13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Άρθρο 277Αναφορές σε καταργούμενες οδηγίες ή νόμους (άρθρο 310 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Αναφορές διατάξεων νόμων ή άλλων κανονιστικών πράξεων σε διατάξεις των Οδηγιών 64/225/ΕΟΚ, 73/239/ ΕΟΚ, 73/240/ΕΟΚ, 76/580/ΕΟΚ, 78/473/ΕΟΚ, 84/641/ΕΟΚ, 87/344/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2001/17/ ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ νοούνται ως αναφορές στις αντίστοιχες διατάξεις της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Άρθρο 278Καταργούμενες διατάξεις και τροποποιούμενες διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 καταργείται το ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10) και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτό νοείται εφεξής αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 καταργούνται: α) τα άρθρα 2, 4, 5 και 6 του ν.δ. 551/1970 (Α΄ 114), β) τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 1380/1983 (Α 101), γ) η παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1796/1988 (Α΄ 152), δ) το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παρ. 6 του άρθρου 4θ του ν. 2251/94 (Α΄ 191), ε) το άρθρο 33 του π.δ. 252/1996 (Α΄ 186) στ) τα άρθρα 1 ως και 12 του ν. 3229/2004 (Α΄ 38), ζ) οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 5 το άρθρο 1 του ν. 3867/2010 (Α΄ 128), η) το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν. 2496/1997, θ) το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1569/1985 (Α΄ 183).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς, Υφυπουργούς, ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή της αμέσου εφαρμογής ευρωπαϊκής νομοθεσίας, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ακόλουθες κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς, Υφυπουργούς ή αρμόδιες αρχές καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2016: α) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ4−5845/1986 (ΑΕ − ΕΠΕ 3369), β) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−4298/1995 (Β΄ 505), γ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−3974/ 11.10.1999 (ΑΕ − ΕΠΕ 8334), δ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−7714/ 5.2.2001 (Β΄ 119), ε) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−4382/ 7.6.2001 (Β΄ 847), στ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−9124/ 5.12.2001 (Β΄ 1616), ζ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−4814/ 11.6.2004 (Β΄ 860), η) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 133/3/19.12.2008 (Β΄ 2577), θ) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 143/7/30.4.2009 (Β΄ 922), ι) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 144/2/7.5.2009 (Β΄ 1354), ια) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 3/5/26.1.2011 (B΄ 706), ιβ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 37/6/20.4.2012 (Β΄ 1662), ιγ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 49/21/12.9.2012 (Β΄ 3102), ιδ) η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 30/30.9.2013 (Β΄ 2556).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως: «1. Ως ειδικευμένος εμπειρογνώμονας της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 καθορίζεται αποκλειστικά ο αναλογιστής, το επάγγελμα του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος. Το επάγγελμα του αναλογιστή, του οποίου, αντικείμενο αποτελούν οι αρμοδιότητες ελέγχου των εργασιών του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 εντός του συστήματος εσωτερικού ελέγχου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 266 και 267 του ανωτέρω Κανονισμού, ασκείται ελεύθερα μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία έναρξης του στη Διεύθυνση Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων, της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής, του Υπουργείου Οικονομικών, εφεξής «Αρμόδια Διοικητική Αρχή». Η αναγγελία του προηγούμενου εδαφίου συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την πιστοποίηση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Η Αρμόδια Διοικητική Αρχή μπορεί εντός τριών (3) μηνών από την αναγγελία έναρξης του επαγγέλματος από τον ενδιαφερόμενο, να απαγορεύσει την έναρξη του επαγγέλματος του αιτούντος, στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία. Εφόσον πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή εγγράφει τον αιτούντα στο Μητρώο Αναλογιστών του άρθρου 6 του παρόντος. 2. Στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή, ενημερώνει εγγράφως τον ενδιαφερόμενο, ότι δεν είναι δυνατή η εγγραφή του στο μητρώο, γνωστοποιώντας και τους σχετικούς λόγους.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως: «1. Συνιστάται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, πενταμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο πιστοποιημένων αναλογιστών, το οποίο αποτελείται από: α) Έναν Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας με τον αναπληρωτή του. β) Έναν Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τον αναπληρωτή του. γ) Τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεωντης Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του. δ) Ένας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του. ε) Έναν πιστοποιημένο αναλογιστή με ελάχιστη αναλογιστική εμπειρία 10 ετών, με τον αναπληρωτή του, ο οποίος επιλέγεται μετά από κλήρωση. Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ο αρχαιότερος εκ των δύο Παρέδρων και γραμματέας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του. Η θητεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής με δυνατότητα ανανέωσης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του ν. 2496/1997 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «1. Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του συμβαλλόμενού της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου, α) είτε να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση), β) είτε να εκτελέσει τις εργασίες του άρθρου 5 περιπτώσεις ε΄ ως και θ΄ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ. 2. Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο, β) τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, γ) το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, δ) το είδος των κινδύνων ή των εκτελούμενων εργασιών, ε) το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), στ) τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, ζ) το εφάπαξ ή το αρχικό ασφάλιστρο και η) το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2496/1997 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστους δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελια γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά την πάροδο δύο (2) εβδομάδων για ασφαλίσεις με διάρκεια μέχρι και ενός (1) έτους, και μετά την πάροδο ενός (1) μηνός για ασφαλίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός (1) έτους, από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η περίπτωση θ΄ του άρθρου 1 του κ.ν. 489/1976 αντικαθίσταται ως εξής: «θ. Κέντρο πληροφοριών είναι η υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων και ορίζεται στο άρθρο 27β του παρόντος».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 1 του άρθρου 27β του κ.ν. 489/1976 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Το κέντρο πληροφοριών αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων του άρθρου 16 του παρόντος.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Από την 1η Ιανουαρίου 2016, όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται το άρθρο 120 του ν.δ. 400/1970, εφεξής νοείται το άρθρο 256 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Από την 1η Ιανουαρίου 2016, η υποπερίπτωση β΄ της περίπτωσης Α΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 190/2006 (Α΄196) αντικαθίσταται ως εξής: «β) αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας του άρθρου 12 του ν. 4175/ 2013 (Α΄ 170), το οποίο ανανεώνεται ετησίως με μέριμνα του ιδίου και πιστοποιητικό ποινικού μητρώου γενικής χρήσης το οποίο αναζητείται αυτεπάγγελτα και ανανεώνεται κάθε δύο έτη από το οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο ή το Επαγγελματικό Τμήμα του Ενιαίου Επιμελητήριου και από το οποίο προκύπτει ότι δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για οποιοδήποτε κακούργημα ή για πλημμέλημα για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας, απιστίας, ψευδορκίας, δόλιας χρεοκοπίας, καταδολίευσης δανειστών, τοκογλυφίας, καθ’ υποτροπή έκδοση ακάλυπτων επιταγών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ή «ΕΠ.Ε.Ι.Α.» νοείται εφεξής η Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 20 του π.δ. 237/1986 (Α΄ 110) όπως ισχύει, τροποποιούνται και αντικαθίστανται ως εξής: «Αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου, είτε εις χείρας του, είτε εις χείρας τρίτων, από την έναρξη ισχύος του παρόντος μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018. Απαγορεύεται, επίσης, ο συμψηφισμός των εισφορών των μελών του με τυχόν οφειλές του Επικουρικού Κεφαλαίου προς αυτά.» ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 279

Μετά το α΄ εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4339/ 2015 (Α΄ 133) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών παρόχου περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης ανά επιμέρους κατηγορία καθορίζεται με διάταξη νόμου.»

Άρθρο 280Ρύθμιση θεμάτων Αναγκαστικών ΑπαλλοτριώσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «που δικάζει», προστίθενται οι λέξεις «σε μονομελή σύνθεση».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «η αποβολή του ιδιοκτήτη» προστίθενται οι λέξεις «νομέα ή κατόχου».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο τέλος του τέταρτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, προστίθενται οι λέξεις «για την υπαγωγή τους στη διαδικασία του παρόντος άρθρου».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παρ. 2 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο διαδικασία κινείται με ειδική αίτηση προς το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο δικαστήριο, που υποβάλλεται αμελλητί και κατ’ απόλυτη προτεραιότητα από τον βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης, είτε αυτοτελώς είτε μαζί με την αίτηση για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Η αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα αυτής υποβάλλονται και σε ψηφιακή μορφή. Το οικείο γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους υποχρεούται να υποβάλει τις σχετικές αιτήσεις αμελλητί και κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Η κλήτευση των ιδιοκτητών στην περίπτωση αυτή γίνεται κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 19 του παρόντος Κώδικα. Ο αρμόδιος δικαστής υποχρεούται να προσδιορίσει δικάσιμο προς συζήτηση της αίτησης το αργότερο μέχρι την πρώτη εργάσιμη μετά την παρέλευση είκοσι (20) ημερών από την ημέρα κατάθεσής της. Αναβολή της συζήτησης της αίτησης δεν επιτρέπεται. Η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά εντός ενός (1) μηνός από τη συζήτηση της αίτησης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, προστίθενται οι λέξεις «που έχει το ακίνητο κατά την ημέρα κατάθεσης της αίτησης».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «η παράδοση του ακινήτου ενεργείται άμεσα» προστίθενται οι λέξεις «από τη δημοσίευση της απόφασης».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «διατάσσεται ταυτόχρονα η αποβολή του», προστίθενται οι λέξεις «ιδιοκτήτη, νομέα ή».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Μετά την παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής: «5. Κατά της απόφασης του Εφετείου, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και με την οποία παρέχεται η άδεια προσωρινής κατάληψης, καθορίζεται η εύλογη αποζημίωση και διατάσσεται η αποβολή του ιδιοκτήτη, νομέα ή κατόχου από το ακίνητο δεν ασκούνται ένδικα μέσα, δεν χωρεί αναστολή εκτέλεσης και δεν παράγεται δεδικασμένο ως προς τον καθορισμό του ύψους της πλήρους αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 20 του παρόντος Κώδικα.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η παρ. 5 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αναριθμείται σε παράγραφο 6.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η παρ. 6 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αναριθμείται σε παράγραφο 7 και αντικαθίσταται ως εξής: «7. Η κατά το άρθρο αυτό διαδικασία χωρεί κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Προκειμένου οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου να τηρούνται απαρεγκλίτως, οι σχετικές υποθέσεις προσδιορίζονται και δικάζονται καθ’ υπέρβαση του ορισμένου αριθμού υποθέσεων κατά δικάσιμο που τυχόν έχει αποφασισθεί από τις Ολομέλειες των Δικαστηρίων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η παρ. 7 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αναριθμείται σε παράγραφο 8.

Άρθρο 281Διατάξεις Μεταβατικού ΔικαίουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αιτήσεις του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), που έχουν κατατεθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκδικάζονται από το δικαστήριο που ήταν αρμόδιο κατά το χρόνο κατάθεσής τους, τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του άρθρου 7Α, όπως διαμορφώνεται δυνάμει των τροποποιήσεων σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η παρ. 4 του άρθρου 146 του ν. 4070/2012, (Α΄ 82), «Ρυθμίσεις ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μεταφορών, δημοσίων έργων και άλλες διατάξεις», καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για εκκρεμείς απαλλοτριώσεις έργων που υπήχθησαν στο άρθρο 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), αν για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν αποδοθεί τα σχετικά με αυτές ακίνητα, δύναται να υποβληθεί η ειδική αίτηση της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προθεσμίες που ορίζονται σε αυτήν.

Άρθρο 282Τροποποίηση του ν. 3959/2011 (Α΄ 93) περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμούΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α. Το εδάφιο β΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3959/2011 αντικαθίσταται ως εξής: «Τα μέλη της απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους και υποχρεούνται να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.» β. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 12 προστίθενται εδάφια ως εξής: «Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού αποχωρούν αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού τρίτου (73ου) έτους ηλικίας τους και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού (70ού) έτους ηλικίας τους. Για τα ήδη υπηρετούντα, κατά την έναρξη ισχύος του προηγούμενου εδαφίου, μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν εφαρμόζεται η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου, μέχρι τη λήξη της θητείας τους.» γ. Μετά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου προστίθενται παράγραφοι 7 και 8, αναριθμούμενων των επόμενων παραγράφων αναλόγως, ως εξής: «7. Η ιδιότητα του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και του μέλους (τακτικού ή αναπληρωματικού) της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι ασυμβίβαστη με την εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι β΄ βαθμού συγγένεια ή συζυγική σχέση με πρόσωπο που κατέχει το βουλευτικό αξίωμα ή είναι βουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή είναι μέλος της Κυβέρνησης. Το ασυμβίβαστο αυτό ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας. Η διαπίστωση του ανωτέρω ασυμβίβαστου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωση από τη θέση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου ή του μέλους, αντίστοιχα, για την οποία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου. Η παρούσα παράγραφος αρχίζει να ισχύει ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει τα ήδη υπηρετούντα πρόσωπα, στα οποία το ασυμβίβαστο θα εξακολουθεί να υφίσταται και κατά το χρόνο έναρξης ισχύος της. 8. Στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο και στα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού απαγορεύεται ο άμεσος ή έμμεσος προσπορισμός οποιουδήποτε οφέλους από επιχειρήσεις ή από τρίτους που επηρεάζονται άμεσα από τη δραστηριότητά τους.» δ. Στο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 12 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού υποχρεούνται στην τήρηση εμπιστευτικότητας πληροφοριών σχετικών με επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους για τέσσερα (4) έτη μετά τη λήξη της θητείας ή την αποχώρησή τους.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 13 αντικαθίσταται ως εξής: «Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την επιβολή των κυρώσεων που ορίζονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 13Α.» β. Η παράγραφος 5 του άρθρου 13 καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Μετά το άρθρο 13 του ν. 3959/2011 προστίθεται άρθρο 13Α ως εξής: «Άρθρο 13A Πειθαρχική διαδικασία 1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία όλων των μελών του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. 2. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται: α) η παράβαση διατάξεων του παρόντος και εν γένει της ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, β) η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, γ) η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου του μέλους ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και δ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού. 3. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) έγγραφη επίπληξη, β) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και γ) οριστική παύση. 4. Σε περίπτωση επιβολής εντός διετίας δύο πειθαρχικών ποινών επίπληξης ή/και προστίμου σε μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού για το ίδιο ή διαφορετικό πειθαρχικό παράπτωμα, το μέλος αυτό εκπίπτει αυτοδίκαια από τη θέση του. 5. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις: α) αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη, β) αν το μέλος απέκτησε ή επιδίωξε να αποκτήσει οικονομικό όφελος ή αντάλλαγμα προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, γ) της παράβασης της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας, δ) της παράβασης της παραγράφου 5 του άρθρου 12, ε) της υπαίτιας πρόκλησης ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού. 6. Μετά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά το άρθρο 13 παράγραφος 1, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει το αποδιδόμενο παράπτωμα και επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης. 7. Κατά την ακρόαση, το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, παρέχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, απαντά σε ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται αυθημερόν και εκδίδει απόφαση, η οποία είτε: α) κρίνει ικανοποιητικές και επαρκείς τις εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία, β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος στην οποία περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, το κατά την παράγραφο 2 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω απόφαση και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. 8. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης με απόφαση της περίπτωσης β΄ του εδαφίου β΄ της προηγούμενης παραγράφου, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του να εξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιον του απολογία του διωκόμενου μέλους ή, σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσής του, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση το διωκόμενο μέλος, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως, η οποία επιδίδεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον το μέλος κατά την πρώτη συζήτηση ήταν παρόν και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για το λόγο αυτόν νέα ημερομηνία συζήτησης της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απόν. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη αποφάσεως. 9. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων. 10. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει αυτοδίκαια την πειθαρχική διαδικασία, δύναται όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει την αναστολή της μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης. Πραγματικά γεγονότα, τα οποία διαπιστώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική διαδικασία, ουδόλως όμως κωλύεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής. Σε περίπτωση αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου για αδίκημα σχετιζόμενο με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/ 2007, εκδίδεται απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία διαπιστώνεται η οριστική παύση του μέλους. 11. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παραγράφου 2 παραγράφονται μετά πενταετία από την τέλεση αυτών. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Η κατά την παράγραφο 6 κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την ως άνω παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, με την επιφύλαξη του εδαφίου β΄ και της περίπτωσης της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παράγραφο 10, οπότε και ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου. 12. Οι διατάξεις του Μέρους Ε΄ («Πειθαρχικό Δίκαιο») του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, όπως οι διατάξεις αυτές εκάστοτε ισχύουν, εφαρμόζονται αναλογικά, στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παράγραφος 6 του άρθρου 20 τροποποιείται ως εξής: «6. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με απόφαση του Προέδρου, ύστερα από εισήγηση του προϊσταμένου του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης, δικαιούται κατ’ εξαίρεση να προσφύγει στις υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου, εφόσον κριθεί αναγκαίο από την ιδιαίτερη σπουδαιότητα της υπόθεσης. Με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, ορίζονται οι αμοιβές που καταβάλλονται σε περίπτωση προσφυγής σε υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου. Η ετήσια αμοιβή των εξωτερικών δικηγόρων (φυσικών ή νομικών προσώπων) δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. Δεν επιτρέπεται να ανατίθεται υπόθεση σε εξωτερικό δικηγόρο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος: α) εκπροσωπεί διάδικο σε εκκρεμή ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπόθεση ή σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων κατόπιν προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, β) είναι μέλος δικηγορικής εταιρίας, η οποία εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση, γ) έχει ως μέλος δικηγόρο, ο οποίος εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση, δ) απασχολεί ή απασχολείται από δικηγόρο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση, ε) είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, η οποία είναι διάδικος σε τέτοια υπόθεση.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 21 τροποποιείται ως εξής: «Ο Γενικός Διευθυντής διορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με τριετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί για μία (1) μόνο φορά. Η ίδια ρύθμιση ισχύει για όλες τις θέσεις προϊσταμένων διευθύνσεων που προβλέπονται στον Οργανισμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως ισχύει.»

Άρθρο 283

Στο άρθρο 132 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής: «6. α. Σε περίπτωση διενέργειας διαγωνιστικών διαδικασιών από Εθνική Κεντρική Αρχή Προμηθειών Υπουργείου ή από το Φορέα της ΕΛ.ΑΣ.( Ε.Φ. 07−410) στον Ειδικό Φορέα 07− 410 «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ», καθώς και μέχρι την ολοκλήρωση, εκ μέρους τους, σχετικών διαγωνιστικών διαδικασιών και σε κάθε περίπτωση έως τις 17.4.2016 για προϊόντα και υπηρεσίες που δύνανται να τύχουν ομαδοποίησης, (αντιμετώπιση των αναγκών προμηθειών, ειδών παροχής υπηρεσιών, άμεσης αποκατάστασης πάσης φύσεως φθορών, επισκευής συντήρησης οχημάτων, κτιρίων), παρέχεται για κάθε μία εκ των υφιστάμενων Υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ., στις οποίες λειτουργεί Γενική ή Μερική Διαχείριση, η δυνατότητα υλοποίησης αυτών, τόσο με πρόχειρο διαγωνισμό έως του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. όσο και με απευθείας ανάθεση, έως του ποσού των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., για τους ΚΑΕ 0851, 0861, 0875,1321,1511,1512 και 1919 μηνιαίως και για τους λοιπούς ΚΑΕ, ετησίως, υπό την προϋπόθεση έγκρισης της σχετικής πίστωσης από τη Διεύθυνση Οικονομικών/Ά.Ε.Α.. − Από τα ανωτέρω εξαιρούνται οι κάτωθι περιπτώσεις, προμήθειας αγαθών και υπηρεσιών: (1) Ειδικών ραδιοτηλεπικοινωνιακών συστημάτων (2) Παντός τύπου πομποδεκτών (3) Συσκευών ελέγχου ταχύτητας οχημάτων (4) Διοπτρών ημέρας και νύκτας (5) Καμερών ασφαλείας (θερμοκάμερες) (6) Ηχομέτρων (7) Αλκοολομέτρων (8) Παντός τύπου οχημάτων (9) Παντός είδους πλωτών μέσων (10) Παντός είδους εναερίων μέσων (11) Όπλων και πυρομαχικών (12) Εξομοιωτών και συσκευών εργαστηρίων βλητικών δοκιμών (13) Πληροφοριακών ολοκληρωμένων συστημάτων (14) Εξειδικευμένων λογισμικών (15) Παροχής υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων (16) Παροχής υπηρεσιών μη προγραμματισμένων αεροπορικών μεταφορών (17) Παροχής υπηρεσιών ναυλωμένων πτήσεων β. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 30ης.12.2015 (Α΄ 184), για τη σίτιση των υπηκόων τρίτων χωρών που παραμένουν προσωρινά στα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης Αλλοδαπών, που ιδρύθηκαν και λειτουργούν στην Ελληνική Αστυνομία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 του ν. 3907/2011, επιτρέπεται η σύναψη δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η δαπάνη των οποίων μπορεί να καλύπτεται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. γ. Στα πρόσωπα, της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον δεν παρέχονται υπηρεσίες σίτισης για οποιονδήποτε νομικό ή πραγματικό λόγο, καταβάλλεται ημερήσια δαπάνη τροφοδοσίας, σε βάρος του ΚΑΕ 2739 του προϋπολογισμού εξόδων του Ε.Φ. 07−410 «Ελληνική Αστυνομία», το ύψος της οποίας, ο τρόπος καταβολής αυτής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής, η ημερήσια δαπάνη τροφοδοσίας καταβάλλεται με απόφαση του Διοικητή της έδρας ενός εκάστου των εν λόγω Κέντρων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν.δ. 116/1969 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού νομοθετήματα και καλύπτεται από τον ίδιο ως άνω ΚΑΕ. Με όμοια απόφαση του Διοικητή καθορίζεται ο χρόνος λήξης καταβολής της ημερήσιας δαπάνης τροφοδοσίας, λόγω επανέναρξης παροχής των υπηρεσιών σίτισης.»

Άρθρο 284Έναρξη ισχύος

Α. Έναρξη ισχύος διατάξεων Μερών Πρώτου – Έκτου (άρθρο 311 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΚ). Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων των Μερών Πρώτου έως και Έκτου του παρόντος νόμου έχουν ισχύ από 1η Ιανουαρίου 2016, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144, 221 έως και 248 και 272 που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Β. Έναρξη ισχύος διατάξεων Μέρους Έβδομου. Η ισχύς των διατάξεων του Μέρους Έβδομου αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος. Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ