κινδύνου, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το καθοριζόμενο στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δεύτερο αποτέλεσμα, εφόσον η οντότητα καλύπτει κινδύνους θανάτου. γ) Του 25% των καθαρών διοικητικών εξόδων της τελευταίας οικονομικής χρήσης, που αφορά στις εργασίες αυτές, εφόσον η οντότητα δεν φέρει κινδύνους επενδύσεων και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης δεν καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών.

Άρθρο 267Ελάχιστο απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας (άρθρο 303 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Για τις οντότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 264 του παρόντος, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας δεν μπορεί να είναι μικρότερο: α) των δύο εκατομμυρίων διακοσίων πενήντα χιλιάδων (2.250.000) ευρώ, για οντότητες που έχουν αλληλασφαλιστική μορφή, β) των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ, για οντότητες κάθε άλλης μορφής.

Άρθρο 268(άρθρο 303 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας των εργασιών που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 266 του παρόντος καθορίζεται με βάση είτε το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων και των εισφορών είτε τη μέση επιβάρυνση από αποζημιώσεις των τριών τελευταίων οικονομικών χρήσεων. Το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας είναι ίσο προς το μεγαλύτερο από τα δύο αποτελέσματα που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τη βάση υπολογισμού των ασφαλίστρων επιλέγεται το μεγαλύτερο μεταξύ του ποσού των δεδουλευμένων ασφαλίστρων ή εισφορών που υπολογίζονται κατωτέρω, και του ποσού των ακαθάριστων εγγεγραμένων ασφαλίστρων ή εισφορών. Αθροίζονται τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές (συμπεριλαμβανομένων τυχών παρεπόμενων δικαιωμάτων) που κατεβλήθησαν για πρωτασφαλίσεις κατά την τελευταία εταιρική χρήση. Στο σύνολο αυτό, προστίθεται το ποσό των αντασφάλιστρων που έγιναν δεκτά κατά την τελευταία οικονομική χρήση. Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων και εισφορών που ακυρώθηκαν κατά την τελευταία εταιρική χρήση, όπως επίσης και το συνολικό ποσό των φόρων και τελών που αναλογούν στα ασφάλιστρα και εισφορές που περιέχονται στο ως άνω άθροισμα. Το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μπορεί να ανέρχεται μέχρι πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό: Το δεκαοχτώ επί τοις εκατό (18%) του πρώτου μέρους και το δεκαέξι επί τοις εκατό (16%) του δεύτερου, αθροίζονται. Το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί το πηλίκο που προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των σε βάρος της οντότητας εκκρεμών απαιτήσεων, μετά από αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών στο πλαίσιο της αντασφάλισης και του ακαθάριστου ποσού των απαιτήσεων, ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος από πενήντα επί τοις εκατό (50%).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η βάση των αποζημιώσεων υπολογίζεται ως εξής: Αθροίζονται τα ποσά των αποζημιώσεων (χωρίς αφαίρεση των σε βάρος των εκδοχέων ή αντεκδοχέων απαιτήσεων) που καταβάλλονται για τις πρωτασφαλίσεις κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος. Στο άθροισμα αυτό, προστίθεται το ποσό των απαιτήσεων που έχει καταβληθεί λόγω αποδοχής αντασφαλίσεων ή αντεκχωρήσεων κατά τη διάρκεια των ιδίων αυτών περιόδων και το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις, που πραγματοποιούνται στο τέλος της τελευταίας οικονομικής χρήσης, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και για τις αποδοχές αντασφαλίσεων. Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το ποσό των ανακτήσεων που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των περιόδων που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος. Από το εναπομένον αυτό ποσό, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις, που πραγματοποιούνται κατά την έναρξη της δεύτερης οικονομικής χρήσης που προηγείται της τελευταίας κλεισθείσας οικονομικής χρήσης, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και τις αναληφθείσες αντασφαλίσεις. Το ένα τρίτο των ποσών που προκύπτουν από τον υπολογισμό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μπορεί να ανέρχεται μέχρι τριάντα πέντε εκατομμύρια (35.000.000) ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό: το είκοσι έξι επί τοις εκατό (26%) του πρώτου μέρους και το είκοσι τρία επί τοις εκατό (23%) του δεύτερου, αθροίζονται. Το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί το πηλίκο που προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των σε βάρος της οντότητας εκκρεμών αποζημιώσεων μετά από αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλίσεις και του ακαθάριστου ποσού των αποζημιώσεων• ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος από πενήντα επί τοις εκατό (50%).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό υπολογίζεται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος, είναι κατώτερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας λαμβάνεται τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμητικό λόγο του ποσού των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά τη λήξη της τελευταίας οικονομικής χρήσης, προς το ποσό των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά την έναρξη της τελευταίας οικονομικής χρήσης. Στους υπολογισμούς αυτούς, οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται χωρίς τις τυχόν αντασφαλίσεις, αλλά ο αριθμητικός λόγος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από ένα (1).

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ